Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (26. ΑΠΑΓΩΓΗ)

 ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ



Γεώργιος Χ. Μόδης


ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ


Εκλεκτά Διηγήματα


26. ΑΠΑΓΩΓΗ


Ο μικρός Κώστας χάζευε στο «παζάρι» της Καστοριάς, κάτω στον λαιμό, όπου αρχίζει η στενόμακρη γλώσσα που προχωρεί βαθιά στην λίμνη και φέρνει στην καμπούρα της την γραφική και πανώρια πόλη.

Ο πατέρας του, οπλαρχηγός, είχε σκοτωθεί πριν λίγους μήνες σε μια ενέδρα κομιτατζήδων. Εκεί που βάδιζε μια νύχτα προς τα μέρη της Πρέσπας δέχθηκε ομαδικά πυρά, που τον άφησαν στον τόπο. Χάθηκε μαζί του και το ασπροστόλιστο τουφέκι του που τόσο καμάρωνε ο Κώστας. Η μητέρα του τότε άρπαξε τα πέντε μικρά παιδιά της κι έφυγαν στην Καστοριά με την ψυχή στο στόμα και μʼ ό,τι φορούσαν πάνω τους. Η μητρόπολη φρόντισε και τους έβαλαν σʼ ένα ετοιμόρροπο σαράβαλο, όπου χόρευαν οι ποντικοί και πάχαιναν οι κοριοί. Η φτωχή μάνα αναγκάσθηκε να ξενοδουλεύει για να θρέψει τα μικρά παιδιά της.

Ο Κώστας, ο μικρότερος, κάπου 6 χρονών, είχο όλον τον καιρό και την ελευθερία να γυρίζει αδέσποτος και ξυπόλητος στους δρόμους.

Εκείνη την ζεστή μέρα του 1907 ξύπνησε κάπως αργά, τέντωσε τα ποδαράκια του στην κουρελιασμένη βελέντζα, που είχαν για στρώμα, και έτριψε τα ματάκια του. Είδε πως ήταν μόνος. Η μητέρα είχε πάει για δουλειά, τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του, ο Θανάσης, που έπεσε αργότερα στη Μικρά Ασία, και ο Τάσιος που πέθανε βουλευτής, ήταν στο σχολείο. Έφευγαν τρεχάτοι να κρυφθούν στις παλιές χαραμάδες του πατώματος και οι τελευταίοι κοριοί. Μονάχα ο ήλιος έμπαινε από ένα πλατύ ρήγμα της οροφής να του κάνει συντροφιά.

Έμενε αρκετή ώρα ξαπλωμένος και σκεφτικός. Ο λογισμός του είχε πάει στο χωριό, στον πατέρα του, στο μεγάλο τους σπίτι, στα σιτάρια, τα βόδια, τα πρόβατα, τα κατσίκια, τις κότες, τα σκυλιά, στα πράσινα λιβάδια, τα χωράφια, τα τρεχούμενα νερά.

Ήρθε η αδελφή του μʼ ένα τενεκέ νερό ίσα με το ανάστημα της. Το είχε πάρει απʼ την λίμνη, αφού κατέβηκε και ανέβηκε ένα μονοπάτι – γκρεμό. Έτσι εξοικονομούσαν τότε το νερό για τα σπίτια τους οι Καστοριανές ακόμα και τον χειμώνα με πάγους και με χιόνια.

- Πάρε το ψωμί σου Κώστα, του είπε. Είναι στην ντουλάπα.

Μα ευθύς έβαλε τις φωνές: Τα παλιόπαιδα δεν ντρέπονται.

Οι δυο μεγαλύτεροι αδελφοί του είχαν φαλκιδέψει τα ξεροκόμματα, που του είχε αφήσει η μάνα. Ο Κώστας το ʼφαγε χωρίς να βγάλει μιλιά. Ήσαν μεγαλύτεροι, είχαν το «δίκαιο του ισχυροτέρου», κι είχε συνηθίσει να ʼχει το στομάχι του μισοάδειο.

- Να ʼρθω κι εγώ να σε βοηθήσω; Ψιθύρισε δειλά της αδελφής του, που ξεκινούσε πάλι με τον τενεκέ για νερό.

- Τι να σε κάμω καημένε; Έτσι που είσαι!...

Ήταν χλωμός, αδύνατος, καχεκτικός. Απʼ το ανοιχτό χωριάτικο πουκάμισο φάινονταν αραδιασμένα τα κόκκαλα του στήθους του.

- Πήγαινε έξω να σεργιανίσεις, να παίξεις, του είπε με συμπόνοια η αδελφή.

Ο Κώστας την άκουσε. Βγήκε έξω σκυφτός και πικραμένος.

Δεν έλεγε πολλά λόγια σαν παιδί κι ακόμη λιγότερο τραγουδούσε ή γελούσε. Ένιωθε βαθιά στη μικρή ψυχή του την μεγάλη συμφορά. Έβλεπε το παμπάλαιο ρημάδι που κατοικούσαν, τις ντουλάπες που ήταν άδειες, την φτωχή μάνα που τσακιζόταν για να τους ταΐζει. Και η παλικαρίσια μορφή του πατέρα δεν έφευγε απʼ τον λογισμό του.

Έξω μερικά παιδιά έπαιζαν λίγο παραπάνω. Ο Κώστας δεν τόλμησε ούτε να τα πλησιάσει. Τον είχαν διώξει και κοροϊδέψει πριν δυο μέρες. Πως θα καταδεχόταν να τον κάμνουν παρέα; Έπειτα και δεν μπορούσε καλά – καλά να συννενοηθεί μαζί τους. Δεν είχε μάθει καλά τα ελληνικά.

Ένα απʼ τα παιδιά ήρθε κοντά του για να του δώσει ένα κομμάτι απʼ το κουλούρι που έτρωγε. Ο Κώστας άπλωσε διστακτικά το χεράκι του. Εκείνος όμως τραβήχτηκε απότομα χαχανίζοντας...

Ο Κώστας πήρε τον κατήφορο περισσότερο σκυφτός από κάθε άλλη φορά. Πήγαινε σιγά σα να μετρούσε τις πέτρες του ξεχαρβαλωμένου παλιού καλντεριμιού. Δεξιά και αριστερά λαμπύριζε η λίμνη. Περιέβρεχε απʼ όλες τις μεριές την περίεργη πόλη, τριγυρισμένη η ίδια από πράσινες κοιλάδες και ρόδινα βουνά. Σκέφθηκε μια στιγμή να κατεβεί στην όχθη να παίξει με τα κύματα της. Μα η μητέρα του το είχε απαγορέψει αυστηρότατα. Είχε η λίμνη μια λάμια που έβγαινε και έτρωγε τα ανυπάκοα παιδιά.

Μια γριά Καστοριανή με κόκκινο φέσι και μαύρη φούντα στο κεφάλι και πολλά φαρδιά φουστάνια πάνω της που έπλεκε στο ίσκιο της πόρτας τον φώναξε:

- Πʼδί. Είνʼ η μάνʼ σʼ σπίτʼ;

Την ήθελε για να της δουλέψει.

Ο Κώστας δεν την καλοκατάλαβε. Κούνησε το κεφάλι με τρόπο που έλεγε και όχι και ναι.

- Γιατί μώρʼ δε κρένʼς! Μούτσος είσʼ; Είπε με θυμό η γριά. Σαν είδε όμως το αδύνατο και μελαγχολικό προσωπάκι του, τα θλιμμένα μάτια και το άσαρκο στήθος του τον λυπήθηκε. Έβαλε το χέρι κάτω απʼ την ποδιά να βγάλει απʼ την βαθειά τζέπη κανένα «μεταλλίκι» (δεκάρα). Μα δεν έβγαλε τίποτα. Δεν βρήκε την τζέπη, ίσως κουράσθηκε να ψάχνει...

Ο Κώστας έκαμε ένα γύρω στο ύψωμα όπου η «Μητρόπολη» κι οι παλιές εκκλησίες. Είδε απʼ εκεί κόσμο πολύ κάτω στην αγορά. Το κατάλαβε πως ήταν «παζάρι» (εβδομαδιαία αγορά). Ακούονταν κι οι φωνές των παζαριωτών και των πωλητών. Πήρε γρήγορα τον κατήφορο σαν να βιαζόταν να κάμει τα ψώνια του. Κοίταξε μονάχα μην πατήσουν τα γυμνά ποδαράκια του καμμιά κοφτερή πέτρα. Δεν γύρισε καθόλου τα μάτια του στα μαγαζιά που ήταν στον δρόμο.

Ήθελε να ιδεί κάτω κόσμο πολύ, άλογα, γαϊδουράκια, πρόβατα, κατσίκια, να μυρίσει χωριό και προπαντός να ιδεί τα ωραία, τα σπάνια, τα πολύτιμα πράγματα που ήταν για πούληση. Θα χόρταινε με το κοίταγμα τους.

Τα είδε και θαμπώθηκε. Ήσαν αληθινά «θαύματα». Το παζάρι εκείνη την ημέρα ήταν «μεγάλο». Είχαν κατέβει δηλαδή πολλοί χωριάτες να πουλήσουν και νʼ αγοράσουν. Κι είχε όλα τα καλά του κόσμου και «του πουλιού το γάλα».

Μερικοί πουλούσαν αφράτα κάτασπρα ψωμιά και ροδοψημένα κουλούρια και σημήτια με σουσάμι πάνω τους, που να τρως και να μη χορταίνεις.

Ένας διαλαλούσε δορσιστικό παγωτό (ντορτουμά). Με πόση λαιμαργία το έτρωγαν οι χωριάτες! Έφερναν το χιόνι και τον πάγο απʼ τις κορυφές και ρεματιές του Βίτσι.

Ο Κώστας σίμωσε. Μα έστεκε βλοσυρός ένας «Τούρκος», ένας χωροφύλακας, και θεώρησε φρονιμότερο να το κόψει λάσπη...

Άλλλοι είχαν σε ψάθες καταγής ή πάνω σε πρόχειρα τραπέζια σφυρίχτρες, καθρεπτάκια, στολίδια, μπιχλιμπίδια και λογής – λογής παιχνιδάκια ή πολύχρωμα γαργαλιστικά ζαχαρωτά. Ένας με δυο κοφίνια γεμάτα μαύρα μεγάλα κεράσια φώναζε: Ελάτε να πάρετς βοδενιώτικα κεράσια... Ελάτε... Είναι μέλι και ζάχαρι... Ο Κώστας πήγε. Μα ο φωνακλάς τον αγριοκοίταξε και τον έδιωξε. Φοβήθηκε μην του φάγει κανένα κεράσι.

Κάποιος άλλος πουλούσε μεγάλα χρυσαφένια μήλα (πορτοκάλια). Καλά – καλά ο Κώστας δεν ήξερε τι ήταν. Πόσο ήθελε να τα δοκιμάσει!

Πήγε και στάθηκε μπροστά στην τάβλα ενός άλλου που είχε καλοψημένα στραγάλια και κάτι κατακόκκινα κοκοράκια από ζάχαρη. Αχ, τι όμορφα ήταν! Και πόσο γλυκά! Ο καλός άνθρωπος του ʼδωσε τρία στραγάλια. Ο Κώστας τα καταβρίχθισε και εξακολουθούσε να κοιτάζει και να λιμπίζεται τα πετειναράκια.

Ήρθε τότε κοντά του μια χωριάτισσα ηλικιωμένη, έσκυψε, τον φίλησε και του είπε τρυφερά:

- Δεν είσαι ο Κώστας παιδάκι μου; Πόσο μεγάλωσες! Χρυσό μου αγόρι. Γλυκό μου παιδί!

Και χωρίς να περιμένει απάντησή του πήρε δυο χούφτες στραγάλια.

- Είμαι η θεία σου η Μάρω, του είπε.

Ο Κώστας έβαλε κάμποσα στο στόμα, την κοίταξε με απορία και κατάπληξη και πάσχισε να συγκρατήσει στα μικρά του χέρια το μεγάλο θησαυρό. Του έπεφταν όμως μερικά στραγάλια. Έσκυβε να τα πάρει και του ξέφευγαν περισσότερα.

Η γριά τότε έκαμε το πουκαμισάκι του ποδιά και έβαλε μέσα τα στραγάλια. Του αγόρασε και άλλη μια χούφτα με τέσσερα πετειναράκια.

Και τον ξαναφίλησε.

Σίμωσε και μια άλλη νεώτερη που τον χάιδεψε επίσης και τον φίλησε στα δυο μάγουλα.

- Α! Τι όμορφο, τι χαριτωμένο παιδάκι έγινε ο Κώστας μας! είπε. Να μη βασκαθεί... Πόσο τʼ αγαπώ!...

Του πήρε με την σειρά της μια σφυρίχτρα, ένα καθρεφτάκι, τρία κουλούρια, τρία σημήτια, τέσσερα πορτοκάλια και πολλά κουφέτια.

- Είμαι η ξαδέλφη σου η Λένα, του είπε ξαναφιλώντας τον. Η πρόχειρη ποδίτσα του Κώστα παραγέμισε παραμυθένια πράγματα. Κοίταζε τις δυο μάγισσες με τα δώρα και νόμιζε πως έβλεπε όνειρο. Απʼ το τέμπλο ποιας έκκλησίας είχαν προβάλει οι δυο αγίες γυναίκες! Δεν τις ήξερε. Οι μορφές τους του φαινόταν αμυδρά γνωστές. Στην φαντασία του είχαν περιτυλιχθεί κιόλας με την αχλύ του μυστηρίου και της αγγελοσύνης. Εξακολουθούσαν να τον χαϊδεύουν, να του μιλούν, να τον ρωτούν αν είναι καλά η μητέρα και τʼ αδέλφια του, αν θυμάται το χωριό, αν έχει στην Καστοριά κατσίκια, αρνάκια, σκυλιά να παίζει κτλ. Ο Κώστας δεν είχε καιρό ούτε διάθεση να τους απαντήσει. Έτρωγε...

Οι δυο γυναίκες τον έβαλαν στη μέση και με χάδια και γλυκόλογα άρχισαν να προχωρούν ανάμεσα από το «παζάρι». Σιγά – σιγά βρέθηκαν χωρίς να το καταλάβουν έξω απʼ την πόλη όπου και σταμα΄τησαν στον ίσκιο μιας λεύκας. Απʼ την μια μεριά ήταν η απότομη πλαγιά ενός πέτρινου λόφου κι απʼ την άλλη η λίμνη κοιμισμένη και αποχαυνωμένη απʼ την ζέστα. Άπλωνες το χέρι κι έπιανες καλάμια και τα νερά της.

Κόσμος πηγαινοερχόταν στον στενό δρόμο. Έφευγαν κιόλας αρκετοί χωριάτες για τα σπίτια τους αφού πήραν απʼ τον μπακαλο-χαντζή τα ψώνια και κανένα αμερικάνικο τσεκ. Δεν έκαμναν τότε τον κόπο να γυρίζουν στα χωριά οι ανύπαρκτοι ταχυδρομικοί διανομείς.

Σε λίγο πέρασαν μαζί με δυο χωριάτες, ένας με «φράγκικο», ο βουλγαροδάσκαλος του χωριού. Έσερνε ένα όμορφο γάιδαρο φορτωμένο ένα μάλλινο τορβά, με κουφέττα, στραγάλια, πορτοκάλια, κι ένα άλλο με καινούργιο παιδικό ρουχισμό. Είχε και δυο μεγάλες αρμάθες κουλούρια και σημήτια κρεμασμένα απʼ το σαμάρι. Έκαμε κάποιο νόημα στις γυναίκες και προχώρησε.

Ξέχασε εκεί και το γάιδαρο.

Η θεία Μάρω είπε τότε:

- Κώτσο μου, Κωστάκη μου, χρυσό μου παιδί, έχεις καιρό να καβαλλικέψεις γαϊδουράκι. Ανέβα να ιδείς. Ωραία είναι... Έχει και κουδουνάκι στο λαιμό και γαλάζιες χάντρες... Είναι το ομορφότερο γαϊδουράκι του χωρίου μας.

Τον ανέβασαν και ξεκίνησαν.

Πήραν τον ανήφορο του Απόσκεπου. Κάποια στιγμή ο Κώστας γύρισε το κεφάλι πίσω και είδε χαμηλά και αρκετά μακριά την λίμνη που γυάλιζε στον ήλιο και την Καστοριά που φάνταζε σαν απόκοσμη ζωγραφιά, αναποδογυρισμένη απʼ τα νερά της.

- Η μάνα! φώναξε με τρόμο και λαχτάρα.

Ευθύς πήδησε στον γάιδαρο η «εξαδέλφη», τον άρπαξε στην αγκαλιά της και του ʼβαλε ένα κουλούρι στο στόμα.

Ψηλότερα τους περίμενε ο δάσκαλος με την παρέα του. Μπορούσε τώρα να κλάψει και να φωνάξει όσο ήθελε. Κανένας δεν τον άκουε, ούτε είχε διάθεση νʼ ακούσει. Η παρουσία του δασκάλου εβούλωνε αυτιά και μάτια...

Χασηομέρησαν επίτηδες στο δρόμο για να φτάσουν νύχτα στο χωριό. Μπήκαν σʼ ένα ακρινό σπίτι της «θείας». Η «εξαδέλφη» ήταν κόρη της.

Έβαλαν τον κουρασμένο Κώστα να κοιμηθεί ανάμεσα απʼ τα ζαχαρωτά, τα φρούτα, τα κουλούρια, και τʼ άλλα θαυμαστά πράγματα που είχαν κουβαλήσει απʼ την Καστοριά.

Το πρωί τον έντυσαν ολοκαίνουργιο ναυτικό κοστουμάκι, που είχε αγοράσει ο δάσκαλος στην πόλη. Του φόρεσαν και κάλτσες και κανούργια παπούτσια. Ο δάσκαλος ερχόταν πολλές φορές την ημέρα, του ʼφερνε άλλα ζαχαρωτά και κάποιο καινούργιο δώρο, του μιλούσε και έπαιζε μαζί του.

Δεν τον άφηναν μονάχα να βγει έξω απʼ το σπίτι. Υπήρχαν στο χωριό πολλά κακά παιδιά, που θα του παίρναν το όμορφο κουστουμάκι.

Ωστόσο ο Κώστας συχνά τα ξεχνούσε όλα. Έσπρωχνε κουφέτα, φρούτα, κουλούρια και ζητούσε με κλάματα τη μάνα του. Έβλεπε όμως ότι η «θεία», η «εξαδέλφη» και μια άλλη γυναίκα που ήταν μαζί τους έκαμναν τον κουφό, αν και δεν τον άφηναν ποτέ μονάχον. Καταλάβαινε πως έπρεπε να τους ξεγελάσει και κρυφά κάποια στιγμή να το σκάσει. Θα πήγαινε τρεχάτος στην Καστοριά, έστω και αν είχε, όπως του είπαν, λύκους και αρκούδες έξω. Ερχόταν τότε ο δάσκαλος και του ʼλεγε πως θα πήγαιναν μαζί στην Καστοριά και θα ξάφνιαζαν τη μάνα του. Μα πρώτα θα ʼκαμνε ένα όμορφο γύρο, θα ʼβλεπε σιδηρόδρομο, θάλασσα, μεγάλες πολιτείες που η μάνα και τʼ αδέλφια του δεν είχαν καν ονειρευθεί. Θα έσκαζαν από τη ζήλεια τους τʼ αδέλφια του, όταν θα πήγαινε στην Καστοριά και θα τα μάθαιναν.

Στο μεταξύ ετοίμαζαν το διαβατήριο του. Θα το έστελναν στη Σόφια μʼ ένα ανδρόγυνο που θα το παρουσίαζε για δικό τους παιδί. Θα ήταν μεγάλη επιτυχία˙ ο γιος ενός γραικομάνου καπετάνιου, που οι ίδιοι σκότωσαν, μεγάλωνε και σπούδαζε στη Σόφια. Για μεγαλύτερη σιγουριά δεν θα περνούσαν καθόλου απʼ την Καστοριά. Θα ξεκινούσαν μεσημέρι απʼ το Γάβρο, θα δρασκέλιζαν το Βίτσι και θα κοιμόνταν σʼ ένα χωριό κοντά στην Φλώρινα. Το πρωί θα ʼπαιρναν στο Αρμενοχώρι το τραίνο για την Θεσσαλονίκη κι απʼ εκεί για την Σόφια. Μα το πρωί της τελευταίας κρίσιμης μέρας πρόβαλε αναμαλλιασμένη με δυο «σοβαρήδες» (εφίππους χωροφύλακες) η μητέρα και τον πήρε. Κάποια συγγενής «μετά φόβου Θεού» και τρόμου την ειδοποίησε.

Είναι τώρα ο Κώστας μηχανικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου