Μνήμη Φωτίου Κόντογλου – Εκοιμήθη στις 13 Ιουλίου 1965
Κ’ εγώ δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα μακρυά από τη ζάλη της πολιτείας. Έβγαλα ένα «άχ!» από το στήθος μου, σαν τον άνθρωπο πού ξανάρχεται στη ζωή ύστερ’ από λιποθυμιά.
Δεν πέρασε πολλή ώρα, κ’ ένοιωσα τον εαυτό μου πολύ ευτυχισμένον, ήσυχον και βλογημένον, όπως ήμουνα άλλη φορά, πριν πέσω στα δόντια αυτηνής της λυσσασμένης Σκύλλας, της πολιτείας. Εδώ, σ’ αυτόν τον ξερότοπο πού ήρθα, πού δεν έχεις τίποτα απ’ όσα φχαριστούνε τούς σημερινούς ανθρώπους, καταλαβαίνω πώς είμαι λεύτερος, ύστερ’ από τη σκλαβιά, ύστερ’ από τις χίλιες σκλαβιές, γιά να μιλήσω καλύτερα, πού σηκώνουμε απάνω στην καμπούρα μας όσοι ζούμε μέσα στην αμαρτωλή τη Βαβυλώνα, πού όλο γιά λευτεριές, λογής-λογής λευτεριές μιλά, πράσινες, κόκκινες, πνευματικές, υλικές, μοντέρνες, υπαρξιστικές, αθεϊστικές λευτεριές, λευτεριά πού αποχτιέται με την απιστία, με τα λεφτά, με την αποχτήνωση, με την αναισθησία, λευτεριά με τις ψευτιές της φιλοσοφίας, λευτεριά με το σκλάβωμα στις μηχανές, κι άλλες τέτοιες λευτεριές…
Εγώ, δόξα στον Θεό, βρέθηκα σήμερα απάνω σε τούτη τη γλώσσα της ξερής γης, πού την τριγυρίζει η θάλασσα δίχως να τη δροσίσει. Το νερό πού τη γλείφει, την κάνει να φαίνεται πιό στεγνή, ένας ξέρακας με λιγοστές αρμυρήθρες και με κάτι στυφά θαλασσάγκαθα, σκληρά σαν νά ’ναι σιδερένια. Ωστόσο, σε τούτον τον στέρφο ρημότοπο βρίσκεται, γιά μένα, κείνο πού δεν βρίσκεται στους πράσινους κήπους της πολιτείας, πού μού φαίνουνται σαν νεκροταφεία, σαν τις πρασινάδες πού έχουνε τα νοσοκομεία. Για μένα, η διψασμένη έρημο δροσίζει την ψυχή μου, σαν να ’ναι γεμάτη από κρύα ποτάμια κι από όμορφες βρύσες. Γιατί εδώ βρίσκω την ειρήνη, την πολυπόθητη ειρήνη. Η φτώχεια πού έχει τούτος ο ξερόκαβος, δεν τραβά τούς άνθρώπους, και γι’ αυτό τον αφήσανε ξεχασμένο, αγαπημένο καταφύγιο γιά κάποιους χαζούς σαν κ’ εμένα. Μιά παλιοπαράγκα κοντά στη θάλασσα, πού κάθεται μέσα ένας ψαράς με την γυναίκα του, ένας φούρνος σαν και κείνους πού εϊχανε τον καιρό του Νώε, λίγα χαλάσματα, και κάτι θεμέλια από δύο τρείς γκρεμισμένες καλύβες, λίγοι σκοίνοι, ένας γάϊδαρος, ένας σκύλος, μιά γάτα, λίγες όρνιθες, και μιά παλιόβαρκα, δεμένη σ’ έναν μώλο, καμωμένον με κάτι παλιόπετρες, να ποιός είναι ο παράδεισος όπου ήρθα. Η θάλασσα είναι πιό έρημη από τη στεριά. Κάτι ξέρες και ρημόνησα είναι τα φτωχά κι άγρια στολίδια της.
* * * * *
Ησυχία! Δεν ακούγεται τίποτα! Μονάχα τ ’ αγεράκι φυσά στ’ αυτιά μου, σαν να θέλει να με καλωσορίσει. Πήγα και βρήκα ένα μικρό βραχάκι, και κάθησα κοντά του. Το κοίταξα καλά-καλά. Συλλογίστηκα πώς βρίσκεται εκεί πού βρίσκεται από τότε πού έγινε ο κόσμος, κ’ ίσως κανένας δεν το είδε ποτέ, κανένας δεν ήρθε κοντά του. Εκεί κάθεται εκατομμύρια μέρες και νύχτες, πριν να πλάσει ο Θεός τον Αδάμ, και κάθεται και τώρα, στις δικές μας μέρες, τις ώρες πού εμείς καταγινόμαστε στις δουλειές μας, τις νύχτες πού κοιμόμαστε, τον χειμώνα πού χιονίζει και το καλοκαίρι πού ψήνει ο ήλιος την πλάση. Και θα στέκεται στο ίδιο μέρος σαν θα φύγουμε από τον κόσμο τούτον και θά ’ρθουνε άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι. Κάθησα, λοιπόν, κοντά του, και το κοίταζα σαν νά ’τανε το πιό δυσεύρετο πράγμα πού υπάρχει στον κόσμο. Και καταλάβαινα, πώς και κείνο ένοιωθε πώς το κοιτάζω, και πώς τ ’ αγαπώ, και πώς με κοίταζε και μ’ άγαπούσε καί κείνο. Κ’ ένοιωθα, πώς μας κοίταζε και τους δυό μας Εκείνος πού μας έπλασε. Κοντά στο βραχάκι σιγοαφρίζανε τα κύματα, μουρμουρίζανε κάποια μυστηριώδη πράγματα. Κάτι φλούδια από χιβάδες και δυό-τρία σουπιοκόκκαλα κειτόντανε εκεί κοντά, μαζί με κάτι μικρά κομμάτια ξύλα και ξερόκλαδα, ασπρισμένα από την αλισάχνη κι από τον ήλιο. Αυτά τα τιποτένια πράγματα παίρνανε γιά μένα μιά σημασία πού δεν έχει κανένα από τα σπουδαία έργα πού φτιάνουνε οι άνθρωποι με τις τέχνες και με τις επιστήμες τους, οι φοβερές μηχανές και τάλλα πού κάνουνε τούς πολλούς ανθρώπους, αλλοίμονο, να χαζεύουνε μπροστά τους. Τούτα τα ξεχασμένα καί καταφρονεμένα πράγματα κινούσανε τη σκέψη μου και την καρδιά μου, με φέρνανε κοντά στον Θεό, στα μυστήρια της ζωής και με κάνανε να νοιώσω ζωντανά την αιωνιότητα. Ενώ, όσα βλέπει κανένας στις πολιτείες, είναι βουβά, δίχως γλώσσα και κολλούνε τη διάνοια τού ανθρώπου στις μικρολογίες τού ψεύτικου μηχανικού κόσμου. Ησυχία! Σιωπή! ’Ώ βλογημένη σιωπή, πού μέσα σε σένα ακούγω τις μυριάδες μυστικές φωνές τού παντός! Κι ω ταραχή και βουή της πολιτείας, πού με μποδίζεις να ακούσω την υπερκόσμια αυτή και πολύηχη σιωπή, πού την ακούω σε τούτη την έρημο! Τώρα καταλαβαίνω καλά γιατί στην έρημο ακούγανε οι ασκητές τη φωνή του Θεού και καταλαβαίνανε τα μυστήρια.
*****
Το μάτι μου πέφτει απάνω σε μια ξέρα, σ’ έναν βράχο μαύρον και αμίλητον, που λες πως μέσα σ’ αυτόν βρίσκεται σφαλισμένη κάποια ψυχή γερασμένη, που έζησε χιλιάδες χρόνια. Στέκεται μακριά, μέσα στο έρημο πέλαγο, ολομόναχος, αζύγωτος, βουβός, αδιάφορος. Τον κοιτάζω, σαν να μην υπάρχει άλλο τίποτα στον κόσμο, σαν να ΄ναι αυτός μονάχα, αυτοκράτορας ακατάλυτος. Μυστήριο βαρύ τον σκεπάζει. Κάθεται ακούνητος από τότε που εβγήκε ο ήλιος για πρώτη φορά από την Ανατολή. Ο ίδιος ο ήλιος βγαίνει και βασιλεύει, χειμωνιάζει και καλοκαιρεύει, κι εκείνος στέκεται ανάλλαχτος. Κοιτάζοντάς τον, φόβος πιάνει τον λιγοζώητον τον άνθρωπο. Ου! Ου! Ου! Αου! Ου! Χου! Ου! Ου! Έτσι βουίζει μακριά το πέλαγο, τα ακατάλυτα νερά που σαλεύουνε και πάνε κατά κει που τα προστάζει Εκείνος, που τα έβγαλε από το χάος της ανυπαρξίας. Τα κύματα τυλίγουνται και ξετυλίγουνται, ανεβοκατεβάζουνε τις αφρισμένες κεφαλές τους, κι έρχουνται και σκορπούνε απάνω στη στεριά. Ο αφρός σκεπάζει τ’ ακροθαλάσσι, κολλά απάνω στις πέτρες, και κανένα κομμάτι του πετά στον αγέρα σαν τουλπάνι, κι έρχεται απάνω μου. Κλείνω τα μάτια μου, κι ακούγω μονάχα τον βόγγο του πελάγου και τον ακατάπαυστο ρούφουλα. Άραγε τι να θέλει να πει, και το λέγει, και το ξαναλέγει, μέρα-νύχτα, για να το καταλάβω; Ανοίγω τα μάτια μου, κι η ματιά μου πέφτει απάνω σ’ ένα δεντράκι, σ’ ένα αγριοπρινάρι, που στέκεται στην κορυφή του βραχόβουνου, που στέκεται από πίσω από την έρημη ακροθαλασσιά. Και κείνο κάθεται ολομόναχο, και συλλογίζεται, έρημο, αζύγωτο. Κανένας δεν θα το κοίταξε στον αιώνα, κανενός η ματιά δεν σταμάτησε απάνω του ποτές. Ίσως να το κοίταξα εγώ πρώτος αυτό το ρημοδέντρι, κι έγινα ένα μ’ αυτό. Ναι, εγώ ο ίδιος είμαι κείνο το δεντράκι.
*****
Εσύ που διαβάζεις τούτα που γράφω, ίσως να ποθήσεις να ΄ρθεις κατά το φτωχικό λημέρι μου. Μα, και να ΄ρθεις, θα μετανιώσεις και θα στενοχωρηθείς, αν δεν βλέπουνε τα μάτια σου και δεν ακούνε τα αυτιά σου και δεν νιώθει η διάνοιά σου όπως ακούγω και βλέπω με τα δικά μου μάτια, με τα δικά μου αυτιά, κι όπως νιώθω με τη δική μου διάνοια. Αν είσαι από τους ανθρώπους που καυχιούνται για «το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος», δηλαδή για τα έργα που κάνει ο σημερινός άνθρωπος, και που δεν σκύψανε ποτέ στον από μέσα άνθρωπο, δεν θα καταλάβεις τίποτα. Τους τέτοιους ανθρώπους τους διώχνει η αγιασμένη τούτη ερημιά, γιατί δεν καταλαβαίνουνε τη γλώσσα της, και γι’ αυτό καταγίνουνται με τους πυραύλους και με τα τέτοια. Θαρρούνε πως κάτι θα καταλάβουνε πηγαίνοντας στον Άρη, στον Κρόνο και στον Σείριο. Αλίμονο! Όποιος δεν νιώθει τα μυστήρια που του ξεσκεπάζουνται σαν απομείνει μοναχός, δεν θα νιώσει τίποτα, όπου και να πάγει, ας είναι και στον πιο ξωτικόν και χιλιομακρυσμένον κόσμο. «Η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι».
Του Φώτη Κόντογλου
πηγή: https://simeiakairwn.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου