Ὁ ἱερός Χρυσόστομος μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ὡς ὁ μάρτυρας μετά τούς διωγμούς. Διώχθηκε χειρότερα καί
βασανίστηκε πιό ἐπίπονα ἀπό πολλούς μάρτυρες.
Ὁ Μεγάλος Ἀρχιεπίσκοπος μετά από βρώμικες διαβουλεύσεις του παλατιού βαδίζει το δρόμο τῆς ἐξορίας του για δεύτερη φορά. Μπροστά του ἀνοίγεται
δύσκολος δρόμος. Τό σῶμα του ἦταν καχεκτικό καί
ὑπέφερε ἀπό ὑψηλούς πυρετούς, τό δέ στομάχι του καί νεφρά του ἦταν σέ ἄθλια κατάσταση. Ἔπρεπε τό
ἀσθενικό του σῶμα νά τό διαφυλάξει, τούς ἀδελφούς νά ἐνισχύσει, νά δυναμώσει τήν
ψυχή του ἀπό τήν ἀθυμία πού τόν κατελάμβανε, νά ἐνδυναμώσει τόν λαό πού εὕρισκε
στό δρόμο του. Δέν μποροῦσε νά σηκώσει
τήν μεγάλη ὁδοιπορία καί τό ψῦχος, καί ἔπρεπε νά βαδίζει μέ συνοδεία
στρατιωτῶν ἐπί πολλές ὧρες. Στό δρόμο του, περνώντας ἀπό τίς πόλεις, ἄλλοτε
εὕρισκε τήν ἀγάπη τοῦ λαοῦ καί τῶν ἐπισκόπων καί ἄλλοτε τό μῖσος. Ἐπιπλέον ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσει τίς
ἐπιθέσεις κλεπτῶν καί τίς ἐπιδρομές τῶν
Ἰσαύρων. Βάδιζε πρός τήν Κουκουσό τῆς Ἀρμενίας. Ἔλεγε σέ ἐπιστολή του πρός Θεοδώρα
βαδίζοντας γιά τήν Καισάρεια: «Ἀνηλώθημεν, ἐδαπανήθημεν, μυρίους ἀπεθάνομεν
θανάτους». Ἡ γενναία του καί ὑπομονετική ψυχή ἦταν κλεισμένη μέσα σ’ ἕνα καχεκτικό
σῶμα· θά εἶχε λυγίσει ἄν ἡ ἀνδρεία του ψυχή δέν τό ἐνίσχυε. Ποῦ εὕρισκε τήν ψυχική δύναμη καί ὑπομονή σ’ ὅλα
αὐτά; Στό Θεό ἐναπέθετε τόν ἑαυτό του καί σέ μία προσευχή πού τήν ἔλεγε
πάντοτε: «Δόξα τῷ Θεῶ πάντων ἕνεκεν».
‘’ὑπὸ τῶν συνεχῶν πυρετῶν
καταβεβλημένοι,
οὓς ἔχων καὶ ἐν νυκτὶ καὶ ἐν ἡμέρᾳ ὁδοιπορεῖν
ἠναγκαζόμην,
καὶ θάλπει πολιορκούμενος,
καὶ ὑπὸ ἀγρυπνίας
διαφθειρόμενος,
καὶ ὑπὸ τῆς τῶν ἐπιτηδείων ἐρημίας
ἀπολλύμενος, καὶ τῆς τῶν προστησομένων ἀπορίας. Καὶ γὰρ τῶν τὰ μέταλλα
ἐργαζομένων, καὶ τὰ δεσμωτήρια οἰκούντων χαλεπώτερα καὶ πεπόνθαμεν καὶ
πάσχομεν. …
’’Δόξα τῷ Θεῷ καὶ διὰ τοῦτο. Οὐ παυόμεθα γὰρ αὐτὸν
ἐπὶ πᾶσι δοξάζοντες. Εἴη τὸ ὄνομα αὐτοῦ εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας.’’[1]
Τό χειρότερο όμως ἀπ’ ὅλα ἦταν ὅτι τά τῆς ἐκκλησίας τῆς Κων/πόλεως βρισκόταν σέ ἀθλία κατάσταση. Κατά τήν ὁδοιπορία του ἔπαιρνε ἐπιστολές καί μάθαινε γιά τά γεγονότα πού συνέβαιναν…διωγμοί, φυλακίσεις, θάνατοι γιά τό ὄνομά του. Βλέποντας τούς χριστιανούς νά ὑποφέρουν καί νά διώκονται στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν Ἐκκλησία καί τά δίκαια τοῦ Ἱεροῦ ποιμένος των τούς παρηγοροῦσε μέ ἐπιστολές πού ἔστελνε.
Ἔβλεπε ὅτι σήκωναν ἱερή
ἀγανάκτηση γι’ αὐτά πού γινόταν στήν ἐκκλησία. Τούς ὀνομάζει μάρτυρας πού ἁγίασαν μέ τήν ἀρετή τῆς ἱερᾶς ἀγανακτήσεως. Περιγράφει μέ μελανά χρώματα ὅλα τά μαρτύρια τῶν
χριστιανῶν πού ὑπέστησαν στήν Κωνσταντινούπολη ἀρνούμενοι νά δεχτοῦν τήν
παρανομία τῶν ἀρχῶν πού καθαίρεσαν καί ἐξόρισαν ἀναπολόγητο τόν ποιμένα τους
τόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ἄλλοι μαστιγώθηκαν, ἄλλους τούς ἔρριξαν στήν φυλακή,
σάν κακούργους τους θεωροῦσαν, τούς δήμευσαν τήν περιουσία τους καί ἄλλοι ἔφυγαν
στά βουνά γιά νά γλυτώσουν καί ἄλλοι σφαγιάστηκαν. Καί παρ’ ὅλο πού οἱ ἀρχές
τῆς πόλεως καταδίωκαν τούς Ἰωαννίτες -
ἔτσι ὀνόμαζαν τούς ὀπαδούς τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου - καί ἔπνεαν ἀπό θυμό καί
ἀπειλές γιά φόνο καί τιμωρίες καί βασανιστήρια, δέν ὑποχώρησαν, οὔτε ἐνέδωσαν,
οὔτε καί ὑπέστειλαν τήν πίστη τους καί τήν ἀγάπη τους στόν ποιμένα τους.
Ἀντιθέτως ἔμειναν ἀμετακίνητοι πάνω στήν πέτρα καί προτίμησαν νά ὑποστοῦν τά
πάντα παρά νά κοινωνήσουν μέ τήν παρανομία τῶν ἐκκλησιαστικῶν αὐτῶν ἐξελίξεων.
Στήν ἀντίσταση αὐτή καί στό ἡρωικό αὐτό φρόνημα συμμετεῖχαν καί οἱ γυναῖκες πού
παρ’ ὅλο τό ἀδύναμο τῆς φύσεως τούς ξεπέρασαν καί τούς ἄνδρες στήν πάλη αὐτή
καί τήν ἀφοσίωση. Ἀκόμη καί παιδιά μικρά καί νέοι μπῆκαν ἡρωικά στήν ἀντίσταση
αὐτή καί σήκωσαν τό μαρτύριο. Ὅλοι αὐτοί εἶναι μάρτυρες τῆς ἀληθείας, μάρτυρες τῆς ἱερᾶς ἀγανακτήσεως. [2]
Ο ιερός πατηρ θεωρεῖ μάρτυρες καί ὅλους ἐκείνους πού μπορεῖ νά μή
ἔδωσαν τό αἷμα τους ἀλλά μαρτύρησαν μέ τήν ἀλήθεια καί τόν παρησσιασμένο λόγο
τους, πεθαίνοντας ἔτσι κάθε ἡμέρα ὑπερασπίζοντας τήν ἀλήθεια καί πολεμῶντας τήν
ἀδικία. Αὐτοί ὅλοι μποροῦν κάλλιστα νά συγκαταρριθμηθοῦν στήν χορεία τῶν
δικαίων καί μαρτύρων. Εἶναι οἱ μάρτυρες ‘’τῆ προθέσει’’ πού μπορεῖ νά μή ἔδωκαν
τό αἷμα τους, ἀλλά τό ἔκαναν μέ τήν διάθεση τῆς καρδιᾶς των. Καί αὐτός ὁ Ἀβραάμ
μέ τήν πρόθεση τῆς καρδιᾶς του καί τήν ὑπακοή τῆς πίστεως του ἔσφαξε τόν υἱό
του ἄσχετα ἄν ὁ Θεός τήν τελευταία στιγμή δέν τόν ἄφησε νά χυθεῖ αἷμα. Καί
βγάζει τό συμπέρασμα ὁ ἱερός Πατήρ ὅτι παντοῦ μετράει ἡ πρόθεση τῆς καρδιᾶς καί
ὅταν προχωρᾶ μέ ἄρτια τήν ἀρετή τότε λαμβάνει ὁλόκληρο τό στεφάνι τοῦ
μαρτυρίου. [3]
Ἰδιαίτερα πρωτότυπος εἶναι ὁ χαρακτηρισμός μάρτυρες ἱερᾶς ἀγανακτήσεως
πού σηματοδοτεῖ τό ψυχικό μαρτύριο πού σήκωσαν ὅλοι οἱ χριστιανοί
ὑπερασπιζόμενοι τήν ἀλήθεια καταθέτοντας τήν μαρτυρία τοῦ λόγου καί τό μαρτύριο
τοῦ πόνου γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας χωρίς νά βροῦν τό δίκαιό
τους ἤ μετά ἀπό πολύ καιρό δυσκολίας δικαιώθηκαν. Καί ζοῦσαν τό μαρτύριο τῆς
ἀγανάκτησης, τό μαρτύριο τῶν δακρύων τους, τό ἀναίμακτο αὐτό παράπονο ζητώντας
τό δίκαιό της Ἐκκλησίας καί ὑπερασπίζοντας την. Κι ἀπό ἀνθρώπους κι ἀπό τήν
δικαιοσύνη τήν ἀνθρώπινη δέν εὕρισκαν το δίκαιό τους καί κατέφευγαν μέ πόνο
καρδιᾶς προσευχόμενοι στόν Μεγαλοδύναμο. Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ὁμιλεῖ τό
πρώτον γιά τό μαρτύριο αὐτό τῆς δικαίας ἀγανάκτησης τῶν θεριστάδων πού
στερήθηκαν τόν μισθό τους καί ἡ μόνη τους καταφυγή ἦταν αὐτός ὁ πόνος τους νά
ἀνεβαίνει ὡς προσευχή στά αὐτιά τοῦ Κυρίου Σαβαώθ. ‘’ Ἰδού ὁ μισθός τῶν ἐργατῶν
τῶν ἀμησάντων τάς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ' ὑμῶν κράζει, καί αἵ βοαί τῶν
θερισάντων εἰς τά ὦτα Κυρίου Σαβαώθ εἰσεληλύθασιν.’’
Εἶναι ἀλήθεια πώς διαβάζοντας τά γεγονότα τῆς
ἐποχῆς ἐκείνης μπαίνεις στήν σκέψη
ἀθέλητα νά τά ἀντιπαραβάλλεις μέ τά σημερινά δρώμενα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ
Ἱερός Χρυσόστομος βρέθηκε μέσα στήν δίνη τῆς ἀπιστίας τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων,
στίς δολοπλοκίες τῆς βασιλικῆς αὐλῆς καί στό ἀσίγαστο μίσος τῶν φθονερῶν
κληρικῶν πού ἤθελαν γιά νά τοῦ κλείσουν τό στόμα τῆς ἀληθείας τόν σβάρνιζαν ἀπό
ἐξορία σέ ἐξορία. Μετά λύπης ἔλεγε πώς στήν ζωή του δέν φοβήθηκε καμιά δυσκολία
καί κανέναν ἄλλον ἐπίβουλο ἄνθρωπο παρά μονάχα τούς Ἐπισκόπους πλήν ὀλίγων,
‘’Οὐδένα γάρ λοιπόν δέδοικα ὡς τούς ἐπισκόπους πλήν ὀλίγων». Στ’ ἀλήθεια
ἀγωνίστηκε ὅπως καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γιά νά ἀποκοπεῖ ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν
ἐπιρροή καί τίς ἐπεμβάσεις τοῦ Κράτους, ἀλλά δέν μπόρεσε νά τό ἐπιτύχει. Ἔγινε
μάρτυρας ἀληθείας, δέν μπόρεσε νά ξεφύγει ἀπό τήν κακία τῶν βασιλέων Ἀρκαδίου
καί Εὐδοξίας πού ἤθελαν νά τοῦ κλείσουν τό στόμα τοῦ ἐλέγχου πετώντας τον στήν
ἐξορία καί στήν ἀπομόνωση.
Εἶναι ἀλήθεια πώς καί στίς ἡμέρες μας καί ὅλος ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ ἔγιναν
μάρτυρες ἱερᾶς ἀγανακτήσεως μέ ὅλα τα μέτρα πού τοῦ ἐπέβαλλαν λόγω τῆς
παρουσίας τῆς λεγόμενης ἐπιδημίας τοῦ κορονοιοῦ. Κλείδωσαν τίς ἐκκλησίες καί ἐπέβαλαν
πρόστιμα, καί μέ μιά ἐπίπλαστη εὐγένεια ἐπέβαλλαν τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό
τίς τηλεοράσεις. Ἐξεδίωκαν τούς πιστούς πού προσέγγιζαν στούς Ἱερούς Ναούς.
Ἔμμεσα καί ἄμεσα ἀπομόνωσαν τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν μετοχή του στό Ἱερό Μυστήριο
τῆς Ζωῆς, τήν Θεία Εὐχαριστία. Κατάφεραν καί διαπόμπευσαν καί βλασφήμησαν τό
Ἱερό Μυστήριο, τήν καρδιά τῆς Ὀρθοδοξίας, μέσα ἀπό τά καλοπληρωμένα κανάλια τῆς
τηλεοράσεως. Καί ἔβλεπες μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα κατά τόπους νά ζεῖ ὁ πιστός
λαός ὄχι μόνο το ἀναίμακτο μαρτύριο τῆς ἱερᾶς ἀγανακτήσεως, ἀλλά καί νά
βρίσκεται κάτω ἀπό τήν πίεση ὑπακοῆς. Διχασμένοι οἱ πνευματικοί πού, ἄλλοι
μιλοῦσαν γιά ‘’κλεφτοπόλεμο’’ μέσα στήν καραντίνα, ἄλλοι μόνον ὀλίγοι ἀπόλυτοι
καί ἀνυποχώρητοι στό ἄνοιγμα τῶν Ἐκκλησιῶν, καί ἄλλοι ἀπαγορεύοντας τά
πνευματικά παιδιά τῆς Ἐκκλησίας νά μήν κοινωνοῦν ἐπί μῆνες προβάλλοντας τήν
ὑπακοή. Καί ὄντως σέ ποιόν νά ἔκαναν ὑπακοή ἀφοῦ κανένας Ἐπίσκοπος ἤ καί αὐτή ἡ
Ἱερά Σύνοδος δέν ἐξέδωσε ἐντολή περί μή Θείας Κοινωνίας τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Ἐξέδιδε
διατάγματα τό Κράτος καί ἐκδίδει, τρόπους προφύλαξης, τά διαβιβάζει στήν Ἱερά
Σύνοδο καί αὐτή στούς κατά τόπους Μητροπολίτες καί αὐτοί τά κοινοποιοῦν στούς
Ἱερεῖς. Ἡ κοινοποίηση τῆς κοινοποιήσεως παραθέτοντας ἀποκλειστικά μόνον τούς
ὑγειονομικούς νόμους. Τό τραγικό ὅλων
ἦταν και εἶναι νά ἐπιβάλλεται στά τυφλά ἡ γνώμη τοῦ κράτους μέ μιά ἀλόγιστη και
απόλυτη ὑποταγή. Μέσα στίς καρδιές τῶν πιστῶν στερημένων τήν Θεία Κοινωνία καί
τήν Θεία Λατρεία στόν Ναό τοῦ Θεοῦ καρδιακά ζοῦσε τό μαρτύριο τῆς Ἱερᾶς ἀγανακτήσεως.
Ἔβλεπες στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου νά εἶναι φωτισμένη ὅλη ἡ πόλη καί στά
μπαλκόνια νά ψέλνει ὅλος ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ‘’Χριστός Ἀνέστη’’ μέ τίς λαμπάδες
ἀναμμένες… μέσα στό βουβό κλάμα τῆς ἱερᾶς ἀγανάκτησης. Καί ποῦ νά τό ποῦν; Καί τούς ἱερεῖς τούς ἔβρισκαν ἀπόμακρους,
φοβισμένους κλεισμένους ‘’διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων’’. Καί ποῦ νά
παρηγορηθοῦν; Καί τότε ἀνέβαιναν οἱ προσευχές δακρυρροεῖς στόν Οὐρανό στόν
Κύριο τόν μόνο Δυνατό.
Καί ὅταν ἐγένετο φῶς καί ἐλευθερία μετά τήν
‘’καραντίνα’’ τῶν Ἐκκλησιῶν ἔβγαιναν τότε ὅλοι οἱ πνευματικοί καί μετανιωμένοι
ἔλεγαν πώς ἔκαναν λάθος πού ὑποτάχτηκαν στό κράτος καί πώς ξανά δέν πρόκειται
νά τό ἀνεχθοῦν τό νάναι κλεισμένες οἱ Ἐκκλησιές. Καί τό πῆρε στ’ ἀλήθεια σοβαρά
τήν δήλωση αὐτή τό Κράτος. Καί μετά ἀπό λίγο μέ νέα διαταγή ἐπέβαλαν στούς
ἱερεῖς καί ἐπιτρόπους νά γίνουν αὐτοί ἀστυνομικοί καί νά φυλάγουν αὐτοί τίς
Ἐκκλησιές διά ’’ροπάλου’’, ὡς οἱ ροπαλοφόροι τῆς ἀρχαιότητος, μή τυχόν κάποιος
φιλήσει τίς εἰκόνες, μήπως εἰσέλθει κάποιος ἄνευ ‘’φίμωτρου’’-μάσκας- καί ἄν τήν βγάλει νά τόν κάνουν σκληρή
παρατήρηση ἡ καί νά τόν ἐκδιώκουν, καί νά εἰσάγουν ὡς ταξιθέτες τά φοβισμένα
λογικά πρόβατα τῆς Ποίμνης τοῦ Χριστοῦ γιά νά καθίσουν μασκοφορεμένοι ὄχι πέραν
τοῦ ἐπιτρεπομένου ἀριθμοῦ…καί ἔτσι μπαίνοντας στήν ἄκρη οἱ ἀστυνομικοί μπῆκαν
μπροστά οἱ γυναῖκες ἐπίτροποι καί οἱ ἄνδρες ἐπίτροποι νά κουμαντάρουν τήν τάξη
ἐνσπείροντας τόν φόβο καί τόν τρόμο στόν λαό τοῦ Θεοῦ ἐν ὥρα Θείας Λατρείας.
Καί ἔβλεπες τήν Μοναχή στό Μοναστήρι μόλις ἀντιλαμβανόταν πώς κάποιος πιστός
κατέβασε τήν μάσκα ἐν ὥρα Θείας Λατρείας ἐρχόταν ἐπιτακτικά καί σκληρά
χτυπώντας στόν ὦμο του καί λέγοντας ὡς ἐξουσία ἔχουσα ’’να βάλετε τήν μάσκα’’.
Καί ἡ ψυχή προσευχόμενη ταραζόταν, τινάζονταν πάνω, δάκρυα κυλοῦσαν στά μάτια
μέ ἕνα μαρτύριο ἱερᾶς ἀγανακτήσεως. Καί ποῦ νά μιλήσει; Ποῦ νά πεῖ τό παράπονο;
Ἔπεφταν πάνω στήν ψυχή αὐτή μιλώντας γιά ὑπακοή, ἐφ’ ὅσον ἐκεῖνοι ἦταν οἱ
πνευματικοί.
Ἔμμεσα, πλήν σαφῶς, δημιουργοῦν τόν φόβο καί
τόν πανικό ὅτι μέσα στόν Ἱερό Ναό ὁ πιστός κολλάει ἀπό τόν ἰό τῆς γρίπης καί ὅτι
εἶναι τόπος συνωστισμοῦ καί ὄχι Ἐκκλησία Χριστοῦ, Σῶμα Χριστοῦ, ὅπου ὁ Χριστός
εἶναι ‘’ἐν μέσω ἠμῶν’’ σκορπώντας τήν εὐλογία καί τήν ὑγεία στούς πιστούς. Καί
τό Κράτος πολεμοῦσε τήν Ἐκκλησία γιά νά ἐπιβάλλει τήν φοβερή βλασφημία τῆς
ἀποιεροποιήσεως τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, ἐπιβάλοντας ἕναν νεοβαρλααμιτισμό. Καί τί
τραγικό! νά γίνονται οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες οἱ διαφημίζοντες τίς μάσκες καί οἱ
τρομοκρατοῦντες τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Πίσω ἀπό μιά μάσκα κρύβεται ὑποκριτικά ὁ
σκοπός νά ἀποιεροποιήσουν τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Πίσω ἀπό τόν φόβο μιᾶς
ἀμφιλεγόμενης πανδημίας ἐπέβαλαν τήν βλασφημία αὐτή. Καί οἱ Κληρικοί ‘’πρέπει’’
να εἶναι νόμιμοι καί ὑπάκουοι στίς ἐντολές τοῦ Κράτους πού ἔρχονται μέσα ἀπό
παγκόσμια σκοτεινά ἐντολοδοχεία. Βέβαια σέ προσωπικές κινήσεις ἔλεγαν τήν ἀλήθεια
οἱ πνευματικοί, ἀλλά δημόσια δέν ἐκφραζόταν. Κι ἄν κάποιος τοποθετοῦνταν ὑπέρ
τῆς ἱερότητος τῆς Ἐκκλησίας καί τό ἁγιαστικό χαρακτήρα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ πολλοί
τόν ὁρμοῦσαν καί μετά ἠσύχαζε γιά νά μήν εἶναι ἡ ἐξαίρεση.
Μιά
ἱερά ἀγανάκτηση βγαίνει στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀκούγοντας πολλούς νά πιπιλίζουν
ἄκοπα ’’εἶναι ἐντολή’’ καί νά ἀπαιτοῦν
τυφλή ὑπακοή. Καί ἀσφαλῶς κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τήν φροντίδα καί τό
ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ὑγειονομία τοῦ λαοῦ της, ὄχι ὅμως νά φτάσουμε
στό βλάσφημο ἄκρον τῆς ἀποιεροποίησης τῶν Ναῶν τοῦ Θεοῦ καί νά ἀντικαταστήσουν
τήν ἀγάπη τοῦ λαοῦ στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ μέ τόν φόβο τοῦ ἰοῦ τῆς γρίπης. Ἄλλο ἡ
προστασία καί ὑγειονομία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο νά φτάσουμε σέ μιά Ἐκκλησία
μασκοφόρων μέ ἀπρόσωπη κοινωνία προσευχομένων. Ἄλλο τό μεγάλο ἀγαθό της ὑγείας
καί ἡ φροντίδα της καί ἄλλο ἡ ὀλιγοπιστία καί ὁ φόβος ἐν μέσω τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ
ἀπό τόν ἀδελφό πού εἶναι δίπλα ἐνῶ γινόμεθα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ διά
τῆς Θείας Μεταλήψεως. Ἄλλο εἶναι ἡ φροντίδα γιά τήν ὑγεία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί
ἄλλο εἶναι ἡ ἐπέμβαση τοῦ κράτους γιά τόν τρόπο τῆς Θείας Μετάδοσης τῆς Θείας
Κοινωνίας. Μελετώντας τήν Παλαιά Διαθήκη, στήν ἐποχή τοῦ Μωυσῆ, ἡ ἀνθρωπότητα
δέν εἶχε συστηματική ἰατρική, καί ἱστορικά ὁ μοναδικός λαός πού εἶχε ἄριστη
ὑγεία ἦταν ὁ Ἰσραήλ. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶχε δώσει στόν Μωυσῆ ἄριστο σύστημα
ὑγειονομίας πού εἶναι καταγραμμένο στήν Πεντάτευχο, ὅπου διαβάζοντας τίς
διατάξεις του ντυμένες μέ ἕναν θρησκευτικό μανδύα, μένει κανείς ἔκπληκτος γιά
τήν σοφία τοῦ Θεοῦ πού καί σέ λεπτομέρειες κράτησε τόν λαό του ὑγιῆ μέσα στούς
αἰῶνες γιά νά γεννηθεῖ ὁ Μεσσίας. Εἶναι τό Θαῦμα τῆς Ὑγειονομείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού μέσα ἀπ’ ὅλους τους
αἰῶνες φτάνει στίς ἡμέρες μας σάν μιά Θεϊκή φροντίδα πού πρέπει νά ἔχει ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γιά τό ποίμνιό της. Αὐτή ὅμως ἡ ὑγειονομεία ἔχει τά ὅρια
της καί δέν συγκρούεται μέ τήν πίστη, οὔτε νά φτάνουμε στήν ὀλιγοπιστία μέ τήν
ἀπολυτότητα καί τόν καταναγκαστικό φόβο καί τόν τρομακτικό πανικό. Ἀσφαλῶς καί
ἡ παρέμβαση τοῦ Κράτους ὀφείλει νά εἶναι μέχρι τά σκαλοπάτια τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό
ἐκεῖ καί ἐνδότερα ζεῖ Χριστός καί οἱ πιστοί βιώνουν ὀντολογικά το ’’ζω δέ
οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός’’.
Καί ὅλοι περιμένουν ὁ Θεός νά φέρει τήν λύση
χωρίς νά σηκώσουν αὐτοί φωνή ὁμολογίας τῆς ἀλήθειας, ἀλλά λουφάζοντας στά
καταφύγια τους μή καί μολυνθοῦν ἀπό τόν ἰό. Καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ὁ πιστός ἔμενε
ἐγκαταλειμμένος μέσα στήν τρομακτική του ὀρφάνια. Κλειστές οἱ Ἐκκλησιές,
ἀπόμακρος ὁ Κλῆρος πλήν ὀλίγων, στέρηση τῆς Θείας Κοινωνίας, ἀπών ὁ ἀγαθός
λόγος καί παρακλητικός, εἶναι νά τά βλέπει κανείς μέ μιά συνέχεια ἀσταμάτητη.
Καί γινόταν ὁ λαός μάρτυρας ἱερᾶς ἀγανακτήσεως. Καί τότε στίς ἀρχές μέ κλειστές
τίς Ἐκκλησιές ἦταν δύσκολα, ἀλλά τώρα εἶναι χειρότερα διότι προσπαθοῦν νά
ἀλλοιώσουν βλάσφημα τόν ἱερό τόπο, τήν
ἀποιεροποίηση του δηλ. καί τήν ἀμφισβήτηση τοῦ Ἱεροῦ Μυστηρίου τῆς Θείας
Εὐχαριστίας. Τότε κλείνανε Ἐκκλησίες τώρα τσαλαπατοῦν καρδιές πιστῶν καί
ἀποκόβουν τόν πιστό λαό ἀπό τήν Θεία Κοινωνία, πού σάν σκληρή προπαγάνδα
εἰσβάλλει στίς ψυχές ὅλων καί αὐτῶν τῶν παιδιῶν μέσα ἀπό τήν κοπριά τῆς
καλοπληρωμένης πόρνης, τήν τηλεόραση καί τά φερέφωνά της.
Μέ δάκρυα ὁμολογοῦσε μιά νέα μητέρα γιά τήν
ὀρφάνια πού ζοῦσε τίς ἡμέρες αὐτές καί τό σκληρό παράπονο τῆς τεχνητῆς ἀπουσίας
τοῦ πνευματικοῦ της. Καί ἔβλεπες γυναῖκες, πιστές του Θεοῦ πλάσματα, νά ἔχουν
κρεμαστεῖ ἀπό τά κάγκελα τῶν παραθύρων καί νά βλέπουν τήν Θεία Λειτουργία νά
τελεῖται καί ράντιζαν μέ δάκρυα τούς ἁγιασμένους τοίχους τοῦ Ναοῦ… καί
προσευχόταν μέσα στό κρύο καί μετεῖχαν τῆς Λατρείας τοῦ Θεοῦ ἔχοντας σπάσει τόν
φραγμό τῶν τειχῶν μέ τήν θέρμη τῆς καρδιᾶς των. Καί παραμόνευαν μήπως καί
ἀνοίξει ὁ Ἱερέας γιά νά τρέξουν νά κοινωνήσουν. Ἕνα ἱερό παράπονο καί
ἀγανάκτηση ἔβγαινε σάν προσευχή στόν Θεό τοῦ Οὐρανοῦ νά τελειώσει ὁ διωγμός
αὐτός.
Καί γέμιζε ὁ περίβολος τοῦ Ναοῦ ἀπό ἁμάξια
καί μέσα ἀπ’ ἐκεῖ πρόσωπα ἁγιασμένα στήνανε τό αὐτί τους γιά νά ἀκούσουν ἀπό τά
μεγάφωνα τήν Θεία Λειτουργία καί νά ἀκούσουν παρήγορο κήρυγμα. Καί ἐρχόταν οἱ
ἀστυνομικοί νά τούς διώχνουν καί τούς παρακαλοῦσαν οἱ πιστοί νά τούς γράψουν
μετά πού θά κοινωνήσουν. Καί ἔβλεπες καί σ’ αὐτούς τούς ἀστυνομικούς νά νιώθουν
πόνο καρδιᾶς καί νά ζοῦν τήν δική τους ἱερή ἀγανάκτηση, γιατί τούς ἔβαλαν νά
ἀστυνομεύουν τήν Θεία λατρεία τῶν πιστῶν, καί νά φεύγουν νικημένοι ἀπό τόν ἱερό
πόθο τῶν πιστῶν καί νά λένε τούς προϊσταμένους ὅτι ἀδυνατοῦν νά πᾶνε ξανά στό
ἔργο αὐτό. Καί ἡ ἱερή ἀγανάκτηση των γινόταν προσευχή, γινόταν ὁμολογία,
γινόταν ἀγάπη στόν Θεό καί μιά πίστη μέσα τους ἀνέτειλε γιά τόν λυτρωμό.
Καί μοῦ ἔλεγε μιά μάνα πού πῆγε Μεγάλη Πέμπτη
στήν Ἐκκλησία μέ τά πέντε παιδιά της, μήπως μπορέσει καί τά κοινωνήσει τέτοια
μεγάλη ἡμέρα. Καί κρεμάστηκαν τά μικρά παιδάκια της στά κάγκελα τοῦ Ναοῦ καί
κοιτοῦσαν μέσα περιμένοντας νά φανεῖ κάποιος. Καί εἶδαν τόν ἱερέα νά κινεῖται
ἐκεῖ πιό μέσα κι ἄρχισε τό μικρότερο νά φωνάζει ‘’Χριστούλη, Χριστούλη’’
ὀνομάζοντας ἔτσι τόν Ἱερέα καί ζητώντας νά τοῦ δώσει Θεία Κοινωνία. Κι ἐκεῖνος
γύρισε καί τούς ἔδιωξε γιατί τέτοιες ἐντολές εἶχε. Καί ἔπαιρνε ἡ μάνα τά παιδιά
της καί γύριζε πίσω στό σπίτι μέ τήν θλίψη καί τήν ἱερά ἀγανάκτηση στό πρόσωπό
της.. ἔχοντας τά παιδιά της νά κλαῖνε καί νά ρωτᾶνε γιατί δέν κοινώνησαν. Καί
μιά ἄλλη μάνα πού πῆγε Ἐκκλησία μέ τά παιδιά της καί τήν ἔδιωξαν οἱ ἀστυνομικοί
καί γύρισε στό σπίτι, ἄκουγε τό παιδί της νά κλαίει, νά ἔχει πάρει ἕνα ὅπλο
παιδικό καί νά τῆς λέει ‘’θά τούς τιμωρήσω ὅλους τους ἀστυνομικούς’’. Καί μιά
ἱερά ἀγανάκτηση φούντωνε στίς μάνες αὐτές πού ἔβλεπαν νά τραυματίζονται τόσο
σκληρά τα παιδιά τους. Καί πῶς νά διεκδικήσουν τό δίκαιό τους; Ἔπεφταν στά
γόνατα καί στό Θεό παρέθεταν τά πράγματα. Καί χτυποῦσαν τό στῆθος λέγοντας πώς
ἐξ ἁμαρτιῶν ὅλων γίνεται ὁ διωγμός αὐτός. Καί ξεσποῦσαν σέ δάκρυα μετανοίας.
Καί κάπου ἀλλοῦ ἔξω ἀπό μιά Ἐκκλησία στεκόταν
ἀστυνομικοί καί ἔγραφαν τούς πιστούς πού ἔμπαιναν μέσα διότι ὁ ἱερέας ἦταν
‘’ἀνυπάκουος’’ καί βαστοῦσε ἀνοικτή τήν Ἐκκλησία. Καί τούς ἔγραφαν πρόστιμο οἱ
ἀστυνόμοι μέ τήν αἰτία ’’ἐπειδή μετάλαβε’’ ποινικοποιώντας καί τήν Θεία
Κοινωνία. Καί οἱ πιστοί ἁπλά καί ἤρεμα μέ τό χαρτί τῆς παράβασης στό χέρι
ἔμπαιναν στόν Ναό νά κοινωνήσουν. Τί τούς ἔνοιαζε τό πρόστιμο πού ἔπρεπε νά
πληρώσουν. Μέ γενναιότητα καί τόλμη τήν ἑπομένη ὁ τοπικός Ἐπίσκοπος κάλεσε τόν
Ἀστυνομικό Διευθυντή καί τοῦ ἔλεγε νά ξεγράψει τούς πάντες λέγοντας ὅτι ἄν
προβεῖ ξανά σέ τέτοιο ἀτόπημα τότε τό Αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ θά πέσει στήν κεφαλή
του. Καί μιά ἱερή ἀγανάκτηση πλήγωνε καί τήν καρδιά τοῦ Ἐπισκόπου.
Κι ἐκεῖνοι πού ἀντέδρασαν στίς κρατικές
ἐντολές πού θέλησαν νά κάνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία τούς
διαπόμπευσαν τά κανάλια ὅπως συνέβη μέ τόν Σεβασμιώτατο Κερκύρας κ. Νεκτάριο.
Τόν ‘’ἄδειασαν’’ ὅλοι, κανείς δέν τόν ὑπεράσπισε, καί ἔμεινε μόνος μονώτατος νά
παλεύει τήν ἀλήθεια ἐν μέσω πανδημίας ἔλλειψης ἀγάπης. Καί τί μ’ αὐτό, εἶχε τόν
Θεό μαζί του. Καί ζοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπός το μαρτύριο τῆς Ἱερᾶς ἀγανακτήσεως,
ἀλλά ὁ Κύριος δέν τόν ἄφησε. Ἔπεσε Πνεῦμα Θεοῦ στήν καρδιά του, ‘’ἐφήλατο
Πνεῦμα Θεοῦ’’, καί μέ ἠθικόν σθένος καί ἀλύγιστη τόλμη καί ὡς στόμα Θεοῦ μίλησε
τήν ἀλήθεια. Ἀλλά καί ὁ πιστός λαός ἔβλεπε τότε τά τεκταινόμενα καί τούς
εἰσαγγελεῖς καί ἀστυνομικούς νά χώνονται στήν Ἐκκλησία καί νά καλοῦν σέ
ἀπολογία τόν Ἐπίσκοπο… καί ἱερή ἀγανάκτηση ἀνέβαινε στίς καρδιές των καί
ἔπεφταν στήν προσευχή πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Καί
ἔβλεπες ἱερεῖς πού κοινώνησαν τόν λαό καί μικρά παιδιά νά τούς ὁδηγοῦν σέ
διωγμό καί ἀπολογία. Νά κάνουν καταγγελίες γιά ἱερεῖς ἄνθρωποι τῆς ἄρνησης καί
τοῦ φθόνου κατά τῆς Ἐκκλησίας. Ἔβλεπες ἱερεῖς ἁγίους νά κρατοῦν τόν λαό μέ τό
κήρυγμά τους καί τήν φιλανθρωπία, ἀξιόλογοι πνευματικοί νά ὁδηγοῦνται σέ
ἀπολογία στούς εἰσαγγελεῖς καί κανείς νά μή τούς συντρέχει καί νά ὑποστηρίζει.
Νά πέφτουν πάνω τους ὅλα τα πληρωμένα κανάλια τῆς τρομοκρατίας καί νά τούς
τσαλαπατοῦν μέχρι ἐσχάτων μέ μιά αἰσχρή διαπόμπευση. Καί οἱ πάντες ἀπόντες καί
οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι, ἀκόμη καί αὐτοί οἱ φοβισμένοι εὐεργετηθέντες. Ὅλοι
τους ‘’ἀδειάζαν’’ μέ μιά ψυχρή λογική καί μέ τό πρωτόκολλο τῆς ὑπηρεσιακῆς
ἀπολογίας. Καί μέσα στά ‘’κοπροκάναλα’’ καί τούς πληρωμένους δημοσιογράφους
ἔβλεπες νά ἐλέγχουν ὡς δικαστές ἀπό
καθέδρας καί ὡς γνῶστες τοῦ παντός καί νά ἐπιπλήττουν Ἐπισκόπους καί νά
τούς καλοῦν σέ συμμόρφωση, ἔχοντας τό ‘’νταηλίκι’’ τῆς μαϊμοῦς, ὡς τιμητές
αὐτοί τῶν πάντων. Καί ἱερή ἀγανάκτηση ἔβγαινε στίς καρδιές τῶν πιστῶν βλέποντας
αὐτήν τήν ἀδικία. Καί ἔκλιναν τήν τηλεόραση.
Καί βγῆκαν ἡ Ὑπουργός θρησκευμάτων μαζί μέ
τόν Ὑπουργό πολιτικῆς προστασίας καί εἶπαν βέβηλα λόγια γιά τήν Θεία Κοινωνία
καί ἐκφράστηκαν πολύ ὑποτιμητικά. Καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἀγανάκτησε ἱερή
ἀγανάκτηση καί περίμενε τήν ἀντίδραση τῶν πνευματικῶν καί δέν ἀκούστηκε λόγος
πλήν ὀλίγων. Μόνον σ’ ἕναν Μητροπολίτη ἐφησυχάζοντα ἔπεσε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
σάν στόν Σαμψών, ‘’ἐφήλατο πνεῦμα Θεοῦ’’, καί κάλεσε σέ μετάνοια ὅλους αὐτούς
πού βλασφήμησαν. Τόν θεώρησαν γραφικό καί τόν περιφρόνησαν. Κι ἐκεῖνος μέ
πνεῦμα ἰσχυρό προφητικό ἀντέδρασε ἀφορίζοντάς τους. Καί λαός τοῦ Θεοῦ ὁ πιστός
ζῶντας τήν ἱερά ἀγανάκτηση γιά τήν βλασφημία τῶν Ἱερῶν ἀναπαύθηκε μέ τήν
ἐνέργεια τοῦ Ἐπισκόπου καί προσευχήθηκε γιά τήν μετάνοια τῶν βλασφήμων.
Καί ἔκλεισαν τά ἅγια Μοναστήρια πού ἦταν
πάντοτε τά καταφύγια τῶν πονεμένων καί τά προπύργια κάθε ἐπανάστασης στό δοῦλο
ἔθνος ἐπί Τουρκοκρατίας καί σήμερα ἐπί Δημοκρατίας. Μιά ἱερή ἀγανάκτηση ἔβγαινε
μέσα ἀπό τήν καρδιά τῶν πιστῶν. Δέν εἶχαν πού νά καταφύγουν γιά νά κάνουν
προσευχή καί νά ἀκούσουν λόγον ἀγαθό καί παρήγορο. Τώρα θέλουν νά κλείσουν καί
τό Ἅγιον Ὅρος. Καί ἔμπαινε ὁ πιστός στήν Ἐκκλησία καί ἔβλεπε ἀπρόσωπα ὄντα νά
προσεύχονται φορώντας μάσκες. Δάκρυα κυλοῦσαν στά μάτια του μέσα στήν ἀπρόσωπη
Ἐκκλησία του. Καί ἱερή ἀγανάκτηση τοῦ γέμιζε ἡ ψυχή, νά μήν μπορεῖ νά
ἀναγνωρίσει τόν διπλανό του καί νά τόν φοβᾶται κρατώντας ἀποστάσεις…καί ἄραγε
πῶς νά μπορέσει νά συμπροσευχηθεῖ; Μέ τί καρδιά νά μιλήσει στόν Θεό ὅταν ὁ
τρόμος κύκλωνε τήν καρδιά του.
Καί ποῦ νά καταφύγει ὁ πιστός λαός ζῶντας
αὐτήν τήν ἱερά ἀγανάκτηση; Κατέφευγε στούς Γεροντάδες καί στούς ἱερεῖς καί
στούς Ἐπισκόπους ἐκείνους πού μέσα ἀπό
τό διαδίκτυο καί τήν προσωπική ἐπικοινωνία ἔλεγαν λόγο Θεοῦ… καί στήριζαν τήν
ὀρφάνια τους καί ἐνισχύονταν καί τρεφόταν ἀπό τόν Θεό ’’ὡς τοῦ Θεοῦ
παρακαλοῦντος ’’ δί’ αὐτῶν. Ἔψαχνε ὁ πιστός νά βρεῖ ἱερέα νά Κοινωνήσει
ὀδεύοντας χιλιόμετρα σκεπτόμενος ἐναγώνιος ἄν μπορεῖ νά μετακινηθεῖ ἤ γίνει
ἀντιληπτός μέ ὅλες τίς συνέπειες.
Καί πόσα ἄλλα πολλά θά μποροῦσε κανείς νά
καταθέσει γιά τό συνεχές μαρτύριο τῆς Ἱερᾶς ἀγανακτήσεως πού ἔζησαν καί ζοῦν
μέσα στίς καρδιές των οἱ πιστοί. Καί ἄραγε τί ἀκολουθεῖ; Κι ἄν οἱ ὑποχωρήσεις
καί οἱ συμβιβασμοί εἶναι ἧττα ἤ τόπος γιά νά ἀλώσουν τίς ψυχές μας καί νά
βλασφημήσουν πιό καίρια τήν Πίστη μας, τότε πώς πρέπει νά ὁμολογήσουμε καί νά ἀντισταθοῦμε;
Καί ἀναρωτιόμουνα πῶς νά σηκώσω τόν Σταυρό
μου αὐτό, τό μαρτύριο τῆς Ἱερᾶς Ἀγανακτήσεως ποῦ σάν ὀδυνηρό μαστίγιο πέφτει
πάνω στίς πλάτες μου; Καί ἄκουγα φωνή
μέσα μου πώς δέν πρέπει νά κατακρίνω οὔτε καί νά διχάσω τήν Μάνα μου τήν
Ἐκκλησία καί τούς ἀδελφούς μου, οὔτε καί νά σκανδαλίσω ἀνθρώπους. Πόσο δύσκολά
μου ἦταν νά κρίνω σκληρά καί νά πάρω πέτρα νά χτυπήσω τούς πνευματικούς μου
ἡγέτες. Ἐκεῖνοι κρίνονται καί θά κριθοῦν σκληρά ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό.
Καί
σήκωνα τό μαρτύριο τοῦτο τῆς ἱερᾶς ἀγανακτήσεώς μου προσευχόμενος καί
παραθέτωντας τά πάντα στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ζοῦσα τήν δική μου μετάνοια καί
παρακαλοῦσα γιά τήν μετάνοια ὅλου του Ἑλληνικοῦ λαοῦ πού ζεῖ μέσα στήν
βλασφημία καί στίς ἐκτρώσεις καί στά ἀνήθικα πάθη. Ἀποζητοῦσα νά βγῶ ψηλά ‘’ἐπί
πτερύγων ἀνέμων’’ καί νά κηρύξω πανδημία μετανοίας ὅλων των Ἑλλήνων. Γιά νά
ἔρθει ὁ λυτρωμός. Νά παλέψουμε τόν Θεό μέ τήν μετάνοιά μας, ὡς ἄλλοι Νινευίτες
καί νά γλυτώσει ὁ τόπος αὐτός πού λέγεται Ἑλλάδα καί εἶναι Ἁγιοτόκος μητέρα.
Καί παρακαλοῦσα τόν Κύριο νά μοῦ δώσει στόμα
ἀληθείας καί ὁμολογίας στούς καιρούς αὐτούς στεκόμενος ὁμολογητικά ὡς ἀληθής
μάρτυς Χριστοῦ καί συμπαπαραστεκόμενος σέ κάθε ὁμολογοῦντα.
Χωρίς δειλία ἀλλά μέ ‘’πνεῦμα δυνάμεως καί
ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ’’ ὁρμοῦσα καί ἀντιστεκόμουνα στόν κάθε ἕναν πού
βλασφημοῦσε τήν μάνα μου τήν Ἐκκλησία, ἄσχετα κι ἄν δέν εὕρισκα τό δίκιο μου,
ἄσχετα κι ἄν μέ δίωκαν καί μέ θεωροῦσαν φαιδρό καί σκοταδιστή καί μεσαίωνα.
Μάρτυρες κι ἐμεῖς τῆς Ἱερᾶς Ἀγανακτήσεως.
Μέσα
στό μαρτύριο τῆς ἱερᾶς ἀγανακτήσεως μιά προσευχή καί κραυγή μου ἔβγαινε,
‘’ἔρχου Κύριε’’.
[1] Epistulae 18%19`242 52.674.29t - 675.21
[2]
Ad eos qui scandalizati sunt 19.1.1 - 19.3.11 ●Ἐννόησον ὅσοι καὶ μαρτυρίου στέφανον ἀνεδήσαντο. Οἱ μὲν γὰρ ἐμαστιγώθησαν, οἱ δὲ εἰς δεσμωτήριον ἐνεβλήθησαν, οἱ δὲ ἁλύσεις ὡς κακοῦργοι περιέκειντο, οἱ δὲ πατρίδος ἐξέπεσον, οἱ δὲ οὐσίαν ἀπέβαλον, οἱ δὲ πρὸς τὴν ὑπερορίαν μετῳκίσθησαν, οἱ δὲ ἐσφάγησαν, οἱ μὲν καὶ τῇ πείρᾳ, οἱ δὲ τῇ γνώμῃ. Καὶ γὰρ δοράτων γυμνουμένων καὶ ξιφῶν ἠκονημένων καὶ ἀπειλῶν καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν γινομένων καὶ τῶν ἐν ἀρχαῖς θυμοῦ πνεόντων καὶ φόνων ἐπανατεινομένων καὶ μυρίων εἰδῶν κολάσεων καὶ τιμωριῶν, οὐκ εἶξαν, οὐδὲ ἐνέδωκαν, ἀλλ᾽ ἔστησαν ἐπὶ τῆς πέτρας ἀκίνητοι, πάντα καὶ ποιῆσαι καὶ παθεῖν αἱρούμενοι, ὥστε μὴ κοινωνῆσαι τῇ παρανομίᾳ τῶν τὰ τοιαῦτα τετολμηκότων, οὐκ ἄνδρες δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες.
Καὶ γὰρ καὶ γυναῖκες πρὸς τὸν ἀγῶνα ἀπεδύσαντο τοῦτον καὶ ἀνδρῶν πολλαχοῦ μᾶλλον ἠνδρίσαντο. Οὐ γυναῖκες δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ νέοι καὶ μειράκια κομιδῆ.
Ταῦτ᾽ οὖν, εἰπέ μοι, μικρά, τοσοῦτον δῆμον μαρτύρων κερδᾶναι τὴν Ἐκκλησίαν; Μάρτυρες γὰρ ἅπαντες οὗτοι. Οὐ γὰρ δὴ μόνον ἐκεῖνοι οἱ εἰς δικαστήριον ἑλκυσθέντες καὶ θῦσαι κελευσθέντες καὶ μὴ πεισθέντες, παθόντες ἅπερ ἔπαθον, μάρτυρες ἂν εἶεν· ἀλλὰ κἀκεῖνοι οἱ ὑπὲρ ὁτουοῦν τῶν τῷ Θεῷ δοκούντων παθεῖν τι καταδεξάμενοι· καὶ εἴ τις μετὰ ἀκριβείας ἐξετάσειεν οὗτοι μᾶλλον ἢ ἐκεῖνοι. ….
[3] Ad eos qui scandalizati sunt 19.7.5 ●Οἱ τοσαύτας σφαγὰς ὑπομείναντες καὶ οὐχὶ πρὸς Ἡρώδην, ἀλλὰ πρὸς τοὺς κρατοῦντας τῆς οἰκουμένης ἁπάσης ἀποδυσάμενοι καὶ οὐχὶ γάμῳ παρανομουμένῳ, ἀλλὰ νόμοις πατρῷοις καὶ θεσμοῖς Ἐκκλησίας ἐπηρεασθεῖσι παραστάντες καὶ διὰ τῶν ῥημάτων καὶ διὰ τῶν πραγμάτων παρρησίαν ἐπιδειξάμενοι καὶ καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν ἀποθνήσκοντες καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ παῖδες, πῶς οὐκ ἂν εἶεν δίκαιοι μυριάκις εἰς τὸν τῶν μαρτύρων καταλεγῆναι χορόν. Ἐπεὶ καὶ ὁ Ἀβραάμ, μὴ σφάξας τῇ πείρᾳ τὸν υἱόν, τῇ προθέσει ἔσφαξε καὶ φωνῆς ἤκουσεν ἄνωθεν λεγούσης ὅτι· "Οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι᾽ ἐμέ". Οὕτω πανταχοῦ καὶ ἡ γνώμη, ὅταν ἀπηρτισμένη ᾖ ἐπὶ τῆς ἀρετῆς, ὁλόκληρον λαμβάνει τὸν στέφανον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου