ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ [:Ἑβρ. 2,2-10]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Εἰ γὰρ ὁ δι᾿ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος (:Καὶ ἀλίμονό μας ἐὰν πέσουμε ἔξω· διότι, ἐὰν ὁ νόμος ποὺ ἀνήγγειλε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ διαμέσου ἀγγέλων)», λέγει, «ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν (:ἀποδείχτηκε ἔγκυρος καὶ ἰσχυρός, καὶ κάθε παράβασή του καὶ παρακοὴ τιμωρήθηκε δίκαια μὲ τὴν ἀνάλογη τιμωρία), πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη (:πῶς ἐμεῖς θὰ ξεφύγουμε τὴν τιμωρία, ἐὰν ἀμελήσουμε μιὰ τόσο μεγάλη καὶ σπουδαία σωτηρία; Τὴ σωτηρία αὐτὴ δέν μᾶς τὴ γνωστοποίησαν κάποιοι ἄγγελοι, ὅπως ἔγινε στὸν νόμο, ἀλλὰ ἀφοῦ ἄρχισε νὰ τὴν κηρύττει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, μᾶς τὴν παρέδωσαν ὡς ἀληθινὴ καὶ ἀξιόπιστη οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ποὺ τὴν ἄκουσαν κατευθεῖαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου)» [Ἑβρ. 2,2-3].
Γιατί πρέπει ἐμεῖς νὰ προσέχουμε περισσότερο σὲ αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε; Δὲν εἶναι καὶ ἐκεῖνα καὶ αὐτὰ τοῦ Θεοῦ; Ἢ λοιπὸν λέγει ὅτι πρέπει νὰ τὰ ἀκοῦμε περισσότερο ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸ νόμο ἢ ὅτι σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ πρέπει νὰ τὰ προσέχουμε· δὲν κάνει σύγκριση, μακριὰ μιὰ τέτοια σκέψη. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀπὸ τὸν πολὺ χρόνο εἶχαν μεγάλη ὑπόληψη γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐνῶ αὐτὰ σὰν νέα ἀκόμη τὰ περιφρονοῦσαν, δείχνει μὲ κῦρος ὅτι σὲ αὐτὰ πρέπει νὰ προσέχουν περισσότερο. Πῶς; Σὰν νὰ λέγει ὅτι τοῦ Θεοῦ εἶναι βέβαια καὶ αὐτὰ καὶ ἐκεῖνα, ἀλλὰ ὄχι μὲ ὅμοιο τρόπο. Καὶ αὐτό μᾶς τὸ δείχνει ὕστερα. Πρῶτα ὅμως τὸ δείχνει λιγότερο καθαρὰ καὶ στὴ συνέχεια πιὸ φανερά, λέγοντας: «Εἰ γὰρ ἡ πρώτη ἐκείνη ἦν ἄμεμπτος, οὐκ ἂν δευτέρας ἐζητεῖτο τόπος (:Εἶναι πραγματικὰ ἀνώτερη καὶ καλύτερη ἡ νέα διαθήκη· διότι ἐὰν ἡ πρώτη ἐκείνη ἦταν τέλεια καὶ δὲν εἶχε ἐλλείψεις, δὲν θὰ ὑπῆρχε ἀνάγκη νὰ εἰσαχθεῖ καὶ νὰ συναφθεῖ δεύτερη)» [Ἑβρ. 8,7]· καὶ πάλι: «Ἐν τῷ λέγειν καινὴν πεπαλαίωκε τὴν πρώτην· τὸ δὲ παλαιούμενον καὶ γηρᾶσκον ἐγγὺς ἀφανισμοῦ (:Μιλῶντας δηλαδὴ ὁ Θεὸς γιὰ Νέα Διαθήκη, μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπε κατέστησε παλαιὰ τὴν πρώτη. Κι ἐκεῖνο ποὺ παλιώνει καὶ γηράσκει, κοντεύει νὰ ἐξαφανιστεῖ)» [Ἑβρ. 8,13] καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια. Ἀλλὰ δὲν τολμᾷ ἀκόμη νὰ πεῖ κάτι τέτοιο στὴν ἀρχή, μέχρι ποὺ νὰ προσελκύσει καὶ νὰ κερδίσει τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀκροατῆ μὲ τίς περισσότερες προετοιμασίες.
«Γιατί λοιπόν», πὲς μας, «πρέπει νὰ προσέχουμε περισσότερο;». «Μὴ ποτε (:Μὴν τυχόν)», λέγει, «παραῤῥυῶμεν (:καὶ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ αὐτά)» [Ἑβρ. 2,1]. Δηλαδή, νὰ μὴν καταστραφοῦμε, νὰ μὴν πέσουμε. Καὶ δείχνει ἐδῶ πόσο φοβερὸ πρᾶγμα εἶναι ἡ πτώση, γιατί εἶναι δύσκολο ἐκεῖνο ποὺ ἀπομακρύνθηκε νὰ ἐπιστρέψει πάλι, ἐπειδὴ αὐτὸ ἔγινε ἀπὸ ραθυμία. Αὐτὴ τὴ λέξη τὴν πῆρε ἀπὸ τίς Παροιμίες. Γιατί λέγει: «Υἱέ, μὴ παραῤῥυῇς, τήρησον δὲ ἐμὴν βουλὴν καὶ ἔννοιαν (:Υἱέ μου, πρόσεχε μὴν παρεκκλίνεις ἀπὸ τὸν δρόμο μου καὶ παρασυρθεῖς στὸν ὀλισθηρὸ κατήφορο τῆς ἀπωλείας. Φύλαξε τὴ δική μου συμβουλὴ καὶ ὁδηγία)» [Παροιμ. 3,21]. Δείχνει ἔτσι καὶ τὸ εὔκολο τοῦ ὀλισθήματος καὶ τὸ φοβερὸ τῆς καταστροφῆς· δηλαδὴ δὲν εἶναι ἀκίνδυνη γιά μᾶς ἡ παρακοή. Καὶ μὲ ὅσα προσθέτει δείχνει ὅτι εἶναι μεγαλύτερη ἡ τιμωρία. Αὐτὴν ὅμως τὴν ἀφήνει πάλι στὴν ἀναζήτηση καὶ ὄχι στὸ συμπέρασμα. Γιατί πραγματικὰ αὐτὸ κάνει τὸν λόγο λιγότερο ἐνοχλητικό, νὰ μὴν προσθέτει μόνος του τὴν ἀπόφαση, ἀλλὰ νὰ ἀφήνει τὴν ἐξουσία στὸν ἀκροατή, γιὰ νὰ βγάλει αὐτὸς τὴν ἀπόφαση. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ προφήτης Νάθαν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου λέγοντας: «Ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; (:Ὅταν λοιπὸν ἔλθει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελιοῦ, τί εἶναι δίκαιο νὰ κάνει στοὺς καλλιεργητὲς ἐκείνους;)» [Ματθ. 21,40], ἀναγκάζοντας τοὺς ἴδιους τοὺς ἀκροατὲς νὰ βγάλουν τὴν ἀπόφαση· γιατί αὐτὸ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη νίκη.
Ἔπειτα, ἀφοῦ εἶπε: «Εἰ γὰρ ὁ δι᾿ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος (:Ἐὰν ὁ νόμος ποὺ ἀνήγγειλε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ διαμέσου ἀγγέλων ἀποδείχτηκε ἔγκυρος καὶ ἰσχυρός)», δὲν πρόσθεσε «πολὺ περισσότερο εἶναι αὐτὸς ποὺ κηρύχτηκε ἀπὸ τὸν Χριστό», ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἄφησε καὶ εἶπε τὸ μικρότερο: «πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; (:πῶς ἐμεῖς θὰ ξεφύγουμε τὴν τιμωρία, ἐὰν ἀμελήσουμε μιὰ τόσο μεγάλη καὶ σπουδαία σωτηρία;)». Καὶ πρόσεχε πῶς κάνει τὴ σύγκριση. «Εἰ γὰρ (:ἐὰν λοιπόν)», λέγει, «ὁ δι᾿ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος (:ὁ νόμος ποὺ ἀνήγγειλε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ διαμέσου ἀγγέλων)». Ἐκεῖ «δι᾿ ἀγγέλων (:μέσῳ τῶν ἀγγέλων)», ἐδῶ ὅμως «διὰ τοῦ Κυρίου (: μέσῳ του Κυρίου)»· καὶ ἐκεῖ λόγος, ἐδῶ ὅμως σωτηρία.
Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴν πεῖ κανείς: «Τί λοιπόν, ὅσα λέγεις ἐσύ, Παῦλε, εἶναι τοῦ Χριστοῦ;», τὸν προλαβαίνει καὶ δείχνει ὅτι ἔχει τὸ ἀξιόπιστο. Γιατί καὶ τὸ ὅτι τὰ ἄκουσε ἐκεῖνος αὐτὰ δείχνει τὸ ἀξιόπιστο καὶ μέ τὸ ὅτι αὐτὰ λέγονται τώρα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ὄχι ἁπλῶς μὲ φωνὴ ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅπως συνέβηκε στὴν περίπτωση τοῦ Μωυσῆ, ἀλλὰ μὲ σημεῖα ποὺ γίνονταν καὶ πράγματα ποὺ παρεῖχαν τὴν ἐπιβεβαίωση.
Τί σημαίνει ὅμως: «Εἰ γὰρ ὁ δι᾿ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος»; Καὶ στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ λέγει περίπου τὸ ἴδιο: «Τί οὖν ὁ νόμος; Τῶν παραβάσεων χάριν προσετέθη, ἄχρις οὗ ἔλθῃ τὸ σπέρμα ᾧ ἐπήγγελται, διαταγεὶς δι᾿ ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου (:Καὶ ἀφοῦ ἀπὸ τὴν τήρηση τοῦ νόμου δὲν ἀποκτᾷται ἡ κληρονομιά, γεννιέται τὸ ἐρώτημα: "Γιὰ ποιόν λοιπὸν σκοπὸ δόθηκε ὁ νόμος;" Ἀπάντηση: "Προστέθηκε ὁ νόμος στὴν ἐπαγγελία, ἔτσι ὥστε μὲ τίς καθημερινές μας παραβάσεις του νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς καὶ τῆς ἀδυναμίας μας, μέχρι νὰ ἔλθει ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου εἶχαν δοθεῖ οἱ ἐπαγγελίες". Ὁπότε ἐμεῖς μὲ τὴ συναίσθηση τῶν ἀδυναμιῶν μας εὐκολότερα θὰ ἐγκολπωνόμασταν τὸν ἀπόγονο τοῦ Ἀβραάμ, δηλαδὴ τὸν Χριστό, διαμέσου τοῦ Ὁποίου μᾶς δίνονται οἱ εὐλογίες. Ἔτσι ὁ νόμος εἶχε προσωρινὴ ἰσχύ. Διατάχθηκε μὲ τὴ μεσολάβηση ἀγγέλων καὶ δόθηκε μὲ τὰ χέρια τοῦ Μωυσῆ, ὡς μεσίτη μεταξὺ Θεοῦ καὶ Ἰουδαίων)» [Γαλ. 3,19].
Καὶ πάλι: «Οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε (:ἐσεῖς πήρατε τὸν νόμο τὸν ὁποῖο διέταξε ὁ Θεὸς διαμέσου ἀγγέλων, καὶ δὲν τὸν τηρήσατε, ἀλλὰ τὸν παραβήκατε)» [Πράξ. 7,53]. Καὶ παντοῦ λέγει ὅτι ὁ νόμος ἔχει δοθεῖ μέσῳ ἀγγέλων. Μερικοὶ λοιπὸν ἰσχυρίζονται ὅτι ἐννοεῖ τὸν Μωυσῆ. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εὐσταθεῖ γιατί ἐδῶ μιλάει γιὰ πολλοὺς ἀγγέλους. Καὶ ἀγγέλους ἐννοεῖ ἐδῶ ἐκείνους ποὺ βρίσκονται στὸν οὐρανό. Τί λοιπὸν μποροῦμε νὰ ποῦμε; Ἢ τὸν δεκάλογο ἐννοεῖ μόνο (γιατί ἐκεῖ ὁ Μωυσῆς μιλοῦσε καὶ ὁ Θεὸς ἀπαντοῦσε), ἢ ὅτι ἦταν παρόντες ἄγγελοι ποὺ τοὺς πρόσταζε ὁ Θεός, ἢ ὅτι μιλάει ἔτσι γιὰ ὅλα ὅσα λέγονται καὶ γίνονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐπειδὴ συμμετεῖχαν σὲ ὅλα ἄγγελοι. Πῶς ὅμως ἀλλοῦ λέγει ὅτι «ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη (:ὁ νόμος, ποὺ τὸν παρέβαιναν οἱ ἄνθρωποι καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ γίνονταν ἔνοχοι καὶ ἀνάξιοι νὰ λάβουν τὴ χάρη τῆς υἱοθεσίας, δόθηκε διαμέσου ἀνθρώπου καὶ δούλου, τοῦ Μωυσῆ)» [Ἰω. 1,17] καὶ ἐδῶ ὅτι δόθηκε μέσῳ τῶν ἀγγέλων. Γιατί λέγει: «Κατέβῃ δὲ Κύριος ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινὰ ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους ἐν γνόφῳ (:Καὶ ὁ Κύριος κατέβηκε στὸ ὄρος τὸ Σινᾶ στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους)» [Ἔξ. 19,20].
«Εἰ γὰρ ὁ δι᾿ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος». Τί σημαίνει «βέβαιος»; Ἀληθινός, ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, καὶ ἀξιόπιστος, γιατί στὸν κατάλληλο καιρὸ πραγματοποιήθηκαν ὅλα ὅσα λέχτηκαν. Ἢ λοιπὸν αὐτὸ ἐννοεῖ, ἢ ὅτι ἐπικράτησε καὶ οἱ ἀπειλὲς πραγματοποιοῦνταν· ἢ «λόγο» ἐννοεῖ τὰ προστάγματα. Γιατί οἱ ἄγγελοι, ἀποστελλόμενοι ἀπὸ τὸν Θεό, πρόσταζαν πολλὰ ἔξω ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸ νόμο· ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ «Κλαυθμῶνα» [Κριτ. 2,1: «Καὶ ἀνέβη ἄγγελος Κυρίου ἀπὸ Γαλγὰλ ἐπὶ τὸν Κλαυθμῶνα καὶ ἐπὶ Βαιθὴλ καἱ ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰσραὴλ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἀνεβίβασα ὑμᾶς ἐξ Αἰγύπτου καὶ εἰσήγαγον ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν ὑμῶν, καὶ εἶπα· οὐ διασκεδάσω τὴν διαθήκην μου τὴν μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα (:Ἄγγελος Κυρίου ἀνέβηκε ἀπὸ τὰ Γάλγαλα σὲ μιὰ τοποθεσία τὴν ὁποία ὀνόμαζαν Κλαυθμῶνα καὶ στὴ Βαιθήλ, ὅπου κατοικοῦσαν οἱ Ἰσραηλῖτες, καὶ εἶπε σὲ αὐτούς: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: "Σᾶς ἔβγαλα ἐλεύθερους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ σᾶς ὁδήγησα στὴ χώρα αὐτή, γιὰ τὴν ὁποία ὁρκίστηκα στοὺς προπάτορές σας καὶ εἶπα: Οὐδέποτε θὰ ἀθετήσω τὴ συμφωνία μου μὲ ἐσᾶς")»], τῶν Κριτῶν καὶ τοῦ Σαμψῶν. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν δὲν εἶπε «νόμος», ἀλλὰ «λόγος». Καὶ νομίζω πὼς ἴσως τὸ λέγει αὐτὸ γιὰ νὰ δηλώσει μὲ αὐτὸ μᾶλλον τὰ ὅσα οἰκονομήθηκαν μέσῳ ἀγγέλων. Τί λοιπὸν θὰ ποῦμε; Ὅτι παραβρίσκονταν τότε οἱ ἄγγελοι ποὺ εἶχαν ἀναλάβει τὸ ἰσραηλιτικὸ ἔθνος, καὶ αὐτοὶ ἔκαναν τίς σάλπιγγες καὶ τὰ ἄλλα, τὴ φωτιά, τὸν γνόφο.
«Καὶ κάθε παράβασή του», λέγει, «καὶ παρακοὴ τιμωρήθηκε δίκαια μὲ τὴν ἀνάλογη τιμωρία». Ὄχι ἡ μία καὶ ἡ ἄλλη ὄχι, ἀλλὰ κάθε παράβαση καὶ παρακοή. Τίποτε δὲν ἔμεινε χωρὶς ἀνταπόδοση, λέγει, ἀλλά: «ἔλαβε δίκαιη ἀνταπόδοση», ἀντὶ νὰ πεῖ «τιμωρία». Καὶ γιατί εἶπε ἔτσι; Ἔτσι συνηθίζει ὁ Παῦλος, νὰ μὴν κάνει μεγάλη διάκριση στὶς λέξεις, ἀλλὰ ἀδιάφορα καὶ σὲ εὔφημα πράγματα νὰ χρησιμοποιεῖ κακόηχη· ὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Λογισμοὺς καθαιροῦντες καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ (:Καὶ ὅταν λέω ὀχυρώματα, δὲν ἐννοῶ πύργους ἢ φρούρια ὑλικά, ἀλλὰ πνευματικά. Δηλαδὴ ἀνατρέπουμε συλλογισμοὺς πονηροὺς καὶ κάθε ὑψηλοφροσύνη ποὺ ὑψώνεται σὰν πύργος καὶ ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἀκόμη μὲ τὰ ὅπλα μας κατανικοῦμε σὰν ἄοπλο καὶ παραδομένο αἰχμάλωτο κάθε ἀνθρώπινη ἐπινόηση καὶ σοφιστεία, καὶ ὁδηγοῦμε ὅσους παραπλανῶνται ἀπὸ αὐτὲς στὸ νὰ ὑπακούσουν στὸν Χριστό)» [Β΄ Κορ. 10,5].
Καὶ πάλι ἀλλοῦ ἀνέφερε τὴν ἀνταμοιβὴ ἀντὶ γιὰ τὴν κόλαση, καὶ ἐδῶ καλεῖ μισθὸ τὴν τιμωρία. «Εἴπερ δίκαιον παρὰ Θεῷ, ἀνταποδοῦναι τοῖς θλίβουσιν ὑμᾶς θλῖψιν (:Θὰ ἀξιωθεῖτε πράγματι μὲ τὰ παθήματα αὐτὰ νὰ κληρονομήσετε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ εἶναι δίκαιο βέβαια γιὰ τὸν Θεὸ νὰ ἀνταποδώσει θλίψη σὲ ὅσους σᾶς θλίβουν)» [Β΄ Θεσ. 1,6], λέγει. Δηλαδὴ δὲν χάθηκε ἡ δικαιοσύνη, ἀλλὰ τὴν ἐφάρμοσε ὁ Θεὸς καὶ ἔστρεψε τὴν τιμωρία σὲ αὐτοὺς ποὺ ἁμάρτησαν. Ὅμως τὰ ἁμαρτήματα δὲν γίνονται ὅλα στὰ φανερά, ἐκτὸς ἂν παραβιαστοῦν οἱ ἐντολές.
«Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς», λέγει, «θὰ ξεφύγουμε τὴν τιμωρία, ἐὰν ἀμελήσουμε μιὰ τόσο μεγάλη καὶ σπουδαία σωτηρία;» [Ἑβρ. 2,3]. Μὲ αὐτὸ δήλωσε ὅτι δὲν ἦταν μεγάλη ἐκείνη ἡ σωτηρία. Καὶ σωστὰ πρόσθεσε καὶ τὸ «τόσο μεγάλη». «Γιατί», λέγει, «δὲν θὰ μᾶς σώσει τώρα ἀπὸ πολέμους, οὔτε θὰ μᾶς δώσει τὴ γῆ καὶ τὰ ἀγαθά της, ἀλλὰ θὰ καταργηθεῖ ὁ θάνατος, θὰ ἀφανιστεῖ ὁ διάβολος, θὰ μᾶς δοθεῖ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἡ αἰώνια ζωή». Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ τὰ δήλωσε μὲ συντομία λέγοντας: «ἂν ἀμελήσουμε γιὰ μιὰ τόσο μεγάλη σωτηρία». Στὴ συνέχεια προσθέτει καὶ τὸ ἀξιόπιστο: «ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου (:τὴ σωτηρία αὐτὴ δέν μας τὴ γνωστοποίησαν κάποιοι ἄγγελοι, ὅπως ἔγινε στὸν νόμο, ἀλλὰ ἀφοῦ ἄρχισε νὰ τὴν κηρύττει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος)» [Ἑβρ. 2,3]. Δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πηγὴ ἔχει τὴν ἀρχή της· δὲν τὴ διαβίβασε στὴ γῆ ἄνθρωπος, οὔτε κτιστὴ δύναμη, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Μονογενής.
«Ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη (:τὴ σωτηρία αὐτὴ δέν μᾶς τὴ γνωστοποίησαν κάποιοι ἄγγελοι, ὅπως ἔγινε στὸν νόμο, ἀλλὰ ἀφοῦ ἄρχισε νὰ τὴν κηρύττει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μᾶς τὴν παρέδωσαν ὡς ἀληθινὴ καὶ ἀξιόπιστη οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ποὺ τὴν ἄκουσαν κατευθεῖαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου)». Τί σημαίνει «ἐβεβαιώθη»; Πιστεύτηκε ἢ πραγματοποιήθηκε. «Γιατί», λέγει, «ἔχουμε τὸν ἀρραβῶνα· δηλαδὴ δὲν ἔσβησε, δὲν ἔληξε, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει καὶ νὰ ἐπικρατεῖ». Καὶ ἡ αἰτία εἶναι ἡ ἐνέργεια τῆς θείας δύναμης. Τί σημαίνει «ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων»;. Δηλαδή, ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἄκουσαν ἀπὸ τὸν Κύριο, αὐτοί μᾶς τὴ βεβαίωσαν. Αὐτὸ εἶναι μεγάλο καὶ ἀξιόπιστο.
Τὸ ἴδιο λέγει καὶ ὁ Λουκᾶς στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου: «Καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου (:Ὅπως μᾶς τὰ παρέδωσαν μὲ τὴν προφορική τους διδασκαλία ἐκεῖνοι ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ μεσσιακοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος ἔγιναν αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὑπηρέτες τοῦ κηρύγματός Του)» [Λουκᾶ 1,2]. Πῶς λοιπὸν βεβαιώθηκε; «Καὶ τί γίνεται», ἀναρωτιέται ἴσως κάποιος, «ἂν τὰ ἔπλασαν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ἄκουσαν;» Ἀναιρῶντας λοιπὸν αὐτὸ καὶ δείχνοντας πὼς ἡ χάρη δὲν εἶναι ἀνθρώπινη, πρόσθεσε: «συνεπιμαρτυροῦντος τοῦ Θεοῦ (:καὶ μαζὶ μὲ τὴ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων πρόσθεσε τὴ μαρτυρία Του καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός)». Ἄν δηλαδὴ τὰ ἔπλασαν ἐκεῖνοι, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ δώσει μαρτυρία σὲ αὐτοὺς ὁ Θεός. Μαρτυροῦν δηλαδὴ ἐκεῖνοι, μαρτυρεῖ ὅμως καὶ ὁ Θεός.
Πῶς μαρτυρεῖ ὁ Θεός; Ὄχι μὲ λόγο οὔτε μὲ φωνὴ (γιατί ἦταν καὶ αὐτὸ ἀξιόπιστο), ἀλλὰ πῶς; «Σημείοις τε καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις δυνάμεσι (:Ὁ Θεὸς ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων μὲ θαύματα καὶ καταπληκτικὰ ἔργα καὶ ποικίλες ὑπερφυσικὲς δυνάμεις)». Σωστὰ ἀνάφερε τὸ «καὶ ποικίλαις δυνάμεσι (:καὶ ποικίλες ὑπερφυσικὲς δυνάμεις)», γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ἀφθονία τῶν χαρισμάτων, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔγινε στοὺς προηγούμενους, οὔτε ἔγιναν τόσα θαύματα καὶ τόσο διαφορετικά. Δηλαδὴ δὲν πιστέψαμε ἁπλῶς σὲ ἐκείνους -τοὺς ἀποστόλους-, ἀλλὰ μὲ σημεῖα καὶ τέρατα. Ἑπομένως, δὲν πιστεύουμε σὲ ἐκείνους, ἀλλὰ στὸν ἴδιο τὸν Θεό. «Καὶ Πνεύματος ἁγίου μερισμοῖς κατὰ τὴν αὐτοῦ θέλησιν (:καὶ θεία χαρίσματα, τὰ ὁποῖα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διαμοίραζε στοὺς πιστοὺς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του)». Τί λοιπὸν σημαίνει αὐτό, τὴ στιγμὴ ποὺ καὶ οἱ γόητες κάνουν θαύματα καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἔλεγαν ὅτι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Βεελζεβοὺλ ὁ Χριστὸς βγάζει τὰ δαιμόνια; Ἀλλὰ δὲν κάνουν τέτοια θαύματα· γι᾿ αὐτὸ εἶπε: «καὶ ποικίλαις δυνάμεσι». Γιατί ἐκεῖνα δὲν ἦταν δύναμη, ἀλλὰ ἀδυναμία καὶ φαντασία καὶ μάταια πράγματα. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε: «μὲ τὸν διαμοιρασμὸ τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του».
Ἐδῶ νομίζω πὼς ὑπονοεῖ καὶ κάτι ἄλλο. Φυσικὸ δηλαδὴ ἦταν νὰ μὴν ὑπῆρχαν ἐκεῖ πολλοὶ μὲ χαρίσματα καὶ νὰ εἶχαν ἐκλείψει αὐτά, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἔγιναν νωθρότεροι. Γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει καὶ σὲ αὐτὸ καὶ γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἀφήσει νὰ πέσουν, ἀνάθεσε τὰ πάντα στὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. «Αὐτός», λέγει, «ξέρει τί συμφέρει στὸν καθένα καὶ ἔτσι καταμερίζει τὴ χάρη», πρᾶγμα ποὺ κάνει καὶ στὴν πρὸς Κορινθίους λέγοντας: «Νυνὶ δὲ ὁ Θεὸς ἔθετο τὰ μέλη ἓν ἕκαστον αὐτῶν ἐν τῷ σώματι καθὼς ἠθέλησεν (:Τώρα ὅμως ὁ Θεὸς σοφᾶ τοποθέτησε στὸ σῶμα καθένα ἀπὸ τὰ μέλη ἀκριβῶς ὅπως θέλησε σύμφωνα μὲ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν πανσοφία Του, πάντοτε τὸ συμφέρον καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση ὁλόκληρου τοῦ σώματος)» [:Α΄ Κορ. 12,18], καὶ «Ἑκάστῳ δὲ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον (:Δίνεται λοιπὸν στὸν καθένα τὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο φανερώνεται ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ ὑπηρετηθεῖ τὸ συμφέρον καὶ ἡ ὠφέλεια ὅλων τῶν μελῶν τῆς ἐκκλησίας)» [:Α΄ Κορ. 12,7].
Δείχνει ὅτι τὸ χάρισμα δίνεται σύμφωνα μὲ τὴ θέληση τοῦ Πατέρα. Πολλὲς φορὲς ὅμως πολλοὶ δὲν ἔλαβαν χάρισμα ἀπὸ ἀκάθαρτο καὶ νωθρὸ βίο, καὶ μερικὲς φορές, ἂν καὶ εἶχαν καλὸ καὶ καθαρὸ βίο, δὲν ἔλαβαν· γιὰ ποιό λόγο; Γιὰ νὰ μὴν ἐκτραποῦν, νὰ μὴν ὑπερηφανευτοῦν, νὰ μὴ γίνουν ραθυμότεροι, νὰ μὴν ἀλαζονευτοῦν περισσότερο. Γιατί ἂν καὶ χωρὶς χάρισμα ἡ ἴδια ἡ συνείδηση τοῦ καθαροῦ βίου μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἔπαρση, πολὺ περισσότερο ὅταν ὑπάρχει καὶ ἡ χάρη. Ὥστε τὰ χαρίσματα δίνονταν περισσότερο στοὺς ταπεινοὺς καὶ στοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ πιὸ πολὺ στοὺς ἁπλοϊκούς· γιατί λέγει: «Καθ᾿ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντὲς τε κατ᾿ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας (:Καὶ ὅλοι κάθε μέρα σύχναζαν στὸ ἱερὸ μὲ ἀκούραστο ζῆλο καὶ μὲ μιὰ ψυχή. Καὶ ἀφοῦ ἔκοβαν ἄρτο στὰ σπίτια ὅπου συναθροίζονταν σὲ κοινὰ τραπέζια, ἔπαιρναν τὴν τροφὴ ποὺ τοὺς προσφερόταν, κι ἔτρωγαν μὲ καρδιὰ γεμάτη ἀπὸ ἀγαλλίαση καὶ μὲ παιδικὴ εἰλικρίνεια καὶ ἁπλότητα)» [Πράξ. 2,46]. Πραγματικὰ καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τοὺς προέτρεψε περισσότερο· καὶ ἂν ἦταν ραθυμότεροι, τοὺς παρακίνησε.
Γιατί αὐτὸς ποὺ εἶναι ταπεινὸς καὶ δὲν ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του γίνεται πιὸ ἐπιμελής, ὅταν λάβει ἕνα χάρισμα, ἐπειδὴ τὸ ἔλαβε χωρὶς νὰ ἀξίζει καὶ ἐπειδὴ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο γι᾿ αὐτό. Αὐτὸς ὅμως ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει κατορθώσει κάτι, θεωρεῖ ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶναι ὀφειλὴ πρὸς αὐτὸν καὶ φουσκώνει ἀπὸ ἀλαζονεία. Ὥστε ὁ Θεὸς οἰκονομεῖ τὸ πρᾶγμα αὐτὸ ὅπως συμφέρει. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ κανεὶς νὰ συμβαίνει καὶ στὴν ἐκκλησία· γιατί ἄλλος μπορεῖ νὰ κηρύττει καὶ ἄλλος οὔτε τὸ στόμα του μπορεῖ νὰ ἀνοίξει. Κανεὶς λοιπὸν ἂς μὴ λυπᾷται γι᾿ αὐτό, γιατί «ἑκάστῳ δὲ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον (:δίνεται λοιπὸν στὸν καθένα τὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο φανερώνεται ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ ὑπηρετηθεῖ τὸ συμφέρον καὶ ἡ ὠφέλεια ὅλων τῶν μελῶν τῆς ἐκκλησίας)» [:Α΄ Κορ. 12,7]. Ἄν δηλαδὴ ἕνας οἰκοδεσπότης γνωρίζει τί νὰ ἐμπιστευτεῖ στὸν καθένα, πολὺ περισσότερο ὁ Θεὸς ποὺ γνωρίζει καλά τὸν νοῦ τῶν ἀνθρώπων καὶ ξέρει τὰ πάντα πρὶν γεννηθοῦν αὐτοί. Ἕνα εἶναι μόνο τὸ ἄξιο λύπης, ἡ ἁμαρτία, καὶ κανένα ἄλλο.
Μὴν πεῖς «γιατί δὲν ἔχω χρήματα;» ἢ «ἂν εἶχα, θὰ ἔδινα στοὺς φτωχούς». Δὲν ξέρεις, ἂν εἶχες, ἂν δὲν ἤσουν καὶ περισσότερο πλεονέκτης· τώρα βέβαια τὰ λὲς αὐτά, ἀλλὰ ὅταν τὰ ἀποκτήσεις, θὰ γίνεις ἄλλος ἄνθρωπος. Γιατί καὶ ὅταν εἴμαστε χορτασμένοι νομίζουμε πὼς μποροῦμε νὰ νηστεύουμε· ὅταν ὅμως ἀφήσουμε νὰ περάσει ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα μᾶς ἔρχεται ἄλλη σκέψη. Πάλι, ὅταν δὲν εἴμαστε μεθυσμένοι νομίζουμε πὼς μποροῦμε νὰ νικήσουμε τὸ πάθος τῆς μέθης· ὅταν ὅμως μᾶς κυριέψει, δὲν ἔχουμε πιὰ τὴν ἴδια γνώμη. Μὴν πεῖς: «γιατί δὲν ἔχω τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας;» ἢ «ἂν τὸ εἶχα, θὰ οἰκοδομοῦσα πάρα πολλούς». Δὲν ξέρεις, ἂν τὸ εἶχες, μήπως ἀπέβαινε πρὸς καταδίκη σου, μήπως ὁ φθόνος ἢ ἡ ὀκνηρία γίνονταν αἰτία νὰ κρυβεῖ τὸ τάλαντο. Τώρα βέβαια εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ καὶ ἂν δὲν δώσεις τὴν κανονισμένη μερίδα τροφῆς δὲν κατηγορεῖσαι, τότε ὅμως θὰ γίνεις ὑπεύθυνος γιὰ ἄπειρα πράγματα.
Ἄλλωστε οὔτε τώρα εἶσαι ἔξω ἀπὸ τὸ χάρισμα. Δεῖξε στὸ μικρό, ποιός θὰ ἤσουν ἂν εἶχες τὸ χάρισμα ἐκεῖνο· γιατί λέγει ὁ Κύριος: «Εἰ οὖν ἐν τῷ ἀδίκῳ μαμωνᾷ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ἀληθινὸν τίς ὑμῖν πιστεύσει; (:Ἐὰν λοιπὸν στὸν ἄδικο πλοῦτο δὲν φανήκατε ἀξιόπιστοι καὶ τίμιοι, ἀλλὰ τὸν διαχειριστήκατε ἐγωιστικὰ καὶ ἀντίθετα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ πού σᾶς τὸν ἐμπιστεύτηκε, τὸν ἀληθινὸ καὶ αἰώνιο πλοῦτο τῆς βασιλείας ποιός θά σᾶς τὸν ἐμπιστευθεῖ; Κανείς)» [Λουκᾶ 16,11]. Δεῖξε ὅπως ἡ χήρα· γιατί δύο ὀβολοὺς εἶχε ἐκείνη καὶ ὅλα ὅσα εἶχε τὰ ἔδωσε.
Ζητᾷς χρήματα; Δεῖξε ὅτι περιφρονεῖς τὰ λίγα, γιὰ νὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ καὶ γιὰ τὰ πολλά· ἂν ὅμως δὲν περιφρονεῖς αὐτά, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ περιφρονήσεις καὶ ἐκεῖνα. Πάλι, στὸν λόγο δεῖξε ὅτι χρησιμοποιεῖς ὅπως πρέπει τὴν παραίνεση καὶ τὴ συμβουλή. Δὲν ἔχεις τὴν ἐξωτερικὴ εὐγλωττία; Δὲν ἔχεις πλοῦτο νοημάτων; Ἀλλὰ ὅμως ξέρεις αὐτὰ τὰ κοινά. Ἔχεις παιδί, γείτονα, φίλο, ἀδελφό, συγγενεῖς. Ἄν δὲν μπορεῖς νὰ βγάλεις δημόσια στὴν ἐκκλησία μακρὸ λόγο, μπορεῖς νὰ τοὺς συμβουλευτεῖς αὐτοὺς ἰδιαιτέρως. Ἐδῶ δὲν χρειάζεται ἡ ρητορεία οὔτε πολλὰ λόγια· δεῖξε σὲ αὐτοὺς ὅτι, ἂν εἶχες εὐγλωττία λόγου, δὲν θὰ ἀδιαφοροῦσες. Ἄν στὸ μικρὸ δὲν φροντίζεις, πῶς θὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ γιὰ τὸ μεγάλο; Τὸ ὅτι λοιπὸν αὐτὸ τὸ μπορεῖ ὁ καθένας, ἄκουσε πῶς τὸ ἐπέτρεψε ὁ Παῦλος καὶ στοὺς λαϊκούς: «Διὸ παρακαλεῖτε ἀλλήλους (:Ἀφοῦ λοιπὸν ἔχουμε τέτοιον ὑψηλὸ προορισμό, γι᾿ αὐτὸ νὰ προτρέπετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον)», λέγει, «καὶ οἰκοδομεῖτε εἷς τὸν ἕνα, καθὼς καὶ ποιεῖτε (:καὶ νὰ οἰκοδομεῖτε στὴν ἀρετὴ ὁ καθένας σας τὸν κάθε ἕναν ξεχωριστά, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἤδη τὸ κάνετε)» [Α΄ Θεσ. 5,11]· καὶ Α΄ Θεσ. 4,18: «Ὣστε παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις (:ἀφοῦ λοιπὸν τὰ πιστεύετε καὶ τὰ ξέρετε αὐτὰ γιὰ τοὺς πεθαμένους, νὰ παρηγορεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς τῆς ἐλπίδας ποὺ σᾶς γράφω)»].
Ὁ Θεὸς γνωρίζει πῶς νὰ μοιράσει στὸν καθένα τὰ χαρίσματα. Μήπως εἶσαι ἐσὺ καλύτερος ἀπὸ τὸν Μωυσῆ; Ἄκουσε πῶς δυσανασχετεῖ. «Μὴ ἐγὼ (:Μήπως ἐγώ)», λέγει, «ἐν γαστρὶ ἔλαβον πάντα τὸν λαὸν τοῦτον, ἢ ἐγὼ ἔτεκον αὐτούς, ὅτι λέγεις μοι, λάβε αὐτὸν εἰς τὸν κόλπον σου, ὡσεὶ ἄραι τιθηνὸς τὸν θηλάζοντα, εἰς τὴν γῆν ἣν ὤμοσας τοῖς πατράσιν αὐτῶν; (: Μήπως ἐγὼ συνέλαβα στὴν κοιλιά μου ὅλον αὐτὸν τὸν λαὸ ἢ ἐγὼ τὸν γέννησα, ὥστε νὰ μοῦ λές: πᾶρε αὐτὸν τὸν λαὸ στὴν ἀγκαλιά σου, ὅπως ἡ τροφὸς παίρνει στὴν ἀγκαλιά της τὸ νήπιο ποὺ θηλάζει καὶ ὁδήγησέ τους στὴ γῆ, τὴν ὁποία ὁρκίστηκες στοὺς πατέρες τούς;)» [Ἀριθμ. 11,12]. Καὶ τί ἔκαμε ὁ Θεός; Ἀφαίρεσε ἀπ᾿ αὐτὸν τὴ χάρη καὶ τὴν ἔδωσε στοὺς ἄλλους, δείχνοντας ὅτι οὔτε ὅταν βάσταζε τὸν λαὸ ἦταν δικό του τὸ χάρισμα, ἀλλὰ τοῦ Πνεύματος. Ἄν εἶχες τὸ χάρισμα πολλὲς φορὲς θὰ ὑπερηφανευόσουν, πολλὲς φορὲς θὰ εἶχες παρεκτραπεῖ· δὲν ξέρεις ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου, ὅπως σὲ ξέρει ὁ Θεός. Ἄς μὴ λέμε: «σὲ τί ἀποβλέπει αὐτὸ καὶ γιατί γίνεται αὐτό;». Ὅταν οἰκονομεῖ ὁ Θεός, ἂς μήν Τοῦ ζητοῦμε εὐθύνες. Γιατί αὐτὸ εἶναι γνώρισμα τῆς χειρότερης ἀσέβειας καὶ ἀνοησίας. Δοῦλοι εἴμαστε καὶ μάλιστα δοῦλοι ποὺ διαφέρουμε πολὺ ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ δὲν γνωρίζουμε αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν κάθε ἡμέρα.
Ἄς μὴν περιεργαζόμαστε τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἔδωσε ἂς τὸ διατηροῦμε, εἴτε εἶναι μικρὸ εἴτε εἶναι τὸ πιὸ ἀσήμαντο, καὶ ὁπωσδήποτε θὰ προκόψουμε. Ἢ καλύτερα, τίποτε δὲν εἶναι μικρὸ ἀπὸ τίς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Στενοχωριέσαι γιατί δὲν ἔχεις τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας; Πές μου λοιπόν, τί νομίζεις πὼς εἶναι μεγαλύτερο, τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας ἢ τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας ἀσθενειῶν; Ἀσφαλῶς τὸ δεύτερο. Τί ὅμως, δὲν νομίζεις πὼς ἀπὸ τὴ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν μεγαλύτερο εἶναι τὸ νὰ ἀνοίγει κανεὶς τὰ μάτια τῶν τυφλῶν; Δὲν νομίζεις πὼς μεγαλύτερο εἶναι νὰ ἀνασταίνει νεκρούς; Καὶ πές μου ἀκόμη, δὲν νομίζεις πὼς εἶναι μεγαλύτερο τὸ νὰ κάνει αὐτὸ μὲ σκιὲς καὶ σουδάρια, ἀπὸ τὸ νὰ τὸ κάνει μὲ λόγια; Τί λοιπόν, θέλεις, πές μου, νὰ ἀνασταίνεις νεκροὺς μὲ σκιὲς καὶ σουδάρια ἢ νὰ ἔχεις τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας; Ὁπωσδήποτε θὰ πεῖς τὸ πρῶτο, νὰ ἀνασταίνεις δηλαδὴ νεκροὺς μὲ σκιὲς καὶ σουδάρια.
Ἄν λοιπόν σοῦ δείξω πὼς πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ εἶναι ἄλλο χάρισμα, καὶ ἐνῶ μπορεῖ νὰ τὸ λάβεις δὲν τὸ λαμβάνεις, καὶ γι᾿ αὐτὸ δικαίως χάνεις καὶ αὐτά, τί θὰ πεῖς; Ἀλλὰ τὸ χάρισμα αὐτὸ εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ ἔχει ὄχι ἕνας οὔτε δύο, ἀλλὰ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ξέρω ὅτι αἰσθανθήκατε κατάπληξη καὶ μεγάλη ἀπορία, ἀφοῦ πρόκειται νὰ ἀκούσετε ὅτι μπορεῖτε νὰ ἔχετε χάρισμα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ νὰ ἀνασταίνετε νεκρούς, νὰ ἀνοίγετε τὰ μάτια τῶν τυφλῶν καὶ νὰ κάνετε ἐκεῖνα ποὺ γίνονταν καὶ στὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων· καὶ ἴσως τὸ θεωρεῖτε αὐτὸ ἀναξιόπιστο. Ποιό λοιπὸν εἶναι αὐτὸ τὸ χάρισμα; Ἡ ἀγάπη. Ὅμως πιστέψτε με, γιατί ὁ λόγος αὐτὸς δὲν εἶναι δικός μου, ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μιλάει μέσῳ τοῦ Παύλου. Τί λοιπὸν λέγει; «Ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα. καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (:Ἐπιδιώκετε λοιπὸν μὲ ζῆλο τὰ χαρίσματα ποὺ φέρνουν μεγαλύτερη ὠφέλεια, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι καὶ ἀνώτερα. Καὶ τώρα σᾶς δείχνω ἕνα πολὺ ἀνώτερο ἀκόμα δρόμο, καὶ μέσο ἔξοχο καὶ ὑπέροχο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀποκτῶνται τὰ καλύτερα χαρίσματα. Καὶ τὸ μέσο αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγάπη)» [Α΄ Κορ. 12,31].
Τί σημαίνει «καὶ ἕναν πολὺ ἀνώτερο δρόμο»; Αὐτὸ ποὺ λέγει σημαίνει τὸ ἑξῆς: οἱ Κορίνθιοι τότε ὑπερηφανεύονταν γιὰ τὰ χαρίσματα καὶ ὅσοι εἶχαν τὸ χάρισμα νὰ μιλοῦν διάφορες γλῶσσες, τὸ μικρότερο χάρισμα, φέρονταν ἀλαζονικὰ στοὺς ἄλλους. Λέγει λοιπόν: «Θέλετε γενικὰ χαρίσματα; Ἐγώ σᾶς δείχνω ἕναν δρόμο χαρισμάτων, ὄχι ἁπλῶς ἀνώτερο, ἀλλὰ πολὺ ἀνώτερο». Στὴ συνέχεια λέγει: «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον· καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν εἰμι (:Ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι μιλῶ τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπη μοιάζω μὲ τὸν ἄψυχο χαλκὸ ποὺ βουίζει ὅταν τὸν χτυποῦν, ἢ μὲ τὸ κύμβαλο ποὺ βγάζει μεγάλο θόρυβο χωρὶς κάποια σημασία· καὶ ἂν ἔχω τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ γνωρίζω ὅλα τὰ μυστικὰ καὶ τὰ σχέδια τῶν βουλῶν τοῦ θεοῦ καὶ ἔχω ὅλη τὴν γνώσῃ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἂν ἔχω ὅλη τὴν πίστη ὥστε καὶ νὰ μετακινῶ ἀκόμη βουνά, δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπη δὲν εἶμαι τίποτε)» [Α΄ Κορ. 13,1-2].
Εἶδες χάρισμα; Λοιπὸν ζήλεψε αὐτὸ τὸ χάρισμα. Αὐτὸ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὸ νὰ ἀνασταίνεις νεκρούς· αὐτὸ εἶναι πολὺ καλύτερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα. Καὶ ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶναι ἔτσι, ἄκουσε τί λέγει ὁ Χριστὸς μιλῶντας στοὺς μαθητές: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις (:Ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ μάθουν ὅλοι ὅτι εἶστε δικοί μου μαθητές, ἀπὸ τὸ ἂν δηλαδὴ ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ θὰ σᾶς ἐξασφαλίσει τὴν ἀναγνώριση, τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀνθρώπων περισσότερο ἀπὸ τὴ θαυματουργική σας δράση)» [Ἰω. 13,35].
Στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ δείξει μὲ ποιό πρᾶγμα, δὲν ἀνέφερε τὰ θαύματα, ἀλλὰ τί; «Ἄν ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας». Καὶ πάλι πρὸς τὸν Πατέρα λέγει: «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας (:Σὲ παρακαλῶ γιὰ ὅλους αὐτούς, γιὰ νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὁμοφροσύνη ποὺ θὰ κυριαρχεῖ μεταξύ τους. Ὅπως ἐσύ, Πάτερ, εἶσαι ἑνωμένος μὲ Ἐμένα κι ἐγὼ ἑνωμένος μὲ Ἐσένα, ἐπειδὴ ἔχουμε καὶ οἱ δύο τὴν ἴδια οὐσία καὶ φύση, ἔτσι σὲ παρακαλῶ νὰ εἶναι κι ἕνα ἔχοντας κοινωνία καὶ ἕνωση μέ μᾶς, γιὰ νὰ πιστέψει ὁ κόσμος ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες. Καὶ θὰ τὸ πιστέψει ὁ κόσμος ποὺ εἶναι διαιρεμένος καὶ διχασμένος, καθὼς θὰ βλέπει τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ θαῦμα τῆς ἑνότητας καὶ συμφωνίας τῶν πιστῶν στὸ πρόσωπό μου)» [Ἰω. 17,21].
Καὶ Αὐτὸς ἔλεγε πρὸς τοὺς μαθητὲς Του: «Ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους (:Καὶ σᾶς δίνω γι᾿ αὐτὸ νέα ἐντολή: Νὰ ἀγαπᾶτε δηλαδὴ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ὅπως ἐγώ σᾶς ἀγάπησα, ἔτσι κι ἐσεῖς νὰ ἀγαπιέστε μεταξύ σας)» [Ἰω. 13,34]. Ἀπὸ ἐκείνους λοιπὸν ποὺ ἀνασταίνουν νεκρούς, αὐτὸς εἶναι πιὸ σεβαστὸς καὶ πιὸ λαμπρός. Καὶ σωστά. Γιατί ἐκεῖνο τὸ χάρισμα ἀνήκει ὁλόκληρο στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ αὐτὸ καὶ στὴ δική σου προσπάθεια. Αὐτὸ πράγματι εἶναι γνώρισμα τοῦ Χριστιανοῦ· αὐτὸ δείχνει τὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸν ποὺ βασανίζεται, αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει κανένα κοινὸ στὴ γῆ. Χωρὶς αὐτὸ οὔτε τὸ μαρτύριο μπορεῖ νὰ ὠφελήσει σὲ κάτι.
Καὶ γιὰ νὰ μάθεις, πρόσεχε αὐτὸ καλά. Ὁ Παῦλος ἔλαβε δύο ἢ καλύτερα τρεῖς κορυφαῖες ἀρετές, νὰ ἐνεργεῖ θαύματα, νὰ γνωρίζει τὰ πάντα, νὰ ζεῖ ἐνάρετα, χωρὶς τὴν ἀγάπη ὅμως εἶπε ὅτι αὐτὰ δὲν εἶναι τίποτε. Καὶ πῶς αὐτὰ δὲν ἀξίζουν τίποτε, ἐγὼ θὰ τὸ πῶ. «Καὶ ἐὰν ψωμίσω (:καὶ ἂν διαθέσω)», λέγει, «πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμα μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι (:ὅλα τὰ ὑπάρχοντα μου γιὰ νὰ θρέψω μὲ ψωμὶ τοὺς φτωχούς, καὶ ἂν παραδώσω τὸ σῶμα μου γιὰ νὰ καῶ, δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπη, δὲν ὠφελοῦμε σὲ τίποτε ἀπὸ τίς θυσίες αὐτές)» [Α΄ Κορ. 13,3]. Γιατί εἶναι δυνατὸ καὶ ὅταν ἀκόμη μοιράζει καὶ προσφέρει κανεὶς τὰ χρήματά του, νὰ μὴν ἔχει ἀγάπη. Αὐτὰ ὅμως σᾶς λέχθηκαν ἱκανοποιητικὰ στὸ μέρος περὶ τῆς ἀγάπης, καὶ ἐκεῖ παραπέμπω τοὺς ἀναγνῶστες. Τώρα ὅμως, ὅπως εἶπα, ἂς ἐπιθυμήσουμε μὲ ζῆλο αὐτὸ τὸ χάρισμα, ἂς ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ δὲν θὰ χρειαστοῦμε τίποτε ἄλλο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ ὅλα σὲ μᾶς θὰ εἶναι εὔκολα χωρὶς κόπους καὶ ὅλα θὰ τὰ κατορθώσουμε πολὺ γρήγορα.
Ἀλλὰ νὰ καὶ τώρα, λέγει, ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· γιατί ὁ ἕνας ἔχει δύο ἢ τρεῖς φίλους καὶ ὁ ἄλλος τέσσερις. Αὐτὸς ὅμως δὲν εἶναι ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀγαπιέται κανεὶς ὁ ἴδιος, ἐνῶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ δὲν ἔχει αὐτὴν τὴν ἀρχή, ἀλλὰ αὐτὸς θὰ συμπεριφέρεται σὲ ὅλους σὰν νὰ ἦταν ἀδελφοί του· τοὺς ὁμοπίστους, ἐπειδὴ εἶναι γνήσιοι ἀδελφοί, θὰ τοὺς ἀγαπάει, ἐνῶ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς Ἰουδαίους, ἐπειδὴ εἶναι ἀδελφοὶ κατὰ τὴ φύσῃ ἀλλὰ φαῦλοι καὶ ἀχρεῖοι, θὰ τοὺς εὐσπλαχνίζεται, θὰ λιώνει καὶ θὰ κλαίει γι᾿ αὐτούς.
Μὲ αὐτὸ θὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ τὸν Θεό, ἂν τοὺς ἀγαπᾶμε ὅλους, ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς μας, καὶ ὄχι ἂν κάνουμε θαύματα. Γιατί καὶ τὸν Θεὸ τὸν θαυμάζουμε καὶ ὅταν ἐνεργεῖ θαύματα, Τὸν θαυμάζουμε ὅμως πολὺ περισσότερο ὅταν κάνει φιλανθρωπίες καὶ ὅταν δείχνει ἀνεξικακία. Ἐὰν λοιπὸν καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Θεοῦ αὐτὸ εἶναι πολὺ ἀξιοθαύμαστο, πολὺ περισσότερο στὴν περίπτωση τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι αὐτὸ μᾶς καθιστὰ ἀξιοθαύμαστους. Αὐτὸ λοιπὸν ἂς ποθήσουμε μὲ ζῆλο. Ἔτσι δὲν θὰ ἔχουμε τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὸν Παῦλο καὶ τὸν Πέτρο καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀνέστησαν ἄπειρους νεκρούς, ἔστω καὶ ἂν δὲν μποροῦμε νὰ σβήσουμε πυρετό. Χωρὶς τὴν ἀγάπη ὅμως καὶ ἂν ἀκόμη ἐνεργήσουμε μεγαλύτερα θαύματα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἂν ριψοκινδυνέψουμε ἄπειρες φορὲς γιὰ χάρη τῆς πίστης, δὲν θὰ ἔχουμε κανένα ὄφελος. Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ λέγω ἐγώ, ἀλλὰ τὰ γνωρίζει καλὰ ἐκεῖνος ὁ τρόφιμος τῆς ἀγάπης. Σὲ ἐκεῖνον λοιπὸν ἂς πιστεύουμε.
Ἔτσι ἀσφαλῶς θὰ μπορέσουμε νὰ ἐπιτύχουμε τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός, στὰ ὁποῖα εἴθε νὰ μετάσχουμε ὅλοι μας, μέ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
............................................................................................................................................................................
ΟΜΙΛΙΑ Δ΄
«Οὐ γὰρ ἀγγέλοις ὑπέταξε τὴν οἰκουμένην τὴν μέλλουσαν, περὶ ἧς λαλοῦμεν, διεμαρτύρατο δέ ποὺ τις λέγών· τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ, ἢ υἱὸς ἀνθρώπου ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν; Ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους (:Πρέπει λοιπὸν νὰ προσέξουμε πολὺ Ποιός εἶναι Αὐτὸς ποὺ μᾶς κήρυξε τὴ σωτηρία αὐτή. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ὑπέταξε σὲ ἀγγέλους τὸν νέο κόσμο ποὺ θὰ ἐγκαθίδρυε ὁ Μεσσίας, καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦμε, ἀλλὰ τὸν ὑπέταξε στὸν ἴδιο τὸν Μεσσία. Ἔδωσε μάλιστα τὴ μαρτυρία του κάποιος σ᾿ ἕνα σημεῖο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ εἶπε: «Κύριε, ποιά ἀξία ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὥστε νὰ τὸν θυμᾶσαι, ἢ ὁ ἀπόγονος τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ τὸν ἐπισκέπτεσαι καὶ νὰ φροντίζεις γι᾿ αὐτόν; Τὸν ἔκανες λίγο κατώτερο ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ τὸν στεφάνωσες μὲ δόξα καὶ τιμὴ ὡς βασιλιᾶ τῆς φύσεως)» [:Ἑβρ. 2,5-7].
Θὰ ἤθελα νὰ ξέρω καλά, ἂν μερικοὶ ἀκοῦν μὲ τὴν ἀνάλογη προσοχὴ τὰ λεγόμενα, ἢ μήπως ρίχνω τοὺς σπόρους στὸν δρόμο· γιατί ἔτσι θὰ ἔκανα μὲ περισσότερη προθυμία τὴν ὁμιλία. Γιατί θὰ μιλήσω, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἀκούει κανείς, ἐξαιτίας τοῦ φόβου ποὺ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὸν Σωτῆρα: «Διαμάρτυραι γάρ (:Διακήρυξε)», λέγει, «τῷ λαῷ τούτῳ, κἂν μὴ ἀκούωσι, αὐτὸς ἀνεύθυνος ἔσῃ (:στὸν λαὸ αὐτόν, καὶ ἂν δὲν ἀκούσουν, ἐσὺ θὰ εἶσαι ἀνεύθυνος)». Ἄν ὅμως ἤμουν βέβαιος γιὰ τὸ δικό σας ἐνδιαφέρον, δὲν θὰ μιλοῦσα μόνο ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ θὰ τὸ ἔκανα καὶ μὲ εὐχαρίστηση. Τώρα ὅμως, ἂν καὶ δὲν ἀκούει κανεὶς καὶ τὸ πρᾶγμα γιὰ μένα εἶναι ἀκίνδυνο, ἀφοῦ κάνω μὲ τὸ παραπάνω ὅ,τι ἐξαρτᾷται ἀπὸ μένα, ὁ κόπος δὲν γίνεται μὲ εὐχαρίστηση. Γιατί ποιό τὸ ὄφελος, ὅταν δὲν κατηγοροῦμαι βέβαια ἐγώ, ἀλλὰ δὲν ὠφελεῖται κανείς;
Ἄν ὅμως θελήσουν νὰ προσέχουν μερικοί, δὲν θὰ κερδίσω τόσο ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν θὰ ἐπιτιμηθῶ, ὅσο ἀπὸ τὴν δική σας προκοπή. Πῶς λοιπὸν θὰ τὸ γνωρίσω αὐτό; Ὅταν συναντήσω ἰδιαιτέρως ὅσους ἀπὸ σᾶς παρατηρήσω ὅτι δὲν προσέχουν πολύ, θὰ τοὺς ἐρωτήσω καὶ ἂν βρῶ ὅτι κατέχουν κάποια ἀπὸ τὰ λεχθέντα -δὲν λέγω ὅλα, γιατί αὐτὸ δὲν εἶναι πολὺ εὔκολο γιά σας-, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη κατέχουν λίγα ἀπὸ τὰ πολλά, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς στὴν συνέχεια οὔτε γιὰ τὰ πολλὰ θὰ ἀμφιβάλλω. Καὶ ἔπρεπε βέβαια χωρὶς δική μου προειδοποίηση καὶ χωρὶς δική σας προφύλαξη νὰ σᾶς ἐρωτήσω, ἀλλὰ ὅμως εἶναι εὐχάριστο ἂν μπορέσω καὶ ἔτσι νὰ ἐπιτύχω αὐτό· ἢ καλύτερα καὶ ἔτσι μπορῶ χωρὶς δική σας προφύλαξη νὰ σᾶς κάνω τὴν ἐρώτηση.
Γιά τὸ ὅτι λοιπὸν θὰ σᾶς ἐρωτήσω, σᾶς τὸ προεῖπα. Πότε ὅμως θὰ σᾶς ἐρωτήσω, δὲν τὸ φανερώνω ἀκόμη· ἴσως σήμερα, ἴσως αὔριο, ἴσως ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι ἢ καὶ τριάντα ἡμέρες, ἴσως ὅμως ὕστερα ἀπὸ λιγότερες καὶ ἴσως ὕστερα ἀπὸ περισσότερες. Ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς ἔκαμε ἄγνωστη τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου μας. Καὶ οὔτε ἂν συμβεῖ σήμερα ἢ αὔριο, οὔτε ἂν συμβεῖ ὕστερα ἀπὸ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο ἢ ὕστερα ἀπὸ περισσότερα χρόνια ἐπέτρεψε νὰ μᾶς εἶναι γνωστή, ὥστε μὲ τὸ ἄγνωστο τῆς προσδοκίας νὰ κρατᾶμε τὸν ἑαυτό μας πάντοτε στὴν ἀρετή. Καὶ ὅτι θὰ πεθάνουμε τὸ εἶπε, πότε ὅμως δὲν τὸ εἶπε. Ἔτσι καὶ ἐγὼ εἶπα ὅτι θὰ ἐρωτήσω, δὲν πρόσθεσα ὅμως πότε, θέλοντας νὰ φροντίζετε γι᾿ αὐτὸ πάντοτε. Καὶ ἂς μὴ λέγει κανεὶς ὅτι τὰ ἄκουσα αὐτὰ πρὶν ἀπὸ τέσσερις ἢ πέντε ἢ καὶ περισσότερες ἑβδομάδες καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὰ θυμᾶμαι. Γιατί ἔτσι θέλω νὰ τὰ κατέχει αὐτὰ ὁ ἀκροατής, ὥστε νὰ τὰ θυμᾷται πάντοτε καὶ νὰ μὴν ξεχνάει, οὔτε νὰ περιφρονεῖ τὰ λεγόμενα. Θέλω λοιπὸν νὰ τὰ κατέχετε, ὄχι γιὰ νὰ τὰ πεῖτε σὲ μένα, ἀλλὰ γιὰ νὰ κερδίσετε ἐσεῖς· καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐνδιαφέρει ἐμένα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶπα ὅσα ἔπρεπε νὰ πῶ γιὰ νὰ σᾶς προφυλάξω, εἶναι ἀνάγκη πλέον νὰ ἔρθω στὴ συνέχεια.
Τί λοιπὸν πρόκειται νὰ ποῦμε σήμερα; «Οὐ γὰρ ἀγγέλοις ὑπέταξε τὴν οἰκουμένην τὴν μέλλουσαν, περὶ ἧς λαλοῦμεν». «Διότι ὁ Θεός», λέγει, «δὲν ὑπέταξε σὲ ἀγγέλους τὸν νέο κόσμο ποὺ θὰ ἐγκαθίδρυε ὁ Μεσσίας, καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦμε, ἀλλὰ τὸν ὑπέταξε στὸν ἴδιο τὸν Μεσσία». Ἄραγε μήπως μιλάει γιὰ κάποιον ἄλλο κόσμο; Δὲν εἶναι δυνατόν, ἀλλὰ μιλάει γι᾿ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε: «γιὰ τὸν ὁποῖο μιλᾶμε», γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει τὸν νοῦ νὰ πλανηθεῖ καὶ νὰ ἐπιζητεῖ κάποιον ἄλλον κόσμο. Πῶς λοιπὸν τὸν ὀνομάζει μελλοντικό; Ὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγει: «ὅς ἔστι τύπος τοῦ μέλλοντος (:ὁ ὁποῖος εἶναι τύπος τοῦ μελλοντικοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ)» [Ρωμ. 5,14], μιλῶντας γιὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὸν Χριστὸ στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, καλῶντας, σὲ σύγκριση πρὸς τοὺς χρόνους τοῦ Ἀδάμ, μελλοντικὸ τὸν κατὰ σάρκα Χριστὸ (γιατί πραγματικὰ ἦταν μελλοντικός)· ἔτσι καὶ τώρα· ἐπειδὴ εἶπε: «Ὃταν δὲ πάλιν εἰσαγάγῃ τὸν πρωτότοκον εἰς τὴν οἰκουμένην (:Καὶ ὅταν θὰ εἰσαγάγει μὲ δόξα καὶ δύναμη τὸν Υἱὸ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὶν δημιουργηθεῖ ὅλη ἡ κτίση, γιὰ νὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη)» [Ἑβρ. 1,6], γιὰ νὰ μὴν νομίσεις ὅτι ἐννοεῖ ἄλλον κόσμο, τὸ βεβαιώνει καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα σημεῖα καὶ ἀπό τὸ ὅτι τὸν ὀνόμασε μελλοντικό. Γιατί ἦταν μελλοντικὸς ὁ κόσμος, ἐνῶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε πάντοτε. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν μελλοντικὸ κόσμο δὲν τὸν ὑπέταξε στοὺς ἀγγέλους, ἀλλὰ στὸν Χριστό. «Καὶ ὅτι λέχθηκε γιὰ τὸν Υἱό», λέγει, «εἶναι φανερό· γιατί κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὅτι λέχθηκε γιὰ τοὺς ἀγγέλους».
Ἔπειτα φέρνει καὶ ἄλλη μαρτυρία καὶ λέγει: «Διεμαρτύρατο δέ πού τις λέγων (:Ἔδωσε μάλιστα τὴν μαρτυρία του κάποιος σὲ ἕνα σημεῖο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ εἶπε)». Γιατί δὲν ἀνέφερε τὸ ὄνομα τοῦ προφήτη, ἀλλὰ τὸ ἀπέκρυψε; Καὶ σὲ ἄλλες μαρτυρίες τὸ κάνει αὐτό· ὅπως ὅταν λέγει: «Ὃταν δὲ πάλιν εἰσαγάγῃ τὸν πρωτότοκον εἰς τὴν οἰκουμένην, λέγει· καὶ προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ (:Καὶ ὅταν θὰ εἰσαγάγει μὲ δόξα καὶ δύναμη τὸν Υἱὸ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὶν δημιουργηθεῖ ὅλη ἡ κτίση, γιὰ νὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη, λέει: "Νὰ Tὸν προσκυνήσουν ὅλοι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ". Ὁ Υἱὸς λοιπὸν ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος εἶναι Κύριος καὶ τῶν ἀγγέλων)» [Ἑβρ. 1,6] καὶ «Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα (:Ἐγὼ θὰ εἶμαι Πατέρας στὸν Ἰησοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος)» [Ἑβρ. 1,5].
Καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους βέβαια λέγει: «Ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα (:Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀγγέλους Του τόσο λεπτοὺς καὶ ταχεῖς, ὅπως εἶναι οἱ ἄνεμοι)» [Ψαλμ. 103,4], ἐνῶ γιὰ τὸν Υἱό: «Κατ᾿ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σοῦ εἰσιν οἱ οὐρανοί (:Στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας, Ἐσύ, Κύριε, ὁ ἄχρονος καὶ ἀΐδιος, στήριξες τὴν γῆ σὰν ἐπάνω σὲ ἀδιάσειστο θεμέλιο, καὶ οἱ οὐρανοὶ εἶναι ἔργα τῶν δικῶν Σου παντοδύναμων χεριῶν)» [Ψαλμ. 101,26]. Ἔτσι καὶ ἐδῶ λέγει: «Διεμαρτύρατο δέ πού τις λέγων (:Ἔδωσε μάλιστα τὴ μαρτυρία του κάποιος σ᾿ ἕνα σημεῖο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ εἶπε)». Αὐτὸ ἀκριβῶς, δηλαδὴ τὸ νὰ κρύβει καὶ νὰ μὴν ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ ποὺ εἶπε τὴν μαρτυρία, ἀλλὰ νὰ τὴν παρουσιάζει σὰν νὰ ἦταν διαδεδομένη καὶ πολὺ γνωστή, νομίζω πὼς δείχνει ὅτι αὐτοὶ γνώριζαν πολὺ καλὰ τίς Γραφές.
«Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ; ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν; Ἠλάττωσας αὐτὸν βράχύ τι πάρ᾿ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν, καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου· πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ (:Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ τόσο μικρὸς καὶ ἀφανὴς μπροστὰ στὸ μεγαλειῶδες σύμπαν, ὥστε νὰ καταδέχεσαι Ἐσὺ νὰ τὸν θυμᾶσαι; Ἢ τί εἶναι κάθε ἀπόγονος ἀνθρώπου, ὥστε νὰ φροντίζεις Ἐσὺ καὶ νὰ μεριμνᾷς ὅλως ἰδιαιτέρως γι᾿ Αὐτόν; Τὸν ἔπλασες λιγάκι κατώτερο ἀπὸ τοὺς ἀσώματους ἀγγέλους, ἀφοῦ τὸν προίκισες μὲν μὲ τὴν εἰκόνα Σου, τοῦ ἔδωσες ὅμως καὶ ὑλικὸ σῶμα. Ἀλλὰ τὸν στεφάνωσες συγχρόνως μὲ δόξα καὶ τιμή, διότι τὸν ἀνέδειξες κυρίαρχο ὅλης τῆς φύσεως. Σὲ ὅλα τὰ κτίσματά Σου ἐπάνω στὴ γῆ τὸν κατέστησες βασιλιᾶ. Ὑπέταξες τὰ πάντα κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του)» [Ψαλμ. 8,5-7]. Αὐτὰ ἂν καὶ λέχθηκαν γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, θὰ ταίριαζαν ὅμως καλύτερα στὸν κατὰ σάρκα Χριστό. Γιατί τὸ «ὅλα τὰ ὑπέταξες κάτω ἀπὸ τὰ πόδια Του» ἀνήκει μᾶλλον σὲ Ἐκεῖνον, παρά σὲ μᾶς. Γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ εἴμαστε τίποτε μᾶς ἐπισκέφτηκε καὶ ἀφοῦ ἀνέλαβε αὐτὸ ποὺ ἦταν δικό μας καὶ τὸ ἕνωσε στὸν ἑαυτό Του, ἔγινε ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους.
«Ἐν γὰρ τῷ ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα (:Λοιπόν, ἀφοῦ ὑπέταξε σ᾿ Αὐτὸν τὰ πάντα)», λέγει, «οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον. Νῦν δὲ οὔπω ὁρῶμεν αὐτῷ τὰ πάντα ὑποτεταγμένα (:δὲν ἄφησε τίποτε ποὺ νὰ μὴν Τοῦ τὸ ὑποτάξει. Τώρα ὅμως δὲν βλέπουμε ἀκόμη νὰ εἶναι ὅλα ὑποταγμένα οὔτε στὸν τέλειο ἐκπρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως Ἰησοῦ, ἀφοῦ κι Αὐτὸς δὲν ἀναγνωρίστηκε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὡς βασιλιᾶς καὶ λυτρωτής, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία Του διώκεται καὶ δοκιμάζεται)» [Ἑβρ. 2,8]. Αὐτὸ ποὺ λέγει σημαίνει τὸ ἑξῆς· ἐπειδὴ εἶπε: «ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου (:ὡσότου ὑποτάξω τοὺς ἐχθρούς σου βάζοντάς τους κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου ὡς ὑποπόδιο πάνω στὸ ὁποῖο θὰ πατᾷς, γιὰ νὰ ἔχεις αἰωνίως ἀδιαφιλονίκητη τὴν ἐξουσία)» [Ψαλμ. 109,1 καὶ Ἑβρ. 1,13] καὶ ἦταν φυσικὸ νὰ ἀδημονοῦν ἀκόμη, ἔπειτα, ἀφοῦ στὸ μεταξὺ ἀνέφερε μερικὰ ἄλλα, πρόσθεσε αὐτὴ τὴν μαρτυρία ποὺ βεβαίωνε ἐκείνην.
Γιὰ νὰ μὴν λένε δηλαδή: «Πῶς ἔθεσε τοὺς ἐχθροὺς κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του, ἀφοῦ ἐμεῖς πάθαμε τόσο πολλά;». Ἀρκετὰ βέβαια τὸ ὑπαινίχθηκε καὶ στὸ προηγούμενο (γιατί τὸ «ὥσπου» δὲν φανέρωνε αὐτὸ ποὺ γίνεται ἀμέσως, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ γίνεται μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου), ἀλλὰ ἐδῶ τὸ ἐξηγεῖ καλύτερα. «Νὰ μὴ νομίσεις», λέγει, «ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ὑποταχθεῖ ἀκόμη, ὅτι δὲν ὑποτάσσονται· γιατί ὅτι πρέπει νὰ ὑποταχθοῦν εἶναι φανερό». Ἄλλωστε καὶ ἡ προφητεία γι᾿ αὐτὸ ἔχει λεχθεῖ· «ἀφοῦ λοιπόν», λέγει, «ὑπέταξε τὰ πάντα σ᾿ αὐτόν, δὲν ἄφησε τίποτε ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔχει ὑποτάξει σὲ αὐτόν» [«Πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ· ἐν γὰρ τῷ ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον» :Ἑβρ.2,8].
Πῶς λοιπὸν δὲν ἔχουν ὅλα ὑποταχθεῖ σὲ Αὐτόν; Γιατί πρόκειται νὰ ὑποταχθοῦν. Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα πρέπει νὰ ὑποταχθοῦν, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ὑποταχθεῖ ἀκόμη, νὰ μὴν στενοχωριέσαι, οὔτε νὰ ἀνησυχεῖς. Γιατί, ἂν εἶχε φθάσει τὸ τέλος καὶ ὅλα εἶχαν ὑποταχθεῖ, καὶ σὺ ἔπασχες αὐτά, σωστὰ θὰ στενοχωριόσουν. Τώρα ὅμως δὲν βλέπουμε ἀκόμη νὰ ἔχουν ὑποταχθεῖ ὅλα σὲ αὐτόν, ὁ βασιλιᾶς δὲν ἐξουσιάζει ἀκόμη καθαρά. Γιατί λοιπὸν ἀνησυχεῖς ποὺ ὑποφέρεις; Δὲν ἐπικράτησε σὲ ὅλους τὸ κήρυγμα, δὲν εἶναι ἀκόμη ὁ καιρὸς γιὰ ὁλοκληρωτικὴ ὑποταγή. Στὴν συνέχεια πάλι ἄλλη παρηγοριά· ἤδη καὶ αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ ὑποτάξει ὅλους πέθανε καὶ ἔπαθε ἄπειρα κακά. «Τὸν δὲ βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους ἠλαττωμένον βλέπομεν Ἰησοῦν διὰ τὸ πάθημα τοῦ θανάτου (:Βλέπουμε ὅμως τὸν Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ὅταν πέθανε καὶ ἐνταφιάστηκε, ἔγινε κατώτερος ἀπὸ τοὺς ἀθάνατους ἀγγέλους)» [Ἐβρ. 2,9], λέγει. Ἔπειτα τὰ καλὰ πάλι: «δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον (:νὰ ἔχει στεφανωθεῖ μὲ δόξα καὶ τιμὴ λόγῳ τοῦ παθήματος ποὺ τοῦ ἐπέφερε τὸν θάνατο)».
Εἶδες πῶς τὰ προσάρμοσε ὅλα σὲ Αὐτόν; Πράγματι τὸ «γιὰ λίγο» θὰ ταίριαζε περισσότερο σ᾿ Αὐτόν, ποὺ ἔμεινε στὸν ἅδη μόνο γιὰ τρεῖς ἡμέρες, καὶ ὄχι σὲ μᾶς ποὺ φθειρόμαστε γιὰ πολύ. Τὸ ἴδιο καί τὸ «μὲ δόξα καὶ τιμὴ» θὰ ταιριάσει καλύτερα σὲ Ἐκεῖνον, παρά σὲ μᾶς. Πάλι τοὺς θυμίζει τὸν σταυρό, προσπαθῶντας νὰ ἐπιτύχει δύο πράγματα· νὰ δείξει τὴν φροντίδα του καὶ νὰ τοὺς πείσει νὰ ὑποφέρουν τὰ πάντα μὲ γενναιότητα, ἔχοντας στραμμένο τὸν νοῦ τους στὸν Διδάσκαλο. «Γιατί, ἂν ὁ προσκυνούμενος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους», λέγει, «ἀνέχθηκε νὰ εἶναι γιὰ λίγο κατώτερος ἀπὸ αὐτοὺς γιὰ χάρη σου, πολὺ περισσότερο πρέπει ἐσύ, ποὺ εἶσαι κατώτερος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, νὰ ὑποφέρεις τὰ πάντα γιὰ χάρη Του». Ἔπειτα δείχνει ὅτι ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ εἶναι ὁ σταυρός, ὅπως ἀκριβῶς καὶ Αὐτὸς τὸν ἀποκαλεῖ δόξα, λέγοντας: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου (:Ἦλθε ἡ ὥρα ποὺ ὅρισε ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιό Του, γιὰ νὰ δοξαστεῖ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν θάνατό Του καὶ τὴν Ἀνάληψή Του, ὁπότε καὶ θὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς Μεσσίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς)» [Ἰω. 12,23]. Ἄν λοιπὸν Ἐκεῖνος καλεῖ δόξα τὰ παθήματά Του γιὰ τοὺς δούλους, πολὺ περισσότερο πρέπει ἐσὺ νὰ καλεῖς τὰ παθήματά σου δόξα γιὰ τὸν Κύριο.
Βλέπεις πόσος εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ σταυροῦ; Μὴ φοβηθεῖς γι᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Τὸ θεωρεῖς βέβαια δύσκολο, ἀλλὰ γεννάει ἄπειρα ἀγαθά. Δείχνει ἀπ᾿ αὐτὰ τὸ ὄφελος τοῦ πειρασμοῦ. Ἔπειτα λέγει «χάριτι Θεοῦ», «ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ», λέγει, «θέλησε». Καὶ Ἐκεῖνος βέβαια ἔπαθε αὐτὰ γιὰ νὰ φανεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς. «Ὃς γέ (:Αὐτὸς ὁ Ὁποῖος βέβαια)», λέγει, «τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν (:δὲν λυπήθηκε τὸν ἴδιο τὸν μονογενῆ Υἱό Του, ἀλλὰ γιὰ χάρη ὅλων μας τὸν παρέδωσε σὲ θάνατο)» [Ρωμ. 8,32]. Γιὰ ποιόν λόγο; Δέν μᾶς τὸ χρωστοῦσε αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἔκαμε ἀπὸ χάρη. Καὶ πάλι στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ λέγει: «Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δωρεὰ ἐν χάριτι τῇ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς πολλοὺς ἐπερίσσευσε (: Ἡ χάρη ποὺ μᾶς δίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἡ δωρεὰ ποὺ μᾶς ἐξασφάλισε μέ τὴ χάρη ὁ ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δόθηκε μὲ ἀφθονία καὶ πλημμύρισε ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα)» [Ρωμ. 5,15]· ὄχι γιὰ τὸ καλὸ τῶν πιστῶν μόνο, ἀλλὰ καὶ τῆς οἰκουμένης ὁλόκληρης. Γιατί Αὐτὸς πέθανε γιὰ χάρη ὅλων.
Τί σημασία ὅμως ἔχει ἂν δὲν πίστεψαν ὅλοι; Αὐτὸς ἔκαμε τὸ δικό Του χρέος. Καὶ μὲ κυριολεξία εἶπε «νὰ γευθεῖ τὸν θάνατο γιὰ κάθε ἄνθρωπο». Καὶ δὲν εἶπε «νὰ πεθάνει»· γιατί σὰν νὰ γεύθηκε πράγματι τὸν θάνατο, ἀφοῦ παρέμεινε σ᾿ αὐτὸν γιὰ τόσο μικρὸ διάστημα, ἀμέσως ἀναστήθηκε. Μὲ τὸ νὰ πεῖ λοιπὸν «ἐξαιτίας τοῦ θανάτου του» δήλωσε τὸν πραγματικὸ θάνατο, ἐνῶ μέ τό «ἀνώτερος τῶν ἀγγέλων» φανέρωσε τὴν ἀνάσταση. Ὅπως ὁ γιατρὸς δηλαδὴ δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ γευθεῖ τὰ παρασκευασμένα γιὰ τὸν ἄρρωστο φαγητά, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς φροντίδας του γι᾿ αὐτὸν τὰ δοκιμάζει πρῶτα ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ πείσει τὸν ἄρρωστο νὰ πάρει θάρρος καὶ νὰ δεχθεῖ τὸ φαγητό, αὐτὸ ἔκαμε καὶ ὁ Χριστός· ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι φοβήθηκαν τὸν θάνατο, γιὰ νὰ τοὺς πείσει νὰ τὸν περιφρονοῦν, γεύθηκε καὶ ὁ Ἴδιος τὸν θάνατο, ἂν καὶ δὲν εἶχε ἀνάγκη. «Ἒρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν»· «Διότι ἔρχεται», λέγει, «ὁ σατανᾶς, ποὺ ἐξουσιάζει τὸν κόσμο ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό˙ κι ἔρχεται γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὴν τελευταία καὶ βιαιότερη ἐπίθεσή του ἐναντίον μου. Ἀλλὰ δὲν θὰ βρεῖ σὲ μένα τίποτε τὸ δικό του, τὸ ὁποῖο θὰ τοῦ δίνει κάποια ἐξουσία ἢ κάποιο δικαίωμα ἐπάνω μου» [Ἰω. 14,30]. Ἔτσι καί τό «μέ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ» καὶ τὸ «νὰ γευθεῖ τὸν θάνατο, γιὰ τὸ καλὸ κάθε ἀνθρώπου», αὐτὸ σημαίνει.
«Ἒπρεπε γὰρ αὐτῷ, δι᾿ ὃν τὰ πάντα καὶ δι᾿ οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα, τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι (:Διότι ἔπρεπε στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τὰ πάντα καὶ πρὸς τὸν Ὁποῖο ἀποβλέπουν τὰ πάντα καὶ ὅλα τὰ κατευθύνει στὸ ἄριστο τέλος τους, νὰ μὴν ἀφήσει νὰ ματαιωθεῖ τὸ σχέδιό Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Προκειμένου λοιπὸν νὰ ὁδηγήσει πολλοὺς ἀνθρώπους στὴν δόξα, ἔπρεπε νὰ ἀποδείξει τέλειο Σωτῆρα καὶ νὰ ἀνυψώσει σὲ τέλεια δόξα τὸν ἀρχηγὸ καὶ αἴτιο τῆς σωτηρίας τους. Καὶ ἡ ἀνύψωση αὐτὴ ἔγινε μὲ παθήματα καὶ σκληρὸ θάνατο. Μὲ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἐξιλέωσε γιὰ τίς ἁμαρτίες μας καὶ ἀναδείχθηκε τέλειος Σωτῆρας)» [Ἑβρ. 2,10]. Ἐδῶ, μὲ τὴν φράση «Ἒπρεπε γὰρ αὐτῷ, δι᾿ ὃν τὰ πάντα καὶ δι᾿ οὗ τὰ πάντα» μιλάει γιὰ τὸν Πατέρα. Βλέπεις πῶς πάλι τὸ «διὰ τοῦ Ὁποίου» ἁρμόζει σὲ Αὐτόν; Δὲν θὰ τὸ ἔκαμε αὐτό, ἂν ἦταν μειωτικὸ καὶ ἅρμοζε στὸν Υἱὸ μόνο. Αὐτὸ ποὺ λέγει σημαίνει τὸ ἑξῆς: «Ἐνέργησε», λέγει, «ὅπως ἀξίζει στὴν φιλανθρωπία Του μὲ τὸ νὰ ἀποδείξει τὸν πρωτότοκο Υἱό Του λαμπρότερο ἀπὸ ὅλους, καὶ σὰν ἀθλητὴ γενναῖο καὶ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλους νὰ τὸν θέσει παράδειγμα γιὰ τοὺς ἄλλους». «Τὸν ἀρχηγὸ τῆς σωτηρίας τους»· δηλαδὴ τὸν αἴτιο τῆς σωτηρίας. Βλέπεις πόση εἶναι ἡ διαφορά; Καὶ αὐτὸς Υἱὸς καὶ ἐμεῖς υἱοί, ἀλλὰ Αὐτὸς σώζει καὶ ἐμεῖς σωζόμαστε. Εἶδες πῶς μᾶς ἑνώνει καὶ πῶς μᾶς χωρίζει; «Ὁδήγησε», λέγει, «πολλοὺς υἱοὺς σὲ δόξα». Ἐδῶ μᾶς συνένωσε· «τὸν ἀρχηγὸ τῆς σωτηρίας τους»· καὶ πάλι μᾶς χώρισε. «Νὰ τὸν κάνει τέλειο μὲ τὰ παθήματα». Ἄρα τὰ παθήματα εἶναι τελείωση καὶ αἰτία τῆς σωτηρίας.
Βλέπεις ὅτι τὰ παθήματα δὲν εἶναι δεῖγμα ἀνθρώπων ἐγκαταλελειμμένων; Ἄν ὅμως ὁ Θεὸς τίμησε μὲ αὐτὸ πρῶτα τὸν Υἱό, δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ δόξα μὲ τὰ παθήματα, πραγματικά τὸ ὅτι ἀνέλαβε σάρκα καὶ ἔπαθε ὅσα ἔπαθε εἶναι πολὺ μεγαλύτερο ἀπό τὸ ὅτι ἔκαμε τὸν κόσμο καὶ τὸν δημιούργησε ἀπὸ τὸ μηδέν. Καὶ αὐτὸ βέβαια εἶναι ἔργο φιλανθρωπίας, ἀλλὰ ἐκεῖνο εἶναι πολὺ περισσότερο. Καὶ γιὰ νὰ δείξει αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ Παῦλος λέγει: «Καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (:Καὶ μᾶς ἀνέστησε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ καθίσουμε μαζί Του στὰ ἐπουράνια. Καὶ ἡ ἀνάσταση καὶ ἀνύψωσή μας αὐτὴ ἔγινε μὲ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Μᾶς εὐεργέτησε λοιπὸν τόσο πολὺ ὁ Θεός, γιὰ νὰ δείξει στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῆς μελλοντικῆς ζωῆς τὸν ὑπερβολικὸ πλοῦτο τῆς χάριτός Του μὲ τὴν ἀγαθότητα ποὺ ἐπέδειξε σέ μᾶς μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ)» [Ἐφ. 2,5-7].
«Ἒπρεπε γὰρ αὐτῷ, δι᾿ ὃν τὰ πάντα καὶ δι᾿ οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα, τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι (:Διότι ἔπρεπε στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τὰ πάντα καὶ πρὸς τὸν Ὁποῖο ἀποβλέπουν τὰ πάντα καὶ ὅλα τὰ κατευθύνει στὸ ἄριστο τέλος τους, νὰ μὴν ἀφήσει νὰ ματαιωθεῖ τὸ σχέδιό Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Προκειμένου λοιπὸν νὰ ὁδηγήσει πολλοὺς ἀνθρώπους στὴν δόξα, ἔπρεπε νὰ ἀποδείξει τέλειο Σωτῆρα καὶ νὰ ἀνυψώσει σὲ τέλεια δόξα τὸν ἀρχηγὸ καὶ αἴτιο τῆς σωτηρίας τους. Καὶ ἡ ἀνύψωση αὐτὴ ἔγινε μὲ παθήματα καὶ σκληρὸ θάνατο. Μ᾿ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἐξιλέωσε γιὰ τίς ἁμαρτίες μας καὶ ἀναδείχθηκε τέλειος Σωτῆρας)» [Ἑβρ. 2,10]. «Ἔπρεπε δηλαδή», λέγει, «Αὐτὸς ποὺ τὰ φροντίζει καὶ τὰ δημιούργησε ὅλα, νὰ παραδώσει τὸν Υἱό Του γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων, τὸν ἕνα γιὰ χάρη τῶν πολλῶν». Ὅμως δὲν εἶπε αὐτό, ἀλλὰ «νὰ τὸν κάνει τέλειο μὲ τὰ παθήματα», γιὰ νὰ δείξει ὅτι ὅποιος πάθει γιὰ χάρη κάποιου ἄλλου δὲν ὠφελεῖ αὐτὸν μόνο, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος γίνεται λαμπρότερος καὶ τελειότερος. «Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπε στοὺς πιστούς», λέγει, «γιὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνει. Καθόσον καὶ ὁ Χριστὸς τότε δοξάστηκε, ὅταν ἔπαθε». Ὅταν λέγω ὅτι δοξάστηκε, νὰ μὴν νομίσεις ὅτι Αὐτὸς προσέλαβε δόξα. Γιατί τὴν δόξα τῆς φύσης τὴν εἶχε πάντοτε καὶ δὲν ἔλαβε τίποτε τότε.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου