Άγρας Τέλλος: Ανθυπολοχαγός Τέλλος αγαπηνός, Αθηναίος. Από τον Οκτώβριο του 1906 δρα στον Βάλτο. Τον Ιούλιο του 1907, πέφτει σε παγίδα Βουλγάρων κομιτατζήδων, που αφού τον εξευτελίζουν, τον απαγχονίζουν μαζί με τον Αντώνη Μίγκα.
Αιμιλιανός (Λαζαρίδης): Επίσκοπος, από τα Πέρματα Μ. Ασίας (1877-1911). Τον Μάρτιο του 1910 εκλέγεται Μητροπολίτης Γρεβενών. Δολοφονείται από τους Νεότουρκους, μαζί με τον διάκονο του Δημήτριο Αναγνώστου, στις 1 Οκτωβρίου 1911.
Αμβράσογλου Ιωάννης: Υπολοχαγός Αμβρακιώτης Ιωάννης. Αρχηγός ενόπλου σώματος, συλλαμβάνεται από τους Τούρκους σε συμπλοκή και ρίχνεται στις φυλακές Επταπυργίου, όπου μένει τρισήμισι χρόνια. Δραπέτευσε τον Δεκέμβριο του 1906.
Βαγγέλης: Από τα Ασπρώγεια (Στρέμπενο, 1876-1904). Ανεψιός του παπα-Δημήτρη που δολοφόνησαν οι Βούλγαροι. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης αφού τον ορκίζει στο Ελληνικό Κομιτάτο, τον χρηματοδοτεί, του προσφέρει όπλα και πολεμοφόδια, και στις αρχές του 1901 δημιουργεί το πρώτο ένοπλο ελληνικό σώμα στην Μακεδονία. Έπεσε σε ενέδρα το 1904 και σκοτώθηκε.
Βάρδας: Ανθυπολοχαγός Γεώργιος Τσόντος. Από την Αθήνα. Με την διάλυση της «Εθνικής Εταιρείας» ανεβαίνει στην Μακεδονία, όπου αναπτύσσει οργανωτική δράση. Το 1905, επικεφαλής τριών σωμάτων (του Μάκρη, του Πούλακα και του Καούδη) φονεύει για εκδίκηση 79 άτομα και πυρπολεί την Ζαγορίτσανη, προκαλώντας την αντίδραση του Προξενείου Θεσσαλονίκης.
Βολάνης Γεώργιος: Από τους Λάκκους Χανίων. Αιχμαλωτίζεται την βραδιά του θανάτου του Παύλου Μελά μαζί με άλλους έξι. Βγαίνει από τις φυλακές με αμνηστεία και ως αρχηγός σώματος που δημιουργεί, δρώντας στην περιοχή Μοναστηρίου και Καστοριάς, αναπτύσσει την μεγαλύτερη ίσως δράση απʼ όλους τους Μακεδονομάχους.
Βρόντας: Ανθυπίλαρχος Βασίλειος Παπάς. Αρχηγός σώματος με υπαρχηγό τον Αντώνη Ζώη. Είχε περιοχή ευθύνης το δυτικό Μορίχοβο.
Γαρέφης Κώστας: Από την Μηλέα Λάρισας. Τον Αύγουστο του 1906 σκοτώνει τους αρχηγούς των Βουλγάρων κομιτατζήδων Λούκα και Καρατάσο. Ορμώντας νʼ αρπάξει από τα μαλλιά τον Καρατάσο, δέχεται σφαίρα στην κοιλιά και τραυματίζεται θανάσιμα.
Γερμανός (Καραβαγγέλης): (Ευρώτας Καραβαγγέλης, Στύψη Λέσβου, 1866-1935). Το 1900 στέλνεται στην Καστοριά ως Μητροπολίτης της χηρεύουσας Μητροπόλεως. Με το πιστόλι κάτω από το ράσο περιοδεύει στα χωριά και στηρίζει τον κατατρεγμένο Ελληνισμό, παρά την αποθαρρυντική στάση της τότε ελληνικής κυβερνήσεως. Με πάρα πολλούς κινδύνους δημιουργεί ένοπλα σώματα, τα χρηματοδοτεί και τα προμηθεύει όπλα και εφόδια. Συνέπεια της ριψοκίνδυνης δράσεώς του είναι, ο μεν Αλέξανδρος Ζαΐμης, πρωθυπουργός της χώρας, να ζητήσει την ανάκλησή του, φοβούμενος ότι ο Γερμανός θα προξενήσει ζημιά στο ελληνικό κράτος, οι δε Τούρκοι να πετύχουν την ανάκλησή στου το 1907, οπότε εκλέγεται συνοδικός και αναγκάζεται να αποχωρήσει στην Κωνσταντινούπολη.
Γκόνος Γιώτας: Από τα Γιαννιτσά (1866-1908). Το «Στοιχειό του Βάλτου». Γνωρίζοντας τέλεια «τα μυστικά του Βάλτου» συντελεί στο να περιέλθει η υπεροχή και η κυριαρχία του Βάλτου από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες στα ελληνικά σώματα. Μπαίνει στο Βάλτο το 1904 και παραμένει ως το 1908, οπότε σκοτώνεται.
Δραγούμης Στέφανος: (1842-1923). Μακεδονικής καταγωγής, από το Βογατσικό. Εκλέγεται το 1879 βουλευτής Μεγάρων με το κόμμα του Χαριλάου Τρικούπη. Πεθερός του Παύλου Μελά. Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη, μεταβάλλει το σπίτι του σε κέντρο πληροφοριών για ο,τιδήποτε συνέβαινε στη Μακεδονία. Από εκεί περνούν όσοι Μακεδόνες αγωνιστές φθάνουν στην Αθήνα και παίρνουν οδηγίες. Ήδη από το 1878 με πρωτοβουλία του, αποστέλλονται σώματα και όπλα στη Μακεδονία. Πρωθυπουργός της χώρας από τον Ιανουάριο του 1910 έως τον Οκτώβριο του ιδίου έτους.
Εξαδάκτυλος Αθανάσιος: Από την Άνδρο (1863-1930). «Υπάλληλος» στο Προξενείο Θεσσαλονίκης με το ψευδώνυμο Αθανάσιος Αντωνίου, από τον Αύγουστο του 1904 έως τον Φεβρουάριο του 1908.
Ζάκας: Ψευδώνυμο του μετέπειτα στρατηγού Γρηγόρη Φαληρέα, που ως ανθυπολοχαγός, επικεφαλής σώματος πολέμησε στην Μακεδονία. Τραυματισμένος στο κεφάλι, στην μάχη της Λόσνιτσας, κατρακύλησε σε μια πλαγιά και γλίτωσε τη ζωή του.
Ζάννας Δημήτριος: Γιατρός με μεγάλη επιρροή και κύρος. Βοήθησε πολύ, κυρίως στην απόδραση φυλακισμένων ανταρτών από το Επταπύργιο. Το σπίτι του ήταν πλάι στο βουλγαρικό πρακτορείο και με διαφόρους τρόπους, με τους ανθρώπους του, αποσπούσε πληροφορίες για τις κινήσεις των Βουλγάρων.
Ιωακείμ Γ΄: Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο σπουδαίος αυτός Πατριάρχης, γύρω στο 1900 τοποθετεί στις κρισιμότερες Μητροπόλεις της Μακεδονίας νέους ιεράρχες, που διακρίνονται για την μόρφωση, τις ικανότητες και τον δυναμισμό τους. Ανάμεσα τους ο Γερμανός Καραβαγγέλης και ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο εθνομάρτυρας Σμύρνης.
Κάκκαβος Ν. Δημήτριος: Υπολοχαγός Μηχανικού. Φιλιατρά (1870-1960). Με εμπιστευτική διαταγή στέλνεται με τους Μωραΐτη Μιχαήλ, Κουρεβέλη Σωτήριο, Μαζαράκη Κωνσταντίνο, Εξαδάκτυλο Αθανάσιο, Αμβράσογλου Ιωάνννη και Σπυρομήλιο Σπύρο στην Μακεδονία, για να τεθούν υπό τις διαταγές του Λάμπρου Κορομηλά. Με το ψευδώνυμο Δημήτριος Ζώης υπηρετεί ως «υπάλληλος» στο Προξενείο Θεσσαλονίκης το χρονικό διάστημα 1904-1909. Είχε περιοχή ευθύνης του τον Βάλτο και τα περίχωρά του.
Καλομενόπουλος Νικόστρατος: Λοχαγός (1865-1952). Στις διαταγές του είχε το καλύτερο οργανωμένο ελληνικό σώμα. Με προδοσία συλλαμβάνεται ο ίδιος καθώς και οι μισοί του άνδρες και ρίχνεται στις φυλακές Μοναστηρίου, απʼ όπου δραπετεύει το 1908.
Καούδης Ευθύμιος: Από τα Σφακιά της Κρήτης. Στην επίμονη έκκληση του Γερμανού Καραβαγγέλη στον Παύλο Μελά για βοήθεια, αποστέλλεται τον Ιούνιο του 1903 με άλλους δέκα Κρητικούς, πολλοί από τους οποίους έδρασαν αργότερα ως αρχηγοί σωμάτων.
Καραβίτης Ιωάννης: Από την Ανώπολη Σφακίων. Έδρασε μεταξύ Φλώρινας και Μοναστηρίου. Ένας από τους δέκα Κρητικούς που στάλθηκαν το 1903 από τον Παύλο Μελά στον Γερμανό Καραβαγγέλη για βοήθεια.
Καραλίβανος Αλέξανδρος: Θεσσαλός. Πριν γίνει Μακεδονομάχος ήταν αρχηγός ληστρικής συμμορίας, στην υπηρεσία των Τούρκων για την καταδίωξη και αντιμετώπιση της ληστείας και των κακοποιών. Το 1901 τον προσεταιρίζεται ο Γερμανός Καραβαγγέλης και στην ψευδοεπανάσταση του Ήλιντεν (Ιούλιος 1903) σώζει πολλά χωριά από τους Βουλγάρους. Από τους πρώτους που έτρεξαν να βοηθήσουν τον Παύλο Μελά είχε καταλύσει σε άλλο σπίτι και έτσι ξέφυγε.
Κλάπας: Ανθυπολοχαγός Γεώργιος Μακρόπουλος. Αρχηγός σώματος, δρα στον Βάλτο από τον Ιούνιο του 1906 έως τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους.
Κονδύλης Γεώργιος: Από τον Προυσσό Ευρυτανίας (1879-1936). Στον Μακεδονικό Αγώνα λοχίας. Αυστηρός και πειθαρχικός. Διμοιρίτης στο Σώμα του Βρόντα. Ο μετέπειτα αντιβασιλεύς.
Κοντούλης Αλέξανδρος: Λοχαγός (1858-1933). Αρχηγός επιτροπής αξιωματικών από τους Γεώργιο Κολοκοτρώνη, Αναστάσιο Παπούλα (τον μετέπειτα αρχιστράτηγο της Μ. Ασίας) και τον Παύλο Μελά, που στάλθηκε στην Μακεδονία για να εκτιμήσει επί τόπου την κατάσταση. Στην κοινή τους έκθεση προς την κυβέρνηση υποστήριζαν την ανάγκη αποστολής ενόπλων σωμάτων στην Μακεδονία, αλλά ο Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης υπέβαλαν άλλη, μυστική έκθεση, όπου υποστήριζαν τα αντίθετα. Η ενέργειά τους αυτή μαθεύτηκε από τον Παύλο Μελά, που οργισμένος κάλεσε σε μονομαχία τον Κολοκοτρώνη. Το 1931 έγραψε τη βιογραφία του Κώτα.
Κόρακας: Βασίλης Σταυρόπουλος. Δρα στην Κεντρική Μακεδονία και κυρίως στις περιοχές Νάουσας και Βέροιας. Είχε την βάση του μέσα στην Βέροια, στην οποία κυκλοφορούσε ελεύθερα, λόγω της επικοινωνίας των σπιτιών της με ειδικές εσωτερικές πόρτες, που με διαταγή του ανοίχτηκαν. Κυρίως πολέμησε τους ρουμανίζοντες.
Κύρου Παύλος: Από το Ζέλοβο, σημερινό Ανταρτικό. Σκότωσε με την βοήθεια του Ναούμ και του Τράικο, τον διευθυντή του βουλγαρικού κομιτάτου Καστοριάς και Φλώρινας παπα-Τράϊκωφ. Δολοφονήθηκε το 1906 από τους Βουλγάρους.
Κώτας: Από τη Ρούλια, χωριό της Φλώρινας που σήμερα φέρει το όνομά του. Μέλος του βουλγαρικού κομιτάτου στην αρχή με πολλές διαφωνίες για τα διαπραττόμενα, προσελκύεται από τον Γερμανό Καραβαγγέλη και πολύ γρήγορα αποβαίνει ο τρόμος των κομιτατζήδων, στην περιοχή του, τα Κορέστεια.
Μαζαράκης Αλέξανδρος: Υπολοχαγός Πυροβολικού. Με το ψευδώνυμο Ιωαννίδης υπηρετεί στο Προξενείο Θεσσαλονίκης από τον Δεκέμβριο του 1905 έως τον Φεβρουάριο του 1909.
Μελάς Παύλος: Ο θάνατός του τον Οκτώβριο του 1904 στη Στάτιστα, σε συμπλοκή με τουρκικό απόσπασμα, συνετάραξε το πανελλήνιο και ξεσήκωσε όλους για τη σωτηρία της Μακεδονίας.
Μόδης Θεόδωρος: Θείος του Γεωργίου Μόδη και αρχηγός της οργάνωσης του «Εκτελεστικού» στο Μοναστήρι. Δολοφονήθηκε από τους Βουλγάρους στις 4 Σεπτεμβρίου 1904.
Νικολούδης Εμμανουήλ: Από τους Λάκκους Χανίων. Απείθαρχος, παράτολμος σαν τον Σκαλίδη, πειθαρχεί τελικά στις εντολές του «Κέντρου» Μοναστηρίου. Σκοτώνεται τον Μάιο του 1906.
Ντίνας ή Ντίνες: Από τη Στάτιστα. Σταλμένος από τον Γερμανό Καραβαγγέλη και μη προλαβαίνοντας να μεταφέρει το σώμα του Παύλου Μελά, του οποίου τον τόπο της ταφής είχαν μάθει οι Τούρκοι, κόβει το κεφάλι του Μελά και κρυφά το φέρνει στο Πισοδέρι, όπου το θάβουν.
Οθωναίος Αλέξανδρος: Από το Γύθειο. Με το ψευδώνυμο Παλμίδης υπηρετεί στο Προξενείο Θεσσαλονίκης από το 1907 έως το 1909. Έδρασε στις περιοχές Βοδενών, Καρατζόβας, Γευγελής και Δοϊράνης. Αργότερα Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών.
Παπατζανετέας Παναγιώτης: Λοχίας Πυροβολικού από την Μάνη. Έδρασε περισσότερο στο Βάλτο συνεργαζόμενος με άλλα σώματα. Το 1913 εκτελεί την διαταγή του «Κέντρου» Θεσσαλονίκης για την εκδίκηση του θανάτου του Άγρα και σκοτώνει τον θηριώδη κομιτατζή Πέτσο, που είχε πρωταγωνιστήσει στον εξευτελισμό και τη δολοφονία του Άγρα.
Πύρζας Λάκης: Από την Φλώρινα. Κοντά στον τραυματισμένο θανάσιμα Παύλο Μελά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Λίγο προτού ξεψυχήσει ο Μελάς του έδωσε τον σταυρό του και το ντουφέκι του, για να τα παραδώσει στην γυναίκα του και τον γιο του. Ο Πύρζας πήρε ακόμη τα χαρτιά του και άλλα προσωπικά του αντικείμενα και παρέδωσε το σώμα του Μελά στους χωρικούς να το θάψουν.
Πραντούνας Χρήστος: Ανθυπίλαρχος, ψευδώνυμο καπετάν-Καψάλης. Από το Μεσολόγγι. Αψηφώντας τις συμβουλές του Γκόνου, στις 21 Απριλίου 1906 προσπάθησε να καταλάβει μια Βουλγαρική καλύβα στο Βάλτο. Τους αντελήφθησαν όμως οι Βούλγαροι οι οποίοι αφού τους άφησαν να πλησιάσουν, άδειασαν μεμιάς τα όπλα τους σκοτώνοντας και τον Πραντούνα.
Ρακοβίτης Παύλος: Από το Ράκοβο, σημερινό Κρατερό. Τον Αύγουστο του 1903 καίνε οι Τούρκοι το σπίτι του και φεύγει στην Αμερική, όπου σε καβγά σκοτώνει δύο Βουλγάρους. Επιστρέφει το 1905 στην Ελλάδα και δημιουργεί το δικό του ένοπλο σώμα. Σκοτώθηκε το 1911.
Σκαλίδης Γεώργιος: Από τον Κίσσαμο Χανίων. Απείθαρχος, περιφρονούσε τις εντολές του «Κέντρου» Μοναστηρίου με αποτέλεσμα αυτό να τον αποκηρύξει, κόβοντάς του την χρηματοδότηση και τον ανεφοδιασμό. Παράτολμος, δρα με σκληρότητα και συντελεί ώστε πολλά χωριά ελληνικά, που είχαν εξαιτίας της βουλγαρικής προπαγάνδας δηλωθεί ως βουλγαρικά, να ανακαλέσουν. Ανακαλεί και το «Κέντρο» την αποκήρυξή του και τον καλεί στο Μορίχοβο να παραλάβει χρήματα και εφόδια. Μη μπορώντας να διαβεί την πλημμυρισμένη Τσέρνα στην συμπλοκή που ακολούθησε με τους Τούρκους, αυτοκτόνησε με την τελευταία σφαίρα του πιστολιού του, ενώ τα ασημικά και το όπλο του τα έριξε στο ποτάμι.
Τσώτσος: Από το χωριό Μπάχοβο, σημερινοί Πρόμαχοι Εορδαίας. Επικεφαλής σώματος που το αποτελούσαν εξ ολοκλήρου συγγενείς του. Ο πατέρας του, τα αδέλφια, τα ξαδέλφια και οι θείοι του.
Φούφας: Ανθυπολοχαγός Παπαδάς Ζαχαρίας. Από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας. Καθώς έμπαινε στο Παλαιοχώρι, σκοτώθηκε από τους Βουλγάρους (1907), οι οποίοι με προδοσία είχαν μάθει τις κινήσεις του.
Χρυσόστομος (Καλαφάτης): Μητροπολίτης Δράμας. Από την Τρίγλια Βιθυνίας. Το 1900 στέλνεται Μητροπολίτης στη Δράμα, στην προσπάθεια του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ να επανδρώσει τις κυριότερες Μητροπόλεις της Μακεδονίας με νέους, δυναμικούς ιεράρχες. Δραστήριος, ριψοκίνδυνος, αναλαμβάνει στην περιοχή του όλη τηνη ευθύνη και την καθοδήγηση του αγώνα, με αποτέλεσμα να πέσει στην δυσμένεια των Τούρκων. Απομακρύνεται από τη Δράμα και τοποθετείται στη Μητρόπολη Σμύρνης, όπου εμαρτύρησε το 1922.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου