Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (35. Ο ΓΚΥΦΤΟ ΡΑΜΗ)

ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ




Γεώργιος Χ. Μόδης

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Εκλεκτά Διηγήματα: 35. Ο ΓΚΥΦΤΟ ΡΑΜΗ


Μέσα στην πλατεία σκοτώθηκε ένας ανθρωπάκος που είχε κάμει το έγκλημα νʼ αρραβωνιάσει την κόρη του μʼ ένα Βούλγαρο. Πήρε φωτιά ο αχυρώνας του, του κόπηκαν με «κόσα» εφτά στρέμματα καπνό και ωστόσο δεν εννοούσε να χαλάσει τον αρραβώνα. Καθυστερούσε έπειτα με πείσμα και την εισφορά του από ένα μετζήτι το μήνα.

Πήγε πρωί την άλλη μέρα για τις ανακρίσεις ο Γιούζμπασης (Διοικητής της Χωροφυλακής) Νέας Ζίχνης, Ραμή εφέντης. Κανένας δεν ανησύχησε. Ήταν κοινό μὖστικό ότι ο μοίραρχος τζέπωνε κάθε μήνα τακτικά απʼ την Οργάνωση τρεις χρυσές λιρίτσες...

Ξάφνου όμως ο «καλός» ο «δικός μας» Ραμή έπιασε τέσσαρα «παιδιά» και τάκλεισε στο υπόγειο του Αστυνομικού σταθμού. Και είχε βαρέσει διάνα.

Ήταν οι φονιάδες.

Αναστατώθηκαν όλοι. Έτρεξε και ο Μιλ. Σκόρδας «Διευθυντής του Ορφανοτροφείου», που του μετρούσε τα χρήματα.

- Τι είναι αυτά Ραμή εφέντη; Συ πιάνεις δικούς μας ανθρώπους;!

- Τι να κάνω ντασκάλ εφέντη! Κινδυνεύω να χάσω τα γαλόνια μου.

- Τα ξεχνάς όλα; Τη φιλία, τη συνεργασία μας, τα χρήματα;

- Μα δεν είπαμε και να σκοτώνετε μέρα μεσημέρι μέσα στο παζάρι. Έχομε και τους ξένους, τους Φράγκους αξιωματικούς.

- Μεταξύ μας;! Γνωριζόμαστε...

- Και τι σκέπτεσαι να τους κάμεις;

- Θα τους στείλω στη Ζηλιάχοβα στον Εισαγγελέα.

- Είναι δυνατό;! Δεν πιστεύω να μιλάς σοβαρά.

- Μιλώ πολύ σοβαρά. Να ενεργήσετε στον Εισαγγελέα και στον ανακριτή.

- Ωραία! Να μας πιάνεις συ ο φίλος, που τον πληρώνουμε και περιμένουμε προκοπή απʼ τον εισαγγελέα και τον ανακριτή που ούτε τους γνωρίζουμε!

- Δε γίνεται αλλιώς. Έπειτα γιατί ανησυχείτε; Δεν υπάρχουν αποδείξεις. Ούτε μάρτυρες.Θα τους απολύσουν γλήγορα. Ο μοίραρχος όμως είχε πιάσει στα «παιδιά» και ένα περίστροφο που του έλειπαν τρεις σφαίρες, εκείνες ακριβώς που είχαν φυτευθεί στον σκοτωμένο...

Ο ερίφης ήθελε να εισπράττει το μπαχτσίς και να παριστάνει τον εξαίρετο αξιωματικό!...

- Αμάν Ραμή εφέντη! Είναι φτωχά παιδιά. Θα αναγκασθούμε να δίνουμε στις οικογένειές τους τα χρήματα που σου δίναμε εσένα.

- Δεν γίνεται (ολμάζ). Τα ξέρουν τώρα όλοι, ο τσαούσης (ενωματάρχης) και οι τζαντερμάδες...

- Μεταξύ μας;! Γνωριζόμεθα... Άμα θέλεις εσύ... Στο λέγω σαν φίλος για το συμφέρο σου. Να τους αφήσεις.

- Δεν μπορώ πια. Σου το είπα.

- Σκέψου καλλίτερα γιατί θα γίνει κακό, μεγάλο κακό.

- Τι θα γίνει;

- Θα στο πω... γιατί είμαι φίλος σου... Ο Δούκας έχει πιάσει τον δρόμο της Ζηλιάχοβας με πολλούς αντάρτες. Συ έχεις 4 χωροφύλακες. Και καταλαβαίνεις...

- Τι;! Θα με χτυπήσει ο Δούκας που του έχω προσφέρει τόσες πληροφορίες και υπηρεσίες;!

- Ύστερα απʼ τα σημερινά καμώματά σου;!

Ο γιούζμπασης έβγαλε το φεσάκι του, έξυσε το κεφάλι, άναψε ένα τσιγάρο και έπειτα είπε:

- Τέλος πάντων. Φίλε μου ντασκάλ εφέντη, το χατήρι σου είναι μεγάλο... Θα τους απολύσω. Μα θα μου δώσεις 12 λίρες. Από τρεις για τον καθένα. Δεν ζητώ, βλέπεις, πολλά.

- Θα τις έχεις. Μεθαύριο. Σήμερα δεν έχω.

- Πως δεν έχεις;

- Δεν έχω. Τράπεζα είμαι; Ψάξε αν θέλεις τις τσέπες μου. Όπως βλέπεις έχω μόνο δύο μετζήτια και ένα τέταρτο (του μετζητιού).

- Να βρεις. Δεν γίνεται αλλιώς.

- Μα σου το υποσχέθηηκα. Θα σου τις δώσω μεθαύριο. Σου έχω μετρήσει τόσα μηνιάτικα. Σου κράτησα ποτέ και ένα γροσάκι;

- Όχι. Μα θέλω τα χρήματα μπροστά.

- Δεν με πιστεύεις;!

- Σε πιστεύω. Μʼ αυτές οι δουλειές βερεσέ δεν γίνονται.

- Να σου υπογράψω ομόλογο.

- Ούτε με ομόλογα γίνονται.

- Τότε τι θα γίνει; Δεν έχω σήμερα άλλα χρήματα.

- Πάμε στον τσορμπατζή Παμεινώντα να δανειστείς.

Πήγαν στου Επαμεινώντα Παπάζογλου μεγαλοκτηματία. Του είπε ο Σκόρδας τούρκικα κλείνοντας το μάτι.

- Επαμεινώντα εφέντη σε παρακαλώ δάνεισέ μου δώδεκα λίρες για τρεις μέρες. Χρειάζεται νʼ αγοράσω κάτι για το σχολείο. Είχε την καλοσύνη νάρθει μαζί μου και ο Ραμή εφέντης. Θα φάμε μαζί το μεσημέρι.

- Δυστυχώς ντασκάλ εφέντη έστειλα σήμερα το πρωί στην Θεσσαλονίκη όλα τα χρήματά μου.

Πήγαν και στου Νάκου Κώστα Ζιώγα.

Είχε στείλει και αυτός τα χρήματά του στις Σέρρες...

Ο Σκόρδας δεν ήθελε «να συνηθίσει τον Τούρκο να ζητάει πάνω απʼ το τακτικό μηνιάτικο και έξτρα...».

Απελπισμένος τότε ο Ραμή είπε:

- Αϊ, τι να γίνει;! Τόσο ήταν το κισμέτι μου. Δώσε μου τα χρήματα που έχεις.

Πήρε τα δυο μετζήτια και το «τέταρτο» (όλα λιγότερο από μισή λίρα) κι άφησε τα παιδιά ελεύθερα.

Από τότε τον έλεγαν «Τσιγκενέ Ραμή» (ατσίγγανο Ραμή)


(«Τα δύο στρατόπεδα»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου