Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

Μάθημα περὶ θανάτου «Καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (Λουκ. 7,14)

 



Μάθημα περὶ θανάτου 

«Καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (Λουκ. 7,14)

Ἀκούγοντας τὸ ὄνομα «Χριστός»,ἀγαπητοί μου, πολλοὶ ἀκόμη καὶ θρησκεύοντες δὲν ἀντιλαμβάνονται τὴν πλήρη ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας· τὸ ὄνομα «Χριστός», μόνο του, δὲν ἀποδίδει ὅλο τὸ ὕψος καὶ τὸ βάθος τῆς πραγματικότητος γιὰ τὸ πρόσω πο τοῦ Σωτῆρος μας· ἀναφέρεται κυρίως στὴν ἀνθρώπινη φύσι του. Τὸ ὄνομα «Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς» δηλώνει καὶ τὶς δύο φύσεις.

Ἡ λέξι «χριστός» (ἀπὸ τὸ ῥῆμα χρίω ποὺ ση μαίνει «ἀλείφω» ἢ «ἀλείβω»), θὰ πῇ «χρισμένος», «ἀλειμμένος». Σύμφωνα δὲ μὲ τὴν ἁγία Γραφή, «χριστοὶ Κυρίου», χρισμένοι - ἀλειμ μένοι μὲ ἱερὸ λάδι γιὰ τὸν Κύριο, ἦταν καὶ ἄλ λοι ἄνθρωποι, οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἀσκοῦσαν ἐξουσία μὲ θεϊκὴ ἐντολή(βλ. π.χ. Λευϊτ. 4,5,16· 21,10. Α΄ Βασ. 16,12-13· 24,7· 26,9 κ.ἀ.). Αὐτοὶ πρὶν ἀναλάβουν τὰ καθήκοντά τους ἐχρίοντο, ἀλείφονταν, μὲ λά δι. Αὐτοὶ ἦταν οἱ μικροὶ «χριστοί», μὲ μικρὸ χῖ. Ὁ ἕνας κατ᾽ ἐξοχὴν καὶ μοναδικὸς «Χριστὸς Κυρίου»(Λουκ. 2,26), μὲ χῖ κεφαλαῖο, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Δὲν τὸν ἔχρισε ἄνθρω πος μὲ λάδι· τὸν ἔχρισε αὐτὸς ὁ Θεὸς μὲ Πνεῦμα ἅγιο(βλ. Ἠσ. 61,1=Λουκ. 4,18. Πράξ. 10,38).

Ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ ἐμφανίστηκε βέβαια ὡς ἄνθρωπος στὴ γῆ· γεννήθηκε ἀπὸ ἁ γία μητέρα, τῆς ἀχράντον ὑπεραγίαν Θεοτό κον. Ἀλλὰ εἶνε Θεός, Θεὸς ἀληθινός, τὸ δεύ τερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος (τὸ τρίτο πρόσωπο εἶνε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο) – Τριὰς ἁ γία, τρισήλιος Θεότης, σῶσον ἡμᾶς!

Τὸ ὅτι εἶνε Θεὸς τὸ ἀποδεικνύουν τὰ θαύ ματά του. Ποιά θαύματα; Μὰ εἶνε ἄπειρα. Μετρᾷς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ; μετρᾷς τὶς στα γόνες τῶν ὠκεανῶν; μετρᾷς τὰ φύλλα τῶν δα σῶν; μετρᾷς τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου; Ἄλλο τόσο μπορεῖ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὰ θαύματα, ποὺ ἔ κανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

Ἕνα λοιπὸν ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶνε αὐτὸ ποὺ διηγεῖται σήμερα τὸ εὐαγγέλιο(βλ. Λουκ. 7,11-16).

* * *

Ὁ Ἰησοῦς, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς μα θητάς του καὶ κόσμο πολύ, ἐπισκέφθηκε τὴ Ναΐν, μιὰ πόλι ἂς ποῦμε σὰν τὴ Φλώρινα. Πῆ γε ἐκεῖ, γιὰ νὰ διδάξῃ, νὰ κατηχήσῃ τὸ λαό. Ἀλλὰ στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως εἶδαν νὰ γίνε ται ἐκφορὰ νεκροῦ, γινόταν κηδεία. Μέσα στὸ φέρετρο ἦταν ἕνας νέος, «νεανίσκος» ὅπως τὸν λέει τὸ εὐαγγέλιο (ἔ.ἀ. 7,14), καὶ πίσω ἀπ᾽ τὸ φέρετρο ἀκολουθοῦσε κλαίγοντας γοερὰ ἡ μητέρα τοῦ νεκροῦ, ποὺ ἦταν χήρα καὶ τὸν εἶχε μοναχοπαίδι· ἄλλη παρηγοριὰ καὶ στήρι γμα ἀπ᾽ αὐτὸν δὲν εἶχε. Πλῆθος λαοῦ τῆς πό λεως ἀκολουθοῦσε τὴν κηδεία.

Ὁ Χριστὸς σπλαχνίστηκε τὴ χήρα καὶ τῆς λέει· «Μὴ κλαῖε»(ἔ.ἀ. 7,13). Δὲν ἔμεινε ὅμως μόνο σ᾽ αὐτό· πλησίασε, ἐνῷ αὐτοὶ ποὺ σήκωναν τὸ φέρετρο σταμάτησαν, ἅπλωσε τὸ χέρι του πάνω στὸ νεκρὸ σῶμα, τὸ ἄγγιξε καὶ εἶπε· «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι», παλληκάρι, σ᾽ ἐσένα μιλῶ, σήκω ἐπάνω. Κι ἀμέσως, ἐκεῖ μπροστὰ σὲ ὅλους, ἔγινε τὸ θαῦμα· ὁ νεκρὸς νεανίσκος ἀνακάθισε μέσα στὸ φέρετρο καὶ ἄρχισε νὰ μιλάῃ! Ἔτσι ὁ Χριστὸς τὸν παρέ δωσε ἀναστημένο στὴ μητέρα του, καὶ τὰ δά κρυα τοῦ πένθους της ἔγιναν δάκρυα χαρᾶς.

Ὅλοι τότε μπροστὰ στὸ θαῦμα αὐτὸ ἔνιω σαν δέος γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Χαρού μενοι δόξαζαν μ᾽ ἕνα στόμα τὸ Θεὸ καὶ ἔλε γαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· Μεγάλος προφήτης ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας καὶ «ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ»(ἔ.ἀ. 7,14-16).

Αὐτὸ μὲ συντομία εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέ λιο. Τί λέει; Τὸ μάθημα εἶνε περὶ θανάτου

. * * *

Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὴ Γραφή, γεννήθηκε αθάνατος. Μικρόβιο δὲν ὑπῆρχε στὸν παράδεισο. Μετὰ τὴν ἁμαρτία παρουσιάστηκαν τὰ μι κρόβια τῶν ἀσθενειῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σήμερα ταλαιπωρούμεθα. Καὶ παρ᾽ ὅλες τὶς προσπά θειες τῶν ἐπιστημόνων, πολλὲς ἀσθένειες μέ νουν ἀνίατες καὶ πεθαίνουμε. Ὡς τιμωρία τῶν ἁμαρτιῶν μας παρουσιάστηκαν ὁ καρκίνος, τὸ ἔητζ (aids) καὶ ἄλλες ἀσθένειες, ποὺ θερίζουν κόσμο. Ὁ ἀθάνατος ἄνθρωπος ἔγινε θνητὸς καὶ πεθαίνει. Ὁ χρόνος ποὺ ζῇ ἐπὶ τῆς γῆς εἶ νε ὡρισμένος· σὲ ἄλλον μικρότερος, σὲ ἄλ λον μεγαλύτερος. Ἀλλὰ καὶ ἑκατὸ χρόνια νὰ ζήσῃς, καὶ μαθουσάλεια νὰ γίνουν τὰ χρόνια σου, κάποτε θὰ περάσουν καὶ θὰ ἔλθῃ ὁ θάνα τος· ὁ χρόνος μᾶς δίδεται ὡς προθεσμία καὶ συνεχῶς τρέχει. Ἐν τέλει, δὲν ἔχει σημασία πόσο χρόνο θὰ ζήσουμε, ἀλλὰ πῶς θὰ ζήσου με, τί θὰ κάνουμε μέσα στὸν χρόνο αὐτόν.

Γι᾽ αὐτὸ πρέπει συνεχῶς νὰ σκεπτώμαστε τὸ θάνατο. Ὁ Φίλιππος, ὁ βασιλεὺς τῆς Μακε δονίας μας, εἶχε μιὰ καλὴ συνήθεια· εἶχε δια τάξει ἕνα στρατιώτη του, κάθε πρωὶ μόλις ἀνα τέλλει ὁ ἥλιος νὰ παρουσιάζεται μπροστά του καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Φίλιππε, μέμνησο, ὅτι θνητὸς εἶ»· βασιλιᾶ, νὰ θυμᾶσαι, ὅτι εἶσαι θνητός. Ἄλ λος βασιλεύς, τῆς ῾Ρώμης, ἐξέταζε τὸ βράδυ τὸν ἑαυτό του· κι ὅταν εὕρισκε ὅτι δὲν ἔκανε τίποτα καλό, ἔλεγε· «Ἔχασα τὸν καιρό μου, ἔ χασα τὴν ἡμέρα μου». Καὶ ἔτσι εἶνε βέβαια. Καὶ ὁ Ξέρξης, ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν ποὺ ἐξ εστράτευσε ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος καὶ ἔφτα σε μέχρι τὶς Θερμοπύλες, ἐκεῖ ποὺ παρέταξε τὸ στρατό του, χιλιάδες μαχητάς, κ᾽ ἐπιθεω ροῦσε τὸ στράτευμά του, σὲ μιὰ στιγμὴ τὸν εἶδαν νὰ κλαίῃ, νὰ τρέχουν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του. Γιατί; Διότι, λέει ἡ Ἱστορία, τὴν ὥ ρα ἐκείνη θυμήθηκε τὸ θάνατο, ὅτι μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια κανείς ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς δὲν θὰ ὑπάρχῃ στὴ ζωή! Καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶν, ποὺ ὑπὸ τὴν ἐξουσία του συγκέντρωσε ὅλα τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυρούς (στέρνες χρυ σοῦ ὑπῆρχαν στὰ ὑπόγεια τῶν ἀνακτόρων), ὅ,τι ζηλεύει ὁ κόσμος (ὅταν ἴσχυε ἡ πολυγα μία εἶχε συζύγους τὶς ὡραιότερες γυναῖκες τοῦ κόσμου), ποιό ἦταν στὸ τέλος τὸ συμπέ ρασμα τῆς ζωῆς του· «Ματαιότης ματαιοτή των, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2) καὶ ἕνα εἶνε τὸ οὐσιῶδες δίδαγμά του, ὁ φόβος Κυρίου· «Τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύ λασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ἄνθρωπος»(ἔ.ἀ. 12,13).

Μὴ λησμονοῦμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶνε ἄγνωστη. Ὅπως ὁ κλέφτης τρυπώνει σὲ ὥρα ποὺ δὲν περιμένουμε, ἔτσι

καὶ ὁ θάνατος. Ἔρχεται μὲ χίλιες μορφές, καὶ θερίζει συνεχῶς τὴν ἀνθρωπότητα. Ἕνα διή γημα, τὸ ὁποῖο σᾶς μεταφέρω μὲ συνομία, λέ ει τὸ ἑξῆς. Ὁ χάρος πῆρε ἐντολή, νύχτα ἡ ὥ ρα νὰ πάρῃ κάποια ψυχή. Ἀλλὰ ἔκανε λάθος στὴ διεύθυνσι καὶ μπῆκε σὲ ἄλλο σπίτι. Ἐκεῖ τὸν δέχτηκαν μὲ φόβο καὶ τρόμο, τὸν περι ποιήθηκαν, καὶ τέλος ὁ νοικοκύρης τοῦ λέει· –Κάνε μου μιὰ χάρι, χάρε. –Τί χάρι θέ᾽ς; –Ὅταν πρόκειται νὰ πεθάνω, νὰ μὲ εἰδοποιήσῃς ἕνα χρόνο νωρίτερα. –Σοῦ τὸ ὑπόσχομαι, λέ ει ὁ χάρος. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ λοιπόν, ἀφοῦ με σολάβησε ἀρκετὸ διάστημα, νά κ᾽ ἐμφανίζε ται ὁ χάρος μὲ τὰ μαῦρα φτερά του. Μπῆκε στὸ σπίτι καὶ ὅλοι ταράχτηκαν. –Ἔχω ἐντολὴ νὰ σὲ πάρω, λέει στὸ νοικοκύρη. –Νὰ μὲ πά ρῃς; Μὰ γιατί δὲν τήρησες τὸ λόγο σου; Δὲν εἴπαμε, ὅτι θὰ μὲ προειδοποιήσῃς; –Σὲ προει δοποίησα πολλὲς φορές, ἀλλὰ ἐσὺ δὲν ἔδω σες σημασία. –Μὰ πότε; –Ἄλλοτε ὁ σφυγμός σου ἦταν ἄτακτος, ἄλλοτε ἐξασθένησαν τὰ μάτια σου, ἄλλοτε μειώθηκε ἡ ἀκοή σου, ἄλλο τε ἄλλα μέλη, ἄλλοτε ὅλο τὸ σῶμα σου…

Τί ἦταν αὐτά, ἀγαπητοί μου; Προειδοποιή σεις, ὅτι ὁ χάρος ἔρχεται. Ἐν τούτοις ἐμεῖς δὲν προσέχουμε τὶς προειδοποιήσεις καὶ βα δίζουμε σὰν ἄφρονες στὸν κόσμο αὐτόν. Ἔρ χεται! ἄγνωστη ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα του.

* * *

Μακάρια τὰ νήπια, ἀδελφοί μου, ποὺ φεύ γουν ἀθῷα, γιὰ νὰ εἶνε κοντὰ στὸ Θεό· καὶ μα κάριοι οἱ ὥριμοι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι διὰ μετα νοίας καὶ ἐξομολογήσεως ἔχουν καθαρίσει τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὰ ἑκούσια καὶ ἀκούσια ἁμαρτήματα. Αὐτὰ μᾶς ὑπενθυμίζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ἕνα πάντως εἶνε τὸ παρήγορο· ὅτι θὰ γίνῃ ἀνάστασις νεκρῶν. Θὰ ἔλθῃ ἡμέ ρα ποὺ θὰ σαλπίσουν σάλπιγγες καὶ οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν. Ὅλοι θὰ παρουσιαστοῦμε ἐ νώπιον τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξεών μας. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἀμήν»(Σύμβ. πίστ. 11-12). Μ᾽ αὐτὴ τὴν πίστι νὰ ζοῦμε, ἀδελφοί μου. Νὰ ζοῦμε μὲ τὴν πίστι, ὅτι εἴμαστε θνητοί· θνητοὶ ὅμως ὄχι ὅπως τὸ ἐννοοῦν οἱ χιλια σταί, ἀλλὰ θνητοὶ προωρισμένοι νὰ ζήσουμε σ᾽ ἕνα κόσμο ἀφάνταστα ὡραῖο, ἀπείρως ὡ ραιότερο ἀπὸ τὸν παρόντα σημερινό.

Αὐτὰ νὰ σκεπτώμαστε. Καὶ νὰ εὐχώμαστε στὸ Θεό, νὰ παραδώσουμε ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει τὶς ψυχές μας στὸν Κύριο τῶν ὅλων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος




Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 9-10-1994 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ μικρὴ ἀναπλήρωσις 9-9-2021.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου