Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Η ορθόδοξη Πίστη μας του Αρχιμ. Επιφανίου Κ. Χατζηγιάγκου (6ο κεφ)



6. Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ

 

6.1. Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

 

Ἀφοῦ ὁ Θεὸς δημιούργησε τοὺς πρωτοπλάστους, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, τοὺς ἔβαλε νὰ ζήσουν σ’ ἕνα ὡραῖο κῆπο ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ἐπάνω στὴ γῆ γι’ αὐτούς, τὸν Παράδεισο (Γέν. 2,8), ποὺ βρισκόταν στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, καὶ τοὺς ἀνέθεσε νὰ ἐργάζονται σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν φυλάγουν (Γέν. 2,15).

Οἱ πρωτόπλαστοι «ἦταν καὶ οἱ δύο γυμνοί, …καὶ δὲν ντρέπονταν» (Γέν. 2,25), «διότι ἦταν ντυμένοι μὲ θεϊκὴ δόξα» (Ἰω. Χρυσ.).

 

Πορεία πρὸς τὸν Θεὸ

Στὸν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε μέσα σὲ μιὰ ἀπέραντη χαρὰ καὶ εὐτυχία. Βρισκόταν σὲ τέλεια ἁρμονία μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον.

 Ἡ κατάστασή του στὸν Παράδεισο δὲν θὰ ἦταν στάσιμη. Καθημερινὰ θὰ προόδευε καὶ θὰ προχωροῦσε πρὸς τὸν ὕψιστο προορισμό του, τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», καὶ τὴν τέλεια ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ θὰ τὸ πετύχαινε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν προσωπικό του ἀγώνα.

Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἔδωσε ὁ Θεὸς στοὺς πρωτοπλάστους μιὰ ἐντολή, τὴν ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ τηρήσουν, γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τους σ’ αὐτόν.

 Τὰ δύο δένδρα τοῦ Παραδείσου

Μέσα στὸν Παράδεισο ὑπῆρχαν καὶ δύο δένδρα ξεχωριστά· τὸ «ξύλον τῆς ζωῆς» («ξύλον» = δένδρο) καὶ τὸ «δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ». Τὸ «δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ» ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ δένδρα τοῦ Παραδείσου. Ὀνομαζόταν ἔτσι, διότι ὅποιος θὰ ἔτρωγε ἀπ’ αὐτὸ θὰ γνώριζε μὲ τὴν πείρα του ποιό εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιό τὸ κακό. Τὸ ἄλλο ἦταν τὸ «δένδρο τῆς ζωῆς». Οἱ καρποὶ τοῦ δένδρου αὐτοῦ εἶχαν μιὰ χάρη μοναδική· μετέδιδαν ζωὴ αἰώνια. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἔτρωγε ἀπὸ τὸ δένδρο αὐτὸ θὰ γινόταν ἀθάνατος.

 

6.2. ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ

 

Δυστυχῶς ἡ εὐτυχισμένη ζωὴ τοῦ Παραδείσου δὲν κράτησε γιὰ πολύ. Οἱ πρωτόπλαστοι μὲ τὴν ὑποκίνηση τοῦ διαβόλου παράκουσαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἁμάρτησαν. Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ ἐξοριστοῦν ἀπὸ τὸν Παράδεισο, νὰ ζοῦν μὲ κόπο καὶ μὲ πόνο, καὶ τέλος νὰ καταλήξουν στὸν θάνατο. Ἂς δοῦμε τὸ τραγικὸ αὐτὸ γεγονός, τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὅπως λέγεται.

 

Ἡ ἐντολή, ὁ πειρασμὸς καὶ ἡ πτώση

Ἡ ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στοὺς πρωτοπλάστους ἔλεγε: «Ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα ποὺ ὑπάρχουν στὸν Παράδεισο μπορεῖτε νὰ τρῶτε. Ἀπὸ τὸ δένδρο ὅμως τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν πρέπει ποτέ νὰ φᾶτε. Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φᾶτε ἀπὸ τὸν καρπό του, θὰ πεθάνετε» (Γέν. 2,16-17).

Ἀκολουθεῖ ὁ πειρασμὸς καὶ ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων. «Ὁ ὄφις (τὸ φίδι) ἦταν τὸ ἐξυπνότερο ἀπ’ ὅλα τὰ ζῶα ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός. Ρώτησε λοιπὸν ὁ ὄφις (ὁ διάβολος ποὺ κρυβόταν στὸν ὄφι) τὴ γυναίκα (τὴν Εὔα): Γιατί ὁ Θεὸς σᾶς εἶπε νὰ μὴ φᾶτε ἀπὸ κανένα δένδρο τοῦ Παραδείσου; Καὶ ἡ γυναίκα ἀπάντησε στὸν ὄφι: Μποροῦμε νὰ φᾶμε ἀπὸ τοὺς καρποὺς ὅλων τῶν δένδρων τοῦ Παραδείσου· ἀπὸ τὸν καρπὸ ὅμως τοῦ δένδρου ποὺ βρίσκεται στὸ μέσο τοῦ Παραδείσου εἶπε ὁ Θεός· Νὰ μὴ φᾶτε, οὔτε νὰ τὸν ἀκουμπήσετε, γιὰ νὰ μὴν πεθάνετε. Εἶπε τότε ὁ ὄφις στὴ γυναίκα: Δὲν θὰ πεθάνετε. Σᾶς ἀπαγόρευσε ὁ Θεὸς νὰ φᾶτε ἀπὸ τὸ δένδρο αὐτό, διότι γνώριζε ὅτι τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φᾶτε θὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια σας καὶ θὰ γίνετε καὶ σεῖς σὰν θεοὶ ὅμοιοι μ’ αὐτὸν καὶ θὰ γνωρίζετε τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό.

Παρατήρησε τότε ἡ γυναίκα τὸ ἀπαγορευμένο δένδρο, εἶδε τὸν καρπό του ὡραῖο στὴν ὄψη, καὶ σκέφτηκε ὅτι θὰ ἦταν εὐχάριστο νὰ τὸν δοκιμάσει. Πῆρε λοιπὸν ἀπὸ τὸν καρπό του καὶ ἔφαγε. Στὴ συνέχεια ἔδωσε καὶ στὸν ἄνδρα της (τὸν Ἀδάμ) καὶ ἔτσι ἔφαγαν καὶ οἱ δύο. Τότε ἄνοιξαν τὰ μάτια τους καὶ κατάλαβαν ὅτι ἦταν γυμνοί. Ντράπηκαν γιὰ τὴ γυμνότητά τους, γι’ αὐτὸ καὶ πῆραν φύλλα συκιᾶς, τὰ ἔρραψαν καὶ ἔκαναν περιζώματα (καλύμματα) γιὰ νὰ σκεπάσουν τὴ γυμνότητά τους» (Γέν. 3,1-7).

Ὅπως εἴδαμε, αὐτὸς ποὺ προκάλεσε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἁμαρτήσει ἦταν ὁ μισόκαλος διάβολος. Ὁ τρόπος του ἦταν ὕπουλος. Μιλᾶ μὲ φαινομενικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Πίσω ὅμως ἀπ’ αὐτὰ κρύβεται ἡ κακία του γι’ αὐτόν. Λέει ψέματα, καὶ συκοφαντεῖ τὸν Θεὸ σὰν φθονερό. Τέλος ἐξαπατᾶ τὸν ἄνθρωπο, διότι τοῦ ὑπόσχεται ὅτι θὰ γίνει Θεός.

Ὁ διάβολος διαλέγει νὰ ἀπατήσει πρῶτα τὴ γυναίκα, διότι εἶναι πιὸ εὐκολόπιστη. Τὴν βρίσκει μόνη, γιατὶ ἔτσι πιὸ εὔκολα μπορεῖ νὰ τὴν ρίξει. Μόλις ἡ Εὔα ἁμάρτησε, θέλησε νὰ παρασύρει καὶ τὸν ἄνδρα της στὴν ἁμαρτία. Βεβαίως εἶναι καὶ ὁ Ἀδὰμ ὑπεύθυνος· ἔπρεπε νὰ ἀντισταθεῖ στὴν εἰσήγηση τῆς Εὔας καὶ νὰ μείνει πιστὸς στὴν ἐντολὴ τοῦ Δημιουργοῦ του. Δυστυχῶς ὅμως καὶ αὐτὸς ἐπεθύμησε νὰ γίνει Θεός.

Τελικὰ γίνεται ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία εἶναι παρακοὴ καὶ ἀπιστία στὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἔπλασε καὶ τοὺς χάρισε τόσες εὐλογίες, εἶναι ὑπακοὴ καὶ ἐμπιστοσύνη σ’ ἕνα ἄγνωστο πλάσμα, καὶ στὴν οὐσία ἱκανοποίηση τῆς φιλαυτίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος θέλησε νὰ γίνει Θεὸς ἀλλὰ μόνος του, χωρὶς τὸν Θεό.

 

6.3. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ

ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ

 

Ἡ «δίκη» τῶν πρωτοπλάστων

Μόλις οἱ πρωτόπλαστοι ἁμάρτησαν αἰσθάνθηκαν τὴ γυμνότητά τους, διότι ἔχασαν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀθωότητα ποὺ εἶχαν. Ταυτόχρονα ἔνιωσαν ἐνοχὴ καὶ φόβο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτρεξαν νὰ κρυφτοῦν ὅταν ἄκουσαν τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ τοὺς καλεῖ.

Ὁ Θεὸς τοὺς ρωτᾶ, γιατί ἔφαγαν ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένο καρπό. «Ἡ γυναίκα ποὺ ἐσὺ μοῦ ἔδωσες, αὐτὴ μοῦ ἔδωσε καὶ ἔφαγα», ἀπάντησε ὁ Ἀδάμ. «Ὁ ὄφις μὲ ἐξαπάτησε καὶ ἔφαγα», ἀπάντησε ἡ Εὔα (Γέν. 3,12-13). Καὶ οἱ δύο μετατοπίζουν τὶς εὐθῦνες τους. Ὡστόσο κανένας δὲν τοὺς πίεσε νὰ ἁμαρτήσουν. Ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς ἦταν καθαρὰ δική τους ἐλεύθερη ἐπιλογή.

 

Τὸ «πρωτευαγγέλιο»

Μετὰ ὁ Θεὸς στρέφεται στὸν ὄφι (τὸ φίδι) καὶ τοῦ λέει μεταξὺ ἄλλων· «Θὰ βάλω ἐχθρότητα ἀνάμεσα σὲ σένα καὶ στὴ γυναίκα, καὶ ἀνάμεσα στὸ σπέρμα σου καὶ τὸ σπέρμα της. Αὐτὸς θὰ σοῦ συντρίψει τὴν κεφαλὴ καὶ σὺ θὰ τοῦ κεντήσεις τὴ φτέρνα» (Γέν. 3,15).

Τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι πολὺ σημαντικά. Προφητεύουν μιὰ σύγκρουση ποὺ θὰ γίνει στὸ μέλλον, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ προέλθει ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεὸς ἀναφέρεται σὲ μιὰ ἐχθρότητα ποὺ θὰ δημιουργηθεῖ κάποτε μεταξὺ τοῦ σατανᾶ καὶ μιᾶς γυναίκας. Ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶναι ἡ Παναγία. Τὸ «σπέρμα» (ὁ ἀπόγονος) τῆς γυναίκας εἶναι ὁ Χριστός (βλ. Γαλ. 3,16). «Αὐτὸς θὰ σοῦ συντρίψει τὴν κεφαλὴ καὶ σὺ θὰ τοῦ κεντήσεις τὴ φτέρνα». Τὰ λόγια αὐτὰ προαναγγέλλουν τὴν ὁλοκληρωτικὴ συντριβὴ τοῦ διαβόλου ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὁ διάβολος θὰ πετύχει ἁπλῶς νὰ «κεντήσει τὴν φτέρνα» τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ νὰ τοῦ ἐπιφέρει ἕνα μικρὸ τραῦμα. Ἐννοεῖ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος θὰ καταργηθεῖ σὲ τρεῖς μέρες μὲ τὴν Ἀνάστασή του.

Ὅπως βλέπουμε, ἀμέσως μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ὁ Θεὸς ἀναγγέλλει τὸ εὐχάριστο μήνυμα τοῦ ἐρχομοῦ ἑνὸς Λυτρωτῆ, ὁ ὁποῖος θὰ συντρίψει τὸν διάβολο καὶ θὰ σώσει τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὑπόσχεση αὐτή, ποὺ εἶναι ἡ πρώτη καλὴ ἀγγελία πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὀνομάζεται «πρωτευαγγέλιο». Αὐτὸ τὸ πρωτευαγγέλιο πέρασε στὴν ἱστορία καὶ στὶς παραδόσεις ὅλων τῶν λαῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Λυτρωτῆ ἦταν ὁ πόθος καὶ ἡ ἐλπίδα ὅλου τοῦ κόσμου.

 

Τὰ ἐπιτίμια (τιμωρίες) στὸν ἄνθρωπο

Στὴ συνέχεια ὁ Θεὸς «εἶπε στὴ γυναίκα· Θὰ πληθύνω ὑπερβολικὰ τὰ βάσανα καὶ τοὺς στεναγμούς σου. Μὲ πόνους θὰ γεννᾶς τὰ παιδιά σου, θὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τὸν ἄνδρα σου καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι κύριός σου» (Γέν. 3,16). Ἡ γυναίκα πρώτη ἁμάρτησε, πρώτη καὶ τιμωρεῖται. Τιμωρεῖται ὡς μητέρα νὰ γεννᾶ μὲ πόνους τὰ παιδιά της. Τιμωρεῖται καὶ ὡς σύζυγος νὰ ὑποτάσσεται στὸν ἄνδρα της, διότι αὐτὴ τὸν παρέσυρε στὴν ἁμαρτία.

«Καὶ στὸν Ἀδὰμ εἶπε· Ἐπειδὴ ἄκουσες…, θὰ εἶναι καταραμένη ἡ γῆ στὰ ἔργα σου. Μὲ πόνο καὶ σκληρὴ ἐργασία θὰ τρῶς ἀπὸ τοὺς καρπούς της σ’ ὅλη σου τὴ ζωή. Ἡ γῆ θὰ σοῦ βγάζει ἀγκάθια καὶ τριβόλια καὶ θὰ τρέφεσαι ἀπὸ τὰ χόρτα τῶν ἀγρῶν» (Γέν. 3,18). Ὅπως βλέπουμε, μετὰ τὴν ἁμαρτία ἡ φύση ἐπαναστατεῖ καὶ γίνεται ἐχθρικὴ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Φυτὰ καὶ ζῶα γίνονται ἐπικίνδυνα ἢ καὶ θανατηφόρα. Ὁ ἄρχοντας γίνεται δοῦλος. Ἔτσι ἔχουμε καὶ τὸ «φυσικὸ κακό» γιὰ τὸ ὁποῖο μιλήσαμε.

Καὶ συνεχίζει ὁ Θεός· «Μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θὰ τρῶς τὸ ψωμί σου». Ἀπ’ ἐδῶ φαίνεται ὅτι τὸ εὐλογημένο ψωμὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ βγαίνει μὲ κόπο καὶ ἱδρῶτα. Ὅ,τι βγαίνει μὲ κλοπὲς ἢ μὲ εὔκολο κέρδος, π.χ. μὲ τυχερὰ παιχνίδια καὶ ἄλλα παρόμοια, δὲν εἶναι εὐλογημένο. «…μέχρι ποὺ θὰ πεθάνεις καὶ θὰ ἐπιστρέψεις στὴ γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ δημιουργήθηκες, διότι γῆ (χῶμα) εἶσαι καὶ στὴ γῆ θὰ ἐπιστρέψεις» (Γέν. 3,18-19). Τοῦ ἀνακοινώνει λοιπὸν ὅτι μιὰ μέρα θὰ πεθάνει. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ βαρειὰ ἀπὸ ὅλες τὶς προηγούμενες τιμωρίες

Μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο ὁλόκληρος ὁ φυσικὸς κόσμος (τὰ ζῶα, τὰ φυτὰ καὶ ὅλα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ) ἀκολουθεῖ τὴν πορεία πρὸς τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο (βλ. Ρωμ. 8,19-22).

 

Ἡ ἐξορία τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο

Ἀκολουθεῖ ἡ ἐξορία τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ὁ Θεὸς «ἔδιωξε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῆς χαρᾶς γιὰ νὰ ἐργάζεται τὴ γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία πλάστηκε» (Γέν. 3,23-24).

Τί τραγικὴ στιγμή! Ὁ βασιλιᾶς τῆς δημιουργίας χάνει τὸ βασίλειό του. Βρίσκεται ξαφνικὰ ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῆς χαρᾶς καὶ ἐξορίζεται «στὴ χώρα τῆς σκιᾶς τοῦ θανάτου» (Ἠσ. 9,2). Γυμνὸς καὶ ἔρημος ἀπὸ κάθε ἀγαθό, καταδικασμένος νὰ ζεῖ μὲ κόπους, δάκρυα καὶ πόνους, μέχρι νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ φοβερὸ τέλος, τὸν θάνατο. Νά τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας.

 

Οἱ πνευματικὲς συνέπειες τῆς πτώσεως

1) Ὁ πνευματικὸς θάνατος. Μόλις ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ, ἀμέσως πέθανε πνευματικά· χωρίστηκε ἡ ψυχή του ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ αἰσθάνθηκε γυμνός, ἔνοχος κ.λπ.. Ὁ σωματικὸς θάνατος (ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα) ἦλθε ἀργότερα.

2) Ἀλλοίωση τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Μὲ τὴν ἁμαρτία ἡ θεϊκὴ εἰκόνα ποὺ ἔφερε μέσα του ὁ ἄνθρωπος παραμορφώθηκε. Πιὸ συγκεκριμένα.  α)  νοῦς (τὸ μάτι τῆς ψυχῆς), μὲ τὸν ὁποῖο ἔβλεπε τὸν Θεὸ καὶ ἐπικοινωνοῦσε μαζί του, σκοτίζεται καὶ στρέφεται στὴ λατρεία ψεύτικων θεῶν. Δὲν μπορεῖ ἐπίσης νὰ διακρίνει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. β) Ἡ καρδία διαφθείρεται. Χάνει τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἀθωότητα ποὺ εἶχε στὸν Παράδεισο, καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ πάθη, κακίες, αἰσχρὲς ἐπιθυμίες, κ.λπ.. γ) Ἡ βούληση (θέληση) αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὸ κακό. Ἐνῶ πρὶν τὴν πτώση εἶχε διάθεση πρὸς τὸ καλό, τώρα ὑποδουλώνεται στὴν κατώτερη ζωὴ τῆς ἁμαρτίας.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ τὸ «κατ’ εἰκόνα» δὲν χάνεται ἐντελῶς. Ὑπάρχουν μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ οἱ δυνάμεις τοῦ καλοῦ, ποὺ συγκρατοῦν κάπως τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ὑποδούλωση στὸ κακό. Μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν δυνάμεων διεξάγεται πολλὲς φορὲς ἕνας σκληρὸς ἐσωτερικὸς πόλεμος (βλ. Ρωμ. 7,14-24).

 

Ἡ μετάδοση τῆς ἁμαρτίας στὸ ἀνθρώπινο γένος

Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα μεταδόθηκε σὰν κληρονομικὴ ἀρρώστια σ’ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, διότι στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀδὰμ ἁμάρτησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι (Ρωμ. 5,12). Καὶ ὅπως μιὰ σάπια ρίζα παράγει σάπιους καρπούς, ἔτσι καὶ ὁ Ἀδάμ· κληρονομεῖ στοὺς φυσικοὺς ἀπογόνους του τὴν ἁμαρτωλὴ φύση, τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Ἀπὸ τὸν πανανθρώπινο αὐτὸ νόμο κανείς δὲν ἐξαιρεῖται, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.

 

6.4. Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΕΞΑΧΡΕΙΩΣΗ

ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

 

Εἰδωλολατρία

Ὅταν πλήθυναν οἱ ἄνθρωποι καὶ διασκορπίστηκαν σ’ ὅλη τὴ γῆ, ἔπαψαν νὰ λατρεύουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἄρχισαν νὰ λατρεύουν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως· τὸν ἥλιο, τὰ ἄστρα, τὰ βουνά, τὰ ζῶα κ.ἄ.. Ἀκόμα καὶ τὰ ἄψυχα ἀγάλματα (εἴδωλα), ποὺ οἱ ἴδιοι κατασκεύαζαν, τὰ λάτρευαν γιὰ θεοὺς καὶ τὰ προσκυνοῦσαν! Σ’ αὐτοὺς τοὺς ψεύτικους θεοὺς πρόσφεραν ἀτέλειωτες θυσίες ζώων, ἀκόμα καὶ ἀνθρώπων. Ἡ εἰδωλολατρία, κατὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη κατάπτωση τοῦ λογικοῦ ἀνθρώπου.

 

Ἠθικὴ διαφθορὰ

Ἐξ αἰτίας τῆς εἰδωλολατρίας ὁ Θεὸς τοὺς ἐγκατέλειψε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κάνουν τὶς πιὸ αἰσχρὲς καὶ ἀκατονόμαστες πράξεις, ποὺ ὑποβιβάζουν τὸν ἄνθρωπο στὸ ἐπίπεδο τοῦ ζώου (βλ. Ψαλμ. 48,13). Ἀποκορύφωμα τῆς ἠθικῆς διαφθορᾶς ἦταν τὰ «πάθη ἀτιμίας» (Ρωμ. 1,26), οἱ παρὰ φύσιν πράξεις. Ἡ ἁμαρτία σὰν μολυσματικὴ νόσος ξαπλώθηκε σ’ ὁλόκληρη τὴ γῆ (βλ. Ψαλμ. 13,1-3).

 

Κοινωνικὴ ἐξαθλίωση

Κοντὰ σ’ αὐτὰ ἦλθε καὶ ἡ κοινωνικὴ ἐξαθλίωση. Οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν σκληροὶ καὶ ἄγριοι σὰν τὰ θηρία. Ἔχασαν κάθε αἴσθημα ἀνθρωπισμοῦ. Τοὺς δούλους τοὺς θεωροῦσαν res (πράγματα). Τοὺς ἀγόραζαν ἢ τοὺς πουλοῦσαν, καὶ μποροῦσαν νὰ τοὺς κάνουν ὅ,τι ἤθελαν, ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς θανατώσουν. Οἱ γυναῖκες δὲν εἶχαν κανένα δικαίωμα. Πολλοὶ ἀμφέβαλλαν ἂν οἱ γυναῖκες εἶναι ἄνθρωποι. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ ὑπῆρχε καὶ ἡ πολυγαμία, πρᾶγμα πολὺ ταπεινωτικὸ γιὰ τὴ γυναίκα. Τὰ παιδιὰ ἦταν κι αὐτὰ χωρὶς ἀξία καὶ προστασία. Πολλὰ τὰ πρόσφεραν θυσία στοὺς ψευδοθεοὺς καίγοντάς τα ζωντανά!

Ἡ σκληρότητα, ἡ ἀδικία, ἡ ἐκμετάλλευση εἶχαν φτάσει στὸ ἀπροχώρητο. Παντοῦ βασίλευσε ὁ πόνος, ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπόγνωση. Ἡ κοινωνία εἶχε γίνει μιὰ κόλαση. Πολλοὶ ἔθεταν τέρμα στὴ ζωή τους. Ὁ Σατομπριάν, Γάλλος συγγραφέας (18ος αἰώνας), εἶπε χαρακτηριστικά: «Λίγο ἀργότερα ἂν ἐρχόταν ὁ Χριστὸς στὴ γῆ, θὰ εὕρισκε μόνο τὸ πτῶμα τῆς κοινωνίας».

Αὐτὴ ἦταν μὲ λίγα λόγια ἡ θρησκευτική, ἠθικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση στὴν ὁποία ὁδηγήθηκε ἡ ἀνθρωπότητα μετὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου