Ο Ντίνες, ένα γεροδεμένο παλικάρι, γλίστρησε απʼ την πίσω πορτούλα στο σπίτι του Ηλία Γκαντούτση, που ήταν στην άκρη του Αντάρτικου (τότε Ζελόβου), κρέμασε σʼ ένα καρφί στον τοίχο την χωριάτικη κάπα και ένα τορβά και κάθισε κοντά στο τζάκι όπου έκαιαν πολλά χοντρά ξύλα. Ήταν 18 Οκτώβρη του 1904.
- Μπα;! Πώς εδώ Ντίνε; Είσαι και με τα χωριάτικα, είπε η σπιτονοικοκυρά
μπαίνοντας στην κάμαρη.
Εκείνος ρώτησε.
- Πού είναι ο Ηλίας;
- Πήγε στο βουνό για ξύλα.
Και αφού έριξε μηχανικά μια
γλήγορη ματιά γύρω του αποκρίθηκε κατεβάζοντας τη φωνή.
- Είναι στο μαντρί του Πάνου.
- Και ο Παύλος; (ο Ανταρτικιώτης οπλαρχηγός Παύλος Κύρου) και ο Τύμιος;
(ο Κρητικός αρχηγός Θύμιος Καούδης);
- Είναι εκεί όλοι μαζί.
- Θα πάω να τους βρώ. Μα να ξαποστάσω λιγάκι. Δώσε μου αν θέλεις Ήλενα ρακή και ζεστή νάναι.
- Και ζεστή την θέλεις! Κουράστηκε ο παλικαράς, είπε η Γκαντούτσαινα
βάζοντας στη φωτιά ένα μικρό μπρίκι με ρακή και λίγη ζάχαρη.
- Έρχομαι από μακριά. Περπάτησα όλη τη νύχτα μέσα στο δάσος με σκοτάδι
και χιονόνερο. Και φορτωμένος. Και τι φορτίο!
- Τι φορτίο; Ένα τορβά είχες.
- Ένα τορβά μα πολύ βαρύ.
- Φυσέκια για λίρες έχεις μέσα;! Κι από πού τόσο μακριά έρχεσαι;
- Απʼ την Στάτιστα (σήμερα Μελά).
- Την Στάτιστα! χμ.
Η Γκαντούτσαινα έκαμε ένα μορφασμό.
- Δεν είναι καλό το χωριό μας Ήλενα;
- Τί καλοσύνη μπρε έχει;! Σαν τον Χριστό τον περιμέναμε.
Και χάθηκε τζάμπα και άδικα στο χωριό σας.
- Για το Θεό. Μη μου το θυμίζεις Ναστασία.
Κοντά σαράντα άντρες ήσαστε. Και ένας χάθηκε. Ο αρχηγός! Που ακούστηκε
τέτοιο πράγμα;!
Μακάρι να σκοτωνόμουνα εγώ, να ζούσε εκείνος. Ήταν ένας μεγάλος
άνθρωπος και άγιος.
Η Γκαντούτσαινα σφούγγισε με τον αγκώνα τα μάτια της και είπε με
ραγισμένη φωνή.
- Σαν το θυμάμαι μου ʼρχεται τρέλα. Τέτοι άνθρωπο δεν θα ξαναγεννήσει
άλλη μάνα. Τι ευγενικός, τι καλός και όμορφος! Γιατί μπρε Ντίνε δεν του είπες
να μη μένατε εκείνη την καταραμένη μέρα στο χωριό σας;!
- Του είπα. Μα ήταν μερικά παιδιά κουρασμένα και άρρωστα.
Ο Ντίνες είδε απʼ το παράθυρο εκείνη το στιγμή να ʼρχεται ο αστυνομικός
σταθμάρχης Φέιμ Όνμπασης. Αρπάζει ευθύς τον τορβά και μπαίνει σʼ ένα ισόγειο
που ήταν αποθήκη και μαγειρείο.
Ο Φέιμ ρώτησε την Γκαντούτσαινα με τα κουτσοβουλγαρομακεδονικά του αν
ήταν ο άντρας της σπίτι. Κι επειδή του αποκρίθηκε πως είχε πάει για ξύλα έκαμε
να φύγει.
Στάσου στάσου Φέιμ. Να πάρεις ένα καφέ ή καλλίτερα μια ζεστή ρακή.
Είχαν φίλο τον σταθμάρχη. Του ʼδιναν και κανένα «μπαχτσίς» για να τους
δίνει πληροφορίες. Ο Φέιμ Όνμπασης πήρε τη ρακή που ήταν για τον Ντίνε και
είπε.
- Ήθελα να το ειπώ το Ηλία πήρα διαταγή να το βρω ένας σκοτωμένος
καπετάνος! Χα χα χα. Δε φτάνει το ζωντανός καπετάνος να κυνηγάω τώρα και το
σκοτωμένος καπετάνος! χα χα χα. Να το ειπείς το Ηλία.
Και έφυγε.
– Ψάχνουν το λοιπόν κι εδώ για το νεκρό αρχηγό!
Είπε ο Ντίνες βγαίνοντας απʼ το ισόγειο με το τορβά στο χέρι, που τον
ξανακρέμασε στο καρφί.
- Δουλειά δεν είχαν δουλειά βρήκαν, αποκρίθηκε η Γκαντούτσαινα. Και τι
θα τον κάμουν αν τον βρουν;!
- Θα τον ρεζιλέψουν θα τον παν στην Καστοριά στο παζάρι. Να πάρουν
δώρο.
Τα σκυλιά!...
- Το κεφάλι μια φορά δεν θα το βρουν ό,τι κι αν κάμουν. Δεν θα το
βάλουν σʼ ένα παλούκι να το γυρίσουν στα χωριά σαν να ʼταν ληστής ή λύκος.
- Είναι αχώρια το κεφάλι κι αχώρια το κορμί;!
- Είναι αχώρια.
- Πως το ξέρεις;! Γιατί δεν μιλάς καθαρά Ντίνε;
- Τι να σου πω; Κύτταξε αν θέλεις τον τορβά.
Η Γκαντούτσαινα κύτταξε τον τορβά αφού έριξε μια ερευνητική ματιά στον
Ντίνε, τον ξεκρέμασε με χέρια που έτρεμαν και τον άνοιξε.
Ένα ανθρώπινο κεφάλι επρόβαλε τότε απʼ τον τορβά!
Ήταν του Παύλου Μελά. Και μια σπαραχτική κραυγή βγήκε από το στήθος της
γυναίκας. Πετάχθηκε ο Ντίνες και τη βάσταξε να μη πέσει.
Δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπο της. Δεν φρόντιζε καν να τα σφουγγίζει.
Είχε συγκεντρώσει όλη την προσοχή της στο κεφάλι. Το ʼπλενε, το χτένιζε, το
φιλούσε. Και μουρμούριζε.
- Δεν μου το ʼλεγες τόση ώρα, καημένε Ντίνε;!...
Ξέσπασε έπειτα αγριεμένη.
- Και γιατί τόκοψες παλιόσκυλο;! Που το βρήκες το δικαίωμα;! Κριάρι ή
τραγί ήταν;! Και πως μπόρεσες; Πως βάσταξε η ψυχή σου;!
Ο Ντίνες τα διηγήθηκε.
Τον είχε στείλει ο Παύλος Κύρου να ξεθάψει τον Αρχηγό, να τον φορτώσει
σʼ ένα άλογο και να τον φέρει στο Ανταρτικό. Ο Ντίνες ξαναφόρεσε τα χωριάτικα
και πήγε στο χωριό του. Μόλις νύχτωσε πήρε δύο εξαδέλφους του και τον ξέθαψε.
Ήταν ο τάφος σε μια ρεματιά πάνω απʼ το χωριό. Εκείνη όμως τη στιγμή είδαν να
έρχεται στην Στάτιστα ο λόχος του Μακρυχωρίου. Ο Τούρκος λοχαγός κάλεσε ευθύς
τον «μουχτάρη», τους «αζάδες» (κοινοτ. σύμβουλους), τους αγροφύλακες και ζήτησε
να του δείξουν που ήταν παραχωμένος ο «Γιουνανλής» αρχηγός. Απʼ τον θόρυβο των Αθηναϊκών
εφημερίδων και την αναστάτωση όλς της Ελλάδος έμαθαν οι Τούρκοι τον θάνατο του
Μελά. Κι επειδή οι χωρικοί, όπως πάντα, έλεγαν «Εφέντη, δεν ξέρομε» τους
έστρωσε και αυτός όπως πάντοτε στο ξύλο... επρόσταξε να παρουσιασθούν όλοι οι
άνδρες τους μπροστά του. Αναγκάστηκαν και οι δύο εξάδελφοι να φύγουν. Ο Ντίνες
έμεινε μόνος στο ερημικό σκοτάδι με την συντροφιά του νεκρού. Στάθηκε ώρα
πολλή. Και οι Τούρκοι όμως δεν το κουνούσαν. Πήρε τότε την απόφαση του. Έκοψε
το κεφάλι και το έβαλε στον τορβά, ξανάθαψε το νεκρό, έριξε πάνω αγριόχορτα και
πεσμένα φύλλα των δένδρων για να μη φαίνεται το σκάψιμο και πέρασε το μεγάλο
ανηφορικό δάσος όπου ήξερε πως υπήρχε κομιτατζίδικη συμμορία και τούρκικο
απόσπασμα.
- Έκοψα το κεφάλι, είπε, γιατί σκέφθηκα πως μπορούσαν να το παλουκώσουν
οι Τούρκοι και να το γυρίζουν στα χωριά.
- Καλά έκαμες, του αποκρίθηκε η Γκαντούτσαινα. Μα δεν έτρεμε το χέρι
σου;! Ξέρεις τι άνθρωπος ήταν;!...
- Το ξέρω πολύ καλά, Στάσα.
- Αχ τα σκυλιά... Τον έφαγαν.
Γύρισε τότε στο μικρότερο παιδί της:
- Τρέξε στο μαντρί του Πάνου και πες στον πατέρα σου να ʼρθει γλήγορα
σπίτι. Να τους πεις ήρθε ο Ντίνες και θα καταλάβουν.
Έδεσε έπειτα ένα μαύρο μανδήλι στο κεφάλι, έριξε ένα καινούργιο
πανωφόρι πάνω της κι άρχισε το μοιρολόγι. Έκλαιε και σιγοτραγουδούσε τον
ευγενικό και όμορφο αξιωματικό που άφησε γυναίκα, μικρά παιδιά και πλούτη και
ήρθε να σκοτωθεί στον αγριότοπό τους. Έκλαιε την λεβεντιά, την γλύκα, την
καλοσύνη του.
Στα διαλείμματα έλεγε του Ντίνε.
- Δεν ξέρεις Ντίνε. Γλύκα έσταζε απʼ το στόμα και τα μάτια του. Πότε
δεν είπε κακό λόγο. Τον περασμένο Μάρτη ήρθε τρεις τέσσερες φορές σπίτι μας και
μου ʼλεγε: Κυρά Αναστασία, ντώσεις εμένα μικρό παιντί σου στο Ατίνα. Κι εγώ του
έλεγα. Ντικό σου Κύριος Μελάς. Να το παίρνεις στο Ατίνα. Εκείνος γελούσε γελούσε με τα ελληνικά μου... έδινε πάντοτε
χρήματα στα παιδιά μου.
Απαντούσε και ο Ντίνες με αναφιλητά.
- Να σου πω κι εγώ Στάσα. Δεν ήταν για βουνά ... Άλλος άνθρωπος. Άφοβο
παλικάρι μα και άγιος και άγγελος. Έκλαψε σαν μωρό παιδί όταν οι άντρες του
σκότωσαν δύο χωριάτες που είχαν πάρει πολλούς Γραικούς στο λαιμό τους! ... Στον
δρόμο έξω από το χωριό μας είδε θυμωμένο τον Λάκη Πίρζα τον Φλωρινιώτη και το
δεξί του χέρι να φωνάζει γιατί ένας μυλωνάς που ήταν όλος χαρά όσο μας έπαιρνε
για κομιτατζήδες ζητούσε να φύγει άμα κατάλαβε πως ήμασταν Γραικοί. Του είπε:
Όχι φωνές Νικολάκη. Με το καλό, με καλά
λόγια... Τί άνθρωπος, τί άνθρωπος ... θαρρούσε πως και οι άλλοι ήσαν
καλοί σαν κι αυτόν... Μ΄έβλεπε που στεναχωριόμουν γιατί δεν τα κατάφερνα τα
έρμα τα ελληνικά και μου ʼλέγε: Ας να είναι Ντίνε δεν πειράζει. Έτσι αγαπάω
εσένα πιο πολύ...
Ήρθαν με νεκρολούλουδα κι άλλες γυναίκες απ΄την γειτονιά και το
μοιρολόγι γενικεύθηκε. Κάποτε έφθασε κι ο Γκαντούτσης. Μαζί του ήταν
μερικοί Ανταρτικιώτες και πέντε ξένοι, ο
μακαρίτης Βασίλης Αγοραστός, υπάλληλος
του Προξενείου Μοναστηρίου, οι Μιχαήλ Χασόπουλος και Χατζηκώτσης μέλη της
Επιτροπής Πισοδερίου, που την είχε καταρτίσει ο ίδιος ο Π. Μελάς, και οι Ηλ.
Φίτζος και Αθ. Παπαφιλίππου δάσκαλοι Πισοδερίου.
Μόλις έγινε γνωστός στο Μοναστήρι ο θάνατος του Μέλα ο Β. Αγοραστός
παλιός φιλόλογος του Μοναστηρίου, σεμνός, κοντός, καχεχτικός μα χαλκέντερος
στην δουλειά, ξεκίνησε ευθύς να εξασφαλίσει τον τάφο και να διαφυλάξει το νεκρό
απ΄ την διαπόμπευση. Πήγε με το τραίνο στην Φλώρινα και καβάλλα στο Πισοδέρι.
Επειδή υπήρχε εκεί στρατιωτική φρουρά έφυγαν μεσάνυχτα με αντάρα και χιονί για
το Ανταρτικό.
Νέα φιλιά, κλάματα και δάκρυα όταν αντίκρυσε ο Αγοραστός το κεφάλι του
μεγάλου φίλου του «Τρέμων εκ συγκινήσεως σύσσωμος και κλαίων κατεφίλησα πρώτα
τον γενναίο Ντίνε» γράφει στο συγκινητικό από 20 Οκτώβρη 1904 γράμμα του προς
τον Ίωνα Δραγούμη.
Για μεγαλύτερη ασφάλεια πήρε μαζί του το σακκίδιο με το κεφάλι. Αν
έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, γράφει «πόσοι εξευτελισμοί και πόσοι ονειδισμοί»!
Έφυγε πρώτος στο Πισοδέρι ο Χασόπουλος, να παρακολουθήσει από κοντά την
τουρκική φρουρά. Ακολούθησε ο Αγοραστός με τους δύο δασκάλους. Αν και είχε
άλογο προτίμησε να πάει πεζή στη λάσπη, στα χιόνια και τον ανήφορο όπως
ταίριαζε σ΄ένα προσκυνητή. Στη μέση του δρόμου έστριψαν στο περίφημο μοναστήρι
της Αγίας Τριάδος, όπου μάζεψαν κάτω απ΄ τις πανύψηλες οξυές και το λιγοστό
χιόνι πολλά αγριολούλουδα για να νεκροστολίσουν το κεφάλι. Τελευταίος ήρθε
καβάλλα στην Αγία Τριάδα ο Χατζηκώτσης με το πολύτιμο κεφάλι σ΄ένα σακκί. Μόλις
νύχτωσε μπήκαν όλοι μαζί στο Πισοδέρι.
Περασμένα μεσάνυχτα όταν οι Τούρκοι είχαν βυθιστεί στον ύπνο γλύστρησαν
σιγά σιγά σαν σκιές οι πέντε μαζί με τον ενθουσιώδη εφημέριο Παπασταύρο και
κατέβηκαν στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Μπροστά στην Ωραία Πύλη έβγαλαν
μια πλάκα, έσκαψαν ένα μικρό λάκκο, έβαλαν προσεχτικά μέσα ένα φρεσκοφτιαγμένο
εκείνη τη νύχτα κουτί με το κεφάλι τυλιγμένο σε σάβανο του Παναγίου Τάφου που
είχε φέρει απʼ την Ιερουσαλήμ ο Αγιοταφίτης αρχιμανδρίτης και ευεργέτης του
Πισοδερίου Μόδεστος και το σκέπασαν με τʼ αγριολούλουδα της Αγίας Τριάδας. Μια
μικρή κανδήλα τους φώτιζε που τρεμόσβηνε στο πηχτό σκοτάδι. Άναψαν τώρα μια
λαμπάδα και έψαλαν όλοι μαζί την νεκρώσιμη ακολουθία «Εν ολολυγμοίς» όπως
γράφει ο Αγοραστός και αφού έδωσαν τον τελευταίο ασπασμό ξανάβαλαν την πλάκα
στην θέση της.
Είχαν πάρει όλα τα μέτρα ώστε και αν ξαφνικά ξυπνούσαν οιΤούρκοι δεν θα
εύρισκαν τίποτε το επιλήψιμο. Τα είχαν ετοιμάσει όλα για μια κανονική
«αγρυπνία».
Εκεί μπροστά στην εικόνα της Παναγίας ορκίσθηκαν όλοι να φυλάξουν
αυστηρότατα το μυστικό και να μην ειπούν σε κανένα απολύτως τίποτε.
* * *
Τέλη του Απρίλη του 1907 πήγε στην Καστοριά η χήρα κ. Ναταλία Μελά με
άδεια των τουρκικών αρχών να τακτοποιήσει τον τάφο του συζύγου της. Έπρεπε να
μεταφερθεί στην Καστοριά και το κεφάλι για να ενωθεί με το κορμί.
Δύο μέρες απʼ τον αποκεφαλισμό ξαναπήγαν στην Στάτιστα οι Τούρκοι και
χωρίς δυσκολίες, και ξυλοδαρμούς αυτή τη φορά βρήκαν τον τάφο γιατί οι
αθηναικές εφημερίδες είχαν αναγράψει με πολλήν ακρίβεια την θέση του...
Παράδωσαν το ακέφαλο πτώμα στον Μητροπολίτη Καστοριάς.
Για τη μεταφορά της κεφαλής ορίσθηκε ο κ. Παναγιώτης Ζησιάδης. Φόρεσε
γκέγκικα ρούχα, πήρε απʼ τον Μητροπολίτη μια μικρή βαλίτσα με αρχιερατική μίτρα
για να βάλει μέσα το κεφάλι και ξεκίνησε με δύο «σοβαρήδες». Τους είχε ζητήσει
ο Μητροπολίτης απʼ τον «Καϊμακάμη» γιατί έστελνε, όπως του είπε, τον Ζησιάδη να
πάρει απʼ τον Μητροπολίτη της Φλώρινας μια μίτρα και άλλα «δεσποτικά» πράγματα
που του ήσαν απαραίτητα τώρα που πήγαινε «συνοδικός» στην Πόλη.
Οι δυο σοβαρήδες τον άφησαν στο Ανταρτικό, που άνηκε στον «κάζα»
(επαρχία) της Φλώρινας, και τον παρέλαβε ο Φέιμ Όνμπασης. Μ΄ένα χωροφύλακα και
15 στρατιώτες τον έστειλε στο Πισοδέρι. Ο Ναούμ Λιάκος όμως, το μόνο μέλος της
Επιτροπής που βρήκε, αρνήθηκε να του παραδώσει το κεφάλι. Ίσως και δεν ήξερε
πού ακριβώς είχε παραχωθεί. Αναγκάστηκε να κατεβεί στην Φλώρινα. Σʼ ένα χάνι
βρήκε τον Λάζαρο Τσάμη που ερχόταν εκείνη την ώρα απʼ το Μοναστήρι. Ξαναγύρισε
μαζί του στο Πισοδέρι, πήρε το κεφάλι, το ʼβαλε στην αρχιερατική μίτρα, ιδανική
αληθινά θήκη και έκλεισε ήσυχος την βαλίτσα. Πρωί πρωί θα ʼφευγε στην Καστοριά.
Το βράδυ όμως εκεί που δειπνούσαν παρουσιάσθηκαν δύο άλλοι σοβαρήδες. Τους
έστειλε ο Καϊμακάμης της Φλώρινας, να τον πιάσουν, γιατί κάποιος καλοθελητής
τού είχε σφυρίξει πως ο Ζησιάδης ήταν Έλληνας αξιωματικός...! Με την καινούργια
συνοδεία ξανακατέβηκε ο Ζησιάδης στην Φλώρινα. Τον έριξαν ευθύς στην φυλακή και
τον έστρωσαν σʼ αλύπητο και άγριο ξύλο...
Είχε ευτυχώς την πρόβλεψη να παραδώσει το αλογό του με την πολύτιμη
βαλίτσα σʼ ένα Πισοδερίτη, που όταν είδε
πως τον πήγαν φυλακή έτρεξε στον Μητροπολίτη. Ο «Μογλενών και Φλωρίνης» έστειλε
ευθύς με τον ανεψιό του και το άλογο του Ζησιάδη την βαλίτσα στην Καστοριά.
Το κεφάλι ενώθηκε τώρα με το κορμί κάτω απʼ την Αγία Τράπεζα του
Μητροπολιτικού ναού της Καστοριάς. Έξω στον περίβολο υπήρχε ένας μεγάλος
μαρμάρινος σταυρός και κάτι σαν τάφος. Μα ήταν για τα «μάτια», για τα τουρκικά
δηλ. Μάτια... Ήταν άδειο κενοτάφειο... Τα κόκκαλα του ευγενικού ήρωα αναπαύονταν
στο ιερό άδυτο του Αγίου Βήματος.
Ύστερα από 10 μέρες έφθασε και ο Ζησιάδης στην Καστοριά σακατεμένος και
κατάμαυρος ακόμα απʼ το ξύλο.
(«Ντόκτορ Γιάννης»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου