Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Ἡ ὁδός τῶν δακρύων


Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

Ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς σκέφτεται συνεχῶς τὶς ἁμαρτίες του, μετανοεῖ καὶ παράλληλα πενθεῖ γιὰ ὅσα συμβαίνουν στὸν κόσμο. Προσπαθεῖ ἐπίσης νὰ δίνει τὴν καλὴ μαρτυρία γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ διδασκαλία του. Εἶναι ὁ πενθῶν ἄνθρωπος, ποὺ θὰ παρηγορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ μακαρισμὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι σαφής: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται».1

Τὸ πένθος συνδυάζεται μὲ τὴν παρηγορία καὶ τὴ χαρά. «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε».2 Δηλαδή, «μακάριοι εἶστε ἐσεῖς ποὺ κλαῖτε τώρα γιὰ τὶς δοκιμασίες ποὺ δέχεσθε μὲ εὐγνωμοσύνη ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος μὲ αὐτὲς σᾶς παιδαγωγεῖ, διότι θὰ γελάσετε καὶ θὰ χαρεῖτε στὴν ἄλλη ζωή»3, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Π. Ν. Τρεμπέλας.

Τὰ δάκρυα δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα κάποιου πάθους, ποὺ καταδυναστεύει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ εἶναι δείγματα ἀγάπης καὶ φιλοστοργίας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος πονοῦσε πολὺ καὶ ἀνησυχοῦσε γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶχαν πιστέψει. Ἔγραφε στοὺς Γαλάτες: «Παιδιά μου, γιὰ σᾶς πάλι περνῶ τοὺς πόνους τῆς γέννας, ὥσπου νὰ διαμορφωθεῖ μέσα σας ὁ Χριστός».4

Οἱ θρῆνοι καὶ τὰ δάκρυα τῶν ἁγίων ἔχουν ὡς αἰτία τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸ Θεό. Μετανοοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ πενθοῦν γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς προκειμένου νὰ ὁδηγηθοῦν στὴ σωτηρία. Ὁ Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεῖ ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἀνησυχία τους γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπισημάνει ἕνα πνευματικὸ κίνδυνο: «Οἱ ἅγιοι εἶχαν πάντοτε στραμμένο τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ἀγάπησαν καὶ αὔξαναν τὴν ἐρχόμενη ἀπὸ ἐκεῖ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, φρόντιζαν συγχρόνως καὶ γιὰ τὰ ἀναγκαῖα τῶν ὁμοίων τους ἀνθρώπων· πενθοῦσαν δηλαδὴ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἁμάρταναν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς διορθώσουν μὲ τὰ δάκρυα. Ὅπως δὲ ἐκεῖνοι ποὺ στέκονται στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ βλέπουν ἄλλους μέσα στὸ πέλαγος νὰ κινδυνεύουν, συμπάσχουν μὲν καὶ φροντίζουν γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἀλλὰ δὲν παραμελοῦν καὶ τὴ δική τους ἀσφάλεια ἔτσι καὶ οἱ ἅγιοι θλίβονται μὲν γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, ἀλλὰ δὲν ἀφανίζουν τὴ δική τους χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ἀντίθετα μάλιστα τὴν κάνουν μεγαλύτερη, γιατὶ ἀξιώνονται νὰ λάβουν ὡς ἀμοιβὴ τὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου γιὰ τὰ δάκρυα, ποὺ χύνουν γιὰ τοὺς ἀδελφούς».5

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει ὅτι «ὅπως τὸ νερὸ σβήνει τὰ γράμματα, ἔτσι καὶ τὸ δάκρυ μπορεῖ νὰ σβήσει τὰ πταίσματα»6.

Σημειώσεις:

1. Ματθ. ε΄ 4. 2. Λουκ. στ΄ 21. 3. Ἡ Καινὴ Διαθήκη, μὲ σύντομη ἑρμηνεία, Ἀθήνα 2011, σελ. 262. 4. δ΄ 19. 5. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 498. 6. Κλῖμαξ, Ὠρωπὸς 1978, σελ. 330.



2ον.-Τελευταῖον

Ἐπίσης στὸ Γεροντικὸ γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀδιάκοπη μετάνοια, μετὰ δακρύων, τοῦ ἀββᾶ Ἀρσενίου ποὺ ἦταν ζωντανὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς ἀδελφούς του: «Ἔλεγαν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος ὅλο τὸν καιρὸ τῆς ζωῆς του, καθισμένος στὸ ἐργόχειρό του, εἶχε ἕνα κομμάτι πανὶ στὸν κόρφο του γιὰ τὰ δάκρυα, ὅπου ἔπεφταν ἀπὸ τὰ μάτια του. Ὅταν ἔμαθε τὴν κοίμησή του, ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν δάκρυσε καὶ εἶπε: «Μακάριος εἶσαι, ἀββᾶ Ἀρσένιε, γιατί ἔκλαψες τὸν ἑαυτό σου σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο. Γιατί ὅποιος δὲν κλαίει τὸν ἑαυτὸ του ἐδῶ κάτω, θὰ κλαίει αἰώνια στὴν ἄλλη ζωή. Εἴτε λοιπὸν ἐδῶ θεληματικά, εἴτε ἐκεῖ ἀπὸ τὶς βασάνους, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ κλάψει»[7].

Οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας πολλὲς φορὲς διαπιστώνουν ὅτι οἱ συμβουλὲς καὶ οἱ παραινέσεις πρὸς τοὺς ἀδελφούς, ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ οἱ προσευχὲς γι’ αὐτοὺς δὲν φέρνουν τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα. Τότε πρέπει νὰ ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος «ἀγαπώντας τοὺς πιστοὺς ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ βλέποντας ὅτι οἱ πολλοὶ ἔχουν πέσει στὴν πονηρία καὶ σὲ ἀθεράπευτες ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς, καὶ ὅτι ἔπειτα δὲν δέχονται τὸν ἔλεγχο οὔτε τὴ διόρθωση ποὺ ἐπιδιώκει ἡ ἐπίπληξη, ἀλλὰ ἀντίθετα ἀποσκιρτοῦν ἀπὸ τὴν πίστη, τοὺς κρατοῦσε κοντά του μὲ τὰ δάκρυα, ὥστε, ἀφοῦ τὸν ἰδοῦν νὰ κλαίει καὶ νὰ θρηνεῖ, καὶ ἀφοῦ συντριβοῦν ἀπὸ τὸ θέαμα αὐτό, νὰ δεχθοῦν τὴ θεραπεία, καὶ ἀφοῦ διώξουν τὴν ἀρρώστια, νὰ ξαναβροῦν τὴν ὑγεία τους. Γι’ αὐτό, ὅταν συμβούλευε, πάντοτε δάκρυζε»[8], ἀναφέρει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.

Ὁ Μέγας Βασίλειος γιὰ ἐκείνους ποὺ προτιμοῦν τὰ ἔργα τῆς ντροπῆς προτρέπει «νὰ πενθοῦμε καὶ νὰ κλαῖμε μαζὶ μ’ αὐτοὺς ποὺ χύνουν δάκρυα μετανοίας. Νὰ κλαῖμε γοερὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ παραμένουν ἀναίσθητοι, γιατί δὲν γνωρίζουν ὅτι χάνονται»[9] καὶ χαρακτηρίζει «τὰ δάκρυα αὐτὰ σπέρμα καὶ δάνεισμα τῆς αἰώνιας χαρᾶς»[10]. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπίσης λέει ὅτι «ἄξιοι γιὰ θρήνους δὲν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ κακοποιοῦνται, ἀλλ’ ἐκεῖνοι ποὺ κακοποιοῦν»[11].

Μιλώντας γιὰ τὰ δάκρυα πρέπει νὰ θυμόμαστε πάντα ὅτι ἰσχύει ἡ λογική, ἡ ὁποία προφυλάσσει ἀπὸ ὑπερβολὲς καὶ πλάνες. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι «τὰ δάκρυα εἶναι ἀνάγκη νὰ διευθύνονται ἀπὸ τὸ λογικὸ καὶ τὸ μέτρο·δηλαδὴ γιὰ ποιοὺς πρέπει νὰ δακρύζει κανεὶς καὶ ἐπὶ πόσο χρόνο καὶ τότε καὶ πῶς ἁρμόζει»[12]. Καὶ ἀναφερόμενος στὰ δάκρυα τοῦ Κυρίου διευκρινίζει: «Οἱ ἐπιρρεπεῖς στὴ λύπη ἂς μὴ προβάλουν τὰ δάκρυα τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸ δικό τους πάθος. Γιατί, ὅπως ἡ τροφὴ ποὺ ἔφαγε ὁ Κύριος, δὲν ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς ἀφορμὴ ἡδυπαθείας, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο εἶναι μέτρο καὶ ἄριστος ὅρος ἐγκράτειας καὶ αὐτάρκειας, ἔτσι καὶ τὰ δάκρυα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι νόμος ποὺ ἐπιβάλλει νὰ θρηνοῦμε, ἀλλὰ κάτι ποὺ προβλήθηκε σὰν μέτρο ἀξιοσέβαστο καὶ κανόνας ἀκριβής, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ἁρμόζει νὰ ὑπομένουμε τὰ λυπηρά, μένοντας στὰ ὅρια τῆς φύσεως σεμνὰ καὶ μὲ ἀξιοπρέπεια»[13].

Οἱ νηφάλιοι τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς «καλλιεργοῦν τὶς ψυχές τους, χρησιμοποιώντας τὰ δάκρυα σὰν βροχὴ καὶ αὐξάνοντας τὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆς. Τὸ κρεβάτι ποὺ δέχεται τέτοια δάκρυα (μετανοίας) εἶναι ἄβατο σὲ κακία καὶ ἀσέλγεια. Αὐτὸς ποὺ θρηνεῖ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, θὰ σηκωθεῖ ἔχοντας τὴν ψυχὴ του πιὸ ἤρεμη ἀπὸ γαλήνιο λιμάνι, γιατί ἀπομακρύνει ὅλα τὰ πάθη»[14], τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.

Τὰ πνευματικὰ ἀποτελέσματα τῶν δακρύων εἶναι πολλά. Προκαλοῦν ψυχικὴ γαλήνη, ἠρεμία, ἐξαφανίζουν τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ βλαστάνουν «αἰώνια καὶ ἀμάραντη χαρά». Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν λέει ὅτι «ὅποιος θέλει νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, μὲ τὸν κλαυθμὸ λυτρώνεται ἀπὸ αὐτές. Καὶ ὅποιος θέλει νὰ ἀποκτήσει ἀρετές, μὲ τὸν κλαυθμὸ τὶς ἀποκτᾶ. Γιατί τὸ κλάμα εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ μᾶς παρέδωσαν ἡ Γραφὴ καὶ οἱ πατέρες μας, λέγοντας: «Κλάψτε, ἄλλη ὁδὸς δὲν ὑπάρχει»[15].

Σημειώσεις:

7. Εἶπε Γέρων…, ὑπὸ Βασιλείου Πέντζα, Ἀθήνα 1974, σελ. 30. 8. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Β΄, Ἀθήνα 1994, σελ. 231. 9. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 499. 10. Ὅπ. παρ., σελ. 500. 11. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Β΄, Ἀθήνα 1994, σελ. 234. 12. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 501. 13. Ὅπ. παρ., σελ. 502. 14. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Β΄, Ἀθήνα 1994, σελ. 224. 15. Εἶπε Γέρων…, ὑπὸ Βασιλείου Πέντζα, Ἀθήνα 1994, σελ. 214.

πηγή: https://aktines.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου