Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Εκλεκτά Διηγήματα 8. ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

 ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

Γεώργιος Χ. Μόδης

8. ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Είχε νυχτώσει και έπεφτε πυκνό χιόνι, όταν το στρατιωτικό απόσπασμα μπήκε ξάφνου στο χωριό. Οι δυο χωρικοί που φύλαγαν έξω σκοποί δεν το πήραν είδηση.

Είχαν  έρθει απʼ το πίσω μέρος του χωριού, απʼ την πλευρά του βουνού, όπου δεν  πολυσύχναζαν οι Τούρκοι. Προτιμούσαν τον κανονικό δημόσιο δρόμο. Σε κείνο το μέρος φύλαγε μια γυναίκα που μόλις νύχτωσε πήγε σπίτι της, όπως είχε καθορισθεί. Κανένας δεν περίμενε Τούρκους νύχτα απʼ το δύσβατο εκείνο δρόμο. 

Ο αξιωματικός πήγε στο μικρομπακάλικο που ήταν φωτισμένο και ανοιχτό ακόμα. Κουβέντιαζαν εκεί μέσα μερικοί χωρικοί και κατέβαζαν κανένα ποτηράκι. Ο αξιωματικός χωρίς καν να χαιρετήσει πρόσταξε να τρέξει ένας, να φέρει τον μουχτάρη και να του δώσουν  ένα ποτήρι ούζο, που το άδειασε δια μιας.

Βγήκαν αμέσως έξω όλοι και έτρεξαν ένας για το σπίτι του μουχτάρη και οι άλλοι για άλλα. Βρίσκονταν στο χωριό τα Σώματα του Παύλου Ρακοβίτη και του Δοξογιάννη κάπου 20 άντρες  σκορπισμένοι σε πέντε καταλύματα.

Έπρεπε να ειδοποιηθούν και να πάρουν τα μέτρα τους για μα μην ακολουθήσουν συγκρούσεις, σκοτωμοί και μεγάλο κακό για το χωριό. Τα ξαφνικά συναπαντήματα στρατιωτών με αντάρτες ήταν πάντοτε πολύ επικίνδυνα και φονικά.

Έξω απʼ το μοναστήρι του Χριστοφόρου, μιαν ώρα απʼ το μοναστήρι, συναντήθηκαν ξάφνου μια νύχτα ένα μικρό απόσπασμα με το μικρό Σώμα του Κουρή. Το πρωί βρέθηκαν νεκροί με μια σφαίρα στο κεφάλι και ο αξιωματικός και ο οπλαρχηγός. Είχαν αλληλοπυροβοληθεί από κοντά το ίδιο υποδευτερόλεπτο! 

Σκοτώθηκαν επίσης ένας αντάρτης και δυο στρατιώτες. Οι πληγωμένοι βέβαια δεν είχαν μείνει στον τόπο. 

Ο χωρικός που είχε πάει για το μουχτάρη έφερε την πληροφορία ότι ο πρόεδρος του χωριού γύριζε έξω για να βρει την αγελάδα του, που δεν είχε γυρίσει απʼ τη βοσκή. Αν έμενε όλη νύχτα έξω θα την έτρωγαν οι λύκοι. 

Θα έκαμναν καλύτερα οι λύκοι αν έτρωγαν τον μουχτάρη και όλους σας, είπε ο αξιωματικός.

- Ειδοποιήσαμε τον παπά, μπέη, και έρχεται να σας βοηθήσει. 

- Δεν χρειάζομαι ούτε παπά ούτε διάβολο, απάντησε νευριασμένος ο αξιωματικός.

Γύρισε έπειτα στους στρατιώτες του που έστεκαν στο μεσοχώρι κουκουλωμένοι με χιόνια στους ώμους και έτριβαν τα χέρια για να ζεσταθούν.

- Παιδιά, τους φώναξε. Μπήτε σε οποίο σπίτι θέλετε. Από επτά ως οχτώ στο καθένα. Όχι περισσότεροι. Δεν θα κάτσομε στο χιόνι να περιμένουμε τον παλιομουχτάρη τους.

Οι στρατιώτες, κάπου 80, άλλο που δεν ήθελαν. Ήταν χιονισμένοι, βρεγμένοι, κουρασμένοι,  πεινασμένοι. Αλώνιζαν απ҆  την αυγή όλη μέρα το βουνό, την πλαγιά του Περιστέρι, γιατί ένα παιδάκι των Τουρκαλβανών της Κισάβας είχε πει πριν δυο τρεις μέρες ότι είχε δει αντάρτες στο δάσος. Ο αξιωματικός ζήτησε να το δει, για να το δείρει, για τα ψέματα που είπε, όπως φαντάσθηκε. Είχε όμως πραγματικά δει τα δυο Σώματα που δεν κάθησαν να χαζεύουν στο ίδιο μέρος με τον άσχημο εκείνο καιρό. Είχαν κατεβεί στο χωριό.

Έβρισκαν οι στρατιώτες ανοιχτά σπίτια και δωμάτια. Σε κείνα που φιλοξενούσαν αντάρτες, υπήρχε κλειδωμένο ένα δωμάτιο, γιατί είχε λεχώνα ή άρρωστο... Τους  περίμενε όμως ανοιχτό ένα άλλο καλύτερο δωμάτιο με αναμμένη τη λάμπα και τη σόμπα ή το τζάκι και στρωμένες καταγής βελέντζες και ψάθες. Όρθιοι στην πόρτα τους υποδέχονταν ο σπιτονοικοκύρης και η γριά γυναίκα η μάνα του, πρόθυμοι και περιποιητικοί. Δεν υπήρχε καιρός να πάνε να τρυπώσουν σε κρυψώνες οι αντάρτες. 

Αναγκάσθηκαν να μείνουν στα δωμάτια τους και να τους χωρίζει ένας ελαφρός μεσότοιχος απʼ τους Τούρκους! 

Στρώθηκαν οι στρατιώτες ενθουσιασμένοι στις βελέντζες και στις ψάθες. Το ταπεινότερο δωμάτιο φάνταζε μπροστά τους σαν παλάτι. Έβρισκαν στέγη και ζεστασιά! Έβγαλαν τις χλαίνες, τίναξαν από πάνω τους το χιόνι και τις άφησαν έξω, κάθισαν έπειτα γύρω απʼ τη φωτιά, ζέσταναν πάνω της τα χέρια και έβγαλαν απʼ το σακίδιο κομμάτι κουραμάνας και τυρί. Δεν τους έλειπε η όρεξη ύστερα απʼ την ολοήμερη περιπλάνηση τους στο βουνό...

Στα σπίτια που είχαν αντάρτες, φάνηκαν πολύ περιποιητικότεροι οι σπιτονοικοκυραίοι. Πρόσφεραν στους στρατιώτες και απʼ το δικό τους ζεστό φαγί. Κι έπειτα ήταν νηστείες, τους έδωσαν βραστά φασόλια με κόκκινες πιπεργιές και λίγο λάδι που τα δέχθηκαν με ενθουσιασμό οι στρατιώτες. Σʼ ένα απ΄τα άλλα σπίτια τους πρόσφεραν φασόλια βρασμένα με λίγδα αντίς λάδι! Τα βρήκαν πολύ νόστιμα... Μα αν μάθαιναν το μαγάρισμα με το λίπος του ζώου, που είχε καταρασθεί ο Προφήτης, δεν θα περνούσαν καθόλου καλά οι θρασείς εκείνοι και άπιστοι γκιαούρηδες. Ο Πάυλος Ρακοβίτης είπε στον σπιτονοικοκύρη του Κίτσο.

- Δόστους και εκείνο το ψητό μπούτι που περίσσεψε. Ας το φάνε τα σκυλιά.

Η Κίτσαινα που καταλάβαινε τα ελληνικά είπε στο ιδίωμα της.

- Πέτρες για τα κεφάλια τους να τους δὠσουμε.

- Σφαίρες και μπόμπες είναι καλύτερες για τα κεφάλια τους, απάντησε ο Πάυλος στο ιδίωμα.

Ο Κίτσος άργησε να γυρίσει. Οι επτά στρατιώτες ενθουσιάσθηκαν με το ανέλπιστο δώρο. Περνούσαν για νεοσύλλεκτοι αν και είχαν δυο χρόνια στον στρατό. Βαστούσε επτά όλα χρόνια τότε  η τακτική θητεία των Τούρκων. Ήταν όλοι τους απʼ τα μέρη του Μπαλίκεσερ της Δυτικής Μικρασίας. Ο Κίτσος είχε δουλέψει σʼ εκείνη την περιοχή καρβουνιάρης, κτίστης, πριονάς και είχε μάθει καλά τα τούρκικα. Βρέθηκαν σχεδόν πατριώτες.         

Οι στρατιώτες τον έλεγαν «Εμσερί»  (Πατριώτη). Τον κράτησαν να κουβεντιάζουν για τη μακρινή πατρίδα τους που την νοσταλγούσαν.

- Μα τί έκαμες τόσην ώρα μαζί τους; τον ρώτησε ο Παύλος σαν γύρισε στο δωμάτιό τους.

Χτύπησε ελαφρά με τα δάχτυλα δυο φορές την πόρτα κοντά στην κλειδαριά και έτσι του άνοιξαν.

- Κουβεντιάζαμε, καπετάνιε. Είναι απʼ τα μέρη του Μπαλικεσέρ, όπου έχω δουλέψει. Είναι καλοί άνθρωποι.

- Τούρκος και κάλος γίνεται, μωρέ Κίτσο; 

- Δεν είναι σαν τους δικούς μας τους σκυλαρβανιτάδες. Είναι ήσυχοι άνθρωποι. Εγώ πιστεύω και αν έβλεπαν κάτι το ύποπτο δεν θα το έλεγαν για το χατήρι μου. Να κοιμηθείς ξέγνιαστος και συ και τα παιδιά. 

- Μωρέ δεν μπιστεύουμαι εγώ τα σκυλιά. Και δεν μπορώ να μιλώ σιγανά για να μη μʼ ακούσουν οι γειτόνοι. Μπορούν αυτοί να μας κλείσουν μέσα σε τούτη την κάμαρη σαν ποντίκια.

Κοιμήθηκαν οι τρεις άντρες. Ο Παύλος όμως αγρυπνούσε με το τουφέκι στο χέρι. Δεν εννοόύσε να κλείσει μάτι. Και τα μεσάνυχτα σηκώθηκε να φύγει. Του κάκου προσπάθησε ο Κίτσος να τον μεταπείσει. Αναγκάσθηκε να βγει πρώτα αυτός έξω πάνω στα νύχια για να κατοπτεύσει μη τυχόν κανείς στρατιώτης ήταν έξω. Τους πέρασε από μια πισινή πορτούλα έξω. Το σπίτι ήταν στην άκρη του χωριού. Ούτε το σκυλί, που ήταν δεμένο κατώ στο υπόγειο έβγαλε φωνή. Εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό χιόνι. Οι τέσσερεις άντρες σιγά-σιγά εξαφανίσθηκαν. Τρύπωσαν σε μια καλύβα κοντά στο χωριό, γιατί ήθελε ο Παύλος να τρέξουν αμέσως, αν άναβε το τουφεκίδι. 

Το πρωί ο στρατιώτης Χασάν είπε του Κίτσου.

- Εμσερί Κίτσο. Τα είδα ψες.

- Τί είδες; ρώτησε με απορία και ανησυχία ο Κίτσος. 

- Είδα... είδα... τα... τα... φαντάσματα.

- Τα φαντάσματα; 

- Τα είδα. Ήταν τρεις τέσσερεις σκιές που πετούσαν σιγά-σιγά εκεί αντίκρυ. 

Ο Κίτσος συνήρθε. Κατάλαβε ότι είχε δει τον Παύλο και τους συντρόφους του που ανέβαιναν ένα μικρό υψωματάκι έξω απʼ το σπίτι.

- Τα είδες;

- Είχα βγει κατά τα μεσάνυχτα για φυσική μου ανάγκη. Και στάθηκα κάμποση ώρα κάτω απʼ το αμπάρι, γιατί πονούσε και έκαιε το κεφάλι μου.... Τα είδα... Και αμάν πόσο τρόμαξα! Όλη τη νύχτα τα έβλεπα στον ύπνο μου. Έχετε συχνά φαντάσματα στο χωριό;

- Έχομε κάποτε... Τέτοιαν εποχή... Μα δεν το λέμε... Και όποιος τα δει δεν πρέπει να το λέγει. Για να μην πάθει μεγάλο κακό.

- Μα εγώ το είπα στους συντρόφους και είπαν να το πούμε στον αξιωματικό. Άσχημα έκαμαμε;

- Πολύ άσχημα έκαμες. Πάμε μέσα.

Μπήκε στο δωμάτιο των στρατιωτών και παράγγειλε στη γυναίκα του να φέρει καφέδες για όλους. Τον υποδεχθήκανε με ευχαρίστηση οι στρατιώτες μα και με ανησυχία. Η κουβέντα ήταν για τα φαντάσματα. Τους είπε δεν πρέπει να μιλούν γιʼ αυτά, γιατί θυμώνουν. Κι οποίος τα δει πρέπει να βουλώσει το στόμα του. Η γυναίκα του έπεσε τρεις εβδομάδες βαριά άρρωστη, γιατί τα είδε και τόπε στην αδελφή της.

- Βάι!...Βάι!...

Ο Χασάν χλωμός σαν κερί ρώτησε:

- Και εγώ τί θα πάθω;

- Σένα μπορεί ο Αλλάχ να σε φυλάξει, γιατί είσαι στρατιώτης.

- Ινσαλλά! είπαν όλοι.

- Και στο χωριό μου φαίνονται κάποτε φαντάσματα και δεν το λέμε, είπεν ο Σελίμ.

- Έτσι είναι... Καθώς ξέρω παντού δεν το λένε.

- Μα γιατί έχετε φαντάσματα στο χωριό σας;

Ο Κίτσος σοφίσθηκε ευθύς ένα παραμύθι που είχε και κάποια βάση.

- Ξέρω κι έγω; Οι γέροι διηγούνται μια θλιβερή ιστορία.

Πριν εκατό και περισσότερα χρόνια υπήρχε στο χωριό ένα καλό χάνι. Ήταν του μπέη, που είχε το χωριό τσιφλίκι. Το είχαν νοικιάσει δυο αδελφοί απʼ τα μερη της  Κορυτσάς, αρβανιτόβλαχοι. Η δουλειά τους πήγαινε πολύ καλά. Μια βραδιά όμως ήρθαν στο χάνι δυο αδελφοί με δυο παιδιά απʼ τα μέρη της Κορυτσάς και της Μοσχόπολης που είχαν δουλέψει πολλά χρόνια στην Βλαχιά και γύριζαν πια στην πατρίδα. Είχαν και πολλά χρήματα στα κεμέρια τους. Οι χαντζήδες τους υποδέχθηκαν σαν πατριώτες. Μα τη νύχτα, εκεί που κοιμούνταν, τους χτύπησαν με τσεκούρια στα κεφάλια! Τους παράχωσαν σʼ ένα λάκκο... Ήταν χινόπωρο. Από τότε τα φαντάσματα γυρίζουν τέτοια εποχή στο χωριό.

- Βρε τους άτιμους, τους κακούργους χαντζήδες!! Γδάρσιμο ήθελαν. Πήραν τα χρήματα;

- Τα πήραν, μα τους πήρε και αυτους ο διάβολος. Ο Αλλάχ τους τιμώρησε όπως τους άξιζε.

- Ο Αλλάχ! Ευλογημένο το όνομά του. Τί τους έκαμε;

- Τον ένα χαντζή τον σκότωσε με μια κλωτσιά ένας γάιδαρος... Τον άλλο δάγκωσε φαρμακερό φίδι. Και μια νύχτα έγινε το χάνι στάχτη. Χάθηκαν και τα ματοβαμμένα ξένα χρήματα. Παιδιά τους είχαν έρθει για να συνεχίσουν τη δουλειά γλίτωσαν απʼ την φωτιά με το πουκάμισό τους.

- Αλλάχ! Αλλάχ! Αλλάχ!

- Ο Αλλάχ είναι μέγαλος. Ξέρει τη δουλειά του. Μα ας αφήσομε τα φαντάσματα και ας κάνομε άλλο μουχαμπέτι. Οι στρατιώτες δεν ξαναμίλησαν για τα φαντάσματα και ούτε είπαν τίποτε  στον αξιωματικό.

Έφυγαν ύστερα από λίγη ώρα, αφού αποχαιρέτησαν με πολλή θέρμη το «Εμσερί» Κίτσο.


(«Κρυψάνες»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου