1. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἀκόμη εὑρίσκετο στὴν γῆ, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἤθελαν καὶ ἐπιθυμούσαν νὰ ἀκολουθήσοπυν τὴν διδασκαλία Του, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν πιστεύανε ὡς Σωτῆρα καὶ ἐπιθυμούσαν νὰ εἰσέλθουν εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ γίνουν Χριστιανοί, συνέστησε ὡς ἀπαραίτητο ὅρο τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος. Γιʼ αὐτὸ εἶπε στοὺς μαθητές Του: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη΄ 19 καὶ Μαρκ. ιε΄ 16). Στὴν ὁμιλία Του μὲ τὸν Νικόδημο προανήγγειλε τὸ μυστήριον τοῦτο λέγοντας: «Ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. γ΄ 5). Καὶ οἱ μαθητὲς ἐκτελοῦντες τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου περιήρχοντο τὸν κόσμον ὅλον κηρύττοντες τὴν ἀλήθειαν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅσους ἐπίστευαν τοὺς ἐβάπτιζαν στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γράφει ὅτι μετὰ τὴν Πεντηκοστήν, ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος πλημμυρισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἀπηύθυνε βαρυσήμαντον λόγον στὰ πλήθη, οἱ συγκεντρωθέντες συναισθάνθηκαν τὴν ἐνοχή τους μὲ ὅσα ἄκουσαν καὶ νιώσανε ταραχὴ καὶ φόβο, ἀλλὰ καὶ συγκίνησιν, καὶ μερικοὶ ἀπʼ αὐτοὺς ρώτησαν τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους τί πρέπει νὰ κάνουν. Καὶ ὁ Πέτρος τοὺς ἀπήντησε: νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ βαπτισθοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνοι τὸν ἀκούσανε καὶ ἐβαπτίσθηκαν καὶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην προσετέθησαν στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τρεῖς χιλιάδες Χριστιανοί (Πράξ. β΄ 41). Ἀκόμη στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γράφει: «Ὅταν ὁ Ἀνανίας ἐστάλη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ εἰς τὸ σπίτι ὅπου διέμενε ὁ Σαῦλος, καὶ τὸν βρῆκε φοβισμένον μετὰ τὸ συγκλονιστικὸ θαῦμα στὴν Δαμασκό, ἔθεσε τὰ χέρια του ἐπάνω του καὶ τοῦ εἶπε: “Σαοὺλ ἀδελφέ μου, μὲ ἔστειλε ἐδῶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ νὰ ἀποκτήσης καὶ πάλι τὸ φῶς σου, καὶ θὰ γεμίση ὕπαρξί σου μὲ Πνεύμα Ἅγιον”». «Ἐπὶ ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσι» (Μάρκ. ιστ΄ 18). Καὶ ἀμέσως μετὰ τὸ αἰσθητὸ φῶς ἔλαβε καὶ τὸ πνευματικὸ φῶς, γιατὶ βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνανία στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πράξ. θ΄ 17-19).
Ὅλοι οἱ ἀπόστολοι ἀπʼ ὅπου καὶ ἄν περνοῦσαν, κήρυτταν τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Θεανθρώπου καὶ ὅσους ἐπίστευαν τοὺς ἐβάπτιζαν ἀμέσως, γιὰ νὰ τοὺς ἐντάξουν ὡς μέλη στὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὀ εὐαγγελιστὴς καὶ ἀπόστολος, ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης, στὶς περιοδείες του ἐβάπτιζε ὅσους ἐπίστευαν καὶ θέλανε νὰ σωθοῦν. Μέχρι σήμερα στὸ νησὶ τῆς Πάτμου, ὅπου ἔμεινε ὁ Ἰωάννης, ὑπάρχουν στὴν παραλία τὰ ἐρείπια ἀρχαίου βαπτιστηρίου περιφραγμένα.
Τὸ μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος τελεῖται στὴν Ἐκκλησία ὑπὸ τοῦ λειτουργοῦ της διὰ τῆς τριττῆς, δηλαδὴ τριπλῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως τοῦ βαπτιζομένου στὸ ἁγιασμένο ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας, στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, τὰ παραπάνω στοιχεῖα εἶναι τὰ τρία αἰσθητὰ σημεῖα τοῦ Βαπτίσματος˙ δηλαδὴ α) τὸ ἁγιασμένο ὕδωρ, β) ἡ τριπλὴ ἀνάδυσις καὶ κατάδυσις καὶ γ) οἱ λόγοι τοῦ ἱερέως «βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ.. εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Τὸ Βάπτισμα δίδει στὸν βαπτιζόμενο τὴν θείαν Χάριν, ἡ ὁποία ἐξαλείφει τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ ὅσα ἄλλα ἁμαρτήματα ἔχει ἐπιτελέσει μέχρι τότε ὀ συγκεκριμένος ἄνθρωπος (ἐὰν βαπτίζεται σὲ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν νηπιακὴ ἡλικία), ζωογονεῖ τὴν ψυχή, προάγει τὴν πίστιν στὸν Θεὸ καὶ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἀναγεννημένον τέκνον τοῦ Θεοῦ, μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ κληρονόμον τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ παρέχει στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὸ φῶς τῆς θείας χάριτος, τὸ Βάπτισμα ὀνομάζεται ἐπίσης καὶ Φώτισμα.
Ἡ τελετουργεία τοῦ Βαπτίσματος διαιρεῖται σὲ δύο μέρη. Τὸ πρῶτον ἀποτελεῖ τὴν προπαρασκευαστικὴ τελετή, δηλαδὴ τὴν κατήχησιν, καὶ τὸ δεύτερο μέρος ἀποτελεῖ τὴν καθαυτὸ μυστηριακὴ τελετή. Ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα καὶ μετὰ ἐπικρατεῖ στὴν Ἐκκλησία ὁ νηπιοβαπτισμός, χωρὶς ὅμως νὰ παύση νὰ ὑφίσταται καὶ τὸ βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων.
Ἡ τελετὴ τοῦ Βαπτίσματος
Ἡ τελετὴ τοῦ Βαπτίσματος ἀρχίζει ἀπὸ τὸν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας. Ἐκεῖ στέκεται ὀ ἀνάδοχος μὲ τὸ νήπιον στραμμένοι πρὸς ἀνατολάς. Ἀκολουθεῖ τὸ ἐμφύσημα τοῦ ἱερέως σταυροειδῶς στὸ πρόσωπο τοῦ νηπίου εἰς ἔνδειξιν ὅτι νέα πνευματικὴ ζωὴ ἐμφυσᾶται στὸν βαπτιζόμενο. Ἀκολούθως σφραγίζει τὸ μέτωπον καὶ τὸ στῆθος καὶ βάζει τὸ χέρι του στὴν κεφαλὴ τοῦ νηπίου καὶ τοῦτο δηλώνει ὅτι τὸ νήπιον ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν μὴ πιστευόντων στὸν Θεὸν καὶ τίθεται ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς Ἐκκλησίας, δεχόμενο τὸν ἁγιασμόν της.
Βέβαια ἔχει ἐπικρατήσει στὶς ἡμέρες μας τὸ ὄνομα τοῦ νηπίου νὰ δίδεται σʼ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς τελετῆς ἀνακοινούμενο ἀπὸ τὸν ἀνάδοχο καὶ ἐκφωνούμενο ἀπὸ τὸν ἱερέα. Σημειώνουμε πάντως ὅτι τὸ ὄνομα στὸ νήπιο μπορεῖ νὰ δοθῆ καὶ πρὶν τὸ Βάπτισμα, διότι ὑπάρχει στὸ Εὐχολόγιον εἰδικὴ εὐχὴ ὀνοματοδοσίας, ἡ ὁποία προβλέπεται νὰ ἀναγιγνώσκεται στὸ βρέφος τὴν ὄγδοη ἡμέρα μετὰ τὴν γέννησί του.
Τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας ἐπιθέτει τὸ χέρι του στὸ νήπιο καὶ ἐκφωνεῖ τὸ ὄνομά του, ἀπευθύνει εὐχὴν στὸν Τριαδικὸν Θεὸν εὐχόμενος ὅπως ὁ Κύριος διαφυλάξη αὐτὸ καὶ ἐγγράψη τὸ ὄνομά του «εἰς τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς» καὶ συζεύξη εἰς τὴν ζωή του «ἄγγελον φωτεινόν». Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἱερεὺς ἐμφυσᾶ τὸ νήπιον λέγων τρεῖς φορὲς «ἐξέλασον ἀπʼ αὐτοῦ πᾶν πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον πνεῦμα», στρέφει τὸ νήπιον πρὸς τὴν δύσιν καὶ ἐρωτᾶ τρεῖς φορὲς «ἀποτάσσει τῷ σατανᾷ καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καὶ πάσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ;». Καὶ ὁ ἀνάδοχος ἀπαντᾶ «ἀποτάσσομαι». Καὶ ἐρωτᾶ πάλιν ὁ ἱερεὺς «ἀπετάξω τῷ σατανᾷ;» καὶ ὁ ἀνάδοχος ἀπαντᾶ «ἀπεταξάμην». Καὶ διατάσσει τότε ὁ ἱερεὺς «καὶ ἐμφύσησον καὶ ἔμπτυσον αὐτῷ», γιὰ νὰ ἀποδείξη τὴν ἀποστροφή του πρὸς τὸν σατανᾶν.
Κατόπιν στρέφει τὸ νήπιον πρὸς ἀνατολάς, τὴν χώραν τοῦ φωτός, καὶ ἐρωτᾶ πάλιν τρεῖς φορές: «συντάσσῃ τῷ Χριστῷ;» καὶ «συνετάξω τῷ Χριστῷ;» καὶ ὁ ἀνάδοχος ἀπαντᾶ «συντάσσομαι» καὶ «συνεταξάμην» ἀντιστοίχως. Καὶ ὁ ἱερὺς συνεχίζων ἐρωτᾶ τὸν ἀνάδοχον «Καὶ πιστεύεις αὐτῷ;» - «Πιστεύω αὐτῷ ὡς βασιλεῖ καὶ Θεῷ» ἀπαντᾶ ὁ ἀνάδοχος καὶ ἀπαγγέλλει στὴν συνέχεια τὸ «Σύμβολον τῆς Πίστεως».
Ἔτσι λήγει τὸ πρῶτον μέρος τῆς τελετῆς τοῦ Βαπτίσματος, καὶ ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ ἀνάδοχος μὲ τὸ νήπιον εἰσέρχονται στὸν κυρίως ναόν, στὸ μέσον τοῦ ὁποίου εἶναι τοποθετημένη πλήρης ὕδατος ἡ ἱερὰ κολυμβήθρα, ἡ ὁποία ἀντικατέστησε τὸ ἀρχαῖον βαπτίστηριον. Ὁ ἱερεὺς θυμιάζει γύρω ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα καὶ ἐκφωνεῖ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...». Ἐν συνεχείᾳ ἐκφωνεῖ μεγαλοφώνως τὴν πρώτη τελεστικὴ εὐχή, μὲ τὴν ὁποίαν ἁγιάζεται τὸ ὕδωρ «τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Σφραγίζοντας δὲ τρεῖς φορὲς τὸ νερὸ λέγει: «Συντριβήτωσαν ὑπὸ τὴν σημείωσιν τοῦ τύπου τοῦ σταυροῦ σου πᾶσαι αἱ ἐνάντιαι δυνάμεις». Ἀκολουθεῖ δευτέρα εὐχὴ καὶ τρίτη, μὲ τὶς ὁποῖες ὀ ἱερεὺς δέεται ὅπως τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος ἀποβῆ ὕδωρ ἁγιασμοῦ καὶ καθαρισμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἀκόμη δὲ ὅπως δώση ὁ Κύριος «μεταποιηθῆναι τὸν βαπτιζόμενον» καὶ «ἐνδύσασθαι τὸν νέον ἄνθρωπον».
Ἐπακολουθεῖ ὁ ἁγιασμὸς τοῦ «ἐπορκιστοῦ» ἐλαίου. Τὸ ἐπορκιστὸ ἔλαιο χρησιμοποιεῖται πρὶν ἀπὸ τὴν βάπτισι τοῦ νηπίου, καὶ δὲν πρέπει νὰ γίνεται σύγχυσι μὲ τὸ Χρῖσμα, ποὺ εἶναι ἰδιαίτερο μυστήριο καὶ δίδεται στὸν πιστὸ ἀμέσως μετὰ τὴν βάπτισί του. Τὸ ἐπορκιστὸν ἔλαιον εἶναι πολὺ σημαντικό, πρέπει νὰ εἶναι καθαρὸ ἐλαιόλαδο φαγητοῦ, καὶ νὰ ὑπάρχῃ σὲ ἕνα γεμᾶτο φιαλίδιο, ὥσε ἡ ποσότητα νὰ εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὴν πλήρη ἐπάλειψι τοῦ βαπτιζομένου. Χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή, διότι μερικὲς φορὲς τὰ ἕτοιμα μπουκαλάκια τοῦ ἐμπορίου δὲν εἶναι κατάλληλα στὴν ποσότητα καὶ στὴν ποιότητα γιὰ τὸν ρόλο τοῦ ἐπορκιστοῦ ἐλαίου. Ὁ ἱερεὺς ἐμφυσᾶ τρεῖς φορὲς στὸ ἀγγεῖον τοῦ ἐλαίου, τὸ σφραγίζει τρεῖς φορὲς διὰ τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ καὶ δέεται νὰ γίνη τὸ ἔλαιον χρῖσμα ἀφθαρσίας, ὅπλον δικαιοσύνης κ.λ.π.˙ ὕστερα ἐκχέει ἐκ τοῦ ἐλαίου τούτου σταυροειδῶς στὸ ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας ἕνα μέρος. Ἀπὸ δὲ τὸ ὑπόλοιπον χρίει ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ νηπίου.
Ἀμέσως μετὰ ἀκολουθεῖ ἡ κυριώτερη καὶ ἱερώτερη πρᾶξι τοῦ μυστηρίου. Ὁ ἱερεὺς καταδύει καὶ ἀναδύει τὸ νήπιο τρὶς στὸ ὕδωρ λέγων: «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (καὶ λέγει τὸ ὄνομα τοῦ νηπίου) εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος˙ Ἀμήν».
Κατόπιν ντύνουν τὸ νήπιον μὲ λευκὸ ἔνδυμα, τὴν «ἐμφώτιο ἐσθῆτα», ὅπως ὀνομάζεται, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ εἶναι ἕνα λευκὸ μακρὺ καὶ ἁπλὸ ἔνδυμα καὶ μόνο˙ τὰ ἄλλα ρουχαλάκια, καπέλα, πολύχρωμες κορδέλλες καὶ τὰ τοιαῦτα δὲν ἔχουν θέσι ἐδώ, ἀλλὰ πρέπει καὶ αὐτὰ νὰ εἶναι λευκὰ καὶ νὰ φοριοῦνται στὸ νήπιο μετὰ τὸ τέλος τῆς ἱερᾶς τελετῆς.
Ἀκολουθεῖ τὸ μυστήριον τοῦ χρίσματος, γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται ἐκτενὴς λόγος στὸ ἐπόμενο κεφάλαιο. Υ̓́στερα ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ ἀνάδοχος μὲ τὸ νήπιον περιέρχονται τρεῖς φορὲς γύρω ἀπὸ τὴν κολυμβήθραν, ἐνῷ ψάλλεται τὸ «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε˙ ἀλληλούια». Ἡ περιφορὰ αὐτή, ποὺ γίνεται μετὰ λαμπάδος, ὑπενθυμίζει τὴν πομπὴν καὶ ὑποδοχὴν τῶν νεοφωτίστων μετὰ τὸ βάπτισμα, ποὺ μετέβαιναν ἐκ τοῦ βαπτιστηρίου στὸν ναόν.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς τελετῆς, σύμφωνα μὲ τὴν κανονικὴν τάξιν τῆς ἀκολουθίας, ὁ ἱερεὺς κόβει σταυροειδῶς λίγα μαλλάκια ἀπʼ τὸ κεφάλι τοῦ νηπίου, τὰ ὁποῖα ρίχνει ἐντὸς τῆς κολυμβήθρας. Ἀφοῦ τελειώση πλέον ἡ ἱεροτελεστία τοῦ βαπτίσματος, πολλοὶ ἱερεῖς ἔχουν τὴν καλὴν συνήθειαν νὰ μεταλαμβάνουν τὸ νεοφώτιστον νήπιον τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Αὐτὴ ἡ συνήθεια καλὸν θὰ εἶναι νὰ γενικευθῇ σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις βαπτίσεων, διότι ἀπηχεῖ τὴν ἀρχαίαν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποίαν τὸ μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος ἐτελεῖτο ἐντὸς τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ ὅλοι οἱ νεοφώτιστοι προσήρχοντο ὁμαδικῶς στὴν Θείαν Κοινωνίαν. Τὸ ἴδιο συνιστᾶ καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ Πηδάλιόν του (σημείωσις 2 σελίδος 247). Τέλος ὁ ἱερεὺς μαζὶ μὲ τὸν ἀνάδοχον παραδίδουν τὸ νήπιον στὴν μητέρα του βαπτιζόμενο, μυρωμένο καὶ τέλειον Χριστιανόν.
«ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου