ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Γεώργιος Χ. Μόδης
ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Εκλεκτά Διηγήματα
1. Ο ΚΩΤΑΣ
-
Ένας άνθρωπος έξω θέλει να σε ιδεί είπε του καπετάν Κώτα η γυναίκα του.
-
Από που είναι; ρώτησε εκείνος.
-
Δεν ξέρω. Φαίνεται απ' τα πέρα χωριά.
-
Ας έρθει.
Ο
ξένος μπήκε μέσα. Ήταν ένας ρωμαλέος άνδρας, 25-28 χρονών. Η κούραση, η θλίψη
και η πίκρα ήταν ζωγραφισμένες στο πρόσωπό του. Ξεσκούφωτος, μονοσάνδαλος, είχε
χωρίς τσαρούχι το αριστερό του πόδι. Τα μαλλιά του ήσαν ορθωμένα και
ανακατεμένα σαν κυνηγημένου ζώου. Μια νεκρική κιτρινισμένη χλωμάδα απλωνόταν
στην όψη του, που δεν ταίριαζε καθόλου με τις φαρδιές πλάτες και τα χονδρά
μπράτσα του. Ήταν ολοφάνερο πως είχε ξεφύγει από κάποιο μεγάλο κίνδυνο. Έκαμε
δύο-τρία βήματα και στάθηκε όρθιος στο μέσο της κάμαρας με τα μάτια του
καταγής.
Ο
Κώτας καθόταν σταυροπόδι πάνω σε μια ψάθα στη γωνιά. Κρατούσε στα χέρια
του ένα ασημένιο τούρκικο τσιμπούκι και
κάπνιζε.Κοντός, αδύνατος, όλος νεύρο, έμοιαζε τα καθαρόαιμα αράπικα άλογα, που
δεν έχουν ούτε ένα δράμι λίπος. Το στήθος του ήταν γυμνό από τσαμπράζια,
ασημικά, σταυρούς και οιοδήποτε το παραμικρότερο στολίδι. Στην ασκητική μορφή
του ξεχώριζαν η μεγάλη φαλάκρα του, τα μικρά μάτια του και τα μακρυά μουστάκια
του, που έπεφταν απεριποίητα προς τα κάτω.
Δυο
άλλοι άνδρες ήσαν ξαπλωμένοι λίγο παραπέρα. Τα τουφέκια των τα είχαν κρεμάσει
στον τοίχο.
Ο
καπετάνιος-οικοδεσπότης έριξε μια γρήγορη ματιά στον ξένο και τον εκάλεσε να
καθήσει.
-
Από πού είσαι; τον ρώτησε.
-
Απ' την Τύρσια.
-
Πώς σε λεν;
-
Βαγγέλη.
-
Κοίταξε, κακομοίρη, καλά μην μου πεις κανένα ψέμα. Το ξέρεις δεν χωρατεύω. Δυο
απʼ τα παλικάρια μου ξέρουν πολύ καλά το χωριό σου.
-
Αν σου πω ψέμα, καπετάνιο, να μου κόψεις τη γλώσσα.
-
Λεγε τώρα τι θέλεις και γιατί ήρθες.
- Να
μείνω κοντά σου, καπετάνιο. Δεν έχω πού αλλού να πάω. Ο Τσακαλάρωφ, ο Ποπώφ και
οι άλλοι θέλησαν ψες να με σκοτώσουν.
- Πώς
είπες;
- Μʼ
έπιασαν τη νύχτα και μʼ έδεσαν για να με σφάξουν.
-
Τους ξέφυγα. Μου έριξαν πολλές τουφεκιές. Έδωκε ο Θεός και δεν με βρήκε καμιά
σφαίρα. Έχασα στη φυγή ανάμεσα απʼ τα κλαδιά, τον σκούφο και το ένα τσαρούχι
μου.
- Μα γιατί; Τι τους έκαμες;
- Κι
εγώ δεν ξέρω. Δεν έκαμα τίποτα. Είμαι ένας καλός χριστιανός που εβοήθησα με όλη
μου την ψυχή τον αγώνα για τη λευτεριά. Θέλησαν να με σκοτώσουν ίσως γιατί σʼ
ένα γάμο, τις προάλλες, είπα πως για μας είναι μονάχα ο καπετάν Κώτας. Αυτός
ξεπαστρεύει τους αγάδες και όλα τα τούρκικα αγκάθια και δεν πειράζει ποτέ
κανένα χριστιανό.
- Και
γιʼ αυτό θέλησαν να σε σκοτώσουν!; Σαν πως ψέματα είπες;
- Κι
εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω.
- Το
παραξήλωσαν τα παλιόσκυλα... Γιατί δεν σκοτώνουν κι αυτοί Τούρκους; Το βρήκαν
πιο εύκολο να σφάζουν χριστιανούς ξερμάτωτους. Και μένα πάσχισαν πολλές φορές
να με βαρέσουν με μπαμπεσιά.
- Μου
πήραν και τη γυναίκα, καπετάνιο, και μια μικρή ανεψούλα.
- Σου
πήραν τη γυναίκα;! Γιατί;!
- Δεν
ξέρω. Πού να ξέρω ο φτωχός!.. Οι τσομπάνοι το πρωί μου είπαν, πως άμα εγώ τους
ξέφυγα πήγαν στο σπίτι μου και τις πήραν.
Ο
ξένος άρχισε να κλαίει.
-
Παράξενο, είπε ο καπετάν Κώτας, στριφογυρίζοντας νευρικά στα χέρια του την
πίπα. Τί θα την κάνουν; Θα την βράσουν;
-
Φοβάμαι μην τη σφάξουν καπετάνιο. Μην την έσφαξαν.
-
Δεν το πιστεύω, όσο και νάναι λυσσασμένοι. Δεν μου λες, την αγαπάς πολύ τη
γυναίκα σου;
-
Όπως κάθε άνδρας καπετάνιο. Πούλησα τα βόδια μου και τα καλύτερα χωράφια για να
την πάρω.
-
Ακριβά μωρέ την πλήρωσες. Θα πει πως την αγαπούσες. Φοβάμαι τώρα μη σου
στείλουν κανένα μήνυμα: «ή θα ʼρθεις ή θα σφάξουμε τη γυναίκα σου».
-
Ξέρω κι εγω! Θεός φυλάξει. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ ο κακομοίρης. Τέτοιο πάθημα!
Που να τα φαντασθώ! Και γιατί; Για τίποτε.
-
Τόσο κουτός δεν πιστεύω να ʼσαι, είπε ένα απ΄τα δυο παλικάρια του καπετάνιου.
Για μια γυναίκα να πας να παραδοθείς μονάχος σου στο μαχαίρι.
-
Συ Μήτρο να μη μιλάς, του είπε ο Κώτας. Δεν παντρεύτηκες και δεν καταλαβαίνεις
απʼ αυτά τα πράγματα.
-
Κατάλαβα με τον καιρό να μην έχω μπελάδες και ντράβαλα...
-
Αν τάξερα κι εγώ, είπε ο Βαγγέλης, θα ʼπαιρνα τη γυναίκα μου και θα ʼφευγα στην
Ανατολή, στην Αμερική κι όπου νάταν. Μακριά απʼ τον τόπο μας. Μα που να τα
ξέρω!...
-
Παιδί μου, κανένας δεν ξέρει την μοίρα του, αποκρίθηκε ο Κώτας. Όσο για τη
γυναίκα σου μπορώ να σου πω, δεν φοβάμαι πως θα της κάνουν κακό. Αν ήταν να την
σκοτώσουν θα την είχαν σκοτώσει μέσα στο χωριό για να ιδούν και άλλοι και να
φοβηθούν. Έχει ο Θεός. Θα δούμε.
-
Ο Θεός και συ καπετάνιε.
-
Κάμε λίγη υπομονή.
-
Είναι όμορφη η γυναίκα σου; ερώτησε ο Σπύρος, το πρωτοπαλίκαρο του Κώτα.
-
Ε, λιγάκι. Είναι όμορφη. Άνθρωπος του Θεού. Ο Σπύρος έκλεισε πονηρά το μάτι
στον σύντροφο του, τον Μήτρο λέγοντας:
-
Οι παλιοί κλέφτες δεν πλησίαζαν γυναίκα. Ο Τσακαλάρωφ θέλει πάντοτε να
νταλαβερίζεται με ξένες γυναίκες...
-
Είναι βλέπεις γραμματισμένος, είπε ο Κώτας. Οι παλιοί ήταν αγράμματοι. Σαν κʼ
εμάς.
Γυρίζοντας
έπειτα στον Βαγγέλη.
-
Και τώρα τη ζητάς από μένα;
-
Να μʼ έχεις κοντά σου, σύντροφο σου, σκλάβο σου. Να με γλυτώσεις απʼ τα χέρια
σου. Να γλυτώσεις και τη γυναίκα μου καπετάνιε.
-
Καλά. Μείνε. Θέλεις κάτι να φας; Θάσαι πεινασμένος.
- Όχι.
Δε θέλω. Κάτι εμάσησα απʼ τους τσομπαναραίους. Και πού να έχω όρεξη...
-
Πήγαινε τώρα σʼ ένα κατάλυμα να ξεκουραστείς. Και τα ξαναλέμε.
Ένας
χωρικός παράλαβε τον Βαγγέλη και τον οδήγησε στο σπίτι όπου ήσαν οι άλλοι
άνδρες του μικρού σώματος.
-
Τα σκυλιά, είπε ο Κώτας. Δεν έχουν πια μήτε πίστη, μήτε θρησκεία επάνω τους.
Του παράβγαλαν τα μάτια.
-
Εμένα να σου πω, άνδρα, είπε η γυναίκα του, δεν μʼ αρέσει και πολύ τούτος ο
Βαγγέλης.
-
Κι εμένα, επρόσθεσε ο Σπύρος.
-
Δεν βαριέσθε, αποκρίθηκε ο καπετάνιος. Ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Και τα
παθαίνει απʼ αυτούς που ήρθαν να μας ελευθερώσουν.
Το
βράδυ ο Κώτας κάλεσε στο τραπέζι του τον Βαγγέλη.
Είχαν
ένα ψητό αρνί της σούβλας.
-
Ε, πώς τα πέρασες; τον ρώτησε, πετώντας του ένα μεγάλο κομμάτι κρέας.
-
Καλά καπετάνιε.
-
Με τους καινούργιους συντρόφους σου; Είναι καλά παιδιά. Σε περιποιήθηκαν;
-
Με περιποιήθηκαν καπετάνιε.
-
Μα τρώγε. Τι περιμένεις; Γιατί κάθεσαι σα παγωμένος; Στη δουλειά μας όταν
βρίσκουμε πρέπει να τρώμε καλά. Γιατί έρχονται μέρες που νηστεύουμε.
-
Τρώγω καπετάνιε, μα δεν πάει κάτω το φαγί.
-
Θυμάται τη γυναίκα του και του κόβεται η όρεξη, είπε ο Μήτρος.
-
Συ να σωπαίνεις, σου είπα. Πρέπει να τον λυπάσαι τον φτωχό και να μην τον
πειράζεις. Τον φθάνουν τα βάσανα του. Γυρίζοντας έπειτα στον Βαγγέλη:
-
Μήπως σε πείραξαν και οι σύντροφοί σου απʼ το κατάλυμα;
Ο
Βαγγέλης σιωπούσε.
-
Γιατί δε μιλάς;
-
Καπετάνιε καλύτερα να φύγω.
-
Να φύγεις; Και που θα πας; Πού σε χωρεί;
-
Κι εγώ δεν ξέρω. Στην Κορυτσά κι απʼ εκεἰ να πάω να χαθώ στα ξένα.
-
Μα γιατί; Τί έγινε;
-
Καπετάνιε. Τα παλικάρια σου δε με θέλουν. Δεν μου έχουν εμπιστοσύνη. Με τον
Κίτσο από την Κονομλάτη γνωριζόμαστε. Είχαμε μαλώσει τα παλιά χρόνια.
-
Το λοιπόν, άκουσέ με καλά. Εδώ πάνω εγώ μονάχα ορίζω. Εμένα θα κοιτάς και θʼ
ακούς. Εγώ σου έχω εμπιστοσύνη. Βγήκα στα βουνά για τους κατατρεγμένους σαν και
σένα. Θα τα σιάξουμε. Καλά που μου τάπες. Είναι λαμπρά παδιά. Θα ήθελαν να
γελάσουν μαζί σου για να περνάει η ώρα. Γρήγορα θα γίνετε πολύ καλοί φίλοι.
Φάγε τώρα.
Λέει
έπειτα της γυναίκας του:
-Βγάλε
το τουφέκι με τα φυσέκια του και ένα πιστόλι.
Η
συμβία του υπάκουσε χωρίς αντίρρηση. Τους είχε συνηθίσει όλους σε σκληρή
πειθαρχία. Από ένα γειτονικό σπίτι, όπου ήταν η κρύπτη με τα όπλα, έφεραν ένα
κοντό γκρα με διπλή φυσιγγιοθήκη και ένα καινούργιο πιστόλι.
-
Πάρτα. Είναι δικά σου, είπε ο Κώτας του Βαγγέλη.
-
Δικά μου! Και το πιστόλι! Μου τα δίνεις!... Για μένα!...
-
Αμ βέβαια. Τί ήθελες καημένε; Να φορείς πετραχήλι έδω που ήρθες; Κοίταξε μόνο
να φανείς άξιος. Θέλω λίγους συντρόφους, μα καλούς και πιστούς.
-
Καλά καπετάνιε. Έννοια σου. Θα κάμω ό,τι μπορώ.
-
Πήγαινε τώρα στο κατάλυμά σου. Από άυριο θα μένεις μαζί μου, κοντά μου.
-
Κοντά σου; Μαζί σου!
-
Μαζί μου. Στο ίδιο κατάλυμα. Δε σʼ αρέζει;
-
Πώς όχι; Είσαι πολύ καλός, Φχαριστώ. Σπολαέτη μου.
-
Θα ιδούμε και τι θα κάνουμε για τη γυναίκα σου. Από αύριο. Καλή νύχτα.
Ο
Βαγγέλης έφυγε.
-
Παράξενος άνθρωπος, είπε ο Κώτας. Κάνει σαν μικρό παιδί.
-
Σαν να μην είχε ξαναδεί τουφέκι, παρατήρησε και ο Σπύρος. Να μην παν άδικα τα
άρματα που του έδωσες. Εγώ δεν θα του τάδινα τόσο γλήγορα.
-
Είναι ακόμα με την ψεσινή λαχτάρα. Δεν ήταν λίγο αυτό που έπαθε. Τον
δυστυχισμένο!
Την
άλλη μέρα απʼ την αυγή ο Βαγγέλης ξαναπαρουσιάσθηκε χλωμότερος, ταραγμένος,
ολότελα αναστατωμένος. Πέφτει στα γόνατα και βάνει τα κλάματα.
-
Καπετάνιε σφάξε με. Πάρε μου το τουφέκι και το πιστόλι.
-
Τρελάθηκες μωρέ; Τί είνʼ αυτά;
-
Καπετάνιε κι εγώ δεν ξέρω πια. Όλη την νύχτα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Σφάξε
με. Τʼ αξίζω. Πάρε το τουφέκι. Μου καίει τα χέρια. Έναν άνθρωπο σαν και
μένα!...
-
Βρε παιδί μου έλα στα συγκαλά σου. Τί έπαθες; Αν θέλεις να φύγεις, φύγε. Δε σε
κρατάω με το ζόρι. Αν είναι για τη γυναίκα σου κάμε λίγη υπομονή. Έχει ο Θεός.
-
Όχι, όχι. Σφάξε με. Μου πρέπει. Είμαι ένας άπιστος. Ένας άτιμος. Σου είπα
ψέματα.
-
Τί ψέματα είπες;
-
Δεν τους ξέφυγα. Μʼ έστειλαν. Κι έριξαν τις τουφεκιές για να ξεγελάσουν τον κόσμο
και σένα.
-
Ποιοι;
-
Ο Τσακαλάρωφ, ο Ποπώφ και οι άλλοι.
-
Πάει να πει σʼ έστειλαν νάρθεις μαζί μου, να μείνεις κοντά μου και με την πρώτη
ευκαιρία να μου την ανάψεις. Προδοτικά. Καλή δουλειά!... Με δικό μου τουφέκι κιόλας.
-
Άτιμο παληόσκυλο θέλεις γδάρσιμο. Καλά το κατάλαβα εγώ, εφώναξε ο Σπύρος,
έτοιμος να σύρει το μαχαίρι του.
Ο
Κώτας τον κάρφωσε με μια ματιά στη θέση του.
-
Γιʼ αυτό λοιπόν σʼ έστειλαν; ρώτησε τον Βαγγέλη.
-
Γιʼ αυτό. Σφάξε με. Κομμάτιασε με. Μα εγώ δεν ήθελα.
-
Τότε πώς ήρθες;
-
Κι εγώ δεν ξέρω. Με γέλασαν. Μα σαν είδα κατάλαβα πως δεν θα μπορούσα να το
κάμω. Ήσουνα τόσο καλός!... Κάτι μου έλεγε μέσα μου: Αυτός είναι για μας και
κανένας άλλος. Αυτός ξεπάστρεψε τους μπέηδες και αγάδες. Αυτός δεν πείραξε
κανένα χριστιανό. Όλη τη νύχτα βασανίσθηκα. Κάνε με τώρα ό,τι θέλεις.
Ο
Κώτας τον κοίταζε με οίκτο και απορία, κουνώντας το κεφάλι.
Έρχεσαι
να με σκοτώσεις. Κι απʼ τη δεύτερη μέρα μου φανερώνεσαι. Τι να πω! Δεν σε
καταλαβαίνω...
-
Δεν το ήθελα κι εγώ καπετάνιε. Στο ορκίζομαι στην ψυχή της μάνας μου.
-
Ως τόσο ήρθες και μου είπες ένα σωρό ψέματα.
-
Μʼ έστειλαν με τη βία. Και με γέλασαν. Μου έταξαν και...
-
Λέγε λοιπόν. Σου έταξαν;
-
Εξήντα λίρες. Μου μέτρησαν τις δέκα...
-
Έτσι ντε. Καθαρές κουβέντες. Δεν πιστεύω να μου λες και τώρα ψέματα και να
κρύβεις τίποτε;
-
Όχι, όχι. Όλα στα είπα. Κρέμασε με. Είμαι στα χέρια σου. Είμαι ένας
παλιάνθρωπος και άπιστος.
-
Και τη γυναίκα σου, το κορίτσι;! Γιατί τις πήραν;
-
Για να μη βάνεις υποψίες.
-
Και για να τις έχουν στα χέρια τους, αν δεν τα καταφέρεις να με σκοτώσεις.
Θάχανες τις πενήντα λίρες και τη γυναίκα σου. Δεν είναι κουτοί.
Ο
Βαγγέλης ξανάβαλε τα κλάματα.
-
Έλα μη κλαις, του είπε ο Κώτας. Δεν σου κάνω τίποτε. Δεν φταις εσύ. Αυτοί οι
άτιμοι.
-
Κλαίω τη γυναίκα μου. Θα την σφάξουν αν το μάθουν πως στα μαρτύρησα.
-
Αλήθεια είναι όμορφη και την πήρες τόσο ακριβά όπως είπες;
-
Αλήθεια. Πούλησα τα βόδια μου και τα καλύτερα χωράφια. Μέτρησα είκοσι λίρες στη
μάνα της για να την πάρω.
-
Βλάκα. Δεν έκανες καλά. Δεν είναι εποχή νάχει κανείς τόσο όμορφη γυναίκα στα
χωριά μας. Δεν πρέπει να μείνει πολλές μέρες στα χέρια του Τσακαλάρωφ.
-
Άφησε να πάω να τη γλυτώσω ή να σκοτωθώ.
-
Που την έχουν;
-
Στη Κονομλάτη.
-
Καλά, θα πάμε μαζί. Και ουδʼ απόψε. Δεν μπορεί συ να είσαι μαζί μας και η
γυναίκα σου με τους κομιτατζήδες. Γιατί κι εγώ δεν μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη
όσο είνʼ εκείνη στα χέρια τους. Φοβάμαι μην ξαναμετανιώσεις...
Το
βράδυ ξεκίησαν. Ήταν 18 Αυγούστου 1902. όλοι τους ήσαν έξι. Τους περισσότερους
άνδρες είχε στείλει εκείνη την εποχή ο Κώτας στα χωριά τους για νʼ αλλάξουν, να
ιδούν τις οικογένειες και τον θερισμό. Η μερική αυτή αποστράτευση ήταν, ίσως, ο
κυριώτερος λόγος που έστειλαν τότε τον Βαγγέλη. Πέρασαν τον Αλιάκμονα και
ελαφροί σαν φαντάσματα προχώρησαν ανάμεσα από δάση και ρεματιές. Τις κάπες και
τα ταγάρια τα είχαν αφήσει στη Ρούλια. Ο Κώτας είχε κτυπήσει σε καρτέρια
πολλούς εχθρούς του. Ποτέ όμως ο ίδιος δεν είχε πέσει σε εχθρική ενέδρα, γιατί
ακολουθούσε πάντοτε ιδικούς δρόμους, που δεν ήσαν χαραγμένοι σε κανένα
μονοπάτι. Σαν σίμωσαν στην Κονομλάτη ο Κώτας ξεχώρισε με δυο άνδρες, που ήσαν
από μέσα απʼ το ίδιο χωριό. Ήξεραν τη θέση που φύλαγε το καραούλι. Σιγά-σιγά
σερνόμενοι στην κοιλιά και γλιστρώντας στα χαντάκια τον κύκλωσαν και τον
αιχμαλώτισαν, πριν προφθάσει να φωνάξει ή να πυροβολήσει. Ο φτωχός χωρικός στην
αρχή τρόμαξε. Όταν όμως είδε τον Κώτα κάπως ησύχασε. Τον ρώτησαν σε ποιο σπίτι
είχαν τη γυναίκα του Βαγγέλη και την κόρη του και τον άφησαν στην ίδια θέση
δεμένι με το ζωνάρι του σʼ ένα δέντρο, περισσότερο για να δικαιολογηθεί το πρωί
ο ίδιος στους κομιτατζήδες, παρά για να μη τους κάνει κακό.
Απʼ
τη ζέστα η γυναίκα και το κορίτσι κοιμούνταν με την πόρτα ανοιχτή. Τις πήραν κι
έφυγαν χωρίς να τους πάρει είδηση κανένας.
Ο
Κώτας με τον Σπύρο τράβηξαν για την Όστιμα (Τρίγωνο). Οι άλλοι άνδρες με τη
γυναίκα και την κόρη έμειναν στο δάσος επάνω απʼ το χωριό.
Οι
κομιτατζήδες όταν το πρωί έμαθαν την νυκτερινή απαγωγή φρένιασαν. Όρμησαν σε
λυσσαλέα καταδίωξη. Κατά το μεσημέρι έφθασαν κι αυτοί στην Όστιμα και
μοιράστηκαν σε καταλύματα. Κανένας δεν τους φανέρωσε πως την ίδια στιγμή στο
ίδιο χωριό βρισκόταν και ο Κώτας μʼ ένα μονάχα σύντροφο. Ένας όμως χωρικός που
δεν ήξερε τίποτε τους είπε πως εκεί που θέριζε ένα χωράφι του στο βουνό είδε
4-5 συντρόφους των μέσα στο δάσος. Οι κομιτατζήδες κατάλαβαν ποιοί ήσαν και σε
συναγερμό έτρεξαν να τους κυκλώσουν. Πίσω τους ο Κώτας με τον Σπύρο χίμηξαν να
τους κτυπήσουν απʼ τα νώτα. Άρχισε η μάχη. Σε βοήθεια του Κώτα ήλθαν
Πισοδερίτες και Ζελοβίτες, ενώ η στρατιωτική φρουρά του Πισοδερίου προτίμησε να
κρατήσει στον πόλεμο των γκιαούρηδων αυστηρή και άψογο ουδετερότητα.
Στο
τέλος ους ο Θεός συνέζευξε και εχώρισαν οι κομιτατζήδες ξαναένωσε ο Κώτας. Ο
Βαγγέλης πήρε τη γυναίκα του. Τρία όμως απʼ τα παλικάρια του Κώτα, η μισή
δηλαδή δύναμη του, επλήρωσαν με τη ζωή τους την απελευθέρωσή της. Περισσότεροι
κομιτατζήδες έπεσαν για την διατήρηση της αιχμαλωσίας της.
Η
γυναίκα του Βαγγέλη πληρώθηκε για δεύτερη φορά πολύ ακριβά.
(«Η Πεταλούδα»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου