Ἦρθε ἡ ὥρα ποὺ ὁ Λὼτ μετάνιωσε. Γιατί; Διότι ἄφησε τὸ ἥσυχο καὶ ὄμορφο μέρος, στὸ ὁποῖο ζοῦσε μὲ τὸ θεῖο του Ἀβραὰμ καὶ μετακόμισε στὰ Σόδομα, ἐκεῖ ποὺ ζοῦσαν ἄνθρωποι φοβερὰ διεφθαρμένοι καὶ ἀποστατημένοι ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Σὲ μία πόλη βυθισμένη στὸ σκοτάδι τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας, μία οἰκογένεια μόνη ἐξακολουθοῦσε νὰ ζεῖ μὲ εὐσέβεια: ἡ οἰκογένεια τοῦ Λώτ.
Ἡ καταστροφὴ τῆς πόλεως γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν της θὰ ἐρχόταν χωρὶς ἀναβολή, ὅπως ὁ Θεὸς εἶχε προαναγγείλει στὸν Ἀβραάμ.
Τὴν τελευταία βραδιὰ στὴν ἱστορία τῶν Σοδόμων, ὁ Λὼτ δέχθηκε νὰ φιλοξενήσει στὸ σπίτι του δύο ξένους, ποὺ ὅμως δὲν ἦταν ἄνθρωποι. Ἐμφανίσθηκαν σὰν ἄνθρωποι, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα, ὅπως περιγράφεται στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, ἦταν τὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τὸ πρῶτο Πρόσωπο – ὁ Θεὸς Πατήρ – εἶχε παραμείνει μὲ τὸν Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἐμφανίσθηκε στὸν Λὼτ μὲ τὴ μορφὴ αὐτὴ γιὰ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὰ θλιβερὰ νέα:
- Αὔριο, τοῦ εἶπαν, τὰ Σόδομα θὰ καταστραφοῦν μὲ φωτιὰ καὶ θειάφι. Δὲν θὰ γλυτώσει κανεὶς ἀπὸ τὴν καταστροφή. Πάρε τὴν οἰκογένειά σου, τὴ γυναίκα σου, τὶς κόρες σου, τοὺς γαμπρούς σου, καὶ ὅποιον ἄλλον ἔχεις καὶ «ἐξάγαγε ἐκ τοῦ τόπου τούτου» (Γεν. ιθ΄ 12).
Ξημέρωσε ἡ τελευταία ἡμέρα στὴν ἱστορία μιᾶς πόλεως, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνει γνωστὴ γιὰ τὴν καταστροφή της. Ὁ Λὼτ καὶ ἡ οἰκογένειά του ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴν ἀναχώρηση. Πῆραν ὅ,τι μποροῦσαν μαζί τους, ἀλλὰ ἐνῶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ξεκινήσουν, σάστισαν, τὰ ἔχασαν, δὲν ἀποφάσιζαν νὰ ξεκινήσουν. Οἱ εἰδήσεις γιὰ τὴν καταστροφὴ ποὺ ἐρχόταν, τοὺς γέμισαν φόβο. Τρόμος τοὺς κατέλαβε καὶ ἀγωνία.
Τὸ ἱερὸ κείμενο ἐδῶ μᾶς διασώζει μία θαυμάσια καὶ συγκινητικὴ λεπτομέρεια, ποὺ ἔλαβε χώρα κατὰ τὴν ὥρα αὐτή. Βλέποντας οἱ δύο Ἐπισκέπτες τὸν κλονισμὸ ποὺ ὑπέστησαν οἱ ψυχές τους, γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσουν καὶ νὰ τοὺς στηρίξουν στὴν ἀπόφασή τους, τοὺς κράτησαν ἀπὸ τὸ χέρι! «Ἐκράτησαν τῆς χειρός αύτοῦ, τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, καὶ τῶν χειρῶν τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ» (Γεν. ιθ΄ 16). Τί ὡραία σκηνή! Τοὺς ἔπιασαν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοὺς ἔβγαλαν μέσα ἀπὸ τὴν κόλαση μιᾶς πόλεως ποὺ σὲ λίγη ὥρα θὰ ἀφανιζόταν. Τοὺς ὁδήγησαν μακριὰ ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ τὴν καταστροφή, ἀφήνοντας πίσω τους ἀκόμα καὶ τοὺς γαμπρούς τους, ποὺ δὲν τοὺς ἀκολούθησαν, πιστεύοντας ὅτι ὄσα ἔλεγε ὁ Λὼτ ἦταν ἀνοησίες.
Δὲν εἶχαν προχωρήσει πολύ. Βρίσκονταν μόλις λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅταν στὰ νῶτα τους ἄρχισε τὸ κακό. Ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή. Τρομακτικοὶ θόρυβοι, κραυγές, ἤχοι θανάτου γέμιζαν τὰ αὐτιά τους ἀπὸ ἕναν τόπο ποὺ τὸν κατέστρεφαν οἱ ἁμαρτίες τῶν κατοίκων του. Ἡ πόλη καιγόταν. Φωτιὰ ἔπεφτε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατέστρεφε ἀνθρώπους καὶ ζῶα, ἀνάκτορα πολυτελὴ καὶ φτωχὲς κατοικίες. Πυρακτωμένα σύννεφα καπνοῦ ἔκοβαν τὴν ἀνάσα ὅσων μάταια προσπαθοῦσαν νὰ σωθοῦν. Ἔπρεπε αὐτὴ ἡ πόλη νὰ ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, ἀφοῦ ἦταν «αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα» (Γεν. Ιη΄ 20).
Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Λὼτ καὶ τὴν οἰκογένειά του ἦταν ρητή: «Μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω» (Γεν. ιθ΄17). Κανεὶς νὰ μὴ γυρίσει τὸ βλέμμα του γιὰ νὰ δῆ τὴν καταστροφή. Ὅποιος γυρίσει, θὰ χαθεῖ. Ἡ περιέργεια τῆς γυναίκας τοῦ Λώτ, καὶ κυρίως ἡ ἀγάπη της σὲ ὅλα ὅσα ἁμαρτωλὰ ἄφηναν πίσω τους, τὴν ἔκαναν νὰ λυγίσει. Ἔστρεψε, κοίταξε... «καὶ ἐγένετο στήλη ἅλατος». Ἔμεινε ἐκεῖ. Μιὰ κολώνα ἀπὸ ἁλάτι! Ἔκλαψαν ὁ Λὼτ καὶ οἱ θυγατέρες του γιὰ τὴν ἀπώλειά της. Ἐξακολούθησαν ὅμως τὸν δρόμο τους, κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἕως τὴν πόλη Σηγώρ.
⸎ ⸎ ⸎
Ἡ γνωστὴ ἀλλὰ καὶ τόσο διδακτικὴ αὐτὴ διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως μᾶς δίνει μὲ σκληρὸ τρόπο νὰ καταλάβουμε ποῦ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο τὸ κύλισμά του στὴν ἁμαρτία, ἡ παράδοσή του στὴ σαρκικὴ ἡδονή, ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ σφιχταγκάλιασμά του μὲ τὸν διάβολο. Νά γιατί εἶχε τέτοιο φοβερὸ τέλος μία μεγάλη πόλη. Διότι ἀνάγκασε τὸν Θεὸ νὰ ἀποστρέψει τὸ Πρόσωπό του. Κι ὅταν ἀπὸ κάπου ἀπομακρύνεται ὁ Θεός, βασιλεύει ὁ διάβολος καὶ ἐπέρχεται καταστροφή.
Ἡ Πατρίδα μας, ἀλλὰ καὶ ὁ καθένας ξεχωριστά, διερχόμαστε μεγαλύτερες ἤ μικρότερες δοκιμασίες, μὲ κορυφαία αὐτὴ τὴν τελευταία, ποὺ ἔχει ἐπιπέσει σὲ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ συχνὰ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο. Γιατί ὅμως ὅλες αὐτὲς οἱ δοκιμασίες; Διότι τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας, τὸ μέγεθος τῆς ἀποστασίας μας, ἔκαναν τὸν πανάγαθο καὶ φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ ἀποστρέψει τὸ Πρόσωπό του ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα μας.
Δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεός! Γιὰ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε μὲ μετάνοια κοντά Του, ὑπάρχει ἕνα χέρι. Ἕνα χέρι παντοδύναμο, ποὺ θὰ μᾶς βγάλει μέσα ἀπὸ τὴ δοκιμασία καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ ἀναψυχή.
Ναί! Ὅπως τότε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ἔβγαλε τὴν οἰκογένεια τοῦ Λὼτ μέσα ἀπὸ τὴν καταστροφὴ καὶ τὸν θάνατο, ἔτσι καὶ τώρα. Τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς προστατεύει, εἶναι βέβαιο ὅτι δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ποτέ, ἀλλὰ θὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ ἀσφάλεια στὴ σωτηρία. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεός Του καὶ τὴ βοήθειά Του.
Ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο Χριστιανικὸ Περιοδικὸ ''Ὁ Σωτήρ'', τεῦχος 2235 (15 Ἰανουαρίου 2021) σελ. 43-44.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου