Ἡ περασμένη Κυριακὴ ἦταν ἡ Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσι. Καὶ ἀπὸ τὴν σημερινὴ Κυριακὴ ἀρχίζει, γιὰ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα, ἡ περίοδος τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ἡ ὁποία ἐκτείνεται μέχρι τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης τεσσαρακοστῆς, μὲ δύο διακοπὲς γιὰ τὰ εὐγγέλια πρὸ καὶ μετὰ τὶς ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Φώτων.
Στὴν
σημερινὴ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ ἀκούσαμε τὸ ἀνάγνωσμα τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας
καὶ τῆς κλήσεως τῶν πρώτων μαθητῶν. Ὁ εὐαγγελιστὴς περιγράφει μιὰ θαυμάσια
εἰκόνα. Ὁ Κύριος καθισμένος στὴν πλώρη μιᾶς βάρκας διδάσκει τὸν λαό, ποὺ εἶναι
καθισμένος στὴν παραλία τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας. Καὶ ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὴν
διδασκαλία του, προέτρεψε τὸν ἰδιοκτήτη τῆς βάρκας, ποὺ ἦταν ὁ Πέτρος, νὰ πάη
γιὰ ψάρεμα μέρα μεσημέρι. Τότε ἐκεῖνος τοῦ εἶπε˙ Δάσκαλε, κουρασθήκαμε ὅλη τὴν
νύκτα ψαρεύοντας, ἀλλὰ δὲν πιάσαμε τίποτε, ἐπειδὴ ὅμως τὸ λὲς ἐσὺ θὰ ρίξω πάλι
τὰ δίκτυα. Καὶ ρίχνοντας τὰ δίκτυα γέμισαν ἀπὸ ψάρια τόσα ποὺ θὰ ἔσκιζαν τὰ
δίκτυα. Ζήτησαν τότε νὰ ἔρθουν καὶ οἱ συνέταιροί τους μὲ τὴ ἄλλη βάρκα, ποὺ
γέμισε καὶ αὐτὴ μέχρι ποὺ θὰ βούλιαζε ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν. Ὁ Πέτρος τότε
γονατιστὸς τοῦ εἶπε˙ Βγὲς ἀπὸ τὴν βάρκα
μου διότι εἶμαι ἀνάξιος νὰ εἶμαι μαζί σου. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔμεινα ἔκθαμβοι
γιὰ τὸ θαυμαστὸ πλῆθος ψαριῶν. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος˙ Μὴ φοβᾶσαι ἀπὸ τώρα θὰ
γίνης ψαρᾶς ἀνθρώπων. Καὶ ἄφησαν ὅλοι τὰ πάντα καὶ τὸν ἀκολούθησαν.
Θαυμάζομε καὶ ἐμεῖς γιὰ τὸν τρόπο, ποὺ ὁ Κύριος ἐκμεταλλεύεται κάθε δυνατότητα καὶ εὐκαιρία, προκειμένου νὰ κηρύξη καὶ νὰ διδάξη. Μία βάρκα ἔγινε ὁ καλύτερος ἄμβωνας, καὶ ἡ παραλία ἡ καλύτερη αἴθουσα κατηχητικοῦ. Διδάκαλος βεβαίως ὁ μόνος τέλειος Διδάσκαλος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Γιὰ τὸν
Κύριο προηγεῖται ἡ διδασκαλία, ὁ λόγος, καὶ μετὰ ἀκολουθεῖ ἡ ἐπαγγελματικὴ
ἀσχολία. Αὐτὸ εἶναι ἕνα σημεῖο τὸ ὁποῖο δὲν τὸ προσέχουμε καὶ δὲν τοῦ δίνομε
τὴν σημασία ποὺ πρέπει. Ἐμεῖς πάντα βάζομε πρῶτα τὴν δουλειά μας καὶ μετὰ τὴν
φροντίδα τῆς ψυχῆς. Καὶ δὲν καταλαβαίνομε ὅτι ἂν δὲ βάλλομε πρῶτα τὸν Θεό, ὅλος
ὁ κόπος μας θὰ εἶναι χαμένος, καὶ θὰ λέμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Πέτρος «κοπιάσαντες
δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς οὐδὲν ἐλάβομεν».
Τὴν
ἡμέρα ποὺ ὁ Κύριος ἀνέβηκε στὴν βάρκα νὰ διδάξη, οἱ ψαράδες εἶχαν γυρίσει μὲ
ἄδεια χέρια ἀπὸ ὁλονύκτιο ψάρεμα. Τώρα ἀκοῦνε τὴν διδασκαλία σαγηνεμένοι, ἀλλὰ καὶ
τὴν προτροπὴ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ πᾶνε νὰ ψαρέψουν. Τί ἔπρεπε νὰ κάνουν;
Ὁ Πέτρος
εἶναι ἐπαγγελματίας ψαράς. Ξέρει πολὺ καλὰ ὅτι τὸ ψάρεμα γίνεται τὴν νύκτα καὶ
ὄχι τὴν ἡμέρα. Ξέρει ὅτι καὶ τὶς νύκτες ποὺ ἔχει φωτεινὸ φεγγάρι πάλι εἶναι
προβληματικὸ τὸ ψάρεμα. Καὶ τώρα, μετὰ τὴν διδασκαλία ποὺ ἄκουσε, ἐπειδὴ τὸ
λέει ὁ Κύριος δέχεται νὰ πάη στὸ ψάρεμα, παρ’ ὅλο ποὺ αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὰ
δεδομένα τῆς ψαρικῆς. Καὶ ἔχει βαρύτητα ἡ ἀναγνώρισις καὶ ἐμπιστοσύνη ποὺ
ἔδειξε στὸν Χριστό. Θὰ κάνη κάτι ποὺ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὴν λογικὴ. Εἶναι
ἀντίθετο μὲ τοὺς νόμους καὶ τὰ δεδομένα τοῦ ἐπαγγέλματος τοῦ ψαρᾶ. Ἀλλὰ γιὰ τὸν
Πέτρο, εἶναι πιὸ σημαντικὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου. Δείχνει νὰ ἔχη μεγαλύτερη
ἐμπιστοσύνη στὸν λόγο τοῦ Κυρίου, παρὰ στὴν καθημερινὴ πρακτικὴ καὶ λογική,
αὐτὴ εἶναι ἡ πίστις. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε προσδοκία. Ὁ
κόπος τῆς νύκτας, ἡ δουλειὰ ποὺ ἔγινε ὅπως καὶ ὅποτε ἔπρεπε, δὲν εἶχε
ἀποτέλεσμα. Ἡ ὑπακοὴ στὸν λόγο τοῦ Κυρίου ἀνέτρεψε τοὺς νόμους καὶ ἔφερε
ἀνέλπιστο ἀποτέλεσμα, κόντρα στὴν λογική. Μέρα μεσημέρι ἀνέλπιστα πλούσια
ψαριά. Καὶ ἀκοῦμε ἕνα παράξενο λόγο ἀπὸ τοὺς κήρυκες στὶς ἐκκλησίες˙ Πίστις
εἶναι νὰ περιμένης ἥλιο τὰ μεσάνυκτα καὶ ἀστροφεγγιὰ τὸ μεσημέρι. Παράλογα
φαίνονται, ἀλλὰ πίστι εἶναι νὰ ἐλπίζης, ὄχι σὲ αὐτὰ ποὺ ξέρεις ἢ βλέπεις, ἀλλὰ
σὲ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Κύριος. Πίστεψε ὁ Πέτρος ἔτσι ἁπλᾶ στὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ
πράγματι εἶδε νὰ γίνεται τὸ πιὸ παράξενο πρᾶγμα. Καὶ ὅλοι ἔμειναν ἔκθαμβοι ἀπὸ
τὸ θαῦμα. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸ φαντασθῆ, ἀλλὰ καὶ οὔτε νὰ ἀρνηθῆ τὸ θαῦμα.
Πρέπει
νὰ προσέξουμε ἰδιαιτέρως τὴν στάσι τοῦ
Πέτρου. Ὁ Πέτρος δὲν βλέπει τὰ πάμπολλα ψάρια, δὲν θαμπώθηκε, ἀλλὰ εἶδε
καλύτερα τὸν ἑαυτό του. Ὅσο βλέπει κοντά του τὸν Κύριο νὰ ἐνεργῆ τὰ θαυμαστὰ
γεγονότα, τόσο ὁ Πέτρος βλέπει πιὸ ἁμαρτωλὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀνάξιο νὰ εἶναι
κοντὰ στὸν Κύριο. Γονατίζει καὶ ζητάει νὰ φύγη ὁ Κύριος, ὄχι διότι δὲν τὸν
θέλει, ἀλλὰ διότι βλέπει τὴν ἀναξιότητά του. Καὶ ὁ Κύριος τὸν καθησυχάζει καὶ
ὄχι μόνον δὲν φεύγει, ἀλλὰ ἀναθέτει στὸν Πέτρο μεγάλα καὶ σπουδαῖα καθήκοντα.
Τὸν κάνει ἁλιέα ἀνθρώπων.
Ἔτσι
εἶναι. Ὅσο πλησιάζει κανεὶς τὸ φῶς, τόσο καλύτερα βλέπει. Ὅσο περισσότερο
φωτίζεται, τόσο διακρίνει καὶ τὶς πιὸ μικρὲς λεπτομέρειες. Σὲ ἕναν θαμπὸ
καθρέπτη μόλις διακρίνομε τὸ πρόσωπο, ὅσο πιὸ λαμπερὸς καὶ καθαρὸς εἶναι ὁ
καθρέπτης τόσο καλύτερα βλέπομε τὰ πράγματα.
Ὁ
ἄνθρωπος ποὺ πλησιάζει τὸν Κύριο, καταλαμβάνεται ἀπὸ φόβο ὄχι ἀπὸ τὸν Κύριο,
ἀλλὰ ἀπὸ τὸ γεγονός ὅτι ὁ Κύριος τὸν κάνει νὰ δῆ καλύτερα τὸν ἐαυτό του. Μέσα
ἀπὸ τὸν Κύριο βλέπομε καλύτερα τὸν ἑαυτό μας. Καὶ βεβαίως ὁ Κύριος δὲν φεύγει.
Ἀλλοίμονο ἂν ὁ Κύριος μᾶς ἐγκατέλειπε. Ἡ ἀναγνώρισις τῆς ἀναξιότητός μας, τῆς
ἁμαρτωλότητός μας, μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὸν Κύριο. Αἰσθανόμαστε περισσότερο
τὴν ἀνάγκη τῆς παρουσίας του. Καὶ ἐκεῖνος μᾶς δίνει πλουσιώτερη τὴν χάρι του.
Δὲν μᾶς διώχνει, μᾶς δέχεται καὶ μᾶς ἀνέχεται καὶ μᾶς ἁγιάζει.
Τὸ
πρόβλημά μας εἶναι πότε θὰ καταλάβομε ὅτι χωρὶς τὸν Κύριο δὲν μποροῦμε νὰ
κάνουμε τίποτε; Πότε θὰ μάθουμε, ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ
ἐμπιστευόμαστε τὸν ἑαυτό μας, τὴν ζωή μας, τὰ πάντα, στὸν Κύριο; Οἱ δικές μας
δυνάμεις εἶναι περιορισμένες. Οἱ δικές μας δυνατότητες δὲν μποροῦν νὰ λύσουν
ὅλα τὰ προβλήματά μας. Γι’ αὐτὸ γονατιστοὶ ζητᾶμε τὴν χάρι του καὶ τὴν βοήθειά
του. Ξεκινᾶμε πάντα ἀπὸ τὸν Κύριο. Πρῶτα ὁ Κύριος καὶ μετὰ ἐμεῖς. Ἀπόλυτη ἡ
ἐμπιστοσύνη μας στὸν Κύριο. Καὶ ὅσο περισσότερο τὸν προσεγγίζομε, τόσο
καθαρότερα θὰ βλέπωμε τὸν ἑαυτό μας. Καὶ τόσο περισσότερο θὰ νοιώθουμε τὴν
ἀνάγκη τῆς παρουσίας του στὴν ζωή μας. Μακάρι νὰ γίνη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου