Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

«Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΓΔΟΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 10,25-37) Δημητρίου Π. Ρίζου Δρ. Θεολογίας

 


Κάποιος νομικός, δηλαδὴ θεολόγος ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, πείραξε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε˙ Διδάσκαλε, τὶ νὰ κάνω γιὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή; Τοῦ ἀπάντησε˙ Στὸν νόμο τὶ γράφει; Τὶ διαβάζεις; Καὶ ἀπάντησε ὁ νομικός˙ Νὰ ἀγαπήσης Κύριο τὸν Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν δύναμι καὶ τὴν σκέψι, καὶ τὸν πλησίον σου, ὅπως τὸν ἑαυτό σου. Τοῦ εἶπε ὁ Κύριος˙ Καλὰ τὰ λές, αὐτὸ πρᾶξε καὶ θὰ ζήσεις. Γιὰ νὰ δικαιωθῆ ὅμως στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ρώτησε˙ Καὶ ποιὸς μοῦ εἶναι πλησίον; Τὸτε ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙ Κάποιος ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ, ἀλλ’ ἔπεσε στὰ χέρια ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν γδύσανε, τὸν πληγώσανε καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Συνέβη νὰ περνάη κάποιος ἱερέας, τὸν εἶδε καὶ τὸν προσπέρασε. Τὰ ἴδια ἔκανε καὶ ἕνας Λευΐτης. Ὅμως, κάποιος Σαμαρείτης περνῶντας ἦρθε κοντά του, τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε, καὶ ἀμέσως πλησίασε, τοῦ ἔδεσε τὰ τραύματα ρίχνοντας λάδι καὶ κρασί, μετὰ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του καὶ τὸν ἔφερε σὲ πανδοχεῖο καὶ τὸν φρόντισε. Τὴν ἄλλη ἡμέρα πλήρωσε δύο δηνάρια στὸν χαντζῆ καὶ τοῦ εἶπε˙ Φρόντισέ τον, καὶ ὅ,τι ξοδέψεις, στὴν ἐπιστροφή μου θὰ σὲ ἀποζημιώσω. Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς σοῦ φαίνεται νὰ ἔγινε πλησίον στὸν κτυπημένο ἀπὸ τοὺς ληστές; Καὶ ἐκεῖνος εἶπε˙ Αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔδειξε ἔλεος. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς˙ Πήγαινε καὶ σὺ καὶ κᾶνε τὸ ἴδιο

Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Ἀκούσαμε καὶ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο τὴν εἶπε ὁ Κύριος. Ἡ παραβολὴ εἶναι ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα˙ Ποιὸς εἶναι πλησίον;

Θὰ τονίσωμε λοιπὸν τὴν τελευταία πρότασι, μὲ τὴν ὁποία ὁ Κύριος προτρέπει τὸν νομικὸ μὲ τὰ λόγια «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως».

Ὁ νομικὸς ρώτησε νὰ μάθη ποιὸς εἶναι πλησίον. Ἀλλὰ τελικὰ ὁ Κύριος ἀπάντησε ἀντιστρέφοντας τὴν θέσι. Πήγαινε, τοῦ εἶπε, νὰ γίνης πλησίον ἐσὺ στὸν συνάθρωπό σου, ποὺ σὲ ἔχει ἀνάγκη. Πήγαινε νὰ κάνης ὅ,τι ἔκανε ὁ Σαμαρείτης.

Ὁ Σαμαρείτης εἶδε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου ἕναν κτυπημένο, πληγωμένο, μισοπεθαμένο Ἰουδαῖο. Δὲν σκέφθηκε ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν διαφορὰ ποὺ εἶχαν μεταξύ τους Σαμαρεῖτες καὶ Ἰουδαῖοι. Δὲν σκέφθηκε ὅτι μπορεῖ ἐκεῖ κοντὰ νὰ εἶναι οἱ ληστὲς, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ κάνουν καὶ σὲ αὐτὸν τὸ ἴδιο κακό. Δὲν σκέφθηκε τὴν δικὴ του δουλειὰ καὶ νὰ συνεχίση ἔτσι τὸν δρόμο του, γιὰ νὰ φθάση στὸν προορισμό του. Δὲν σκέφθηκε ὅτι εἶναι μόνος˙ τὶ θὰ μποροῦσε νὰ κάνη  χωρὶς τὴν βοήθεια κάποιου ἄλλου. Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν σκέφθηκε. Ἕνα μόνον πρᾶγμα σκέφθηκε˙ ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πάσχει, καὶ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Καὶ ἁπλᾶ ἔτρεξε νὰ βοηθήση. Ὁ Σαμαρείτης ἔγινε πλησίον καὶ παρευρίσκεται τώρα καὶ βοηθάει τὸν πάσχοντα. Ὄχι μὲ λόγια μόνον, ἀλλὰ μὲ ἔργα, μὲ πράξεις θαυμαστές. Καθαρίζει τὶς πληγὲς μὲ κρασί καὶ λάδι. Ἀνεβάζει στὸ ζῶο του τὸν πληγωμένο. Τὸν διακομίζει στὸ κοντινότερο πανδοχεῖο. Πληρώνει ἀπὸ τὴν τσέπη του τὸν χαντζῆ. Ζητάει ἀπὸ τὸν χαντζῆ νὰ περιποιηθῆ τὸν πληγωμένο, μὲ τὴν ὑπόσχεσι ὅτι στὴν ἐπιστροφή θὰ τὸν ἀποπληρώσει, γιὰ ὅ,τι ἐπὶ πλέον ξοδεύσει. Ἀνεχώρησε μόνο ὅταν νόμισε ὅτι ἔκανε ὅσα μποροῦσε γιὰ τὸν συνάνθρωπό του. Αὐτὸς ὁ Σαμαρείτης ποὺ φέρθηκε μὲ τέτοιον τρόπο ὀνομάσθηκε «Καλὸς Σαμαρείτης».

Καί «Καλὸς Σαμαρείτης», εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ὁ πεσμένος καὶ μισοπεθαμένος εἴμασταν ἐμεῖς. Σὲ αὐτὴν τὴν κατάστασι μᾶς κατήντησε ὁ διάβολος καὶ ἡ ἁμαρτία. Ἡ λαμπερὴ εἰκόνα, ποὺ εἴχαμε ὅταν βγήκαμε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ἀμαυρώθηκε. Δὲν ἀφανίσθηκε, μόνον σκοτείνιασε, ἀμαυρώθηκε, ἔγινε ἀγνώριστη. Γίναμε ἕνας μισοπεθαμένος ἄνθρωπος. Ὁ ἱερέας καὶ ὁ Λευΐτης ποὺ μᾶς εἶδαν καὶ δὲν βοήθησαν, μόνον προσπέρασαν, εἶναι τὸ ἰουδαϊκὸ θρησκευτικὸ σύστημα, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ βοηθήση τὸν πεσμένο ἄνθρωπο. Μὲ τὸ τελετουργικὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν γίνεται σωτηρία. Μετά, «ὅτε ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» πέρασε ἕνας ξένος, ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ξένος, διότι δὲν ἦταν μόνον ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεάνθρωπος. Καὶ μᾶς λυπήθηκε, καὶ μᾶς ἔδειξε ὅλη του τὴν ἀγάπη, χωρὶς ὅρια. Μᾶς καθάρισε τὶς πληγὲς μὲ τὸ κρασί καὶ τὸ λάδι. Αὐτὰ εἶναι τὰ Μυστήρια, τὸ Βάπτισμα καὶ ἡ Εὐχαριστία. Καὶ μᾶς ἔφερε στὸ πανδοχεῖο, στὴν Ἐκκλησία. Πανδοχέας, χαντζῆς, εἶναι οἱ κληρικοί μας, στοὺς ὁποίους ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μᾶς περιποιηθοῦν. Καὶ στὴν ἐπιστροφή του, τὴν Δευτέρα Παρουσία, θὰ ἀποδώση στὸν καθένα τὸν κόπο του.

Ἐμεῖς ἀκοῦμε τὴν προτροπή του˙ «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως». Νὰ γίνωμε καὶ ἐμεῖς «Καλοὶ Σαμαρεῖτες». Νὰ γίνωμε πλησίον γιὰ τὸν συνάνθρωπό μας, ποὺ μᾶς ἔχει ἀνάγκη. Χωρὶς να ὑπολογίζωμε τὸν κόπο, χωρὶς νὰ λογαριάζωμε τὴν δαπάνη, χωρὶς νὰ σκεφτόμαστε τοὺς κινδύνους, χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζουν οἱ δικὲς μας δουλειὲς καὶ ἀνάγκες. Διότι δὲν ἔχομε χρόνο. Δὲν μποροῦσε ὁ Σαμαρείτης νὰ πῆ˙ Θὰ ἔρθω αὔριο. Μέχρι αὔριο ὁ μισοπεθαμένος θὰ εἶχε τελειώσει. Τὴν δική μας δουλειὰ θὰ τὴν κάνωμε αὔριο.

Ἐξ ἄλλου ἀπὸ τὸν συνάνθρωπο, ποὺ πονάει, δὲν μᾶς χωρίζει τίποτε. Μᾶς ἑνώνει ὁ πόνος. Ἡ συμφορὰ καὶ ἡ πληγὴ εἶναι ἴδια εἴτε εἶμαι Ἰουδαῖος εἴτε εἶμαι Σαμαρείτης. Ὁ πλησίον δὲν ἔχει ἐθνικότητα. Ὁ πόνος ἐκφράζεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου. Πονεμένοι, δυστυχισμένοι, ἀνήμποροι ὑπάρχουν καὶ στὶς πιὸ πλούσιες χῶρες. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος μᾶς προϊδέασε, γιὰ τὴν κατάστασι αὐτή, ὅταν εἶπε˙ «Τοὺς φτωχοὺς πάντοτε θὰ τοὺς ἔχετε». Καὶ ἑπομένως κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐπικαλεσθῆ ὁποιαδήποτε δικαιολογία, γιὰ νὰ μὴ γίνη «Πλησίον», γιὰ νὰ μὴ γίνη «Καλὸς Σαμαρείτης». Πάντοτε, στὴ ἄκρη τοῦ δρόμου, θὰ ὑπάρχουν οἱ πληγωμένοι, στοὺς ὁποίους θὰ πρέπει νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας. Ἀπὸ τὸ ἁγιογραφικὸ κείμενο συμπεραίνουμε ὅτι ὁ πεσμένος στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου δὲν ζήτησε βοήθεια ἢ συμπαράστασι. Ὁ Σαμαρείτης ἀπὸ μόνος του, μόνον ποὺ τὸν εἶδε, μόλις τὸν ἀντιλήφθηκε, ἀμέσως, τὸν σπαγχνίσθηκε, καὶ ἔτρεξε κοντά του γιὰ νὰ τὸν βοηθήση.  Δὲν περίμενε νὰ τὸν καλέσουν, αὐθόρμητα πρόσφερε τὴν βοήθειά του. Αὐτὰ τὰ περιστατικὰ μᾶς δείχνουν, πῶς φέρεται ὁ πλησίον.

Καὶ μποροῦμε ὅλοι νὰ γίνουμε «Πλησίον» ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου