ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Γεώργιος Χ. Μόδης
12. Ο ΑΝΔΡΑΣ ΤΗΣ
Ἔνα κάρο της δημαρχίας έφερε κοντά το βράδυ δύο πτώματα στο Ελληνικό νοσοκομείο Μοναστηρίου. Για να μη φαίνονται τα είχαν τυλίξει σε ψάθες. Ήσαν βουτηγμένα στο αίμα! Αίμα έσταζε και απʼ το κάρο και έβαφε το καλντερίμι.
Ο Τούρκος καραγωγέας στάθηκε μπροστά στη μεγάλη πόρτα του νοσοκομείου ακι είπε στο θυρωρό: «Πάρʼ τους. Έτσι με πρόσταξαν».
Ο θυρωρὸς έτρεξε μέσα να ειδοποιήσει. Ο διευθυντής απουσίαζε. Οι νοσοκόμοι και ο διαχειριστής βρέθηκαν σε αμηχανία. Τι θα έκαναν τους δύο νεκρούς και τι δουλειά είχαν μαζί τους; Δεν είχαν πεθάνει στο νοσοκομείο. Αποφάσισαν νʼ ἀναφερθοῦν στον Μητροπολίτη.
Γύρω όμως απʼ το ματωμένο κάρο μαζώχθηκε γλήγορα κόσμος. «Α! Είπαν. Είναι τα παλικάρια που σκοτώθηκαν στη φυλακή για το σταυρό!». Και άνδρες και γυναίκες άρπαξαν στα χέρια τους δύο νεκρούς και τους πήγαν μέσα, χωρίς να ρωτήσουν ούτε τον διαχειριστή, ούτε τον Μητροπολίτη. Τους άπλωσαν σιγά σιγά και προσεκτικά στο μικρό θάλαμο, όπου το νοσοκομείο έβαζε κανένα νεκρό του. Οι γυναίκες άρχισαν το μοιρολόγι. Άλλες πήραν στάμνες και μπουκάλια του νοσοκομείου για να ξεπλύνουν απʼ τους νεκρούς τα αίματα... Γυναίκες και άνδρες έτρεξαν στα σπίτια να φέρουν ρούχα και να τους αλλάξουν.
Ένα άλλο κάρο έφερε αργότερα με το σούρουπο δύο άλλα πτώματα. Και νύχτα ένα τρίτο έφθασε με τρία πτώματα!
Είχε εκτυλιχθεί εκείνη την ημέρα (3 Ιουνίου 1906) στις φυλακές φρικτή τραγωδία. Βρέθηκε το πρωί χαραγμένος σʼ ένα τοίχο με ακαθαρσίες ένας σταυρός. Οι Βούλγαροι έκαμαν την πάπια. Ίσως ήσαν και συνεννοημένοι με τους Τούρκους.
Όταν σήμανε «παϊντός» (διάλειμμα) και άνοιξαν οι πόρτες των θαλάμων για να πάρουν οι φυλακισμένοι αέρα στη μικροσκοπική και περίφρακτη αλή, ρίχθηκαν ξαφνικά στους άοπλους και ανύποπτους ιππότες του σταυρού οπλισμένοι με κάμες, ξιφολόγχες ή ρόπαλα Τουρκαλβανοί κατάδικοι και φοβεροί κακούργοι˙ Τούρκοι λαθρέμποροι και λήσταρχοι, επαγγελματίες φονιάδες, το εγκληματικό γενικά κατακάθι όλης της Αλβανίας και της Δυτικής Μακεδονίας, καθώς και δεσμοφύλακες, χωροφύλακες και στρατιώτες.
Επτά οι νεκροί, εξήντα οι λαβωμένοι. Άλλοι τρεις πέθαναν σε λίγο απʼ τα τραύματα. Δύο άλλοι αργότερα!...
Το νοσοκομείο γέμισε οχλοβοή. Είχε πλημμυρίσει από αγριεμένο και έξαλλο κόσμο που έκλαιε, έβριζε ή έκανε το σταυρό του. Πλούσιες κυρίες, φτωχιές γυναικούλες, πόρνες, μαυροφορεμένες χαρωκαμένες γριές, κορίτσια, που δενξ έβγαιναν εύκολα και μέρα απʼ το σπίτι τους, ξέπλεναν, έντυναν, έκλαιαν και μοιρολογούσαν τους νεκρούς σαν να ήταν σπιτικοί τους. Τα ρούχα βρέθηκαν γρήγορα και περίσσεψαν.
Ήταν ένας επιτάφιος θρήνος ολάκερου λαού. Και όσο περνούσε η ώρα και η νύχτα προχωρούσε, τόσο βοερότερος γινόταν.
Μια νέα ξανθή και χλωμή, φτωχικά ντυμένη, έκλαιε σπαρακτικά τον Παύλο Μαρκάκη, ένα Κρητικό με λίγα γένια και λεπτά χαρακτηριστικά, που είχε αιχμαλωτισθεί τη νύχτα που ο Παύλος Μελάς έπεσε. Τον είχε αγκαλιάσει, τον φιλούσε και τον έπλενε με τα δάκρυα της. Στο πρόσωπο και τα χέρια της είχαν κολλήσει τα αίματα του.
Την τράβηξαν με δύναμη τρεις άνδρες για να τον πλύνουν και να τον ντύσουν.
Ξανά έπεσε ευθύς έπειτα επάνω του. Θα νόμιζε κανείς ότι τουλάχιστον αγαπημένος αδελφός ή αρραβωνιαστικός της ήταν ο νεκρός.
- Τι κάνεις έτσι Δόμνα; της είπε κάποτε μια αδύνατη γυναίκα η Κία (Βασιλική), που είχε άλλοτε «οίκο ανοχής» και είχε ριχθεί τώρα στον εθνικό αγώνα, με όλη την ψυχή και όλη τη δύναμη της, πρόθυμη για κάθε υπηρεσία και έτοιμη για κάθε κίνδυνο. Είχε την Δόμνα μαζί της και στην παλιά και στην καινούργια δουλειά...
Η Δόμνα δεν της αποκρίθηκε.
- Για σήκω καημένη, της ξαναείπε η Κία. Τον Παύλο και τους άλλους έξι τους ήξερα και εγώ καλλίτερα από σένα. Τον ήξεραν κι άλλες. Μα δεν κάνουμε έτσι. Και σκοτώθηκε για το σταυρό!...
- Ο Παύλος για μένα δεν ήταν όπως για τις άλλες, είπε θυμωμένη η Δόμνα, χωρίς να ξεκολλήσει απʼ τον νεκρό ή να σηκώσει το κεφάλι.
- Και τι σου ήταν εσένα ο Παύλος; Αδελφός;
- Ήταν άνδρας μου!
- Μπα; Και πότε τον παντρεύτηκες; Στη φυλακή έγινε ο γάμος χωρίς να το πάρουμε είδηση;
- Δεν τον παντρεύτηκα. Θα με παντρευόταν όταν θα έβγαινε απʼ τη φυλακή.
- Και πως το ξέρεις; Σου έδωσε κανένα χαρτί, κανένα δαχτυλίδι;
- Όχι.
- Σού δωσε τουλάχιστο τον λόγο;
- Όχι.
- Και πως δεν μου είπε εμένα τίποτε; Ούτε συ μου είπες.
- Γιατί να στο πούμε; Συ δεν είσαι άνθρωπος.
- Καλά δεν είμαι... Μα πως ξέρεις, ότι θα σε έπαιρνε;
- Το κατάλαβα.
- Πως το κατάλαβες;
- Απʼ τα μάτια. Πως να στο πω. Έτσι να, μου τό λεγε η ψυχή. Μια μέρα, που πήγα πλυμένα τα ρούχα του και ένα κομμάτι πίτα, μου είπε: Να μου ζήσεις Δομνίτσα. Συ είσαι για μένα. Είσαι δική μου και είμαι δικός σου.
- Αυτό ήταν; Εμένα μου έχουν πει οι φυλακισμένοι και οι αντάρτες στα βουνά πολύ περισσότερα και πολλές φορές. Θα τους παντρευτώ όλους; Εμείς δε δουλεύουμε για παντρολογήματα μα για την πατρίδα.
Την ξανασίμωσε η Κία κατά τα ξημερώματα.
- Ακόμα τέλος πάντων θα είσαι αγκαλιασμένη μʼ ένα νεκρό;
Η Δόμνα πεσμένη πάνω στον Παύλο δεν έβγαλε μιλιά ούτε σήκωσε κεφάλι να την ιδεί.
Ήταν πια ησυχία. Είχαν σταματήσει τα κλάματα και τα μοιρολόγια. Στο μικρό δωμάτιο που εφώτιζε μια λάμπα με κατεβασμένο το φυτίλι, κείτονταν κοντά στον Μαρκάκη και δυο άλλοι σκοτωμένοι.
- Εσένα σου μιλώ, ξαναείπε η Κία. Σήκω. Κοντεύει να ξημερώσει.
Κι επειδή εκείνη ούε μίλησε, ούτε κουνήθηκε, της εφώναξε:
- Σήκω ντεέ. Μη σʼ αρπάξω απʼ τα μαλλιά... Δεν είσαι βέβαια και συ πεθαμένη.
- Φύγε! Φύγε... Βρώμα! Είσαι μια βρωμογυναίκα.
Τα μάτια της ορθάνοιχτα έβγαζαν σπίθες. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει.
Μερικές γυναίκες που κοιμόταν συμμαζεμένες σε μια γωνιά ή σε μια καρέκλα πετάχθηκαν τρομαγμένες.
- Ποωώ. Ποώώώ! Είπε η Κία, πιάνοντας από κατάπληξη τα δυο μάγουλα με τα νύχια της. Εμένα μιλάς έτσι; Που σε κοίταξα σαν μεγαλύτερη αδελφή σου, σαν μητέρα... Για το καλό σου τα λέγω.
- Ωραία με κοίταξες!... Και με πρόκοψες. Δεν ντρέπεσαι!...
- Δόμνα... Ντόγκα... Δομνίτσα... Τι έπαθες παιδί μου; Έλα στα καλά σου. Έλα σήκω. Να πλυθείς λιγάκι να πάρεις λίγο αέρα έξω...
Η Κία βγήκε έξω με το κεφάλι σκυμμένο και με αναφιλητά.
Οι άλλες γυναίκες έκαμαν μʼ ευλάβεια το σταυρό τους.
- Θάμα... Θάμα!... είπαν σιγά σιγά μεταξύ τους. Το κορίτσι αγίασε... Είναι αγγελοπαρμένο.
Μόνο όταν ξημέρωσε σηκώθηκε αμίλητη η Δόμνα και πήγε σπίτι της να πλυθεί και να φορέσει μαύρα.
Η κηδεία έγινε ενωρίς.
Επειδή η αστυνομία είχε απαγορέψει τα στεφάνια και τη μουσική, ένα παιδάκι βάδιζε μπροστά μʼ ένα σταυρό στο χέρι από κόκκινα τριαντάφυλλα σαν το αίμα των παλικαριών που πέθαναν για το σταυρό.
Τα επτά φέρετρα τα κρατούσαν πολλοί νέοι, ψηλά στους ώμους, για να φαίνονται καλλίτερα. Όλη η πόλη ακολουθούσε βουβή.
Για πρώτη φορά είχαν βγάλει τα φεσάκια και τα κρατούσαν στα χέρια.
Παρά την αστυνομική απαγόρευση πέρασε η πομπή μπροστά απʼ τα προξενεία των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, που είχαν ανακοινωθεί στις «Ευρωπαϊκές Μεταρρυθμίσεις».
Σήκωσαν τότε ψηλότερα τα φέρετρα.
Χαμένη στο απέραντο πλήθος πήγαινε και η Δόμνα, σκυφτή και έκλαιε. Φορούσε μαύρα και μαύρη σάρπα τύλιγε το χλωμό πρόσωπο της, που είχε πάρει τώρα μια παράξενη κατάχλωμη όψη.
Κάθε πρωί πήγαινε τακτικά στο νεκροταφείο, που ήταν αρκετά έξω απʼ την πόλη και στόλιζε τον τάφο του Μαρκάκη. Αν εύρισκε εκεί παπά, του έκαμνε και τρισάγιο.
Είχε παραμερίσει κάθε δουλειά.
- Παιδί μου, της έλεγε με κλάματα η μάνα της. Αρκετά έκαμες για το νεκρό. Κοίταξε και τον εαυτό σου. Δε βλέπεις το πρόσωπο σου; Έγινες, πως να το πω, σα σκιά, σαν να μην είσαι από κρέας και κόκαλα.
Η Δόμνα σιωπούσε.
- Δομνίτσα μου, της έλεγε και η Κία. Σκέψου. Μας θέλουν οι φυλακισμένοι. Μας χρειάζονται τα παιδιά του εκτελεστικού και έξω οι αντάρτες. Έχουμε δουλειά, πολλή δουλειά.
- Εγώ πια δεν είμαι για δουλειά! ψιθύρισε σκυφτή η Δόμνα.
- Εγώ σου λέω και ο Παύλος αν ζούσε, θα σούλεγε: Πήγαινε Δόμνα, βοήθησε τα παιδιά που είναι στη φυλακή και τα άλλα που πολεμούν.
- Εγώ τον βλέπω τον Παύλο... ξαναψιθύρισε.
Τότε σήκωσε και το κεφάλι της. Στο κατάχλωμο πρόσωπο της τα γαλανά μάτια της κυριαρχούσαν θλιμμένα. Ενόμιζε κανείς πως είχαν μεγαλώσει και απλωθεί... Τα ξανθά μαλλιά έπεφταν κάτω απʼ τη μαύρη σάρπα άτακτα. Όλη η μορφή της είχε πάρει μια αλλόκοτη έκφραση, άυλη και υπερκόσμια.
- Τον βλέπεις; Και τι λέει; Τι σου είπε;
Η Δόμνα έσκυωε πάλι το κεφάλι της και σιώπησε.
- Μα στάσου! Σκοτώθηκαν εκείνη την μέρα άλλοι έξι. Θάψαμε προχθές άλλους τρεις. Και η αστυνομία μας κυνήγησε. Ακόμα με πονάει η πλάτη από μια κοντακιά. Και συ κλαις τον Παύλο, που δεν σου ήταν τίποτε;
- Ήταααν! Φώναξε αγριεμένη η Δόμνα.
- Καλά. Αφού είσαι χήρα αντάρτη, που σκοτώθηκε για το σταυρό, δεν πρέπει να βοηθήσεις και συ τον αγώνα; Κάθε μέρα σκοτώνονται παλικάρια μέσα στην πόλη και τα βουνά. Και συ δεν θα δουλέψεις;
- Θα πάω να βρω τον άνδρα μου.
Το σαρανταήμερο πήγε στο νεκροταφείο μʼ ένα δίσκο κόλυβα σκεπασμένα με παχύ στρώμα άσπρη ζάχαρη, που ήταν γραμμένο με κόκκινα κουφέτα το όνομα Παύλος. Έβαλε και τρεις παπάδες να κάμουν το τακτικό μνημόσυνο.
Έπειτα πλάγιασε σπίτι της εξαντλημένη και τσακισμένη αλλά και ικανοποιημένη.
Πηγαίνω πια να βρω τον άνδρα μου, είπε της μάνας της, που έκλαιε και χτυπιόταν.
Και δεν ξανασηκώθηκε.
(«Πενήντα θρεφτάρια»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου