Ο Γεώργιος Μόδης είναι ένας
από τους κυριότερους και ίσως ο αυθεντικότερος συγγραφέας του Μακεδονικού
Αγώνα. Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε σκληρός και αδυσώπητος, γιʼ αυτό και τα
κείμενα του Μόδη περιέχουν συχνά ιστορίες σκληρές, απάνθρωπες, διαποτισμένες
αίμα και λύθρο. Μέσα στις διηγήσεις αυτές, σπάνιο φαινόμενο η χαρά, σπάνιο το
ειδύλλιο, αλλά κι αυτό ώσπου να εμφανιστεί εναρμονίζεται με την όλη κατάσταση,
παίρνοντας κάποια τραγική τροπή και λύση.
Ο συγγραφέας δονείται από
τον παλμό του μεγάλου Αγώνα, στον οποίο μάλιστα από ένα σημείο και πέρα έλαβε
και ο ἰδιος μέρος, και έτσι μόνο γιʼ αυτόν θέλει να μιλάει, μόνο αυτόν να
ιστορεί, και μόνο μέσα από αυτόν να κοιτάζει την ζωή της εποχής – και όχι μόνο
της εποχής εκείνης.
Ο Μόδης μιλάει με κύρος και ενθουσιασμό μα όχι με στόμφο, και αυτό το τελευταίο, που είναι και από τα πιο δύσκολα σε περιπτώσεις πατριωτικών αφηγήσεων, ανεβάζει το έργο του πάρα πολύ. Ο Μόδης είναι τίμιος αφηγητής˙ δεν είναι τυφλός, δεν είναι ψεύτης, δεν παρασιωπά τις σκληρότητες και τις απανθρωπιές ακόμα, στις οποίες εξαναγκάζονται να κατέλθουν και οι Έλληνες αγωνιστές, προκειμένου να αντικρούσουν τους Βουλγάρους, τους Τούρκους, και τους άλλους βαλκανικούς λαούς, που διεκδικούσαν – και με πόσο μένος και δολιότητα! – εδάφη ή ωφελήματα στη Μακεδονία. Είναι όμως φυσικό, ο Μόδης να βλέπει με συμπάθεια και να έχει διάθεση για κάποια ελαφρυντικά, όταν ιστορεί τις πράξεις των Ελλήνων αγωνιστών, των μακεδονομάχων, οι οποίοι στο κάτω κάτω αγωνίζονταν για τη δική τους χώρα.
Εκείνο που έχει ο Μόδης,
και δεν το έχουν σε τόσο βαθμό άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς, που έγραψαν για τον
Μακεδονικό Αγώνα, είναι η γνώση, η σωστή και βαθιά γνώση του τόπου, αυτού του
πεδίου της μάχης, των ανθρώπων – εντόπιων, αγωνιστών, μακεδονομάχων,
κομιτατζήδων, δυναστών, σπιούνων – όλου αυτού του ανακατέματος, και είναι ακόμη
η ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα, που ο Μόδης την κατέχει από πρώτο χέρι, πέρασε
μέσα από το αίμα του, τη γνώρισε από μικρό παιδί και την έζησε σε όλες τις
φάσεις της. Εχει δηλαδή αυθεντικότητα ο Μόδης στα κείμενά του και τη μεταδίδει.
Δεν ξέρω αν οι μακεδονικές
ιστορίες του Μόδη είναι αριστουργήματα και ούτε πολυπιστεύω σε τέτοιες λέξεις.
Εκείνο όμως που ξέρω είναι πως οι ιστορίες αυτές, και πολύ περισσότερο αυτές
εδώ οι διαλεγμένες, που περιέχονται σʼ αυτή την ανθολόγηση, σου μεταδίδουν όταν
τις διαβάζεις – και τις ξαναδιαβάζεις – κάτι. Σου μεταδίδουν μια δύναμη, έναν
ενθουσιασμό, μια αγάπη και συγκίνηση για την πατρίδα, και γενικότερα μία
αισιοδοξία για τη ζωή. Γιατί η αγάπη για την αιώνια πατρίδα είναι αισιοδοξία
για ζωή. Είναι μεγάλη και πολύ απτή πίστη, ένα γερό στήριγμα.
Ο Γεώργιος Μόδης, γεννήθηκε
στο Μοναστήρι που τελικά απόμεινε στη Γιουγκοσλαβία, το 1887 και πέθανε στη
Θεσσαλονίκη το 1975. Στη μακρά ζωή του, που είχε από τοπική άποψη ως επίκεντρο
τη γειτονική προς το Μοναστήρι ακριτική Φλώρινα, ασχολήθηκε πολύ με δύο κυρίως
πράγματα: Με την πολιτική και με τη συγγραφή. Μίλησε και έγραψε κυρίως για το
Μακεδονικό Αγώνα, του οποίου η πυρακτωμένη σφραγίδα αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στη
ψυχή του από τον καιρό της εφηβείας του.
Δεν θα αναφερθούμε εδώ σε
λεπτομέρειες σχετικές με τη σταδιοδρομία και τις υπεύθυνες θέσεις στη διοίκηση
και τη κυβέρνηση, που ανέλαβε κατά καιρούς ο Γεώργιος Μόδης. Αυτά μπορεί να τα
βρει κανείς σε οποιαδήποτε εγκυκλοπαίδεια. Εδώ θα σταθούμε κυρίως στο μεγάλο
αξἰωμα, στην αποφασιστική γνώση, που χάρισε στον Μόδη η πίστη και το θάρρος
του. Στο μεγάλο και βαρύ αξίωμα του Μακεδονομάχου – Μακεδονομάχου με το όπλο
και την πέννα.
Ο Γεώργιος Μόδης, μόλις
τελείωσε το 1906 το Γυμνάσιο Μοναστηριού, έσπευσε να καταταγεί ως εθελοντής
μακεδονομάχος στο σώμα του Κρητικού οπλαρχηγού Γεωργίου Βολάνη, που δρούσε στο
Μορίχοβο – μια άλλη ελληνική περιοχή που έμεινε τελικά και αυτή, όπως και η του
Μοναστηριού, έξω από τα σημερινά κρατικά όρια του Ελληνισμού.
Ο Μόδης πολέμησε σκληρά επί
δύο χρόνια με το σώμα του Βολάνη, ως τον Ιούλιο του 1908, οπότε δημοσιεύθηκε το
τουρκικό Σύνταγμα, το οποίο με την ισονομία και την ισοπολιτεία που διακήρυττε,
ανέκοψε προς στιγμήν τις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων της
Τουρκίας.
Πάντως, ο Γ. Μόδης δεν
σταμάτησε τη συνωμοτική πατριωτική δράση του. Απλώς έπαψε να τρέχει στα βουνά
και αγωνιζόταν πια μέσα στις πολιτείες της Μακεδονίας, στη Φλώρινα και το
Μοναστήρι. Ήταν κιόλας μεστός από αγωνιστική πείρα. Ένας ψημένος πολεμιστής,
δοκιμασμένος σε κρίσιμες φάσεις του Αγώνα, τραυματισμένος και σωσμένος σαν από
θαύμα. Με θαυμαστή δραματικότητα και λιτότητα διηγείται τις συνθήκες του
τραυματισμού του στο διήγημα «Περικυκλωμένοι», που περιέχεται στην ανθολόγηση.
Τα δύο αυτά τελευταία
χρόνια, όπου στις συγκρούσεις έλαβε μέρος και ο Μόδης, υπήρξαν αποφασιστικά για
τον Μακεδονικό Αγώνα – τον δικό μας αγώνα. Με το σταμάτημα των εχθροπραξιών,
τον Ιούλιο του 1908, είναι φανερό ότι οι Έλληνες έχουν βγει νικητές σʼ αυτή την
αναμέτρηση με τους Βουλγάρους και τους άλλους Βαλκάνιους, αλλά τα εδάφη
εξακολουθούν να ανήκουν στην τουρκική αυτοκρατορία. Τώρα, εκ των υστέρων,
γνωρίζουμε, ότι το ζήτημα αυτό θα λυθεί, ως ένα σημείο, με τη συμμετοχή της
επίσημης και αναγεννημένης Ελλάδας σε διάφορες φάσεις, από το 1912 και πέρα.
Αλλά βέβαια με αγώνες σκληρούς και θυσίες βαριές.
Δεν είναι δυνατόν να
καταλάβει κανείς το έργο του Γ. Μόδη, και να χαρεί βέβαια και αυτά τα
ανθολογημένα διηγήματα, εάν δεν γνωρίζει, σε γενικές έστω γραμμές, την ιστορία
και τις συνθήκες του Μακεδονικού Αγώνα. Και αυτό δεν είναι τόσο απλό γιατί στον
μακεδονικό χώρο αναμιγνύονταν τότε τόσο πολλοί, ώστε για χρόνια είχε
δημιουργηθεί μια κατάσταση εξαιρετικά πολύπλοκη, που για τους ξένους
παρατηρητές της εποχής είχε καταντήσει παροιμιώδης. Και εδώ ακριβώς έγκειται,
όχι μόνο η εθνική, αλλά και η διεθνής αξία αλλά και η σημασία της ελληνικής
νίκης, ότι διέλυσε με το σπαθί και με το νου όλες αυτές τις απειράριθμες
βλέψεις, πλεκτάνες και παρεμβάσεις πολλών λαών και κρατών της Βαλκανικής, της
Μεσευρώπης, ακόμα και της Βόρειας Ευρώπης, που απέβλεπαν σε ωφελήματα και
απίθανες διεξόδους στη Μεσόγειο.
Κατά τα τέλη του περασμένου
αιώνα και τις αρχές του σημερινού, ήταν φανερό πως η απλωμένη σε τρεις ηπείρους
(Ευρώπη, Ασἰα και Αφρική) τουρκική αυτοκρατορία παρουσίαζε συμπτώματα μεγάλης
κρατικής αδυναμίας και βρισκόταν στα πρόθυρα της καταρρεύσεως. Στους
διπλωματικούς κύκλους της Ευρώπης η Τουρκία ονομαζόταν «ο Μέγας Ασθενής» και η
κάθε Δύναμη που είχε βλἐψεις κατάστρωνε σχέδια για το σχετικό μερίδιο.
Δημιουργήθηκε έτσι ένας έντονος
ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, που αντί να επισπεύσει το
τέλος παρέτεινε τη ζωή της τουρκικής αυτοκρατορίας. Η διαμάχη μεταξύ των
μεγάλων Δυνάμεων ήταν κυρίως για τα Στενά, τα οποία εφόσον δεν μπορούσε να
θέσει κάτω από τον απόλυτο έλεγχό της η μία από τις Δυνάμεις, φρόντιζε ώστε να
μην τα πάρει καμμιά άλλη. Είναι το περίφημο «Ανατολικό Ζήτημα», που υπήρξε ένας
από τους άξονες της παγκόσμιας πολιτικής κατά τον περασμένο αιώνα.
Από όλους τους λαούς
περισσότερο, η πιθανότητα της καταρρεύσεως της τουρκικής αυτοκρατορίας συγκινούσε
τον Ελληνισμό, που είχε πολλούς υπόδουλους πληθυσμούς και πολλά εδάφη του κάτω
από το πέλμα του Σουλτάνου.
Ενδιαφέρονταν όμως και οι
Σλάβοι για τα Βαλκάνια, που είχαν στην περιοχή ως κύριο, αν και όχι μοναδικό,
εκπρόσωπό τους τους Βουλγάρους, τους οποίους και κατηύθυναν. Οι Βούλγαροι
ζούσαν και αυτοί υπό τους Τούρκους. Ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και ως το 1870
αναγνώριζαν ως ανώτατη θρησκευτική αρχή τους το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως,
πράγμα που για κείνη την εποχή σημαίνει ότι υπάκουαν σʼ αυτό. Αλλά το 1870,
ύστερα από ρωσική έμπνευση και ισχυρή πίεση, εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι, που
επέτρεπε την ίδρυση χωριστής και ανεξάρτητης από το Πατριαρχείο Βουλγαρικής
Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Εκκλησία αυτή ονομάστηκε Εξαρχία και ο αρχηγός της, ο
Έξαρχος, εγκαταστάθηκε και αυτός στην Κωνσταντινούπολη ως θρησκευτικός αλλά και
εθνικός εκπρόσωπος του λαού του, όπως ακριβώς ο Πατριάρχης. Κυρίως ως εθνικός
εκπρόσωπος, εδώ άλλωστε ήταν το θέμα.
Από την πλευρά, πάντως, του
Πατριαρχείου η ενέργεια αυτή των Βουλγάρων θεωρήθηκε Σχίσμα και η Βουλγαρική
Εκκλησία ονομάστηκε Σχισματική και αντιμετωπίσθηκε έτσι. Η Εξαρχία έπαιξε για
τους Βουλγάρους καθαρά εθνικό ρόλο και ουδέποτε απόχτησε, ούτε καν στα μάτια
των υποστηρικτών της, το κύρος του Πατριαρχείου. Όμως η φαινομενικά ασήμαντη
αυτή διαφοροποίηση της Βουλγαρικής Εκκλησίας έμελε να δημιουργήσει τότε μεγάλα
πολιτικά και εθνολογικά προβλήματα στο χώρο ιδίως της Μακεδονίας. Τις
τελευταίες δεκαετίες, από το 1945 κι εδώ, οι σχέσεις μεταξὺ της Βουλγαρικής
Εκκλησίας και του Πατριαρχείου έχουν αποκατασταθεί. Αλλά η αποκατάσταση αυτή
δεν έχει παρά εκκλησιαστική σημασία, διότι την πολιτική την είχε χάσει εκ των
πραγμάτων.
Το φιρμάνι αυτό του 1870
περιείχε μια διάταξη η οποία εξαρχής, βέβαια, ήταν ανησυχητική, αλλά λίγο
αργότερα απόχτησε περισσότερο ζέουσα σημασία. Έλεγε ότι για να θεωρηθεί ένα
χωριό ως Εξαρχικό έπρεπε τα δύο τρίτα του πληθυσμού του να αναγνωρίζουν την
Έξαρχία. Και έτσι με τη διάταξη αυτή, με την οποία ανοίγονταν οι ασκοί του
Αιόλου, όλοι οι άνεμοι άρχισαν να πνέουν στη δύσμοιρη Μακεδονία. Αμέσως
φούντωσε η σλαβική προπαγάνδα, άρχισαν οι πιέσεις στους πληθυσμούς για την με
κάθε μέσο εξασφάλιση των δύο τρίτων, και σιγά σιγά, καθώς αναπτυσσόταν και η
αντίσταση, πήραν να σημειώνονται και βίαια επεισόδια, ολοένα και πιο αιματηρά.
Ο πονηρός Τούρξος δυνάστης, ασπαζόμενος με περισσότερη ίσως από όση χρειαζόταν
χοντράδα το δόγμα «διαίρει και βασίλευε», περιοριζόταν στο να επεμβαίνει, όταν
τα πράγματα εκτραχύνονταν και κινδύνευε πλέον η δημόσια τάξη και τα συμφέροντα
του κράτους. Κι έτσι, για μας τους Έλληνες, τυπικά τουλάχιστον, ο Μακεδονικός
Αγώνας, που απέβλεπε στη διαφύλαξη της ελληνικότητας των βορείων χωρών
(Μακεδονίας – Θράκης), αρχίζει από το 1870.
Το 1878 με τη Συνθήκη του
Αγίου Στεφάνου τερματιζόταν ο ρωσσοτουρκικός πόλεμος. Ο πόλεμος αυτός είχε
φέρει τους Ρώσσους σχεδόν ως την Κωνσταντινούπολη, στο προάστιο της οποίας
Άγιος Στέφανος υπογράφηκε η αποκαλυπτική εκείνη συνθήκη ειρήνης. Οι νικητές
ανάμεσα στους βαρείς όρους που επέβαλαν στην Τουρκία ήταν και η ίδρυση ενός τεράστιου
βουλγαρικού κράτους, όπου ενσωματώνονταν πολλά εδάφη και πληθυσμοί των άλλων
βαλκανικών λαών. Από τη συνθήκη όμως αυτή βλάπτονταν κυρίως οι Έλληνες, οι
οποίοι πράγματι συνέλαβαν αμέσως τη φοβερή σημασία που θα είχε γιʼ αυτούς η
τήρησή της. Ευτυχώς όμως, η συνθήκη του Αγίου Στεφανου δεν είχε εφαρμογή, γιατί
σε λίγο με την επέμβαση των άλλων μεγάλων Δυνάμεων, που ανησύχησαν για τα
μεγάλα και ετεροβαρή ωφελήματα που εξασφάλιζε μʼ αυτήν η Ρωσσία, υπογράφηκε η
συνθήκη του Βερολίνου, που βελτίωσε κατά πολύ τα πράγματα, ίδρυσε περιορισμένη
βουλγαρική ηγεμονία, φόρου υποτελή στην Τουρκία, και ακόμα παραχωρούσε στην
Ελλάδα τη Θεσσαλία.
Η συνθήκη του Βερολίνου,
μολονότι έδινε κρατική υπόσταση στη Βουλγαρία, αποτελούσε εντούτοις με την
ματαίωση των σχεδίων περί μεγάλης Βουλγαρίας πλήγμα βαρύ για τους
ενδιαφερομένους. Η πραγματοποίηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου παρέμεινε για
πολλά χρόνια το μέγα όνειρο και η βαθύτερη επιδίωξη της βουλγαρικής πολιτικής.
Και, ακριβώς, μετά την εθνική αυτή απογοήτευση και τη διάψευση των σχεδίων για
ενσωμάτωση διά συνθηκών, εντείνεται η συστηματική και με κάθε τρόπο προσπάθεια
του εξαναγκασμού των μακεδονικών πληθυσμών να αναγνωρίσουν την Εξαρχία και να
δεχτούν βουλγαρική εκπαίδευση – παπά και δάσκαλο. Και το επεδίωκαν αυτό οι
Βούλγαροι, γιατί προέβλεπαν, ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση, είτε διάλυση της
Τουρκίας, είτε επέμβαση των Δυνάμεων, εἰτε επανάσταση, είτε οποιαδήποτε
αναταραχή σʼ αυτά τα μέρη, ήταν βέβαια προτιμότερο να μπορείς να αποδείξεις ότι
τα χωριά είναι εξαρχικά και έχουν βουλγαρική εκπαίδευση, παρά ο,τιδήποτε άλλο.
Ίδρυσαν μάλιστα αργότερα (1893) για τον αθώο δήθεν αυτό σκοπό και μια οργάνωση,
που την ονόμασαν Κομιτάτο. Το παράδειγμα των Βουλγάρων ακολούθησαν και άλλοι
βαλκανικοί λαοί, κυρίως οι Ρουμάνοι, αλλά πολύ ασθενέστερα. Αυτοί προσπαθούσαν
να προσηλυτίσουν το κουτσοβλαχικό στοιχείο, μοίραζαν βοηθήματα και κατέδιδαν
συστηματικά τους Έλληνες αγωνιστές στις τουρκικές αρχές.
Και έτσι φούντωσε για καλά
ο Μακεδονικός Αγώνας, που τυπικά κράτησε 40 περίπου χρόνια (1870-1908) και που
σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι πέρασε από τις εξής φάσεις:
1) Από το 1870 ως το 1897 –
χρονιά της Ελληνικής ήττας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η φάση αυτή
χαρακτηρίζεται περισσότερο από την προπαγανδιστική δράση των ξένων κομιτάτων.
2) Από το 1897 ως το 1904.
Στην περίοδο αυτή δρα τρομοκρατικά, και σχεδόν χωρίς συστηματική αντίδραση, το
βουλγαρικό κομιτάτο, και
3) Από το 1904 ως το 1908,
οπότε έχουμε πια την ένοπλη αναμέτρηση του Ελληνισμού προς τον Βουλγαρισμό και
τις άλλες – μάλλον αμελητέες – βαλκανικές ομάδες, μέσα στα εδάφη της
Μακεδονίας. Εδώ βρίσκεται η κορύφωση του Μακεδονικού Αγώνα, και η περίοδος αυτή
είναι που αποκαλείται συνήθως «Μακεδονικός Αγώνας». Αυτή την περίοδο απηχεί και
το έργο του Γ. Μόδη.
Η προσπάθεια των Βουλγάρων
στράφηκε, προς τις περιοχές που είχαν κατά ένα ποσοστό πληθυσμούς, οι οποίοι
χρησιμοποιούσαν σλαβόφωνα ιδιώματα. Αυτούς προσπάθησαν με κάθε τρόπο να
παρασύρουν στην Εξαρχία και στη βουλγαρική εκπαίδευση. Οι πληθυσμοὶ όμως αυτοί,
μολονότι εντελώς αβοήθητοι, προέβαλαν στην πλειοψηφία τους σφοδρή αντίσταση,
γιατί κατέχονταν από ζωηρή ελληνική συνείδηση και επιθυμούσαν να μείνουν πιστοί
στο Πατριαρχείο. Με τους πληθυσμούς αυτούς παρουσιάστηκαν και πάλι, κατά την
κατοχή, παρόμοια φαινόμενα, όταν οι σύμμαχοι των Γερμανών Βούλγαροι κινήθηκαν
να τους εκμαυλίσουν. Αγαπούν περισσότερο την Ελλάδα και δεν δελεάζονται με
τίποτα.
Από την άλλη πλευρά, οι
ελληνόφωνοι πληθυσμοί δεν ήθελαν ούτε νʼ ακούσουν για αποσκίρτιση και
Βουλγάρους. Και έτσι η βουλγαρική προπαγάνδα
και τρομοκρατία σημείωσε μερική μόνο επιτυχία. Κυρίως, υπέφεραν πολύ οι
τοπικοί πνευματικοί ηγέτες˙ παπάδες, δάσκαλοι, γιατροί, πρόεδροι κοινοτήτων,
σύμβουλοι. Πολλοί από αυτούς έλαβαν μαρτυρικό θάνατο, από μαχαίρι, κρεμάλα ή
φωτία.
Το ελληνικό κράτος,
μολονότι παρακολουθούσε άγρυπνα τα συμβαἰνοντα στον μακεδονικό χώρο, δίσταζε να
συνδράμει, συχνά μάλιστα έκανε πως αντιδρά, γιατί δεν ήθελε να προκαλέσει την
Τουρκία, που ήδη «έπνεε μένεα» για τις επαναστατικές κινήσεις στην Κρήτη.
Αφότου μάλιστα μεσολάβησε και ο άτυχος πόλεμος του 1897, οι εχθροί του
Ελληνισμού έγιναν εκβιαστικότεροι. Έπεσε το ηθικό. Μεγάλοι κίνδυνοι άρχισαν να
διαγράφονται για τα αλύτρωτα μέρη. Τότε ύψωσαν το ανάστημα τους οι αφοσιωμένοι
στην πατρίδα ιδιώτες. Στην Αθήνα, η ισχυρή μακεδονικής καταγωγής οικογένεια του
Στεφάνου Δραγούμη, ο Δ. Καλαποθάκης, οι Μελάδες, οι Κορομηλάδες, τα μέλη της
«Εθνικής Εταιρείας». Στις υπόδουλες περιοχές διάφοροι εντόπιοι οπλαρχηγοί, όπως
ο καπετάν Κώτας από τη Ρούλια, ο καπετάν Βαγγέλης από το Στρέμπενο, ο Γκόνος
Γιώτας από τα Γιαννιτσά, ο Λάκης Πύρζας από τη Φλώρινα, ο Παύλος Κύρου από το
Ανταρτικό, ο Δημήτριος Νταλίπης από το Γάβρο, ο Νικοτσάρας από τη Στρώμνιτσα, ο
Μητρούσης από τις Σέρρες, ο παπα-Μιχάλης από το Λειβαδοχώρι Σερρών, ο
παπα-Σταύρος από το Πισοδέρι και πλήθος άλλων καπεταναίων και οπαδών, που
έφεραν την πρώτη αντίσταση και πλήρωσαν τον βαρύτερο φόρο αίματος, κι αυτοί και
τα χωριά τους.
Και τα πράγματα σιγά σιγά
πήραν νʼ αλλάζουν. Το 1900 το Πατριαρχείο στέλνει νεαρούς και δυναμικούς μητροπολίτες
σε περιοχές της Μακεδονίας που κινδυνεύουν. Έτσι, τοποθετείται ο Γερμανός
Καραβαγγέλης στην Καστοριά, ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι, ο Χρυσόστομος
Καλαφάτης, ο αργότερα εθνομάρτυρας Σμύρνης, στη Δράμα, ο Φώτιος, που
δολοφονήθηκε αργότερα στην Κορυτσά, ο Ειρηναίος στη Χαλκιδική, ο Θεοδώρητος στο
Νευροκόπι, ο Κωνσταντίνος στις Σέρρες. Όλοι αυτοί μαζί με τον καλύτερο κλήρο,
τους δασκάλους και τις δασκάλες, τους οπλαρχηγούς, τα παλικάρια, ενθαρρύνουν με
κίνδυνο της ζωής τους τους πληθυσμούς, φροντίζουν για όπλα, πολεμοφόδια,
τρόφιμα, ενδυμασίες, καταλύματα. Οι πληθυσμοί παίρνουν θάρρος, οργανόνωνται,
συνεργάζονται, φιλοτιμούνται, εξασφαλίζουν τις επικοινωνίες, κρύβουν τους
Μακεδονομάχους, όταν οι Τούρκοι τους κυνηγούν, σε κατάλληλες κρύπτες, τις περίφημες
κρυψάνες, τρέφουν από το υστέρημα τους, νοσηλεύουν τους πολεμιστές. Τους
χωρικούς αυτούς, ιδίως τους σλαβόφωνους, οι Βούλγαροι τους ονόμαζαν
περιφρονητικά Γραικομάνους, αλλά το όνομα έμεινε να σημαίνει την μετά μανίας
αγάπη προς την ελληνική πατρίδα.
Σιγά σιγά έρχονται τα
ένοπλα σώματα από την ελεύθερη Ελλάδα. Εισχωρούν κρυφά από τα σύνορα – κρυφά
και από τους δικούς μας – και ενώνονται. Για πολλά χρόνια, στην αρχή, επικρατεί
ο αυτοσχεδιασμός και ο ενθουσιασμός. Ακόμα και ο τυχοδιωκτισμός, σε ορισμένες
περιπτώσεις. Με τέτοιες προϋποθέσεις είναι φυσικό οι επιχειρήσεις των σωμάτων
να είναι βραχύβιες και οι επιτυχίες τους περιορισμένης σημασίας, αν όχι και
καταστρεπτικές. Ώσπου το 1904, μετά από αλλεπάλληλα κατατοπιστικά ταξίδια,
φτάνει στη Μακεδονία, επικεφαλής σώματος, ο Παύλος Μελάς, γαμπρός των
Δραγούμηδων, στην κόρη τοιυς Ναταλία, μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού
στρατού, σταλμένος μυστικά πό την κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη και αναλαμβάνει, κατά
κάποιο τρόπο, επίσημα τον Αγώνα, με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας. Ο Παύλος Μελάς,
ύστερα από προδοσία των κομιτατζήδων, σκοτώθηκε πολύ γρήγορα, σε μια αψιμαχία
με τον τουρκικό στρατό στο χωριό Στάτιστα (σήμερα, Μελάς) στις 13.10.1904, όμως
το παράδειγμα του και η θυσία του αφύπνισαν τις συνειδήσεις. Την αναγγελία του
θανάτου του, ακολούθησαν συγκινητικές εκδηλώσεις, επίσημες και μη, σʼ όλη τη
χώρα και πλήθος φλογεροί νέοι έσπευσαν να μιμηθούν το παράδειγμά του. Ο Παύλος
Μελάς θρηνήθηκε όσο λίγοι ήρωες και αποτελεί πάντα ένα υψηλό πατριωτικό σύμβολο
του Νέου Ελληνισμού.
Ο αγώνας μεταξύ Ελλήνων
μακεδονομάχων και Βουλγάρων κομιτατζήδων συνεχίστηκε αμείωτος και αμείλικτος ως
τον Ιούλιο του 1908, οπότε με τη νεοτουρκική επανάσταση έπαψε υποκριτικά η
δίωξη παρανόμων. Οι συγκρούσεις σταμάτησαν, αλλά ο Αγώνας συνεχίστηκε με πιο περίτεχνα
μέσα. Ώσπου οι νικηφόροι πόλεμοι του 1912-1913 έφεραν κάποια μερική
αποκατάσταση στα όνειρα του αλύτρωτου Ελληνισμού του Βορρά.
Ο Μακεδονικός Αγώνας διεξήχθη κυρίως στα
βιλαέτια (διοικητικές περιφέρειες) του Μοναστηρίου (Βιτώλια) και της Θεσσαλονίκης
και αποτελεί, ασφαλώς, μετά την Επανάσταση του Εικοσιένα, τη σημαντικότερη και
πιο περίλαμπρη προσπάθεια του Νέου Ελληνισμού.
Εκτός από τις μάχες με τους
κομιτατζήδες και τη συνεχή καταδίωξη από ειδικά τουρκικά σώματα κυνηγών, τους
αβτζή-ταμπουρ, ο Αγώνας έγινε στα χωριά και στις πόλεις σὠμα προς σώμα, άνθρωπο
με άνθρωπο, σπίτι με σπίτι, μαγαζί με μαγαζί, εκκλησία με εκκλησία.
Σʼ όλες τις πολιτείες και
τα χωριά υπήρχε Οργάνωση, που φρόντιζε για τον ανεφοδιασμό, τη νοσηλεἰα, το
κρύψιμο και την πληροφόρηση των ανταρτών. Ακόμα και από ποια μαγαζιά θα
ψωνίζεις καθοριζόταν από την Οργάνωση. Τις οργανώσεις αυτές τις είχαν σχεδιάσει
και τις διηύθυναν αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, που είχαν έρθει με διάφορα
προσχήματα από τη Νότια Ελλάδα στη Μακεδονία. Τη Θεσσαλονίκη λ.χ., την είχε
οργανώσει ο αξιωματικός Αθανάσιος Σουλιώτης – Νικολαΐδης, συνεργάτης του Ίωνα
Δραγούμη. Μέγα ρόλο στον Αγώνα έπαιξε το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, ιδίως
αφότου το διηύθυνε ο Λάμπρος Κορομηλάς. Το Προξενείο του άτυχου Μοναστηρίου
ανάπτυξε, επίσης, μεγάλη και τολμηρή δράση. Ανάμεσα σʼ αυτούς που υπηρέτησαν
εκεί ήταν από το 1903 και ο Ίων Δραγούμης.
Μα βέβαια, δεν υπήρξαν μόνο
οι παραπάνω. Πλήθος τολμηροί διπλωμάτες, αξιωματικοί που έκαμαν ακόμα και τους
μεταφορείς, ιερείς και αρχιερείς, που αρκετοί τους τράβηξαν προς το μαρτύριο,
όπως ο πάπα-Σταύρος από το Πισοδέρι, και όπως ο Γρεβενών Αιμιλιανός και ο
Κυρυτσάς Φώτιος, δάσκαλοι και δασκάλες – αυτές κατά προτίμηση τις έκαιγαν
ζωντανές – σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, χαμάληδες του τελωνείου, καραγωγείς,
γιατροί όπως ο Ζάννας στη Θεσσαλονίκη, πρόξενοι ξένων Δυνάμεων, που είχαν όμως
Ελληνική καταγωγή, όπως ο Χατζηλαζάρου, φυγόδικοι και λήσταρχοι, που είχε
ξυπνήσει μέσα τους η πατρίδα, όπως ο Αλ. Καραλίβανος – σπουδαίος πολεμιστής! –
παιδιά του σχολείου, που έδιναν πληροφορίες, μετέφεραν πληροφορίες ή έβγαιναν
στα βουνά με τα σώματα των Ελλήνων, όπως ο συγγραφέας μας, ο Γεώργιος Μόδης, ο
Βιτωλιάνος, όπως τον αποκαλούσαν, τέλος παλικαρόπουλα ευγενικά, ευαίσθητα, που
βρήκαν εντούτοις την δύναμη να κάνουν τον επικό αγώνα της λίμνης των
Γιαννιτσών, όπως ο Τέλος Άγρας, ο μεγαλομάρτυρας Τέλος Αγαπηνός, που είχε έναν
από τους πιο μαρτυρικούς θανάτους, που έλαβε πολεμιστής σʼ αυτόν τον Αγώνα και
που ποτέ δεν πρέπει να ξεχνιέται. Και τέλος οι μεγάλοι οπλαρχηγοί καπετάν
Κώτας, Ευθύμιος Καούδης, Γεώργιος Τσόντος, Δικώνυμος Μακρής, Γεώργιος Βολάνης,
Δούκας Δούκας, Κων. Μαζαράκης, Γεώργιος Κατεχάκης, Παύλος Γύπαρης. Ακόμα, ο
αξιωματικός Δημήτριος Κάκκαβος, που με το ψευδώνυμο Δημήτριος Ζὠης, βοήθησε στη
διεύθυνση του Αγώνα μέσα από το Προξενείο Θεσσαλονίκης.
Αλλά ό,τι και να πούμε δεν
είναι εύκολο να τους αναφέρουμε όλους. Γιατί όλοι πρέπει να αναφέρονται. Οι
Μακεδονομάχοι ήταν περίπου 2.000 (δύο χιλιάδες) άντρες, αλλά πρόσφεραν αυτό το
σπουδαίο έργο: Ετοίμασαν τους τρίβους της Ελλάδας.
Με τον Μακεδονικό Αγώνα δεν
κερδήθηκε μόνο η Μακεδονία, αναζωογονήθηκε όλη η Ελλα΄δα, αναμέτρησε τις
δυνάμεις της, απόχτησε πεποίθηση σʼ αυτές, είδε την εξυπνάδα, τη ζωτικότητα
της, ακριβώς πάνω στη στιγμή που μεγάλη ηθική κρίση κατέτρωγε τα ελληνικά
σπλάχνα από τις κομματικές διαιρέσεις και την ήττα του ʼ97. Οι απελευθερωτικοί
πόλεμοι του 1912 και του 1913 που διπλασίασαν την Ελλάδα ήταν η αναγκαία
συνέπεια όλης αυτής της προπαρασκευής και της θυσίας.
Τα κείμενα του Γ. Μόδη
είναι κείμενα δυνατά. Μεταδίδουν στον επαρκή ηθικά αναγνώστη δύναμη και πίστη
για την πατρίδα. Εκφράζουν τον Μακεδονικό Αγώνα και τον Μακεδονικό Ελληνισμό,
αλλά εκφράζουν ακόμα την αφοσίωση, το φιλότιμο και την παλικαριά. Αρκετά από τα
κείμενα αυτά μπορούν να σταθούν ως λογοτεχνήματα ακόμα και με τις αυστηρότερες
απαιτήσεις του όρου. Ο Γ. Μόδης ήταν σίγουρα ένα δυνατό λογοτεχνικό ταλέντο,
όχι ακαλλιέργητο πνευματικά, αλλά ακαλλιέργητο λογοτεχνικά. Και ευτυχώς... θα
μπορούσε, σε αντίθετη περίπτωση, να έχει χαθεί το θέμα, να έχει διαλυθεί το
αντικείμενο προς χάριν υποκειμενικών ή δήθεν υποκειμενικών καταστάσεων. Θα
μπορούσε, βέβαια, να έχει ξεπεταχτεί, κάποιο εθνικής σημασίας αφήγημα – αλλά
όχι! Ούτε κι αυτό θα το ισχυρισθούμε. Έμεινε ένα έργο – αληθινά τεράστιο! – που
πατάει συχνἀ στη δημοσιογραφία, στο χρονικό, στο χρονογράφημα, στην υψηλή
λογοτεχνία, όπως είπαμε, αλλά ουδέποτε στη φιλολογία, σʼ αυτό το σαχλό
παραγεμισμένο με λέξεις, είδος, που καλλιεργείται από ορισμένους, που δεν έχουν
και πολλά να πούνε, και το οποίο αποκαλείται, «φιλολογία». Όχι, δεν συμβαίνει
αυτό με το έργο του Γ. Μόδη.
Ο Γ. Μόδης είναι ο πρώτος
σπουδαίος πεζογράφος στη σύγχρονη ιστορία του βορειοελλαδικού χὠρου. Το ταλέντο
του επιβεβαιώνεται με τετρακόσια πενήντα περίπου διηγήματα ή αφηγήματα, χώρια
τα εκτενέστερα χρονικά. Ο Γ. Μόδης είναι και λογοτέχνης και χρονικογράφος και
ιστορικός και προπαντός δονούμενος Έλληνας.
Η θαυμάσια αυτή επιλογή,
καμωμένη απὀ τον εκλεκτό νέο φιλόλογο κύριο Κώστα Καφαντάρη, δίνει μια σαφή και
σωστή ιδέα της αφηγηματικής ικανότητας και του πατριωτικού παλμού του Γ. Μόδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου