Ὑποθῆκες τοῦ ἁγνοῦ καὶ γενναίου Στρατηγοῦ
Μακρυγιάννη,
ποὺ φανερώνουν τὴν φιλοθεΐα καὶ φιλοπατρία
του,
μὲ διαχρονικὴ ἀξία καὶ ἰσχύ, μέσα ἀπὸ τά
«ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ»
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης (1797-1867)
Πρόκειται γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς ἁγνότερες καὶ ἡρωϊκώτερες
μορφὲς τοῦ ἑλληνικοῦ θαύματος τοῦ 1821. Μιὰ ἀκέραιη, ἀνιδιοτελής, πολύπλευρη
προσωπικότητα, πέρα ὡς πέρα ἑλληνικὴ καὶ ὀρθόδοξη.
ΜΕΡΟΣ Α΄
* «Ὅταν
σηκώσαμε τὴν Σημαία ἀναντίον τῆς τυραγνίας (τῶν Τούρκων), ξέραμε ὅτ’ εἶναι
πολλοὶ ἀυτῆνοι καὶ μαθητικοὶ κι ἔχουν καὶ κανόνια κι ὅλα τὰ μέσα. Ἐμεῖς ἀπ’
οὗλα εἴμαστε ἀδύνατοι. Ὅμως ὁ Θεὸς φυλάγει τοὺς ἀδύνατους. Κι ἂν πεθάνωμεν,
πεθαίνομεν διὰ τὴν Πατρίδα μας, διὰ τὴν Θρησκείαν μας…Αὐτὸς ὁ θάνατος εἶναι
γλυκός, ὅτι κανένας δὲ θὰ γένη ἀθάνατος…».
* «Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις κι ἐμεῖς – γράφει ὁ
Μακρυγιάννης - ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς προστατεύει».
* …Ὅταν μοῦ πειράζουν τὴν πατρίδα καὶ τὴν θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θά ‘νεργήσω κι’ ὅ,τι θέλουν ἂς μοῦ κάνουν… Κι’αὐτείνη ἡ πατρίδα δὲν λευτερώθη μὲ παραμύθια, λευτερώθη μ’ αἵματα καὶ θυσίες, κι’ ἀπὸ αὐτὰ ἔγινε βασίλειον – κι’ ὄχι νὰ βραβεύωνται ὁλοένα οἱ κόλακες, κι’ οἱ ἀγωνισταὶ ν’ ἀδικιῶνται. Ὅτι ὅταν σκοτώνονταν οἱ ἀγωνισταί, αὐτεῖνοι κοιμῶνταν. Κι’ ὅσο ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου δὲν ἀγαπῶ ἄλλο τίποτας. Νάρθῆ ἕνας νὰ μοῦ εἰπῆ ὅτι θὰ πάγη ὀμπρὸς ἡ πατρίδα, στέργομαι νὰ μοῦ βγάλη καὶ τὰ δύο μου μάτια. Ὅτι ἂν εἶμαι στραβός, καὶ ἡ πατρίδα μου ἀχαμνά, δέκα μάτια νἆχω, στραβὸς θανὰ εἶμαι. Ὅτι σ’ αὐτείνη θὰ ζήσω, δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ πάγω ἀλλοῦ…
* Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοὺς λυπήθηκε καὶ θέλει νὰ τοὺς
ἀναστήση, οἱ ἄνθρωποι τοὺς καταπολεμοῦν νὰ τοὺς φᾶνε, νὰ τοὺς χάσουνε, νὰ τοὺς
σβήσουνε, νὰ μὴν ξαναειπωθοῦν Ἕλληνες. Καὶ τί σᾶς ἔκαμεν αὐτὸ ὸ ὄνομα τῶν
Ἑλλήνων ἐσᾶς τῶν γενναίων ἀντρῶν τῆς Εὐρώπης, ἐσᾶς τῶν προκομμένων, ἐσᾶς τῶν
πλουσίων; Ὅλοι οἱ προκομμένοι ἄντρες τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, οἱ γοναῖγοι ὅλης τῆς ἀνθρωπότης, ὁ Λυκοῦργος, ὁ
Πλάτων, ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀριστείδης, ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Λεωνίδας, ὁ Θρασύβουλος, ὁ
Δημοσθένης καὶ οἱ ἐπίλοιποι πατέρες γενικῶς τῆς ἀνθρωπότης κόπιαζαν καὶ
βασανίζοντα νύχτα καὶ μέρα μ’ ἀρετή, μὲ ‘λικρίνειαν, μὲ καθαρὸν ἐνθουσιασμόν νὰ
φωτίσουν τὴν ἀνθρωπότη καὶ νὰ τὴν ἀναστήσουν νἄχη ἀρετὴ καὶ φῶτα, γενναιότητα
καὶ πατριωτισμόν… Αὐτεῖνοι δὲν τήραγαν νὰ θησαυρίσουνε μάταια καὶ προσωρινὰ,
τήραγαν νὰ φωτίσουν τὸν κόσμο μὲ φωνὴ παντοτινά. Ἔντυναν τοὺς ἀνθρώπους ἀρετή…
καὶ γένονταν δάσκαλοι τῆς ἀληθείας. Κάνουν καὶ οἱ μαθηταί τους οἱ Εὐρωπαῖοι τὴν
ἀνταμοιβὴν εἰς τοὺς ἀπογόνους ἐμᾶς – γύμναση τὴς κακίας καὶ παραλυσίας. Τέτοι’
ἀρετὴ ἔχουν, τέτοια φῶτα μᾶ δίνουν. Μιὰ χούφτα ἀπόγονοι ἐκείνων τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων
χωρὶς τουφέκια καὶ πολεμοφόδια καὶ τ’ ἄλλα ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου ξεσκεπάσαμε τὴν
μάσκαρα τοῦ Γκράν Σινιόρε, τοῦ Σουλτάνου, ὁποὖχε εἰς τὸ πρόσωπόν του κι’
ἔσκιαζε ἐσέναν τὸν μεγάλο Εὐρωπαῖγον…
Ὅταν ὁ φτωχὸς ὁ Ἕλληνας τὸν καταπολέμησε ξυπόλυτος καὶ
γυμνός, τότε πολέμαγε καὶ μ’ ἐσένα τὸν χριστιανόν, -μὲ τὶς ἀντενέργειές σου, καὶ τὸν δόλο σου
καὶ τὴν ἀπάτη σου κι’ ἐφόδιασμα τὶς πρῶτες χρονιὲς τῶν κάστρων. Ἂν δὲν τὰ
‘φόδιασες ἐσὺ ὁ Εὐρωπαῖγος, ἤξερες ποῦ θᾶ πηγαίναμεν μ’ ἐκείνη τὸν ὀρμή. Ὕστερα
μᾶς γιομώσατε καὶ φατρίες… πῆρε ὁ καθεὶς σας τὸ μερίδιον του· καὶ μᾶς καταντήσετε
μπαλλαρίνες σας· καὶ μᾶς λέτε ἀνάξιους τῆς λευτεριᾶς μας ὅτι δὲν τὴν
αἰστανόμαστε. Τὸ παιδὶ ὅταν γεννιέται δὲν γεννιέται μὲ γνώση· οἱ προκομμένοι
ἄνθρωποι τὸ ἀναστήνουν καὶ τὸ προκόβουν. Τέτοια ἠθικὴ εἴχετε ἐσεῖς καὶ προκοπή,
τέτοιους καταντήσατε κι’ ἐμᾶς τοὺς δυστυχεῖς.
Ὅμως τοῦ κάκου κοπιάζετε, Ἂν δὲν ὑπάρχη σ’ ἐσᾶς ἀρετή,
ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέα. Ὅτι ἐκεὶνου ἡ δικαιοσύνη
μᾶς ἔσωσε καὶ θέλει μᾶς σώση· ὅτι ὅσα εἶπε αὐτὸς εἶναι ὅλα ἀληθινὰ καὶ δίκαια –
καὶ τὰ δικά σας ψέματα δολερά. Κι’ ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες, δὲν θέλει κανένας
οὔτε νὰ σᾶς ἀκούση, οὔτε νὰ σᾶς ἰδῆ, ὅτι μᾶς φαρμάκωσε ἡ κακία σας, ὄχι τῶν
φιλανθρώπων ὑπηκόγωνέ σας, ἐσᾶς τῶν ἀνθρωποφάγων ὅπ’ οὗλο ζωντανοὺς τρῶτε τοὺς
ἀνθρώπους καὶ ‘περασπίζετε τοὺς ἄτιμους καὶ παραλυμένους καὶ καταντήσατε τὴν
κοινωνία παραλυσία…
Δὲν εἶναι ὅμως
ἄδικος καὶ φανατισμένος ὁ Στρατηγός. Ξέρει νὰ διακρίνη καὶ νὰ εὐγνωμονῆ μὲ
εἰλικρίνεια αὐτούς, ποὺ ὑπῆρξαν «τίμιοι ἄντρες» καὶ βοήθησαν τὴν πατρίδα μας
στὰ δύσκολα πρῶτα βήματά της…
***
Τοῦ λέγω… μ’ ὅλον τοῦτο τώρα, ὅπου ζοῦμε ὅλοι οἱ
τίμιοι Ἕλληνες εὐκαριστοῦμεν τοὺς Φιλέλληνας εἰς τὸν κόπον ὅπου ἔλαβαν διὰ νὰ
μᾶς σκηματίσουν κι’ ἐμᾶς ἔθνος, ὅπου ἤμαστε τόσους αἰῶνες σ’ ἑνὸς λιονταριοῦ τὰ
νύχια. Μοῦ λέγει, ἕνα θὰ σᾶς βλάψη ἐσᾶς, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὅπου αὐτείνη
ἡ ἰδέα εἶναι σ’ ἐσᾶς πολὺ τυπωμένη…
Καὶ τοῦ
ἀπαντάει:
Χωρὶς ἀρετὴ καὶ θρησκεία δὲν σκηματίζεται κοινωνία,
οὔτε βασίλειον. Καὶ πρᾶμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο, ὅπου τὸ βαστήξαμεν εἰς τὴν
τυραγνία τοῦ Τούρκου, δὲν τὸ δίνομε τώρα, οὔτε τὸ καταφρονοῦμεν οἱ Ἕλληνες… Καὶ
τὶ ἔχεις ἐσὺ διὰ ‘μένα τί δοξάζω ἐγώ; Καὶ διατὶ νὰ φροντίζω ἐγὼ διὰ ‘σένα τὶ
δοξάζεις;Ὁ Θεὸς ἂς θεωρήση τοῦ κάθε ἑνοῦ τὴν γνώμη, εἶναι φροντίδα αὐτεινοῦ…
κι’ ὄχι τοῦ λόγου σου νὰ μοῦ τὸ εἰπῆς, δὲν σὲ ἀκούγω, ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς ὁ ἰδικός
σου νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ δὲν σαλεύει τὸ μάτι
μου.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου