Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

«Νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι»(Λκ 16,19-31) του Δημητρίου Π. Ρίζου Δρ Θεολογίας

 


Καὶ πάλι παραβολὴ ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο, τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου.

Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος ποὺ ντυνόταν πάντα μὲ πορφύρα καὶ βύσσο, καὶ καθημερινὰ εἶχε πλούσιο τραπέζι. Ἦταν καὶ ἕνας πτωχός, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, καὶ ἦταν πληγωμένος καὶ πεταμένος στὴν πορτάρα τοῦ πλουσίου, μήπως καὶ φάη κανένα ψίχουλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπεφτα ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου, καὶ ἐπὶ πλέον τὰ σκυλιὰ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές. Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα νὰ πεθάνη ὁ πτωχὸς καὶ νὰ τὸν μεταφέρουν οἱ ἄγγελοι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ. Πέθανε καὶ ὁ πλούσιος καὶ τὸν ἔθαψαν. Ἀπὸ τὸν ᾅδη ὅπου βασανιζόταν σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ νὰ ἔχη στὴν ἀγκαλιά του τὸν Λάζαρο. Φώναξε τότε καὶ εἶπε˙ Πατέρα Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ μοῦ δροσίση τὴν γλῶσσα μὲ τὴν ἀκρη τοῦ δακτύλου του, διότι  καίγομαι. Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ἀπάντησε˙ Παιδί μου θυμήσου ὅτι σὺ ἀπόλαυσες τὰ ἀγαθά σου στὴν ζωή σου, καὶ ὁ Λάζαρος ἐπίσης τὰ κακά. Τώρα ἐδῶ καλοπερνᾶ καὶ σὺ ὑποφέρεις. Ἐπὶ πλέον μᾶς χωρίζει χάσμα, ποὺ δὲν μποροῦμε, καὶ νὰ θέλωμε, νὰ τὸ περάσουμε, οὔτε ἐσεῖς ἐδῶ νὰ ‘ρθῆτε. Καὶ εἶπε˙ Σὲ παρακαλῶ νὰ τὸν στείλης στὸ σπίτι μου, διότι ἔχω ἄλλους πέντε ἀδελφούς, νὰ τοὺς μιλήση, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν καὶ ἐκεῖνοι στὸν τόπο αὐτὸ μὲ τὰ βάσανα. Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ˙ Ἔχουν τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, αὐτοὺς νὰ ἀκούσουν. Καὶ ξανὰ εἶπε˙ Ὄχι, πατέρα Ἀβραάμ, ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει καὶ τοὺς μιλήσει, θὰ μετανοήσουν. Γιὰ νὰ τοῦ πῆ τελικά˙ Ἐὰν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, τότε, καὶ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἀναστηθῆ, δὲν θὰ πεισθοῦν.

Ὅλοι ἔχομε μία ἀπορία καὶ θέλομε νὰ μάθωμε καὶ νὰ ξέρωμε τὶ γίνεται μετὰ τὸν θάνατο. Ἂν ὑπάρχει κάτι, καὶ τί. Σὲ αὐτὸ τὸ ἐναγώνιο ἐρώτημα ἀπαντάει ὁ Κύριος μὲ τὴν σημερινὴ παραβολή. Ἀνοίγει ὁ Κύριος ἕνα παράθυρο στὸν οὐρανό, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ δοῦμε τὴν συνέχεια τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὸν θάνατο. 

Τὸ σίγουρο καὶ βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν τελειώνει στὸν τάφο. Ἡ πλάκα τοῦ τάφου εἶναι μία πόρτα ἀπὸ τὴν ὁποία περνᾶμε καὶ μπαίνομε σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο, καὶ αὐτὸν τὸν κόσμο μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος. Ἑπομένως κρατᾶμε ὡς σίγουρο ὅτι ὑπάρχει συνέχεια. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ λένε˙ Καὶ ποιὸς ἦρθε ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μᾶς πῆ τὶ ὑπάρχει; Θέλετε πιὸ ἔγκυρο μάρτυρα ἀπὸ τὸν Χριστό; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν πνευμάτων, καὶ μᾶς μιλάει καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει καὶ μᾶς ἀπαντάει μὲ τὸν πιὸ πειστικὸ τρόπο στὸ ἐρώτημα ποὺ μᾶς βασανίζει. Ναὶ, ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὡς συνέχεια ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ποὺ περνᾶμε τώρα, κόσμος πνευματικὸς καὶ αἰώνιος.

Στὸν μετὰ τὸν θάνατο κόσμο, λέγει ὁ Κύριος, ὑπάρχουν δύο τόποι, δύο καταστάσεις. Ὑπάρχει «ὁ κόλπος τοῦ Ἀβραὰμ» καὶ «ὁ τόπος τῆς βασάνου». Οἱ δύο αὐτὲς καταστάσεις λέγονται ἀλλοιῶς, παράδεισος καὶ κόλασις. Αὐτὰ συναντᾶμε μετὰ τὸν θάνατο. Βέβαια σήμερα ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ ἀκούη γιὰ κόλασι καὶ παράδεισο. Κλείνει τὰ μάτια του στὴν πραγματικότητα, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος, καὶ δὲν θέλει νὰ δῆ τὴν ἀλήθεια. Μᾶς λένε πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν μιλᾶμε γιὰ κόλασι. Πραγματικὰ, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ μᾶς τὰ ἀποκαλύπτει, δὲν θὰ μιλοῦσαμε γιὰ κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει. Ὅμως ὁ ἀληθινὸς λόγος τοῦ Ἰησοῦ πρέπει νὰ ἀκούγεται καὶ νὰ διαλαλῆται, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι. Μὲ εὐγνωμοσύνη πρέπει νὰ ἀκοῦμε τὸν Κύριο, καὶ νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ δὲν ἔκρυψε τίποτε, ἀλλὰ μᾶς τὰ ἀποκάλυψε ὅλα, γιὰ νὰ ξέρωμε ἐμεῖς, τὶ πρέπει νὰ κάνωμε, ἀφοῦ ξέρομε τώρα τὶ μᾶς περιμένει μετὰ τὸν θάνατο.

Ὑπάρχει λοιπὸν, κόλασις καὶ παράδεισος. Ὁ πτωχὸς Λάζαρος, βλέπετε εἶναι γραμμένο καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πτωχοῦ, ἐδῶ στὴν πρόσκαιρη ζωή του  περνοῦσε δύσκολα καὶ ὑπέφερε. Ὅμως εἶχε ὑπομονὴ καὶ καρτερία. Ἦταν εὐχαριστημένος καὶ μὲ τὰ ψίχουλα, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου, γιὰ νὰ σπάση τὴν πεῖνα του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἦταν περιορισμένα, διότι τὰ σκυλιὰ ποὺ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές, λίγα τοῦ ἄφηναν. Ἔτσι ἀγόγγυστα πέρασε τὴν ζωή του. Ἀλλὰ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, ἄγγελοι παρέλαβαν τὴν ψυχή του καὶ τὴν ἔφεραν στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, δηλαδή στὸν παράδεισο. Ἐδῶ στὴν γῆ, πτωχὸς ἀλλὰ μὲ ὑπομονή, πληγωμένος ἀλλὰ μὲ καρτερία, δυστυχισμένος ἀλλὰ χωρὶς κανένα γογγυσμό. Μετὰ τὸν θάνατο εἶχε συντροφιὰ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ τὸν πῆγαν στὸν παράδεισο.

Ὁ πλούσιος, ἐδῶ στὴ γῆ περνοῦσε τὴν ζωή του πλουσιοπάροχα, μὲ ἄνεσι πλούτου, καὶ διασκέδασι, τὰ εἶχε ὅλα, καὶ τὸ γλέντι σὲ καθημερινὴ βᾶσι. Μετὰ τὸν θάνατο, λέγει ὁ Κύριος, ἁπλῶς τὸν ἔθαψαν. Σίγουρα τοῦ κάνανε πλούσια κηδεία, μὲ μπάντες, καὶ λόγους, καὶ στεφάνια, καὶ κόσμο πολύ. Δὲν ἦρθαν ἄγγελοι νὰ τοῦ πάρουν τὴν ψυχή, ἀλλὰ βρέθηκε στὸν «τόπο τῆς βασάνου». Αὐτὸς ποὺ τὰ εἶχε ὅλα, τὼρα παρακαλάει γιὰ μιὰ σταγόνα νερό, νὰ δροσίση τὴν κάψα του.

Ὁ πτωχὸς μετὰ θάνατον βρέθηκε στὸν παράδεισο, ὄχι διότι ἦταν πτωχὸς, ἀλλὰ διότι εἶχε ὑπομονὴ, καρτερία καὶ ἐλπίδα. Ὁ πλούσιος βρέθηκε στὴν κόλασι, ὄχι διότι ἦταν πλούσιος, ἀλλὰ διότι ἦταν σκληρὸς, φίλος τῶν ἡδονῶν, χωρὶς ἀγάπη, ἄκαρδος. Πλούσιος ἦταν καὶ ὁ Ἀβραάμ, ἀλλὰ δὲν ἔτρωγε ποτὲ, ἄν δὲν εἶχε ξένον στὸ τραπέζι νὰ φάη μαζί του. Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ἔβλεπε τὸν πτωχὸ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸν ἄφηνε νηστικό, μὰ οὔτε καὶ οἱ ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ δὲν τὸν λογάριαζαν καὶ δὲν τὸν συμπονοῦσαν, ἀλλὰ τὸν ἄφηναν νὰ ὑποφέρη. Στὸ τέλος βεβαίως κέρδισε ἡ ὑπομονή, ἡ καρτερία καὶ ἡ ἀγογγυσία τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου. Στὴν γῆ ὑπέφερε, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ εὐφραίνεται, ἀντίθετα ὁ σκληρὸς καὶ ἄκαρδος πλούσιος, στὴν γῆ εὐφραινόταν καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς, ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατο, βρέθηκε στὸν τόπο τῆς αἰωνίου βασάνου. Ὁ Κύριος μᾶς ἄφησε νὰ δοῦμε πέρα ἀπὸ τὸν τάφο, καὶ μᾶς δίδαξε ἀκόμη καὶ τὶ πρέπει νὰ κάνωμε ἐδῶ στὴν ζωή, γιὰ νὰ ἔχωμε ἐκεῖ μιὰ θέσι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, μιὰ θέσι στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Δηλαδὴ μᾶς δίδαξε τὸν δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου