ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Γεώργιος Χ. Μόδης
ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Εκλεκτά Διηγήματα: 32. Ο ΚΙΤΣΟΣ
Μια σκοτεινή βραδιά στις 15 Γενάρη 1908 μπήκε το σώμα του Κόρακα στο Ράχοβο, ένα χωριουδάκι στα ριζά του Βερμίου κοντά στη Βέροια, να ζεσταθούν μια δυο νύχτες, να ξαποστάσουν, να χορτάσουν. Είχαν πέσει πολλά χιόνια.
Τους υποδέχθηκαν πρώτα τα σκυλιά. Άνοιξαν έπειτα δειλά μερικές πόρτες. Μπήκαν μέσα σε καταλύματα στο κάτω μέρος του χωρίου. Οι άντρες έφαγαν γλήγορα ό,τι πρόχειρο τους ετοίμασαν, τυλίχθηκαν στις κάπες και πλάγιασαν. Είχαν τρεις νύχτες να κοιμηθούν κάτω από στέγη...
Ο αρχηγός κάθισε σʼ ένα ξύλινο τρίποδα κοντά στο τζάκι όπου είχε ρίξει πολλά ξύλα και κάπνιζε. Έβλεπε ότι είχε γίνει δύσκολη η θέση του στο βουνό ύστερʼ απʼ τα πολλά χιόνια που έπεσαν. Έπρεπε να κυττάξει να κατεβεί στον Βάλτο έστω και αν είχε δουλειά στα ορεινά χωριά. Κοντά του είχε και χάιδευε τον Κίτσο, ένα πελώριο κριάρι με μεγάλα στριφογυριστά κέρατα.
Ο Ξυνογαλάς, ένας οπλίτης, παλιός κλέφτης, ήθελε νάχει σώνει και καλά σύμφωνα με την παλιά κλέφτικη παράδοση το «μανάρʼ» του, τον Κίτσο. Τον αγάπησαν γλήγορα όλοι. Τον τάιζαν κριθάρι, χωμί και συχνά ζάχαρη. Είχε γίνει σαν ένα μικρό βόδι. Του είχαν κρεμάσει στο μέτωπο με αλυσίδα απʼ τα κέρατα πολλά «γρόσια», «τέταρτα», «μετζήτια» και ένα χρυσό εικοσόφραγκο. Ο Κίτσος αγαπούσε και καμάρωνε για τα στολίδια του. Μια μέρα που του τάβγαλαν για δοκιμή κράτησε σκυμμένο και περίλυπο το κεφάλι. Ήταν πια η μασκότ του σώματος. Το πονηρό ζώο βάδιζε πάντοτε μπροστά πλάι στον αρχηγό. Τον έλεγαν και «υπαρχηγό».
- Τι λες, συ Κίτσο; Να φύγουμε στον Βάλτο; είπε ο Κόρακας πιάνοντας του τα κέρατα.
Ο Κίτσος κατέβασε το κεφάλι και έτριψε τη μούρη του στα γόνατα του αρχηγού. Συμφωνούσε να φύγουν, αν και δεν θα καλοπερνούσε καθόλου στη λίμνη, θα ήταν φυλακισμένος στην «καλύβα» χωρίς να κάμνει ούτε βήμα έξω. Παντού νερά.
Μπήκε τότε στα νύχια ένα παλικαράκι του χωριού και είπε του Κόρακα σιγά:
- Ξέρʼς καπʼτάνιε. Ιδώ είνʼ ο Μπεκίρ αγάς.
- Τι λες μωρέ; Δεν μούπε τίποτε ο μουχτάρης και οι άλλοι.
- Φοβήθʼκαν μην πάθει το χωριό.
- Και που είναι;
Ο Μπεκίρ αγάς ήταν ένας Τούρκος ή Τουρκαλβανός απʼ το Ντερελί της Λάρισας, που σκότωσε κάποιον και βγήκε στο κλαρί. Επιχείρησε μάλιστα να πιάσει «σκλάβο» τον δήμαρχο της Λάρισας. Τον επικήρυξαν για μεγάλο χρηματικό ποσό και τον ανάγκασαν να περάσει στο «τούρκικο». Ενώθηκε εκεί με τη ρουμανοληστρική συμμορία του Δαρλαγιάννη, που είχε κάμει πολλούς φόνους και είχε γίνει φοβερή μάστιγα για τα χωριά της Κατερίνης και της Βέροιας. Οι Τούρκοι έκλειναν τα μάτια. Προστάτευαν μʼ όλα τα μέσα την ρουμανική προπαγάνδα σύμφωνα με την αρχή του «διαίρει και βασίλευε».
Ο Κόρακας πήρε τρεις άντρες του καταλύματος, έδεσε τον Κίτσο στο παχνί και είπε του παιδιού:
- Πάμε.
Ο Μπεκίρ αγάς ήταν πραγματικά σʼ ένα σπιτάκι στην άλλη άκρη του χωριού. Δεν τους πήρε είδηση. Ήταν το χιόνι. Είχε απορροφηθεί απʼ τη δουλειά του. Έψηνε ο ερίφης σε μεγάλη φωτιά έξι κότες!... Έπεσαν και οι τέσσαρες πάνω του. Ο Μπεκίρ όμως ήταν γερός και πάλευε με πολύ θάρρος. Αναγκάστηκε να τον κτυπήσει ο Κόρακας με τον υποκόπανο στο κεφάλι. Τον έδεσαν.
- Αμάν καπετάνιε, είπε πεσμένος στα γόνατα. Με το σκοτώνεις εμένα. Τα σου παραντίνω τον Νταρλαγιάννη.
- Αλήθεια, Μπεκίρ; Μπέσα για μπέσα;
- Μπέσα για μπέσα. Μα τον Αλλάχ. Μα το Τεό, καπετάνιε.
Ο Κόρακας ξεσήκωσε αμέσως τους κοιμισμένους άντρες του και ξεκίνησαν. Γύριζαν τρεις νύχτες στα χιονισμένα βουνά. Τον αιχμάλωτο οδηγό κρατούσαν τρεις, δεμένο στη μέση. Μα δεν φάνηκε πουθενά ούτε σημάδι απʼ την οκταμελή συμμορία του Δαρλαγιάννη. Κατάλαβαν ότι ο Μπεκίρ τους κορόιδευε και κύτταζε να το σκάσει. Είχε μείνει πιστός στο φίλο και συνεργάτη του.
Τον καθάρισαν.
Οι τρεις άντρες που είχαν πάρει μέρος στο πιάσιμό του ζήτησαν απʼ τον αρχηγό να φροντίσει να τους δοθεί η επικήρυξη. Ο Κόρακας έγραψε στο «Κέντρον» της Θεσσαλονίκης. Και σε δέκα μέρες έφτασε στη λίμνη των Γιαννιτσών η απάντηση του Υπουργείου των Εσωτερικών. Έλεγε ότι σύμφωνα με κάποιο νόμο με τρία γράμματα του αλφαβήτου «δεν εδικαιούντο της επικηρύξεως ως φονεύσαντες τον επικηρυγμένον ληστήν εν τη αλλοδαπή και ουχί εν τη ημιδεπή»...
Το βράδυ στις 18 του Γενάρη το σώμα μπήκε στο Τσούρνοβο, μεγάλο χωριό ψηλά στο Βέρμιο. Το χιόνι είχε φτάσει σε πολλά μέρη και ξεπεράσει το ένα μέτρο και σε μερικά λακ΄κώματα, όπου το μάζευε ο αέρας, τα δυο μέτρα. Και έριχνε καινούργιο, ψιλό, κοσκινισμένο.
- Θα μείνουμε απόψε εδώ και το πρωί θα φύγουμε, εδήλωσε ο Κόρακας στην επιτροπή.
- Κι που θα πάτʼ με τούτα τα χιόνια; μήτε τα ζʼλάπια... είπε ο Πρόεδρός της.
- Έτσι τόφερε η κατάρα. Είμαστε χειρότεροι και απʼ τα ζουλάπια.
Θα περνούσε την ημέρα σʼ ένα κοντινό δάσοςε και το βράδυ θα κατέβαινε σʼ ένα χωριουδάκι του κάμπου όπου οι Τούρκοι ποτέ δεν θα τον ζητούσαν... Εκεί θα κανόνιζε την διαφυγή τους στο Βάλτο.
Τα βαθειά χαράματα το σώμα ήταν στο πόδι. Ο Κόρακας πήγε στην βρύση να γεμίσει το παγούρι του. Τρεχάτος και τρομαγμένος ήρθε ο αγροφύλακας.
- Καπʼτάνιε, Τούρκʼ! Φώναξε με πνιγμένη φωνή.
Έδειξε με το χέρι και πολλές σκιές που έστεκαν πάνω απʼ το χωριό. Τις είδε και ο Κόρακας. Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνότερο. Είχε λίγη καταχνιά.
- Εμπρός. Και γεμίστε τοα όπλα, πρόσταξε ο αρχηγός.
Πέρασαν τις κάπες στο αριστερό μπράτσο και είχαν έτοιμα τα τουφέκια στο δεξιό.
Πήραν μια ρεματιά που έβγαινε στο κάτω μέρος του χωριού. Οι Τούρκοι κι αν τους είδαν από ψηλά δεν ήξεραν αν ήταν «λησταντάρτες» ή χωριάτες.
Πρόλαβαν μπροστά τους, από ένα δρομάκι, ο μουχτάρης (πρόεδρος), ο παπάς και ο δάσκαλος, ένας χλωμότερος απʼ τον άλλο.
- Άσχʼμ. Πʼλύ άσχʼμα καπιτάνιε. Τούρκʼ. Μας έχʼν ζώσει είπε ο πρώτος.
- Το είδα.
- Κι τι θα κάμʼτε;
- Φεύγομε. Τι άλλο;
- Θα σκοτωθούν άδικα τα παιδιά, αρχηγέ, πήρε τον λόγο ο παπάς. Πολλοί οι Τούρκοι. Έχουν πιάσει τα μέρη. Είναι και τα χιόνια. Αν είσαστε λίγοι να σας κρύβαμε... Άσχημα. Πολύ άσχημα.
- Έχομε και ημείς τουφέκια και ο Θεός βοηθός.
- Και το χωριό; Θα το κάψουν.
- Τι να γίνει;! Γεια σας, γεια σας, ο Θεός...
- Πάει! Πάει το χωριό μας! Ξαναείπε δακρυσμένος ο μουχτάρης.
Κάτι θέλησε να ειπεί και ο δάσκαλος για ελαφριά ποινή. Αν βέβαια δεν αντιστεκόταν.
Ο Κόρακας ούτε γύρισε να τον κυττάξει.
Στην άκρη του χωριού διασταυρώθηκαν μʼ ένα αξιωματικό καβάλλα σʼ άλογο, με το περίστροφο στο χέρι και 10-15 στρατιώτες πίσω του. Πήγαιναν από μια άλλη ρεματιά να πιάσουν το κάτω μέρος του χωριού. Ο Κίτσος ρίχθηκε ευθύς ακράτητος απʼ τον εγωισμό ή τον φόβο του στα πόδια του αλόγου και φαίνεται πως το κτύπησε με τα κέρατα του. Το άλογο τινάχθηκε τρομαγμένο, η σέλα έγειρε και ο αξιωματικός βρέθηκε φαρδύς πλατύς κάτω στο χιόνι. Με την ίδια όμως ορμή χύθηκε κι ο Κίτσος στα πόδια των στρατιωτών. Εκείνοι είχαν ολότελα αιφνιδιασθεί. Πήραν και τον Κίτσο για κάτι το εξωτικό, κάτι σαν τελώνιο της αραβικής μυθολογίας... Παγωμένοι και κουκουλωμένοι στους μανδύες είχαν κρεμασμένα τα όπλα στον ώμο. Δεν ήξεραν ότι υπήρχε μεγάλο σώμα στο χωριό. Νόμισαν πως το κύκλωσαν όπως άλλοτε, έτσι για να πουν πως κάτι κάνουν... Πολλές φορές είχε πάει χαμένος ο κόπος τους. Σαν αντίκρισαν ξάφνου και απότομα τους αγριεμένους άντρες, τους περισσότερους γενειοφόρους, τον γιγαντόσωμο Σκοτίδα και τον οψηλόσωμο αρχηγό μπροστά με τα τουφέκια έτοιμα, στραμμένα πάνω τους και είδαν τον αξιωματικό πεσμένο κάτω, τάχασαν και κοκάλωσαν!... Μπορούσαν τότε να τους ξεκάμουν οι αντάρτες, αν δεν υπήρχαν αυστηρές διαταγές να μη χτυπούν πρώτοι τους Τούρκους. Είχαν και τα πιστόλια και ήταν περισσότεροι. Δεν συνήλθαν οι «νεφέρηδες» παρʼ όταν το σώμα είχε στρίψει πίσω από ένα υψωματάκι. Έριξαν ευθύς κάμποσες τουφεκιές στον αέρα. Ο Κόρακας παραπέρα οχυρώθηκε σε μερικούς βράχους και φιλοδώρησε τους γύρω Τούρκους με σφαίρες. Έπεφταν τώρα τουφεκιές, από παντού στα κουτουρού. Ήταν η απόσταση, η καταχνιά, το χιόνι. Ο Κόρακας στο μεταξύ χώθηκε σε μια ρεματιά προς το δάσος. Οι Τούρκοι δεν τον ακολούθησαν. Είχαν ίσως κουραστεί ή και φοβηθεί. Προτίμησαν να δώσουν τόπο στην οργή και να γυρίσουν χωρίς φασαρίες και απώλειες στον ζεστό στρατώνα τους. Ο Αλλάχ δεν θέλησε να τους βοηθήσει.
Στο προσκλητήριο που έκαμε αργότερα ο Κόρακας παρατήρησε ότι απουσίαζε ο Κίτσος και μια... κάπα.
- Θα τον πήρε καμιά σφαίρα τον κακομοίρη με αληθινή λύπη.
Μερικοί άλλοι πήγαν να συλληπηθούν τον Ξυνογαλά που βαρυπενθούσε.
- Έπεσε ηρωικώς μαχόμενος, του έλεγαν...
Ο Κίτσος είχε αιχμαλωτισθεί ή ίσως και αυτομολήσει: Με τις τουφεκιές... τόβαλε σαν τρελός στα πόδια.
Οδηγήθηκε «εν θριάμβω» στη Βέροια μαζί με την κάπα. Κυκλοφόρησαν μάλιστα και την διάδοση οι Τούρκοι πως είχαν ξεκάμει τον Κόρακα...
Ο Κίτσος βγήκε στην Βέροια σε πλειστηριασμό μαζί με τα νομίσματα που κρέμονταν στα κέρατα του. Είχαν κάμει φτερά μονάχα το εικοσάφραγκο και τα μετζήτια. Κρατούσε σκυμμένο το κεφάλι σαν νάνοιωθε την ταπείνωσή του. Πολύς κόσμος τον κύτταζε περίεργα. Ένας μπέης και ένας ρουμανοδάσκαλος πρόσφεραν μεγάλα ποσά. Πλειοδότησε όμως ένας δικός μας χασάπης, που είχε διαταγή απʼ τον γιατρό Βελτσίδη και τον έμπορο Καρακώστα να τον αγοράσει όσο όσο...
- Θα τον στείλει πάλι στους αντάρτες! Φώναξε ο ρουμανοδάσκαλος.
- Έλα να τον ιδείς αύριο κρεμασμένο στο μαγαζί, του αποκρίθηκε ο χασάπης!
Και στον καϊμακάμη είπε εμπιστευτικά:
- Έχουν μεγάλη αξία;
- Καλούτσικη.
- Α. Οι σκυλοφράγκοι. Είναι για τα πανηγύρια. Στείλε μου ένα μπούτι να ιδώ τι κρέατα τρώγουν οι αντάρτες.
Ο χασάπης έστειλε την άλλη μέρα ένα μπούτι στον καϊμακάμη (έπαρχο) και τον Κίτσο στον Κόρακα...
Το «απολωλός» πρόβατο έγινε δεκτό μʼ ενθουσιασμό, χάδια και περισσότερη ζάχαρη. Και ο Κίτσος δεν ήξερε πως να δείξει την χαρά του. Χοροπηδούσε, έτρεχε, έτριβε τη μούρη του στα γόνατα του αρχηγού, του Ξυνογαλά και των άλλων.
Ύστερʼ από ένα μήνα το σώμα βγήκε απʼ τον Βάλτο και περνώντας τη σιδηροδρομική γραμμή έπεσε σʼ ενέδρα τούρκικη. Το σκοτάδι όμως ήταν πηχτό, το μέρος γεμάτο βάτα, χαμόκλαδα, λάκκους. Τη γλύτωσαν ευθηνά.
Ο Κίτσος πάλι χάθηκε. Το ξανάβαλε σαν τρελός στα πόδια... Ήταν γενναίος, ατρόμητος και περήφανος, μα σιχαινόταν τις τουφεκιές...
Αυτή τη φορά όμως αν ξανάπεφτε στα χέρια των Τούρκων, θα την πάθαινε άσχημα ο χασάπης, που τον αγόρασε και πολλοί ίσως άλλοι.
Μόλις κάπως ξέφυγαν απʼ τον τόπο της συμπλοκής πρόσταξε ο Κόρακας να τρέξουν οι άντρες και οπωσδήποτε να τον βρουν. Είχε τρυπώσει ο παλικαράς μακριά σε μια γούβα σκεπασμένη βάτα. Όταν άκουσε γνώριμες φωνές να φωνάζουν Κίτσο, Κίτσο, έτρεξε αμέσως κοντά τους.
Μα ήταν πια ανοικονόμητος και επικίνδυνος. Τον έφαγαν την άλλη μέρα στο μοναστήρι οι «Άγιοι Πάντες».
Ο Ξυνογαλάς έμεινε νηστικός όλο εκείνο το εικοσιτετράωρο...
(«Το λαμπρό καταφύγιο»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου