Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (19. ΝΤΟΚΤΟΡ ΓΙΑΝΝΗ)

 ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ



Γεώργιος Χ. Μόδης

Εκλεκτά Διηγήματα


Στις φυλακές του Επταπυργίου (Γεντι-Κουλέ) της Θεσσαλονίκης ο κατάδικος Ντόκτορ Γιάννη είχε μεγάλες επιτυχίες. Αναδείχθηκε λαμπρός Ασκληπιάδης. Η φήμη του γλήγορα ξεπέρασε τα υψηλά τείχη του μεσαιωνικού φρουρίου. «Ντόκτορ Γιάννη» δεν ήταν άλλος απʼ τον υπολοχαγό του πυροβολικού Αμβράσογλου. Είχε υπηρετήσει μερικούς μήνες μέσα στην Θεσσαλονίκη με το ψευδώνυμο Αμβρακιώτης. Ζήλεψε όμως δόξα αρματωλική. Ήταν συμμαθητής και φίλος του Παύλου Μελά. Μʼ ένα σώμα που καταρτίσθηκε στην Θεσσαλονίκη ξεκίνησε για την δυσκολότερη ίσως περιοχή Γούμεντζα-Γευγελή-Μπέλες χωρίς σοβαρή οργάνωση και προπαρασκευή της. Δεν υπήρχε ακόμα πολλή πείρα γιʼ αυτά τα πράγματα. Αιχμαλωτίσθηκε από Τουρκικό απόσπασπα μια ζεστή μέρα του Αυγούστου 1905 καταμεσίς στον κάμπο του Κιλκίς προτού καν προλάβει να φθάσει στην περιφέρεια, όπου θα έδρεπε τις πολεμικές δάφνες του. Δύο παιδιά έπεσαν «Πέτρος» και «Γιάννης» απʼ την Στρώμνιτσα, αληθινά «άγνωστοι στρατιώτες» του Μακεδονικού Αγώνα.

Είχε την πρόβλεψη να δηλώσει πως ήταν γιατρός και όχι αρχηγός του σώματος. Έτσι έφαγε απʼ το Έκτακτο Δικαστήριο (Μαχκεμέι Φεφκιλαντέ) της Θεσσαλονίκης έξι μόνο χρονάκια φυλακή.

Δεν άργησε όμως να καταλάβει ότι βαρειά είναι και η ιατρική όπως και η καλογερική.

Όταν τον έκλεισαν σʼ ένα υγρό και σκοτεινό θάλαμο του Επταπυργίου γεμάτο χωριάτες, Τούρκους κακούργους, και τον κτύπησε η βόχα και η βαθειά μυρωδιά ένιωσε ζάλη. Λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. Αρπάχθηκε απʼ το σίδηρο ενός μικρού παραθύρου που έμπαζε περισσότερη υγρασία παρά φως και έσφιξε χέρια και δόντια για να σταθεί όρθιος. Άναψε ένα τσιγάρο. Είδε πως τα δάκτυλα του έτρεμαν. Δεν είχε ποτέ φαντασθεί τέτοιο κατάντημα. Η αυτοκτονία ήταν η μόνη διέξοδος.

Απʼ τους θλιβερούς λογισμούς του τον ξύπνησε κάποιος εκεί πλαγιασμένος.

- Κυρʼ γιατρέ, είπε με φωνή μισοβυθισμένη. Δεν θα μου δώκʼς κάνα γιατρικό; Είμʼ άρρουστος.

Ο Αμβράσογλου ετοιμάσθηκε να ξεστομίσει:

- Άμε στο διάβολο και συ και η αρρώστια σου.

Τον είδε όμως τόσο αδύνατο και κακομοιριασμένο! Η ελονοσία τον είχε σακατέψει. Ήταν ένας μεσόκοπος χωρικός απʼ τον κάμπο της Βέροιας, που τον είχαν πιάσει να κουβαλάει τρόφιμα στον Βάλτο των Γιαννιτσών.

- Έχεις πυρεττό; τον ρώτησε με συμπόνοια.

- Ιέχʼ.

Άνοιξε ευθύς τη μικρή βαλίτσα του και έβγαλε μια δυνατή δόση κινίνη. Είχε κρατήσει μερικά φάρμακα για να δείχνει πως ήταν πραγματικά γιατρός. Έλιωσε την κινίνη σʼ ένα φλυτζάνι με νερό που είδε μπροστά του και το ʼδώσε του χωρικού.

- Άμα σταματήσει η θέρμη πιέτο. Μα να είσαι νηστικός.

Είχε συνηθίσει στην πυροβολαρχία του να δίνει «διαλελυμένη» κινίνη στους στρατιώτες του.

- Σάμτις τρούω τίπτες;! Αποκρίθηκε ο χωρικός. Κι θέρμʼ δεν εχʼ.

Ο Αμβράσουγλου έβαλε το χέρι στο μέτωπο του χωρικού. Πραγματικά δεν είχε πυρετό. Ήταν πνιγμένος στον ιδρώτα.

Του ʼδώσε και ήπιε την κινίνη. Ένιωσε και ο ίδιος μεγάλη ψυχική ανακούφιση. Είχε κάμει κάτι καλό σʼ ένα άτυχο συνάνθρωπο και φυλακισμένο άρρωστο που είχε και οικογένεια.

Έριξε μια ματιά γύρω του. Είδε τον θάλαμο γεμάτο.

Κοντά στον άρρωστο ένας άλλος απʼ τα χωριά της Καρατζόβας και ένας Τούρκος απʼ τα μέρη του Λαγκαδά καθάριζαν τις φανέλλες απʼ τα ζωύφια. Παρέκει ένας Τουρκαλβανός μπάλωνε ένα κουρελιασμένο εσώρουχο. Τέσσαρες αντάρτες σε μια γωνία έπαιζαν χαρτιά «ξερή» σε καφέδες. Δύο Τουρκαλβανοί έβγαλαν ζάρια που είχαν κρυμμένα στο ζουνάρι και έπαιζαν εκατοντάδες λίρες... φανταστικές. Πολλοί κοιμούνταν και άλλοι σιγοτραγουδούσαν ξαπλωμένοι. Όλοι όμως αντίκριζαν με καταπληκτική απάθεια και στωικότητα την κατάστασή τους, χωρίς να εξαιρούνται εκείνοι που είχαν καταδίκη στη ράχη για εκατόν ένα χρόνια (γιούζ-μπίρ).

Κατάλαβε ότι έπρεπε και αυτός με τον ίδιο μοιρολατρικό θώρακα να οπλιστεί.

Το πρωί ο άρρωστος παρουσίασε μεγάλη βελτίωση.

Ευθύς ένας Έλληνας και ένας Τούρκος εζήτησαν την ιατρική συνδρομή του. Και σαν έγινε «παϊντός» (διάλειμμα) και άνοιξαν οι θάλαμοι παρουσιάσθηκαν άλλοι τρεις να τους εξετάσει. Είχαν μάθει γλήγορα και οι άλλοι θάλαμοι την επιστημονική του δεινότητα...

Βρέθηκε σε δύσκολη και σχεδόν τραγική θέση. Να σηκώσιε τα χέρια και να τους πει την αλήθεια;! Θα είχε φασαρίες με τις αρχές για την απάτη. Να εξακολουθήσει να παριστάνει τον γιατρό;! Δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνο. Ως τόσο προτίμησε να μη «θίξει τα κακώς κείμενα...».

Έδωσε στους αρρώστους κινίνη, ασπιρίνη και καθάρσιο. Ακολούθησε την σύσταση του πατέρα της Ιατρικής Ιπποκράτη «μη βλάπτειν».

Τους έλεγε και λίγα καλά λόγια που άξιζαν πολλά φάρμακα.

Είδε εξ άλλου ότι όλοι σχεδόν οι ένοικοι του Επταπυργίου δεν είχαν γνωρίσει γιατρό στη ζωή τους. Οι Τούρκοι μάλιστα και οι Τουρκαλβανοί τα μόνα φάρμακα που είχαν χρησιμοποιήσει ήσαν ξόρκια και φυλακτά με ρητά του Κορανίου κρεμασμένα απʼ το λαιμό...

Πολύ γλήγορα έγινε πασίγνωστος σʼ όλη την μεγάλη φυλακή και ίνδαλμα των φυλακισμένων. Κάθε πρωί όταν άνοιγαν οι θάλαμοι πλήθος έτρεχαν στον «Ντόκτορ Γιάννη» σαν μια καινούργια κολυμβήθρα του Σιλωάμ.

Άρχισαν να προστρέχουν στα επιστημονικά του φώτα και δεσμοφύλακες και χωροφύλακες!

Αναγκάσθηκε να ζητήσει πρόχειρα ιατρικά βιβλία και να βυθισθεί στη μελέτη τους... Ήταν ο καλλίτερος τρόπος για να σκοτώνει τις καταθλιπτικές και δυσκίνητες ώρες του... Ο φίλος του φαρμακοποιός Μιλτιάδης Κένας του έστειλε ένα συνταγολόγιο.

Ο Διευθυντής των φυλακών με την βοήθεια και των φίλων της Θεσσαλονίκης του ʼδώσε ένα μικρό χωριστὸ και καθαρό δωματιάκι όπου ήτνα ολομόναχος.

Αρρώστησε μια μέρα και ο Διευθυντής. Ήλθαν με τʼ αμάξια τους στο Επταπύργιο οι δύο επίσημοι κρατικοί γιατροί ένας Εβραίος πασάς και ο Ιβραήμ εφέντης. Ο Διευθυντής εζήτησε να πάρει μέρος στο ιατρικό συμβούλιο και ο Ντόκτορ Γιάννη. Πήγε με φόβο και πολλά καρδιοχτύπια. Δεν υπήρχε κίνδυνος να τον ξεσκεπάσουν οι δυο παλιοί και πολύπειροι γιατροί; Είδε όμως ότι είχαν και αυτοί σχέση με την ιατρική όση και με την Κίνα. Κάποιος μεγάλος πασάς τους είχε διορίσει «γιατρούς» χωρίς να έχουν περάσει από πανεπιστήμιο, ανατομεία και κουραφέξαλα!... Πήρε θάρρος και με πολύ θράσος έκαμε την διάγνωση και καθόρισε την θεραπεία.

Ο Διευθυντής το φώναξε παντού ότι στον Ντόκτορ Γιάννη χρεωστούσε τη σωτηρία του. Δεν ήξερε πως να του εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη. Τον άφησε ελεύθερο να γυρίζει στο Επταπύργιο.

Ακόμα και ένας μεγάλος μπέης της Θεσσαλονίκης έστειλε το αμάξι του και τον πήρε να ιδεί την άρρωστη κόρη του. Βρήκε εκεί και τον φίλο του γιατρό Ζάννα που δύσκολα κρατούσε τα γέλια. Αναγκάσθηκε όμως να διαβεβαιώσει τον μπέη ότι ο Ντόκτορ Γιάννη ήταν πολύ δυνατός επιστήμονας.

Ωστόσο ανυπομονούσε ο Ντόκτορ Γιάννη να βρεθεί έξω απ» τα τείχη του Επταπυργίου. Είχε διαλέξει την ελευθερία. Επίεζε αδιάκοπα τους φίλους του στην Θεσσαλονίκη να τον πάρουν απʼ την ανυπόφορη «κόλαση».

Κατόρθωσαν στο τέλος να οργανώσουν την δραπέτευση του με το κάρο των σκουπιδιών. Ένα κάρο πήγαινε δύο φορές την εβδομάδα στο Επταπύργιο για τʼ απορρίματα. Το φόρτωναν φυλακισμένοι με την επίβλεψη κάποιου δεσμοφύλακα. Στην έξοδο άλλος δεσμοφύλακας εβύθιζε ένα σιδερένιο ραβδί στα σκουπίδια για να βεβαιωθεί ότι δεν έκρυβαν τίποτε άλλο. Ήσαν όλα «κανονισμένα». Την τελευταία όμως στιγμή θυμήθηκε ο Ντόκτορ Γιάννη ότι ήταν αξιωματικός και δεν ταίριαζε στην αξιοπρέπεια του να κρυφθεί σε απορρίματα και ακαθαρσίες...

Επωφελήθηκε ένας αντάρτης, ο Παναγιώτης Μάμολης, βγήκε λερωμένος απʼ τα σκουπίδια, έπεσε πάνω σε μια διμοιρία χωροφύλακες! Έκαμε τον μεθυσμένο και πέρασε ανενόχλητος.

Την ημέρα του Αγίου Νικολάου το 1906 έπεφτε ψιλή και κρύα βροχή. Ανάλαφρες γάζες κατέβαιναν στο Επταπύργιο σαν να ʼθελαν να σκεπάσουν τα ψυχικά τραύματα των φυλακισμένων. Αριστερά ο Χορτιάτης είχε φορέσει άσπρη κουκούλα και μουντός απλωνόταν κάτω ο Θερμαϊκός, αντίκρυ στο βάθος ο γέρο Όλυμπος είχε ολότελα χαθεί στα σύννεφα. Αν εξακολουθούσαν να κατοικούν εκεί οι θεοί ήσαν επίσης χαμένοι.

Κατά το μεσημέρι ο δεσμοφύλακας Αμπετίν πήγε και κάθισε στο κατ΄φωλι του μικρού φυλακίου πλάι στην μεγάλη πόρτα. Φορούσε ένα παλτό από χονδρό χωριάτικο σαγιάκι. Ωστόσο έτρεμε. Πολλές αρρώστιες τον είχαν βρει τον τελευταίο καιρό. Πονούσαν η κοιλιά, το κεφάλι, η πλάτη, το στήθος, τα πόδια χωρίς να μπορέσει ούδʼ ο «Ντόκτορ Γιάννη» να καθορίσει την αρρώστια του. Κάτι μασούσε. Πέρασε κείνη την στιγμή ο Υποδιευθυντής που πήγαινε στο σπίτι του, κάπου εκεί σιμά.

- Πάλι άρρωστος Αμπετίν; του είπε.

- Με ξανάπιασε μπέη μου η αρρώστια.

- Μα δεν είχες γίνει καλά;

- Ο Αλλάχ να σε φυλάει απʼ τις αρρώστιες, μπέη μου. Σκέπτομαι τα φτωχά παιδιά μου. Τʼ αφήνω στον Αλλάχ και στα χέρια σου. Οι γιατροί μονάχα λόγια. Δεν είναι για τίποτε. Ο Αλλάχ είναι μεγάλος.

Έβγαλε κάτι από ένα κουτί και το ʼβαλε στο στόμα.

- Τι τρως Αμπετίν; Έχεις βλέπω όρεξη.

- Παίρνω το γιατρικό μου, μπέη.

- Μα είναι κουτί από λουκούμια.

- Είναι λουκούμια με το γιατρικό.

Πρώτη φορά ακούω τέτοιο πράγμα λουκούμια! φάρμακο!

- Είναι καλά, μπέη μου, μούκαναν καλό. Ένας γέρος Εβραίος με κάτασπρα μεγάλα γένεια μου τα ʼδωσε. Ο Αλλάχ να του δώσει ζωή, θέλεις να τα δοκιμάσεις; Κακό δεν κάνουν.

- Ας τα ιδούμε λοιπόν, τα λουκούμια – φάρμακο σου. Έβαλε ένα στο στόμα.

- Χμ. Άσχημα δεν είναι. Τα φάρμακα που έχω πάρει ως τώρα ήταν πικρά και άνοστα. Αυτός ο γεροτσιφούτης να ʼναι καλός. Ίσως μου χρειασθεί.

Μόλις ο Υποδιευθυντής έφυγε πρόβαλαν απʼ το φυλάκιο δύο δεσμοφύλακες.

- Δεν θα μας δώσεις και μας Αμπετίν κανένα λουκούμι; είπαν.

- Μα είναι γιατρικό. Δεν είναι λουκούμια. Δεν το ακούσατε;

- Ας είναι. Μας πονάει και μας η κοιλιά, η πλάτη, το χέρι...

- Για το Θεό. Μη παίζετε παιδιά με τις αρρώστιες.

- Μονάχα στους τρανούς Αμπετίν δίνεις; Εμάς τους μικρούς συναδέλφους σου δεν μας λογαριάζεις καθόλου;

- Ωχ μάνα μου. Γιατί το παίρνετε έτσι;

- Πως να μην το παίρνουμε; Στον Υποδιευθυντή έδωσες. Εμείς οι συνάδελφοι σου δεν αξίζουμε ένα λουκούμι;

- Καλά, καλά. Πάρτε και σεις. Αφού κάνετε σαν μικρά παιδιά. Τι να κάμω; Τρώμε τόσα χρόνια μαζί το ψωμί. Και τους έδωσε από ένα λουκούμι.

Πετάχτηκαν τότε και οι δυο χωροφύλακες που φύλαγαν έξω στην πόρτα.

- Για μας Αμπετίν αγά δεν έχει λουκούμια;

- Αλλάχ Αλλάχ! Γιατρικό είναι.

- Γιατρικό ξεγιατρικό και μεις θέλουμε. Δνε είμαστε γαϊδούρια.

- Βρε τρελόπαιδα. Βλέπετε είμαι άρρωστος. Που να ξαναβρώ εγώ τον γεροεβραίο που μου τα ʼδωσε;!

- Θα τον βρεις Αμπετινάκι, θα σε βοηθήσουμε και μεις.

- Μωρέ να σας κεράσω έπειτα κάτω στο καφενείο λουκούμια, καφέδες, ό,τι θέλετε. Μην μου χαλάτε άδικα το γιατρικό.

- Τώρα το θέλουμε το λουκούμι, Αμπετίν αγά.

- Μα τον Αλλάχ. Τι άνθρωποι είσθε; Δεν παίρνετε από λόγια. Ούτε τα μωρά παιδιά δεν κάνουν έτσι... Ουφ, πάρτε επί τέλους και σεις και αφήστε με ήσυχο στα χάλια μου.

Έδωσε και σʼ αυτούς από ένα λουκούμι.

Σε λίγο και οι τέσσερις ξαπλώθηκαν φαρδείς πλατείς στο καλντερίμι και κοιμήθηκαν...

Είχε πάρει ο Αμπετίν απʼ τον φαρμακοποιό Μιλτιάδη Κενά λουκούμια ζυμωμένα με μορφίνη. Είχαν συμφωνήσει να του μετρήσει εκατό χρυσές τουρκικές λίρες μόλις ο ντόκτορ Γιάννη έβγαινε απʼ τη φυλακή. Ο γιατρός Ζάννας που τον σέβονταν όλοι οι Τούρκοι μεγάλοι και μικροί εγγυήθηκε.

Απʼ αυτά τα λουκούμια έδωσε ο Αμπετίν στους δεσμοφύλακες και χωροφύλακες.

Είχε και άλλα καλά που έτρωγε απʼ τη μεγάλη πόρτα της φυλακής με όλη την ησυχία και όλη την αξιοπρέπεια. Πήρε μαζί και το πρωτοπαλίκαρό του.

Είχε ορισθεί ἐνα παιδί του Εκτελεστικού, ο Βεΐτζογλου, να τον περιμένει. Την ώρα όμως που ανέβαινε για το Επταπύργιο είδε σε μια κηδεία κάποιον Σταυράκη, όργανο των Βουλγάρων, που είχε εντολή να τον ξεκάμει και πολύν καιρό τον κυνηγούσε. Και προτίμησε νʼ ασχοληθεί μαζί του παρά να περιμένει τον ντόκτορα...

Ο Ντόκτορ Γιάννη όταν είδε πως κανένας δεν περίμενε να τον παραλάβει τράβηξε ίσια στο σπίτι του Ζάννα που το ήξερε καλά. Απʼ εκεί με το αμάξι του γιατρού πήγε σʼ ένα άλλο σπίτι και έπειτα στου Χατζηλαζάρου που ήταν επίτιμος Αμερικανός Πρόξενος. Σύμφωνα με τις «Δρομολογήσεις» το προξενικό σπίτι ήταν απαραβίαστο και ιερό για τις τουρκικές αρχές.

Ο Αμπετίν πήρε κι αυτός μορφινισμένο λουκούμι σαν είδε ότι ο Ντόκτορ έφυγε ανενόχλητος.

Κάποτε ένας δεσμοφύλακας είδε τους πέντε ξαπλωμένους και έβαλε τις φωνές. Έτρεξαν όλοι. Νόμισαν πως κάποια τρομερή επιδημία είχε εισβάλει απʼ την ανοικτή μεγάλη πόρτα. Όταν όμως είδαν ότι είχαν κανονική ανάσα και τον σφυγμό και ο Ντόκτορ Γιάννης ήταν άφαντος κατάλαβαν...

Ο Χιλμή πασάς και οι δυο «πράκτορες» (Ρώσσος και Αυστριακός) σκύλιασαν και επρόσταξαν αυστηρότατες ανακρίσεις.

Ο Αμπετίν πέθανε από το ξύλο. Τις 100 λίρες τις πήρε η οικογένεια του.

Το βράδυ, μεγάλη κουστωδία από αστυνομικούς, εκύκλωσε το σπίτι του Ζάννα και έκαμε έρευνα. Ήξεραν ότι τα παιδιά του πήγαιναν τακτικά στο Επταπύργιο, με τρόφιμα, και έβλεπαν τον Ντόκτορ Γιάννη.

Δεν βρήκαν τίποτε. Ήπιαν μονάχα πολύ ούζο και έφαγαν μεζέδες το βραδυνό φαγί.

Υπήρχε και συνέχεια. Ο Ζάννας διαμαρτυρήθηκε για την έρευνα στο φίλο του αρχίατρο των ανακτόρων του Γιλδίζ. Και αυστηρό τηλεγράφημα του Σουλτάνου επρόσταξε τον βαλή να ζητήσει συγγνώμη απʼ τον γιατρό που είχε τιμηθεί και με ανώτερο παράσημο


(«Ντόκτορ Γιάννη»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου