Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. | |
2 (Μασ. 13) ΕΩΣ πότε, Κύριε, ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος; ἕως πότε ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ; | 2 (Μασ. 13) Εως πότε, Κυριε, θα με λησμονής εντελώς; Εως πότε θα αποστρέφης, σα να αδιαφορής δια την θλίψιν μου, το πρόσωπόν σου από εμέ; |
3 ἕως τίνος θήσομαι βουλὰς ἐν ψυχῇ μου, ὀδύνας ἐν καρδίᾳ μου ἡμέρας καὶ νυκτός; ἕως πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ; | 3 Εως πότε, Κυριε, θα καταρτίζω μέσα μου σχέδια λυτρώσεώς μου από τους εχθρούς μου, και όμως θα δοκιμάζη ημέραν και νύκτα η καρδία μου οδύνας, διότι θα βλέπη αυτά να ναυαγούν, ώστε να μένω έτσι εκτεθειμένος εις κινδύνους; Εως πότε θα υψώνεται απειλητικός και θα θριαμβεύη εναντίον μου ο εχθρός; |
4 ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, | 4 Ρίψε ένα βλέμμα συμπαθείας προς εμέ, και άκουσε την προσευχήν μου Κυριε, ο Θεός μου. Αναζωογόνησε το φως των οφθαλμών μου, το οποίον από το βάρος των μεγάλων και πολυαρίθμων θλίψεων πρόκειται να σβήση. Μη επιτρέψης να κλείσουν οριστικώς τα μάτια μου και κοιμηθώ τον ύπνον του θανάτου· |
5 μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· ἴσχυσα πρὸς αὐτόν· οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται, ἐὰν σαλευθῶ. | 5 δια να μη είπη με πολλήν χαιρεκακίαν ο εχθρός μου· “υπερίσχυσα εναντίον του και τον ενίκησα”. Οι εχθροί μου, που με θλίβουν, θα χαρούν πάρα πολύ, εάν κλονισθώ και πέσω. |
6 ἐγὼ δὲ ἐπὶ τῷ ἐλέει σου ἤλπισα, ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου· ᾄσω τῷ Κυρίῳ τῷ εὐεργετήσαντί με καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ ῾Υψίστου. | 6 Εγώ όμως έχω στηρίξει την ελπίδα μου εις σέ. Η καρδία μου θα αισθανθή απερίγραπτον χαράν, όταν συ ευδοκήσης και μου στείλης την ποθητήν σωτηρίαν. Τοτε εγώ θα τραγουδώ ύμνους ευχαριστίας προς σε τον ευεργέτην και Κυριον μου, και θα συνθέσω ύμνους δοξολογίας εις δόξαν του ονόματος Κυρίου του Υψίστου. |
Ερμηνεία από το βιβλίο ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ (Μετάφραση-Σύντομη Ἀνάλυση) Τόμος Α´ Ψαλμ. 1-50 Ὑπό Ἐπισκόπου Ἱερεμίου Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως
1. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ ἀρχίζει μέ μία ἀπογοητευτική κραυγή: «Ἕως πότε, Κύριε;»(στίχ. 2). Ὁ ποιητής μας παραπονεῖται στόν Θεό ὅτι τόν λησμόνησε ἐντελῶς («ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος;») καί ὅτι συνεχῶς ἀποστρέφει τό πρόσωπό Του ἀπ᾽ αὐτόν (στίχ. 2β). Στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός μας φαίνεται ὅτι βασανίζεται «ἡμέρας καί νυκτός» (στίχ. 3), χωρίς ὅμως νά μᾶς λέει τόν λόγο τῶν βασάνων του, τῶν «ὀδυνῶν» του. Μᾶς μιλάει ὅμως παρακάτω γιά «ἐχθρό» του, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι τόν ἔχει καταβάλει, γι᾽ αὐτό καί παραπονεῖται λέγοντας: «Ἕως πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾽ ἐμέ;» (στίχ. 3β). Ἄν λάβουμε ὑπ᾽ ὅψιν τήν ἐπιγραφή τοῦ ψαλμοῦ, ὅτι αὐτός γράφτηκε ἀπό τόν Δαβίδ, τότε θά ποῦμε ὅτι ὁ ἐχθρός ἐδῶ εἶναι ὁ Σαούλ, ὁ ὁποῖος, ὅπως ξέρουμε (βλ. Α´ Βασ. 27,1 ἑξ.), ἐδίωκε πραγματικά τόν Δαβίδ καί τόν ἀνάγκαζε νά καταφεύγει πότε στόν Ἀγχούς, τόν βασιλέα τῆς Γέθ, πότε στό σπήλαιο Ὀδαλλάμ, πότε στήν Μασσηφάτ τῆς Μωάβ καί πότε στήν ἔρημο Μασαρέμ, στό ὄρος Ζίφ.
2. Στά κυνηγητά ἀπό τόν ἐχθρό του ὁ ποιητής μας καταφεύγει στόν Θεό καί ἀφοῦ τοῦ λέγει τόν πόνο του μέ τό «ἕως πότε, Κύριε;», τόν παρακαλεῖ τώρα νά ἐπιβλέψει τό πρόσωπόν Του πρός αὐτόν καί νά τοῦ φωτίσει τά μάτια του. «Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (στίχ. 4), λέγει. Παρακαλεῖ, δηλαδή,τόν Θεό ἀντί νά τοῦ ἀποστρέψει τό πρόσωπό Του, ὅπως παραπονέθηκε πρίν ἀπό λίγο, τώρα νά στρέψει τό πρόσωπό Του εὐνοϊκά σ᾽ αὐτόν καί νά τόν εὐσπλαχνισθεῖ. Αὐτό θά τόν ζωογονήσει ψυχικά καί σωματικά καί θά τόν ἀνορθώσει. Αὐτό σημαίνει τό «φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου», πού εἶπε πρίν ἀπό λίγο στόν Θεό. Γιατί, ὅσοι εἶναι καταπεσμένοι ψυχικά καί σωματικά νοιώθουν ὅτι ἔχουν σκοτισμένους τούς ὀφθαλμούς τους. Ἄν ὅμως ὁ Θεός, λέγει στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας, δέν τόν ὑπερασπιστεῖ καί δέν τόν βοηθήσει, τότε ὁ ἐχθρός του θά γίνει πιό θρασύς καί πιό ἐπιθετικός ἐναντίον του καί θά λέγει: «Ἴσχυσα πρός αὐτόν» (στίχ. 5)! Τόν κατενίκησα! Τότε καί ὅλοι οἱ σύμμαχοι καί φίλοι τοῦ ἐχθροῦ τοῦ ποιητοῦ μας, πού τόν κατέθλιβαν καί αὐτοί, θά χαροῦν χαρά μεγάλη, γιατί θά τόν βλέπουν ἐντελῶς ἡττημένον («οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται, ἐάν σαλευθῶ», στίχ. 5).
3. Ὁ ψαλμός τελειώνει μέ τήν γλυκειά ἐλπίδα, πού ἔχει ὁ ποιητής μας στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅτι θά τόν βοηθήσει καί θά τόν σώσει: «Ἐγώ δέ ἐπί τῶ ἐλέει Σου ἤλπισα», λέγει (στίχ. 6). Καί αὐτό βεβαίως τοῦ δίνει μεγάλη χαρά, τοῦ δίνει ἀγαλλίαμα. Γι᾽ αὐτό καί ἀμέσως παρακάτω λέγει: «Ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία μου ἐν τῷ σωτηρίῳ σου» (στίχ.6). Εὐγνώμων δέ ὁ ποιητής μας γιά τήν σωτηρία πού θά τοῦ δώσει ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά Τόν ὑμνεῖ καί θά Τόν δοξάζει. «῎Ασω τῷ Κυρίῳ τῶ εὐεργετήσαντί με καί ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου» (στίχ. 6), λέγει.
Από το βιβλίο “Η Παλαιά Διαθήκη”- Κείμενον
- Σύντομος ερμηνεία -Εκτενείς σχολιασμοί-Πατερικαί γνώμαι - Πρακτικά διδάγματα.
Τόμος Ι’- Ψαλμοί
υπό Π.Ν.Τρεμπέλα
ΨΑΛΜΟΣ ΙΒ΄ (ΙΓ‘). 12. (σελ. 58-59)
Εἰς τὸ τέλος: ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
Εν τῷ ψαλμῷ
τούτῳ,συνταχθέντι πιθανῶς κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς ὑπὸ τοῦΣαοὺλ διώξεώς του, ὁ Δαβὶδ
ἀρχόμενος διὰ ζωηροῦ παραπόνου,ἐπειδή,ὡς αὐτὸς ἐφαντάζετο,εἶχεν ἐγκαταλειφθῆ ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ ἀβοήθητος, ἐκχύνεται εἰς θερμὴν ἱκεσίαν καταλήγουσαν εἰς χαρμόσυνον ἐκδήλωσιν ἐλπίδος, ὅτι ταχέως ὁ Θεὸς θὰ ἐλευθερώσῃ αὐτὸν ἐκ τῶν συνεχουσῶν αὐτὸν
θλίψεων. Διαιρεῖται εἰς τρεῖς ἀνίσους στροφάς. Εἰς τὴν πρώτην (στίχ. 2-3) ὁ
Δαβὶδ παραπονεῖται διότι,ὡς αὐτὸς φαντάζεται,ἐλησμονήθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐγκατελείφθη
ἀπροστάτευτος εἰς τὴν διάκρισιν ἰσχυροτέρων ἐχθρῶν, ἵνα θλίβεται ὑπ’ αὐτῶν: εἰς
τὴν δευτέραν (στίχ.4-5) παρακαλεῖ τὸν Θεόν,ὅπως εἰσακούων τὴν προσευχήν του
φωτίσῃ τοὺς ὀφθαλμούς του,ἵνα μὴ καταληφθῇ ὑπὸ τοῦ θανατηφόρου ὕπνου τῆς ἀπογνώσεως
καὶ ἁμαρτίας, συγχρόνως δὲ καὶ προστατεύσῃ αὐτὸν κατὰ τῶν μεγαλαυχούντων ἐχθρῶν
του.Καὶ εἰς τὴν τρίτην (στίχ.6) ἐκφράζει βεβαίαν τὴν ἐλπίδα περὶ τῆς σωτηρίας
του καὶ ὑπόσχεται νὰ ἀναπέμψῃ εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας εἰς τὸν Θεόν, τὸν εὐεργετήσαντα
αὐτόν.
Κατὰ τὸν
Ζιγαβηνὸν ἁρμόζει ὁ ψαλμὸς οὗτος καὶ εἰς πάντα ἀδικούμενον.
Ἠθικὴ ἐφαρμογή. Ἕως πότε θὰ μᾶς λησμονῇς,Κύριε;
Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς δὲν λησμονεῖ κανένα. Ἡμεῖς λησμονοῦμεν αὐτόν. Αὐτὸς καὶ ὅταν ἀκόμη
πλανώμεθα μακρὰν αὐτοῦ,χωρὶς νὰ μᾶς ἔρχεται εἰς τὸν νοῦν οὐδὲ τὸ φοβερὸν βῆμα
του,εἰς τὸ ὁποῖον μίαν ἡμέρα θὰ ἐμφανισθῶμεν διὰ νὰ δώσωμεν λόγον τῶν πράξεών
μας, μᾶς παρακολουθεῖ ὡς χαμένα πρόβατά του, ποὺ ζητεῖ νὰ τὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν
ποίμνην του.᾿Αντὶ λοιπὸν νὰ λέγωμεν πρὸς αὐτόν:«Ἕως πότε θὰ μᾶς λησμονῇς;», ἂς
τὸν ἱκετεύωμεν ὅπως μᾶς καταξιώσῃ,νὰ μὴ τὸν λησμονῶμεν ποτέ, ἀλλὰ νὰ τὸν ἐνθυμούμεθα
πάντοτε. Ὥ!πότε θὰ αἰσθανθῶμεν καὶ ἡμεῖς ὅτι εἶναι πολὺ ἀναγκαιότερον καὶ
περισσότερον ἐπεῖγον νὰ ἐνθυμούμεθα τὸν Θεὸν παρὰ τὸ νὰ ἀναπνέωμεν! Ὁ Κύριος ἂς
μᾶς δώσῃ τὴν χάριν νὰ μὴ ξεκολλᾷ ποτὲ ἀπὸ τὸν νοῦ μας ἡ γλυκυτάτη ἀνάμνησις τοῦ
ὀνόματός του.
Μᾶς φαίνεται,
πὼς μᾶς ἐλησμόνησε. Κυρίως ὅταν αἱ θλίψεις ἀλλεπάλληλοι μᾶς ἀφαιροῦν κάθε
μειδίαμα ἀπὸ τὰ χείλη καὶ γεμίζουν τὴν καρδίαν μας ἀπὸ μελαγχολίαν καὶ ἀπογοήτευσιν. Ὄχι: καὶ κατ΄ ἐκείνας ἀκόμη τὰς στιγμὰς ἂς μὴ μᾶς ἐμβαίνῃ εἰς τὴν ψυχὴν
ὁ παραμικρὸς λογισμός, ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἐξέχασεν. Ἂς εἴπωμεν πρὸς αὐτὸν εὐλαβῶς
τὸ παράπονό μας. Ἂς τοῦ ζητήσωμε τὴν προστασίαν καὶ τὴν παρηγορίαν του.᾿Εὰν τὸ
νὰ ξεσπῶμεν ἐμπρὸς εἰς τοὺς φίλους μας ἐκδιηγούμενοι τὰ βάσανα καὶ τὰς θλίψεις
μας, μᾶς ἀνακουφίζῃ, πόσῳ μᾶλλον θὰ ἀνακουφισθῶμεν καὶ θὰ ἐνισχυθῶμεν ἐὰν
κάμωμεν αὐτὸ ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον τῆς χάριτος ὁμιλοῦντες πρὸς τὸν ἐν οὐρανοῖς
Πατέρα μας ὡς ἁπλᾶ καὶ ταπεινὰ τέκνα του. Ὅταν μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν
ταπείνωσιν αὐτὴν παρουσιαζώμεθα ἐνώπιόν του, ἠμποροῦμεν καὶ ἡμεῖς νὰ τοῦ εἴπωμεν:Πάτερ
οὐράνιε,μᾶς ξέχασες διὰ τὰς πολλάς μας ἁμαρτίας. Μετανοοῦμεν καὶ κλαίομεν πρὸ
τῶν ποδῶν σου. Ὡς εὔσπλαγχνος καὶ στοργικός, ποὺ εἶσαι,θυμή- σου μας καὶ πάλιν
καὶ μὴ ἀποστρέψῃς πλέον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἡμᾶς.
Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μας. Ἐνδυνάμωσε,
Κύριε, τὴν πίστιν μας, διότι αὐτὴ φωτίζει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς μας.᾿Αποδίωξε
ἀπὸ τὴν ψυχήν μας τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας, διότι αὐτὰ δημιουργοῦν τὴν ἀδιαπέραστον
ἀχλύν,ἡ ὁποία σκοτίζει τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν μας καὶ ναρκώνει τὴν Θέλησίν
μας. Κύριε,φώτισέ μας νὰ βλέπωμεν πολὺ μακρύτερα ἀπὸ τὰς δο- κιμασίας, τὰς ὁποίας
ὑποφέρομεν, καὶ νὰ προβλέπωμεν τὴν εὐτυχῆ ἔκβασίν των καὶ τοὺς θελκτικοὺς
καρπούς, τοὺς ὁποίους διὰ τῆς ὑπομονῆς Θὰ ἀποκομίσωμεν ἐξ αὐτῶν. Φώτισε, Κύριε,
τὸν δρόμον τῆς ζωῆς μας καὶ ὅλον τὸ περιβάλλον, ἐν μέσῳ τοῦ ὁποίου ζῶμεν, ὥστε
νὰ διακρίνωμεν τὰς παγίδας, αἵτινες, ἐὰν συλληφθῶμεν εἰς αὐτάς, θὰ μᾶς ἀπομακρύνουν
ἀπὸ σὲ καὶ ἀπὸ τὴν σωτηρίαν μας. Σκόρπισε, Κύριε, κάθε νέφος μελαγχολίας καὶ
Θλίψεως, ποὺ ἔρχεται νὰ ἐπισκοτίσῃ τὸν ὁρίζοντα τῶν ψυχῶν μας καὶ νὰ μᾶς
καταστήσῃ τὴν ζωὴν φορτίον ἀφόρητον καὶ πιεστικόν. Ναί,Κύριε: Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς
μας,μήποτε ὑπνώσωμεν εἰς Θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐπίβουλος τῆς σωτηρίας μας ἐχθρός:
Ἴσχυσα πρὸς αὐτούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου