ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ματθ. 14, 14-22
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
«Καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν
κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις»
(Ματθ. 14, 20)
ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ, ἀγαπητοί μου, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνη μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἄς δοῦμε πῶς ἔγινε
* * *
Ὁ Χριστὸς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του εἶχε ἀποσυρθῆ σὲ ἔρημο τόπο. Ἀλλʼ ὁ λαός, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν θαύμαζε, αἰσθάνθηκε πολὺ τὴν ἔλλειψί του. Ἤθελε νὰ τὸν ἀκούη, νὰ βλέπεη τὰ θαύματα καὶ νὰ ἀπολαμβάνη τὶς εὐεργεσίες του. Ὁ Χριστὸς ἦταν γιὰ τὸ λαὸ ἀναγκαῖος περισσότερο ἀπʼ ὅτι εἶνε τὸ ψωμὶ γιὰ τὸν πεινασμένο, τὸ νερὸ γιὰ τὸν διψασμένο καὶ τὸ φάρμακο γιὰ τὸν ἄρρωστο.
Τὸν ζήτησαν, καὶ τέλος ἀνακάλυψαν τὸ μέρος ὅπου εἶχε ἀποσυρθῆ. Καὶ ἐντὸς ὀλίγου ἡ ἔρημος ἔγινε πόλις πολυάνθρωπος. Κάτοικοι ἀπʼ ὅλα τὰ χωριὰ ξεκίνησαν καὶ ἦρθαν στὴν ἔρημο.
Ὁ Χριστὸς ἄρχισε νὰ διδάσκη τὸ λαό. Ὁ λαὸς εὐχαριστιόταν νʼ ἀκούη τὴν ὡραία του διδασκαλία. Περνοῦσαν ὥρες καὶ ὁ λαὸς δὲν κουραζόταν νὰ τὸν ἀκούη. Ἦταν τόση ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίασι ποὺ αἰσθάνονταν ἀκούγοντας τὸ Χριστό, ὥστε εἶχαν λησμονήσει καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς τροφῆς. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ἦταν τροφὴ ἀνώτερη, ἐκλεκτή, πιὸ γλυκειὰ κι ἀπὸ τὸ μέλι. Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν περιωρίστηκε μόνο στὴ διδασκαλία, ἀλλὰ θεράπευσε καὶ τοὺς ἀρρώστους ποὺ εἶχαν φέρει μαζί τους οἱ ἄνθρωποι.
Ἡ ὥρα εἶχε περάσει πιά. Ὁ ἥλιος πλησίαζε νὰ βασιλέψη. Καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ἀνησυχοῦσαν γιὰ τὸ πλῆθος ἐκεῖνο τοῦ λαοῦ ποὺ ἔμεινε νηστικό. Παρακάλεσαν τὸ Χριστό, νʼ ἀφήση τὸ λαὸ νὰ φύγη, γιὰ νὰ πᾶνε στὰ κοντινὰ χωριὰ νὰ βροῦν τροφή. Ἀλλʼ ὁ Χριστὸς δὲν δέχθηκε.
«Σεῖς», εἶπε, «νὰ τοὺς δώσετε τροφή». «Ἐμεῖς», ἀπάντησαν οἱ ἀπόστολοι, «δὲν ἔχουμε παρὰ μόνο πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια. Εἶνε φυσικῶς ἀδύνατο τὰ ἐλάχιστα αὐτὰ τρόφιμα νὰ θρέψουν ἕναν ὁλόκληρο λαό» (Ματθ. 14, 16-17).
Ὁ Χριστὸς τότε διέταξε νὰ καθήση ὁ λαὸς πάνω στὰ χόρτα. Πῆρε στὰ ἅγια χέρια του τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δυὸ ψάρια, ὕψωσε τὰ μάτια του στὸν ούρανό, προσευχήθηκε, εὐλόγησε, καὶ ἔδωσε τοὺς ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύες στοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς διέταξε νὰ κάνουν διανομή. Διανέμοντας δὲ οἱ μαθηταὶ τοὺς ἄρτους εἶδαν τὸ μέγα θαῦμα, ὅτι τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια δὲν τελείωναν, ἀλλὰ κατὰ θαυμαστὸ τρόπο αὐξάνονταν καὶ πολλαπλασιάζονταν καὶ ἔφθασαν νὰ φάη καὶ νὰ χορτάση ὅλος ὁ λαός. Ἦταν δὲ μόνο οἱ ἄνδρες πέντε χιλιάδες. Ἐὰν δὲ σʼ αὐτὸ τὸν ἀριθμὸ προστεθοῦν καὶ οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ποὺ στὶς περιπτώσεις αὐτὲς εἶναι διπλάσιοι καὶ τριπλάσιοι, τότε μία ὁλόκληρη πόλις ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔφαγε καὶ χόρτασε μὲ τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια.
Οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ ἄθεοι δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν τὸ θαῦμα αὐτό. Ἀλλὰ τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ ἐπαναλαμβάνεται σʼ ὅλη τὴ γῆ.
Λέγεται, ὅτι πρὶν ἀνακαλυφθῆ ἡ Ἀμερική, στὴ μεγάλη αὐτὴ ἤπειρο ἦταν τελείως ἄγνωστη ἡ καλλιέργεια τοῦ σίτου. Ὅταν ἦρθαν οἱ πρῶτοι μετανάστες, ἔφεραν μαζί τους καὶ μερικὰ σακκιὰ σιτάρι. Καθάρισαν τὸ χέρσο μέρος καὶ ἔσπειραν τὸ σπόρο. Καὶ ὁ λίγος ἐκεῖνος σπόρος φύτρωσε. Καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ θερισμοῦ, οἱ μετανάστες εἶδαν τὸ σπόρο νὰ πολλαπλασιάζεται καὶ νὰ γεμίζη τὶς ἀποθῆκες. Τὸ λίγο ἔγινε πολύ. Καὶ τὸ σιτάρι μὲ τὴν καλλιέργεια νέων ἐκτάσεων διαρκῶς πολλαπλασιαζόταν καὶ ἔτσι ἡ μεγάλη αὐτὴ χώρα ἔγινε ὁ σιτοβολώνας τοῦ κόσμου. Φαντασθῆτε˙ τὸ λίγο σιτάρι ποὺ ἔφεραν οἱ πρῶτοι μετανάστες, αὐξήθηκε καὶ πολλαπλασιάσθηκε καταπληκτικά! Αὐτὸ δὲν εἶνε θαῦμα;
Ὁ Θεὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ κλείνει μέσα σʼ ἕνα σπόρο τέτοια δύναμι, ὥστε ὁ ἕνας κόκκος νὰ γίνεται τριάντα, ἐξήντα, ἑκατό. Μιὰ λοιπὸν εἰκόνα τοῦ θαύματος ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο, μὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύες,, εἶνε ὅ,τι βλέπουμε νὰ γίνεται στὸν φυσικὸ κόσμο. Ὁ Κύριος εὐλογεῖ συνεχῶς τὴ γῆ καὶ ἡ γῆ ἀποδίδει μεγάλη καρποφορία, πλούσια σοδειά, ποὺ εἶνε ἱκανὴ νὰ θρέψη ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια ἀνθρώπους.
* * *
Ἀλλὰ ἐγώ, ἀγαπητοί μου, θέλω νὰ προσέξετε ἐκεῖνο ποὺ διέταξε ὁ Χριστὸς στὸ τέλος τοῦ θαύματος. Περίσσεψαν, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ψωμιὰ καὶ ὁ Χριστὸς διέταξε τοὺς μαθητὰς νὰ τὰ μαζέψουν ὅλα. Καὶ οἱ μαθηταὶ τὰ μάζεψαν καὶ γτέμισαν δώδεκα κοφίνια, ὅσοι δηλαδὴ ἦταν οἱ μαθηταί. Πῆρε τὸ δικό του κοφίνι κι ὁ Ἰούδας ὁ προδότης.
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα˙ Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ πολλαπλασιάζη τὰ λίγα ψωμιὰ καὶ νὰ τρέφη τοὺς πεινασμένους, γιατὶ νὰ διατάξη νὰ μαζευτοῦν τὰ περισσεύματα; Κάθε φορά, ποὺ θὰ παρουσιαζόταν ἀνάγκη τροφῆς, θὰ μποροῦσε νὰ εὐλογῆ καὶ νὰ πολλαπλασιάζη τὰ τρόφιμα.
Αὐτὸ ποὺ διέταξε ὁ Χριστὸς νὰ κάνουν οἱ μαθηταὶ εἶνε πολὺ διδακτικὸ γιὰ ὅλους μας. Ὁ Χριστός, διατάζοντας νὰ μαζευτοῦν τὰ περισσεύματα, θέλει νὰ μᾶς διδάξη ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε οἰκονόμοι.
Ἡ οἰκονομία ἀρετή, ποὺ βρίσκεται ἀνάμεσα στὰ δύο ἄκρα˙ ἀνάμεσα στὴ φιλαργυρία καὶ τὴ σπατάλη. Φιλαργυρία εἶνε νὰ μαζεύη ὁ ἄνθρωπος πάντοτε ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα καὶ εἰ δυνατὸν νὰ μὴ ξοδεύη τίποτε. Ὅλο νὰ παίρνη καὶ ποτέ νὰ μὴ δίνη. Αυτὸ εἶνε τὸ ἕνα ἄκρο. Τὸ δὲ ἄλλο ἄκρο εἶνε ἡ σπατάλη. Δηλαδή, νὰ ξοδεύη κανεὶς περισσότερα ἀπʼ ὅτι χρειάζεται. Καὶ τὰ δύο εἶνε κακά, ποὺ τὰ καταδικάζει τὸ Εὐαγγέλιο.
* * *
Ἡ σπατάλη, ἀγαπητοί μου, στὸν αἰῶνα μας πῆρε μεγάλες διαστάσεις καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν σὲ μεγάλες καὶ βιομηχανικὲς χ-ωρες σπαταλοῦν τεράστια ποσὰ γιὰ πράγματα, ποὺ τὰ περισσότερα δὲν εἶνε ἀναγκαῖα καὶ χρήσιμα.
Ἔτσι δημιουργήθηκε μιὰ νέα κοινωνία, κοινωνία σπατάλης καὶ ἀσωτίας, κοινωνία ποὺ ὀνομάζεται καταναλωτικὴ κοινωνία. Ὅσο δὲ ἕνας λαὸς ξοδεύει περισσότερα τόσο θεωρεῖται προωδευμένος. Καμμιὰ πλέον οἰκονομία. Φοβερὴ σπατάλη σὲ ὅλα τὰ εἴδη.
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Οἰκτρό. Ἡ σπατάλη κινδυνεύει νὰ γίνη ὁ τάφος τῆς ἀνθρωπότητος. Παράδειγμα ἔχουμε τὸ πετρέλαιο. Τὸ πολύτιμο αὐτὸ ὑγρὸ ἔκλεισε ὁ Θεὸς μέσα στὰ σπλάχνα τῆς γῆς. Σχηματίζει ὑπογείους ποταμούς, λίμνες καὶ θάλασσες. Ἐὰν γινόταν οἰκονομία, οἱ εἰδικοὶ λένε ὅτι τὸ πετρέλαιο θὰ ἔφθανε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες. Ἀλλὰ γίνεται τόση σπατάλη, ὥστε οἱ πετρελαιοπηγὲς κινδυνεύουν νὰ στερέψουν καὶ νὰ σταματήση κάθε βιομηχανικὴ κίνησι καὶ δραστηριότης τοῦ ἀνθρώπου.
Σπατάλη στὸ πετρέλαιο. Ἀλλὰ σπατάλη καὶ στὰ τρόφιμα. Σπατάλη στὰ ποτά. Σπατάλη στὴν ἐνδυμασία. Σπατάλη σἐ ὅλα τὰ εἴδη.
Ὦ δώδεκα κόφινοι τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου! Διδάξτε τὴ σύγχρονη σπάταλη ἀνθρωπότητα, πόση σπουδαιότητα ἔχει ἡ οἰκονομία, καὶ ὅτι τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὰ χορηγεῖ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ ὄχι γιὰ νὰ τὰ σπαταλοῦμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε μὲ μέτρο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν'', σελ. 188-193 (ἕκδοσις Γ΄, ''Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ'', Ἀθῆναι 1990).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου