ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
Λουκ. 16, 19-31
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
«Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν
προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν,
οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῆ
πεισθήσωνται»
(Λουκ. 16, 31)
ΖΟΥΣΕ, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ζοῦσε, λέει ὁ Κύριος στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ἕνας πλούσιος. Καὶ ἀσφαλῶς ὁ πλούσιος αὐτὸς θὰ εἶχε ὄνομα, καὶ τὸ ὄνομά του, ὅπως τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν πλουσίων καὶ τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, θʼ ἀκουγόταν πολύ. Ἐν τούτοις ὁ Κύριος στὴν ὡραία αὐτὴ παραβολὴ ποὺ ἀκούσαμε δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομά του. Ἁπλῶς λέει «κάποιος πλούσιος» (Λουκ. 16, 19). Γιατί; Διότι ὁ Κύριος θέλει νὰ μᾶς διδάξη, ὅτι ὀνόματα πλουσίων καὶ δυνατῶν τῆς γῆς, ποὺ στὴν ἐποχή τους κάνουν κρότο, δὲν περνάει πολὺς χρόνος καὶ ξεχνιῶνται καὶ κανεὶς πιὰ δὲν κάνει λόγο γιʼ αὐτούς. Σβήνουν σὰν τὰ πυροιτεχνήματα, ποὺ λάμπουν στὸν οὐρανὸ γιὰ λίγα λεπτὰ καὶ ὕστερα σβήνουν κʼ ἐξαφανίζονται. Ἔτσι διαβαίνουν ὁ πλοῦτος καὶ ἡ δόξα τοῦ κόσμου τούτου. Ἀντιθέτως ὑπάρχουν ἄνθρωποι φτωχοὶ καὶ καταφρονεμένοι, ποὺ τὰ ὀνόματά τους μένουν ἄγνωστα στὸν κόσμο, ἀλλὰ λόγῳ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς τους τὰ πρόσωπα αὐτὰ εἶνε γνωστὰ στὸ Θεό, τὰ ὀνόματά τους γράφονται στὰ βιβλία τοῦ Θεοῦ καὶ μιὰ μέρα, τὴν ἡμέρα τῆς παγκοσμίου κρίσεως, οἱ ταπεινοὶ καὶ καταφρονεμένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὁ
πλούσιος αὐτὸς τῆς παραβολῆς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ τʼ ὄνομά του δὲν
ἔκρινε ἄξιο ὁ Κύριος νʼ ἀναφέρη, θὰ μποροῦσε νά ʼνε κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ
θὰ εἴλκυε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐκτίμησι τοῦ Χριστοῦ. Πῶς; Ἐὰν τὸν πλοῦτο ποὺ εἶχε
συνάξει τὸν χρησιμοποιοῦσε γιὰ νὰ κάνη καλὸ στὸν κόσμο. Πόσα δὲ καλὰ θὰ
μποροῦσε νὰ κάνη ὁ πλούσιος αὐτός!
Ἀλλὰ
δυστυχῶς, δὲν ἔκανε κανένα καλό. Δὲν ἐλεοῦσε κανένα, οὔτε αὐτὸ τὸ φτωχὸ Λάζαρο,
ποὺ καλοκαίρι – χειμῶνα καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μεγάρου του ἄστεγος.
Σκυλιὰ ἔρχονταν κʼ ἔγλειφαν τὶς πληγὲς πού ʼχαν ἀξοίξει στὸ κορμί του. Οὔτε σʼ
αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο ἄνθρωπο δὲν ἔδειξε κάποια ἀγάπη. Οὔτε ἕνα κομμάτι ψωμὶ δὲ
τοῦ ʼδινε, οὔτε ἕνα ροῦχο νὰ σκεπάση τὴ γύμνια του, οὔτε μιὰ γωνιὰ στὰ ὑπόγεια
τοῦ μεγάρου του γιὰ νὰ στεγασθῆ ὁ ἄστεγος. Τίποτα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅλα γιὰ τὸν
ἑαυτό του.
Καὶ
τί δὲν ξώδευε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὁ πλούσιος αὐτὸς τῆς παραβολῆς!
Ἡ
ἐνδυμασία του δὲν ἦταν ὅπως τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ὁ πλούσιος ἤθελε καὶ μὲ τὴν
ἐξωτερική του ἐμφάνισι νὰ διακρίνεται καὶ νὰ κάνη ἐντύπωσι στοὺς πολλούς.
Ἀγόραζε τὰ πιὸ ἀκριβὰ ὑφάσματα, ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ μακρινὲς χῶρες, καὶ μʼ ἀυτὰ
ράφτες περίφημοι κατασκεύαζαν λαμπρὲς ἐνδυμασίες, ποὺ μόνο πρίγκιπες καὶ
βασιλιᾶδες φοροῦσαν. Ἐπιδεικνυόταν σὰν παγώνι ποὺ ἀνοίγει τὰ φτερά του καὶ
φαντάζει σὰν βασιλιᾶς τῶν πουλιῶν.
Ἡ
τροφή του ἐπίσης δὲν ἦταν ὅπως εἶνε ἡ τροφὴ τοῦ φτωχοῦ λαοῦ μας, ποὺ
περιορίζεται σὲ ψωμὶ καὶ νερό, ἀλλὰ ἦταν τροφὴ πλουσία καὶ ἐκλεκτή. Ὅ,τι σπάνιο
ὑπῆρχε στὴν ἀγορά, τὸ ἀγόραζαν οἱ μάγειροι τοῦ πλουσίου. Μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε
πάνω στὸ τραπέζι του τί εἴδους φαγητὰ θὰ ὑπῆρχαν; Σὰν τὰ φαγητὰ ἐκεῖνα, γιὰ τὰ
ὁποῖα γίνεται λόγος ἀπὸ ἀρχαίους ἱστορικοὺς ποὺ περιγράφουν τὰ συμπόσια
βασιλιάδων καὶ πλουσίων. Τὸ νερὸ εἶχε καταργηθῆ. Ἐκλεκτὰ κρασιὰ ἀπὸ περίφημους
ἀμπελῶνες προσφέρονταν σὲ ἀφθονία. Καὶ ἐνῶ ἔτρωγε ὁ πλούσιος μὲ τοὺς φίλους του
στὸ τραπέζι, ὀργανοπαῖχτες ἔπαιζαν μουσικὴ καὶ γυναῖκες διεφθαρμένες χόρευαν.
Ὅρασι καὶ ἀκοὴ καὶ γεῦσι καὶ ὄσφρησι καὶ ἀφή, ὅλες οἱ αἰσθήσεις, ρουφοῦσαν τὴν
ἡδονή. Ὤ! Μὲ τὰ ἔξοδα, ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὰ λαμπρὰ συμπόσια ὁ πλούσιος, ἑκατοντάδες
φτωχοὶ ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ τραφοῦν καὶ νὰ ντυθοῦν.
Δυστυχῶς
ὑπάρχουν πλούσιοι, ὅμοιοι μὲ τὸν πλούσιο αὐτὸ τῆς παραβολῆς, οἱ ὁποῖοι δαπανοῦν
τεράστια ποσὰ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὴ σάρκα τους, σὲ καιρὸ ποὺ μυριάδες φτωχοὶ
Λάζαροι δὲν ἔχουν ψωμὶ νὰ φᾶνε.
«Φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν» (Α΄
Κορ. 15, 32), νὰ τὸ σύνθημα τῆς ζωῆς τουῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς
τοῦ Εὐαγγελίου. Ποτὲ δὲν σκεπτόταν, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα ἔχει καὶ ψυχὴ
ἀθάνατη, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ φροντίζη. Ποτὲ δὲν σκεπτόταν, ὅτι μιὰ μέρα θὰ
λήξη τὸ πανηγύρι αὐτῆς τῆς ζωῆς κι ὅτι πέρα ἀπʼ τὸν τάφο ὑπάρχει ἄλλος κόσμος,
κόλασι καὶ παράδεισος. Κόλασι καὶ παράδεισος; Αὐτὰ φαίνονται σὰν παραμύθια ποὺ
λέγονται γιὰ μικρὰ παιδιά.
Ἀλλὰ
ἦρθε ὁ θάνατος, ἅρπαξε τὸν πλούσιο καὶ τὸν μετέφερε στὸν ἄλλο κόσμο. Ἡ ψυχὴ τοῦ
πλουσίου βρέθηκε στὸν ἅδη. Τότε ὁ πλούσιος κατάπληκτος εἶδε καὶ πείσθηκε ὅτι
ὑπάρχει αἰώνια ζωή˙ καὶ ἡ θλῖψι του ἦταν μεγάλη, γιατὶ δὲν ἐκμεταλλεύθηκε τὸ
χρόνο τῆς ἐπιγείου ζωῆς του γιὰ τὸ καλό.
Θυμᾶται
τώρα, ὅτι ἔχει στὸν κόσμο πέντε ἀδέλφια, ποὺ ζοῦν ὅπως ζοῦσε αὐτός. Ἄχ καὶ νὰ
μποροῦσε νὰ τοὺς εἰδοποιήση τί τοὺς περιμένει, γιὰ νὰ μετανοήσουν!
Παρακαλεῖ
τὸν Ἀβραάμ, ποὺ εἶνε στὸν παράδεισο, νὰ στείλη τὸ Λάζρο κάτω στὸν κόσμο, γιὰ νὰ
τοὺς εἰδοποιήση. Ἀλλὰ ὁ Ἀβραάμ, ἀπαντώντας στὴν παράκληση αὐτὴ τοῦ πλουσίου,
λέει ὅτι δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πάη ὁ Λάζαρος στὸν κόσμο˙ ἔχουν τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς
προγῆτες, ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὴ ζωὴ μετὰ τὸν τάφο. «Ὄχι»,
λέει ὁ πλουσιος˙ «ἄν κάποιος ἀναστηθῆ ἀπὸ τοὺς
νεκρούς, καὶ πάη νὰ κηρύξη, θὰ μετανοήσουν». Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀπαντᾶ˙ «Ἐφʼ ὅσον δὲν πιστεύουν στὶς Γραφές, οὔτε κι ἄν κάποιος
ἀναστηθῆ ἀπʼ τοὺς νεκροὺς θὰ τὸν πιστέψουν».
Ἔτσι
ὁ πλούσιος ἔμεινε στὴν κόλασι, ὁ δὲ Λάζαρος στὸν παράδεισο. Ἀμετάβλητη ἡ
κατάστασις πέραν τοῦ τάγου. Ὅπου πέση τὸ δέντρο, ἐκεῖ θὰ μείνη.
* * *
Πολλὰ
τὰ διδάγματα. Ἐμεῖς ἐδῶ θέλουμε νὰ ἐπιστήσουμε τὴν προσοχὴ σʼ ἕνα μόνο. Ὁ
πλούσιος, ὅταν πείσθηκε ἀπὸ τὰ πράγματα πὼς ὑπάρχει ἄλλη ζωή, κόλασι καὶ
παράδεισος, ἤθελε νὰ εἰδοποιήση τὰ πέντε ἀδέλφια του, καὶ γιʼ αὐτὸ ζήτησε νʼ
ἀναστηθῆ ὁ Λάζαρος, νὰ γίνη δηλαδὴ θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψουν τὰ ἀδέλφια του. Κάτι
τέτοιο ζητᾶνε καὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ζοῦν ὑλιστικὴ ζωὴ καὶ δὲν
πιστεύουν ὅτι πέραν τοῦ τάφου ὑπάρχει ζωή. «Ἀναστήθηκε»,
σοῦ λένε, «κανένας, γιὰ νὰ πεισθοῦμε;».
Σύμφωνα
μὲ τὴν παραβολή, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ἀπόδειξι, ποὺ εἶνε ἀπείρως ἀνώτερη ἀπὸ τὸ νʼ
ἀναστηθῆ ἕνας νεκρὸς καὶ νὰ μαρτυρήση γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Καὶ ἡ ἀπόδειξι αὐτὴ
εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Ἄν ἀνοίξης τὴν ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, θὰ δῆς
πὼς σὲ πολλὰ μέρη κηρύσσεται ἡ ὕπαρξις ἄλλου κόσμου, πέρα ἀπʼ τὸν ὑλικὸ καὶ
φθαρτὸ τοῦτο κόσμο. Τὸ κηρύττουν οἱ πατριάρχες, τὸ πηρύττουν οἱ προφῆτες, τὸ
κηρύττουν οἱ ἀπόστολοι. Ἀλλὰ κυρίως τὸ κηρύττει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ
Χριστὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς μάρτυρας, ποὺ ποτὲ δὲν εἶπε ψέμα, ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια καὶ
μόνο τὴν ἀλήθεια εἶπε. Ὁ Χριστὸς ἀνέστησε νεκροὺς καὶ ὁ ἴδιος ἀναστήθηκε ἐκ
νεκρῶν καὶ ἀπέδειξε ὅτι ὑπάρχει αἰώνιος ζωή. Ἄν δὲν πιστέψουμε στὸ Χριστό, σὲ
ποιόν θὰ πιστέψουμε;
* * *
Γιὰ
νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι ζητᾶνε θαῦμα. Ἀλλὰ θαῦμα ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ θαύματα
εἶνε ἡ ἁγία Γραφή.
Ὤ, ἡ
ἁγία Γραφή! Εἶνε τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων.
Νὰ
τὴν ἀνοίγετε συχνά, κάθε μέρα, νὰ τὴ διαβάζετε μὲ προσοχή, μὲ προσευχὴ καὶ μὲ
ταπείνωσι, καὶ μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες της θʼ ἀκοῦτε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ
διαβεβαιώνει˙ «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή, ὁ
πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνη ζήσεται» (Ἰωάνν. 11, 25).
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου
πρώην Φλωρίνης) ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν'',
σελ. 276-282 (ἕκδοσις Γ΄, ''Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ'', Ἀθῆναι 1990).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου