ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Εκλεκτά Διηγήματα: 39. ΠΡΟΣ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ
Το πρώτο δεκαήμερο του Απρίλη κατορθώσαμε να ξεκινήσουμε. Είχε πια αρχίσει να στερεώνει τη βασιλεία του ο λυτρωτής ήλιος, που κάθε μέρα τον καλούσε ο Μανώλης με το λαϊκό τραγούδι της Κρήτης, όπου ένας αετός βρεγμένος και χιονισμένος – το σκλαβωμένο γένος – παρακαλεί από μια ψηλή βουνοκορφή το άστρο της ημέρας νʼ ανατείλει «για να λυώσουν τα χιόνια απʼ τα φτερά και τα κρύσταλλα απʼ τα κράνυχά του». Μαζί μας είχε συνενωθεί και ο Καραβίτης με τα λείψανα του σώματος του και λίγοι αδέσποτοι αντάρτες, που ανέβαζαν την όλη δύναμη σε 30 άνδρες. Απʼ τους δικούς μας έμεινε εκεί για να συνεχίσει τη δράση του σε νέο πεδίο με τον Ρακοβίτη ο Ηλίας ο μαθητής. Ύστερα από ένα μήνα σκοτώθηκε σε μια επίθεση εναντίον κάποιου Βουλγαροχωριού.
Εφύγαμε απʼ την Καμπάσνιτσα για την Μπελκαμένη. Η απόσταση δεν είναι περισσότερη από 3-4 ώρες. Αλλά εκάναμε τον λογαριασμό χωρίς την άδεια του νερού, που είχε κάμει απέραντο βούρκο τον κάμπο της Φλώρινας. Τα χωράφια – ήσαν ασφαλέστερα απʼ τους τακτικούς δρόμους – είχαν γίνει πολτός. Τα χανδάκια ήσαν γεμάτα νερό ή χιόνι. Όλα τα ρυάκια και οι μικρότεροι νεροσυρμοί είχαν φουσκώσει με αξιώσεις μεγάλων ποταμών. Στο ποτάμι της Φλώρινας λίγο έλειψε να πνιγούν δυο αντάρτες. Ένας απʼ τους οδηγούς μας μάλιστα, αν και μεγαλόσωμος, ο Νόστος ο Αρμενοχωρίτης, παρασύρθηκε από το ρεύμα και σώθηκε ως εκ θαύματος. Κατορθώσαμε τέλος να το περάσουμε, αφού δέσαμε το ένα στο άλλο τα ζουνάρια μας. Το πρωτότυπο παλαμάρι τεντώθηκε απʼ την μια όχθη στην άλλη από στιβαρά χέρια χωρικών κι εμείς μπήκαμε θαρραλέα ως το λαιμό στο ορμητικό νερό κρατώντας με τα χέρια το εναέριο και ξεκάρφωτο γεφύρι. Το ποτάμι όμως του Μαχαλά υπήρξε απροσπέλαστο σʼ όλα τα επινοήματα της γεφυρωτικής μας. Εδέησε να προσφύγουμε στην ξύλινη γέφυρα, που ήταν μέσα στο χωριό, παρʼ όλους τους κινδύνους, που παρουσίαζε το πε΄ρασμα από ένα τουρκοχώρι. Τυλίξαμε τασημικά, συμμάσαμε τις κάπες και ρυθμίσαμε κάπως το βήμα ώστε να δίνουμε την εντύπωση αποσπάσματος στρατιωτικού. Ευτυχώς όλο το χωριό ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι και τον ύπνο. Μονάχα σʼ ένα χαμηλό παραθυράκι έκαιε ένα φως και ένας γέρος χότζας, άγνωστο γιατί, αγρυπνούσε. Όταν σιμώσαμε πρόβαλε το κεφάλι του απʼ το παραθύρι και μας φώναξε:
- Ώρα σας καλή, πατριώτες.
- Εϊβαλλά, Χότζα αφέντη, του απάντησα εξ ονόματος όλων, χωρίς, έννοείται, να βραδύνουμε το βήμα.
- Και για που με το όνομα του Αλλάχ;
- Μήπως ξέρουμε κι εμείς; Όπου μας σύρουν οι αρχηγοί. Για τίποτε αντάρτες ή κομιτατζήδες.
Ο καλός λειτουργός του προφήτου επρόφερε και άλλες λίγες λέξεις, ίσως ευχές που δεν τις κατάλαβα. Είχαμε φροντίσει να παρεμβάλλουμε αρκετή απόσταση μεταξύ μας...
Η αυγή, ο χειρότερος εχθρός, μας πρόλαβε προτού φθάσουμε στην Μπελκαμένη, αν και αγωνισθήκαμε ηρωικά δώδεκα ώρες να διανύσουμε ένα διάστημα 3-4 ωρών. Αναγκασθήκαμε νʼ αλλάξουμε δρομολόγιο και να ζητήσουμε άσυλο στο Κάτω Κότορι. Σʼ αυτό το χωριό είχε ιδεί το φως εκείνες τις ημέρες η πρώτη ελληνοβουλγαρική συμφωνία. Οι δικοί μας είχαν αναλάβει να μη προδίδουν τους Βουλγάρους και εκείνοι τους δικούς μας. Αλλά το ειδύλλιο έζησε όσο και τα ρόδα του Μαΐου.
Την επόμενη νύχτα εθυσιάσαμε σχεδόν ολάκερη για να φθάσουμε στην Νεγοβάνη, που δεν απείχε απʼ το Κότορι ούτε δυο ώρες. Ένας τρελός και πλημμυρισμένος χείμαρρος είχε δημιουργήσει ξαφνικά ανυπέρβλητο φραγμό. Ύστερα από πολλούς κόπους και αγωνιώδεις έρευνες ευτυχήσαμε να βρούμε σανίδα σωτηρίας, που έφερε στους ισχνούς της ώμους τον πομπώδη τίτλο της γέφυρας. Απλούστατα ήσαν δύο μακροί, ψιλοί και ανώμαλοι κλώνοι στημένοι παράλληλα στις δύο όχθες. Ιδιοκτήτης της, αρχιτέκτονας και μάστορας ήταν κάποιος γείτονας μυλωνάς που είχε πετάξει εκεί τα δύο ξύλα για να περνάει τον ξηροπόταμο το καλοκαίρι, όταν καμιά φορά είχε περισσότερο νερό απʼ εκείνο, που χρειαζόταν για να ποτίζει τον γάιδαρό του. Τώρα η διάβαση ισοδυναμούσε με ακροβασία απʼ τις πιο επικίνδυνες. Έμοιαζε κατά τούτο η γέφυρα με το στενόμακρο τόξο του Μουσουλμανικού παραδείσου όπου περνούν σώοι προς τις αγκάλες των ουρί οι καλοί μουσουλμάνοι, ενώ κατακρημνιζόταν στα Τάρταρα οι άπιστοι.
Πέρασαν πρώτα οι δύο οδηγοί. Ακολούθησα εγώ και ο Μανώλης. Πως βρέθηκα στην αντίπερα όχθη δεν μπόρεσα να το καταλάβω. Τα δυο ξύλα λύγιζαν και χοροπηδούσαν σε κάθε βήμα. Η βροχή και ο αφρός των κυμάτων τα είχαν κάμει να γλυστρούν ακόμη περισσότερο. Ήταν σκοτάδι, βροχή, αέρας. Και κάτω απʼ τα πόδια μας μια πιθαμή χαμηλότερα αντηχούσε ο ρόχθος και η τρομακτική βοή του μαινόμενου ρεύματος, που είχε και μια δυνατή έλξη.
Ο Μανώλης σταμάτησε στο μέσο της γέφυρας.
- Κουράγιο Μανώλη... Τι στάθηκες; Του φώναξαν απʼ την άλλη όχθη.
Εκείνος δεν απαντούσε κι εξακολουθούσε να παραμένει ακίνητος, σύξυλος.
- Μη στέκεσαι μωρέ, θα ζαλισθείς. Προχώρα.
- Αφήστε με βρε παιδιά. Την έπαθα. Η μπότα μου μπήκε σας σφήνα ανάμεσα στα δυο ξύλα.
Δεν μπορούσε να προχωρήσει, αλλʼ ούτε να σκύψει ή να προσπαθήσει να την απελευθερώσει, θα κινδύνευε να χάσει την ισορροπία.
Οι δυο οδηγοί έτρεξαν να τον βοηθήσουν. Αλλά το βάρος των μετέδωκε τέτοιους σπασμούς στον γυμνό σκελετό της γέφυρας, ώστε πρώτος ο Μανώλης εζήτησε να γυρίσουν πίσω. Κατόρθωσε στο τέλος να περάσει την γέφυρα των στεναγμών με την κοιλιά, σφιχταγκαλιάζοντας τα δυο ξύλα και αφού έριξε αβαρία στο νερό την κάπα και το σακκίδιό του.
Τη μέθοδο αυτή εφήρμοσαν και οι άλλοι.
Απʼ τη Νεγοβάνη, όπου ξεκουρασθήκαμε δυο μέρες, αρχίσαμε το καθιερωμένο τακτικό δρομολόγιο: Νεγοβάνη – Λέχοβο – Λόσνιτσα – Βογατσκό – Παληόκαστρο. Μεταξύ Λεχόβου και Λοσνίτσης χάσαμε το δρόμο. Και ξημερώσαμε σχεδόν εκεί που τον αρχίσαμε...
Περπατούσαμε απʼ τη δύση του ηλίου και κάποτε ενωρίτερα, ως την ανατολή του. Εν τούτοις οι οδηγοί των μερών εκείνων είχαν την ανόητη φροντίδα να θέλουν να μας κρύβουν την απόσταση που είχαμε να διανύσουμε.
- Πόσες ώρες δρόμο έχουμε απόψε μπάρμπα Θανάση; ρωτήσαμε τον οδηγό μόλις ξεκινήσαμε για την ατέλειωτη πορεία απʼ το Βογατσκο στο Παληόκαστρο.
- Διέν είνʼ τίποτα παιδγιά μʼ. Δδγυό ίσα μι δγυόμισ το πολύ πολύ... Αυτούνα είνʼ. Δε θα προυφτάσιουμʼ μήτε να ιδρώσιουμʼ. Μπίτ.
Όταν συμπληρώσαμε τις δυόμισι ώρες τον ξαναρωτήσαμε:
- Πόσες ώρες μας μένουν κυρ Θανάση;
- Να, ουρί φτάσαμʼ... Σε λίγο είμαστε μεσʼ στου Πλαηόκαστρου.
Βαδίσαμε άλλες δυόμισι ώρες, οπότε ξαναδιατυπώσαμε την ίδια ερώτηση.
- Δεν θα φθάσουμε τέλος πάντων ακόμα Θανάση;
- Όπου νάνʼ θέ να φανεί. Σι μια δγιό ώρʼς θέ ναστε πλαγιασμένʼ σι μιάν κώχʼ σιμά στη φωτιά.
Άμα γεμίσαμε νέες τρεις ώρες τον ξαναρωτάμε:
- Μα που στο καλό είναι χωμένο το παληό παληόκαστρό σου;
- Ξιέρʼ κʼ ιγουώ, ρε πιδγιά μʼ;! Που χαντακώθʼκε απόψε το έρʼμο. Μα μπορεί να μας φύβγει; Όπου νάν θάν το βρούμε... Δε φοβήθʼκα ιγοουώ πουʼμαι γέρους σα να λιέμ;... Ουόχι σεις παλικάρια σαν τα γέλατα...
- Να μάθεις το λοιπόν να μην κοροϊδεύεις γεροξούρα, ήταν η απάντηση μαζί με λίγες κοντακιές.
Στο Παληόκαστρο είχαμε και μια πρωτότυπη δικαστική σκηνή. Πρωί πρωί παρουσιάσθηκε στο κατάλυμα των καπεταναίων ένας μεσόκοπος τσιομπάνος.
- Τι θέλεις; Τον ρωτά ο Βολάνης.
- Γιέχασα γιένα αρνί μʼ καπετάνιε.
- Το έχασες ή στο έκλεψαν;
- Μου το γέκλεψαν καπετάνιε.
- Ποιος σου τόκλεψε;
- Ο Γιάννʼς της Ζήσʼνας, γείτονάς μου καπετάνιε.
Καλέσαμε τον Γιάννʼ της Ζήσʼνας.
Παρουσιάσθηκε κατάχλωμος σαν να έδιδε λογο στον Υπέρτατο Κριτή.
- Γιατί μωρέ έκλεψες το γείτονά σου;
- Δεν τον γέκλεψα καπετάνιε μʼ. Καμπούλʼ δεν το κανʼ Γιεΐμʼ νοικοκύρʼς.
- Ιντάγινε τότε ταρνί;
Ο βοσκός κύτταξε μʼ έκπληκτα μάτια μη καταλαβαίνοντας τα Κρητικά του Βολάνη.
- Τι έγινε μωρέ τʼ αρνί; Μήπως ανακατώθηκε με τα δικά σου κατά λάθος;
- Αυτούνʼ γένιται καπετάνιεμ... Τα πιδγιά... Άνθρωποι γείμαστε... θάν του δώσω του Γουλαί ένα άλλου αρνί. Μου ιέχʼ παρʼ κʼ αυτούνος απʼ τα δʼκά μουʼ.
- Το πήρατε μωρέ τʼ αρνί και το σφάξατε... Εμένα θα με κοροϊδέψεις; Θα του δώσεις του Γούλα δυο αρνιά κʼ ένα γιατί δεν μου είπες την αλήθεια, τρία... Πήγαινε...
Αναταράχθηκε κι εξέπεμπε οργίλες αστραπές κι ο καταράκτης των ασημικών του.
Ο τυχερός όμως μηνυτής δεν έφυγε. Εξακολουθούσε να παραμένει σε μια γωνιά στενοχωρημένος και φαίνονταν πως κάτι ακόμα ήθελε να ειπεί.
- Δεν είσαι ευχαριστημένος, Γούλα, απʼ την απόφασή μου;
- Ο Θεός να σε πολυχρονέψʼ, καπετάνιε μʼ, ίσια με τον Έλυμπο.
- Τότε τι άλλο γυρεύεις;
- Γιέχασα κι γιένα αλλʼ αρνί καπιτάνιε.
- Ποιος σου το πήρε;
- Μου το πήρʼ ου λύκους καπιτάνιε.
- Λοιπόν; Τι θέλεις;
- Ποιος θα μου το πληρώσʼ αυτούνο;...
Αντίκρυ απʼ το Παληόκαστρο, στο βάθος του ορίζοντα, φάνταζε κυανή η βουνοσειρά της παλαιάς οροθετικής γραμμής. Όταν για πρώτη φορά αντικρύσαμε απʼ τα υψώματα του χωριού τη μαγική κορυφογραμμή στεφανωμένη απʼ το ηλιοβασίλεμμα, είδα να υγραίνονται τα μάτια των σκληρών εκείνων ανδρών απʼ το ίδιο κύμα, που πλημμύρισε και τις ψυχές των Μυρίων, όταν απʼ τα Αρμενικά βουνά είδαν την θάλασσα του Πόντου. Η διαύγεια της ατμόσφαιρας την είχε τυλίξει με τα εθνικά χρώματα και την έφερνε τόσο κοντά, που νόμιζες πως μʼ ένα πήδημα μπορούσες να την φθάσεις. Κάτω όμως έρρεε βαθύς κι ορμητικός, σωστός κέρβερος της γης της επαγγελίας, ο Αλιάκμων, αγριεμένος τώρα απʼ τα χιόνια και τις βροχές της ανοίξεως. Οι γέφυρες ήσαν γνωστές. Μονάχα ένα μικρό καΐκι διατηρούσε η Τουρκική κυβέρνηση για την συγκοινωνία των κατοίκων, που χρησίμευε κατʼ ουσίαν, μόνον για την συγκοινωνία των ανταρτών.
Τραβήξαμε πεταχτοί για το αγκυροβόλιο του καϊκιού. Αντʼ αυτού όμως βρήκαμε τον Φούφα (ανθυπολοχαγός Παπαδάς) μʼ ολίγους άνδρες. Έρχονταν με καινούργιο σώμα για την δεύτερη και τελευταία Μακεδονική εκστρατεία του. Ήταν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές του αγώνος. Σοβαρός μέχρι σκυθρωπότητος, λιγόλογος σαν αρχαίος Λάκων, επιβλητικός, είχε την λιτότητα και αγνότητα αναχωρητού και την αφοβία και αγριότητα θηρίου. Τον εκτιμούσαν και τον ένοιωθαν όλοι, και οι άνθρωποι του σχοινιού και του παλουκιού.
- Για το καΐκι και σεις; μας ρώτησε.
- Μάλιστα, κύριε αρχηγέ.
- Αι! Ζωή σε λόγου σας.
- Πως είπατε;
- Το καΐκι πνίγηκε. Είχα περάσει με 8 άνδρες. Στον γυρισμό για να παραλάβει και τους άλλους, ήταν φαίνεται πολύ ελαφρύ και παρασύρθηκε απʼ το ρεύμα. Πνίγηκε κι ο καημένος ο καπετάνιος του μπρος στα μάτια μας. Και να μη μπορείς να του κάμεις τίποτε!...
Το ατύχημα μας έφερε όλους σε δύσκολη θέση. Ο Φούφας αποφάσισε να παρακολουθήσει προς τα πάνω τον ρουν του ποταμού έως ότου ήθελε βρεθεί ψηλά στα βουνά πόρος, που να μπορούν να τον περάσουν πεζοί οι υπόλοιποι άνδρες του. Εμείς τραβήξαμε για το μεγάλο μοναστήρι της Ζάμπορντας. Ο Μανώλης όταν χωρίσαμε είχε μείνει πίσω με τον Φούφαν.
- Στο καλό, παιδιά! Μας φώναξε. Κατευόδιο.
- Βρε Μανώλη, τι έπαθες; Δεν έρχεσαι;
- Χαιρετίσματα στον Περαία, στην Αθήνα, στην Κρήτη... Πάω πίσω στο Μορίχοβο.
- Κουζουλάθηκες; Εδά που φθάσαμε στα σύνορα;
- Τι θα κάμω εκεί κάτω;! Καλή αντάμωση... αν ζήσουμε.
Ο λαμπρός νέος σκοτώθηκε αργότερα από σφαίρα αντάρτου. Έπεσαν κι όλοι οι άλλοι που είχαν μείνει εκεί πάνω. Ο Αράπης πέθανε από σφαίρα επίσης Ελληνική.
Ένας ολόξανθος, ολοκόκκινος κι ολοστρόγγυλος καλόγερος βγήκε σε προϋπάντησή μας αρκετά μακριά απʼ το μοναστήρι για να μας πείσει με δώρα, ευχές, ευλογίες και απειλές να μη επιμένουμε να μπούμε μέσα μη τυχόν πάθει με την παρουσία μας καμιά συμφορά. Μερικές όμως κοντακιές του έδωκαν να καταλάβει πως εάν ο Χριστός είχε έλθει στον κόσμο κυρίως για τους τελώνας και τους αμαρτωλούς, και τα μοναστήρια δεν είχαν συσταθεί μόνο για λίγες ορθόδοξες κοιλίες. Η κάπως τραχεία αυτή ευγλωττία μας άνοιξε αμέσως διάπλατες τις πόρτες του καλογερικού παραδείσου, όπου πράγματι οι άλλοι μοναχοί έσπευσαν με την εγκαρδιότητα και προθυμία, τα παχειά αρνιά και τα εξαίρετα κρασιά των να εξαλείψουν την κακή εντύπωση του κοκκινότριχου συναδέλφου των αλλά και να... ετοιμάσουν την «κρεμαστή γέφυρα» για την γρηγορότερη αναχώρησή μας. Η «κρεμαστή γέφυρα» της Ζάμπορντας ήταν ένα χονδρό και μακρύ παλαμάρι, που το έδεναν στερεά στις δύο όχθες του ποταμού.
Στο σχοινί αυτό είχαν περάσει ένα μεγάλο σιδερένιο κρίκο, που τον έσερναν απʼ την μια όχθη στην άλλη με άλλα ψηλότερα σχοινιά τέσσαρες χωρικοί. Κάθε αντάρτης με την σειρά του κρεμόντανε απʼ τον κρίκο κι έτσι εναέρια περνούσε κρεμαστός κι αυτός στην άλλη όχθη χωρίς να βραχεί ούτε η μύτη των υποδημάτων ή των τσαρουχιών του. Όταν διεκπαιραιωθήκαμε όλοι, η γέφυρα διαλύθηκε στη στιγμή και βρέθηκε χωμένη στο βάθος κάποιας απόκρυφης σπηλιάς. Οι Τούρκοι ήσαν ελεύθεροι να λάβουν όσα μέτρα ήθελαν για την διακοπή των συγκοινωνιών μας...
Απʼ εδώ αρχίσαμε την τελευταία και δυσκολότερη πορεία μας. Την αυγή έπρεπε να βρισκόμαστε στο Ελληνικό έδαφος. Αλλιώς μπορούσε να έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα. Στην κορυφή του βουνού καθαρά οι άσπροι σταθμοί των συνόρων. Προσοχή, σιωπή, γρηγοράδα ήταν το σύνθημα. Μια μεγάλη ελαφίνα μας διασταύρωσε και παρακολούθησε ατάραχη την παρέλασή μας. Ο Στρατής ετοιμάσθηκε να της «παίξει».
- Μη μη σκύλε, του φώναξαν οι καπεταναίοι.
- Θεωρείτε το... Μας κοροϊδεύει.
- Ουκ αυτή μας λοιδωρεί, αλλʼ ο τόπος, είπα κι εγώ.
- Ίντα λες μωρέ; Μιλάς χαλικούτικα;
- Είνʼ γούρι. Καλό σημάδι. Ταχιά το πουρνό θε νάμαστε στο Ρωμέικο, πρόσθεσε ένας απʼ τους οδηγούς μας κάνοντας το σταυρό του, ένας λεβεντόπαπας που ήταν μαζί λειτουργός του Υψίστου και γεωργός, βοσκός, οδηγός ανταρτών και ληστών και λίγο κατσικοκλέφτης και λαθρέμπορος. Είχε ένα γκρα στα χέρια του και στον ώμο ένα μεγάλο τορβά γεμάτο ζάχαρη, καπνό και τσιγαρόχαρτα για «μερικούς φτωχούς φίλους του» όπως έλεγε.
Όταν έπεσε το σκοτάδι οι οδηγοί μας έδειξαν ένα φως που τρεμόσβηνε ψηλά χωριστά απʼ τʼ άλλα. Ήταν ο Ελληνικός σταθμός όπου πηγαίναμε. Φαίνονταν τόσο σιμά ώστε ελπίζαμε σε δυό-τρεις το πολύ ώρες να το φθάσουμε. Εν τούτοις βαδίσαμε ώρες μακρές, σκληρές, ατέλειωτες. Το φως άλλοτε χάνονταν κι άλλοτε φαναφαίνονταν αλλά σε τέτοια πάντοτε απόσταση, που νόμιζες πως όσο εμείς προχωρούσαμε άλλο τόσο έφευγε.
- Το φως αυτό μοιάζει κάπως τον αγώνα μας, είπα στʼ αυτί του Βολάνη. Τρέχουμε, σκοτώνουμε, σκοτωνόμαστε για ένα σκοπό, που όλο και φεύγει. Θα το φθάσουμε καμιά φορά;
Ο καπετάνιος στάθηκε και χωρίς κανένα δισταγμό απάντησε:
- Θα το φθάσουμε. Και στην Κρήτη μας ξέφευγε ογδόντα χρόνια.
Το φως επί τέλους χάθηκε ολότελα. Πλησιάζαμε τώρα την πιο επικίνδυνη ζώνη των συνόρων. Επρόκειτο να ξεγλυστρήσουμε ανάμεσα απʼ την πυκνή άλυσο των σταθμών, φρουρών και περιπόλων που εφύλαγαν τις πόρτες της «Υψηλής και Θεοσώστου Αυτοκρατορίας». Ευτυχώς μας βοηθούσε θαυμάσια και το έδαφος. Ήταν μια εναλλαγή από υψώματα, ρεματιές και φάραγγες και απέραντο δάσος. Περπατήσαμε ώρες μακρές στα νύχια με τα τουφέκια έτοιμα στο χέρι, κρατώντας σχεδόν και την αναπνοή μας. Πολλές φορές ξαπλωθήκαμε κατά γης ακίνητοι, έως ότου προσπεράσει η Τουρκική περίπολος ή παραπλανηθεί η υποψία του Τούρκου σκοπού, που την είχε κεντήσει ο τριγμός των ξηρών φύλλων του δάσους.
Κάποια στιγμή, κοντά στην αυγή, ο λεβεντόπαπας έριξε μια με τον γκρα του στον αέρα.
- Γεια σας. Τώρα πια δε μι χρειάζιστε, είπε, πηγαίνοντας να ιδεί τους «φτωχούς του φίλους».
Ο Στρατής, ο Μαυρογένης κι άλλοι άδειασαν επίσης τα πιστόλια τους στον αέρα.
Το φως το είχαμε προσπεράσει.
(«Στα Μακεδονικά Βουνά»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου