Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ Γεώργιος Χ. Μόδης ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Εκλεκτά Διηγήματα 13. ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

 


Η μεγάλη πλατεία του Ατ Παζάρ, στο Μοναστήρι, ήταν γεμάτη τετράποδα και ανθρώπους. Μια Δευτέρα, ημέρα παζαριού (εβδομαδιαίας αγοράς) τον Ιούνιο του 1906. Άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, βόδια κτλ., έστεκαν το ένα κοντά στο άλλο για νά βρουν αγοραστή. Υπήρχαν άλογα ακόμα κι απʼ την περιοχή Κομανόβου, που περνούσαν για γερά και άλλα της Μουζακιάς, κοντά στον Αυλώνα, που ήταν γρήγορα. Ήταν και μερικά πολύ λίγα, χωρίς κτυπητή εξωτερική εμφάνιση, που είχαν όμως ένα στρωτό και πεταχτό «ραβάνι», σαν να ήταν φτεροπόδαρο.

Αγόραζαν και πουλούσαν χωριάτες του κάμπου με άσπρες πουκαμίσες, που τις είχαν ολάνοιχτες και το χειμώνα, άλλοι απʼ τα χωριά του Περιστέρι, με άσπρες επίσης πουκαμίσες, που έμοιαζαν κάπως με ψιλή φουστανέλα, Τουρκαλβανοί χωρικοί με τα πλατιά ζωνάρια, Σαρακατσαναίοι και Βλάχοι κτηνοτρόφοι με τις ξεχωριστές φορεσιές τους, λίγοι Εβραίοι, που αγόραζαν κανένα βόδι για τα εβραϊκά χασάπικα, και πολλοί γύφτοι, ειδικοί στο αλογοεμπόριο, που «παζάρευαν» με πολλές χειρονομίες, φωνές, επικλήσεις και όρκους.

Έκαναν και «τράμπα», έδιναν δηλαδή ένα μουλάρι για ένα γαϊδούρι κι ένα βόδι. Είχαν θρέψει καλά αρρωστιάρικα και κάτισχνα άλογα, που τα πουλούσαν για γερά. Έκαναν ένα γύρο στο παζάρι και μερικοί μπέηδες και αγάδες της πολιτείας, μη τυχόν βρουν κανένα «κελεπούρι», κανένα εξαιρετικό δηλαδή άλογο. Όπως οι βαρόνοι και οι ιππότες είχαν αδυναμία για τα ωραία άλογα και διατηρούσαν πάνοτε στο στάβλο τους ένα τουλάχιστον υπερήφανο άτι.

Ξάφνου έπεσαν τρεις βροντεροί πυροβολισμοί. Όλη η πλατεία αναταράχθηκε. Ήταν η εποχή που Έλληνες και Βούλγαροι σκοτώνοντας στους δρόμους του Μοναστηρίου. Τώρα οι δικοί μας είχαν αναμφισβήτητη και μεγάλη υπεροχή. Μια μέρα, πριν δυο βδομάδες, τρεις Βούλγαροι έπεσαν νεκροί διαδοχικά στον κεντρικό δρόμο κι ένας τέταρτος σε απόμερο. Ποιανού άραγε να σώθηκε τώρα το λαδάκι;

Μα κόσμος μαζώχθηκε στο πεταλάδικο του Σελήμ. Είχε σκοτωθεί ο Τουρκαλβανός πεταλωτής!!

Έχασαν το μονοπώλιο του σκοτωμού οι γκιαούρηδες και δεν θα ξεσπούσαν σε καμιά ξαφνική σφαγή οι Τούρκοι; Είχαν φέρει ήδη όσοι ήταν στο παζάρι το χέρι στην πλατιά κόκκινη ζώνη, όπου δεν έλειπαν ποτέ ένα μεγάλο επρίστροφο και μια κάμα. Είδαν όμως να φεύγει τρεχάτος ο φονιάς μʼ ένα μεγάλο μαυροβουνιώτικο περίστροφο στο χέρι, όπως τόδειχνε η φορεσιά του, ήταν Τουρκαλβανός χωρικός. Έκαμαν μερικοί Τούρκοι να τρέξουν πίσω του, γρήγορα όμως σταμάτησαν. Τον ακολούθησε μονάχα ένας πολίτσης μα από απόσταση.

Ο φονιάς έτρεχε γρήγορα προς την έξοδο της πολιτείας, σκόνταψε όμως και έπεσε. Λύθηκε και το πλατύ ζωνάρι του και του έφυγε το περίστροφο απʼ τα χέρια. Πρόβαλε κι από μια γωνία μια περίπολος, που τον έπιασε. Τούδωσαν μερικούς μπάτσους και πήγαν να τον δέσουν. Με κατάπληξη τους όμως είδαν ότι είχαν να κάνουν μʼ ένα κορίτσι!! Ήταν η Αισέ από την Κισσάβα, ένα τουρκαλβανικό χωριό, κοντά στα ελληγιουγκοσλαβικά σύνορα της περιφερείας Φλώρινας. Τον πατέρα της είχε σκοτώσει ο Σελήμ, επίσης απʼ την Κισσάβα, πριν πολλά χρόνια και για νʼ αποφύγει την εκδίκηση συγγενών του εγκαταστάθηκε στο Μοναστήρι κι άνοιξε το μοναδικό στην πλατεία Ατ Παζάρ πετελάδικο.

Σαν έγινε 16 χρονών η Αισέ, την κάλεσε μια μέρα η μητέρα της και μπροστά απʼ την μικρότερη αδελφή της της είπε:

- Ξέρεις κόρη μου ότι σκότωσε τον πατέρα σου ο άτιμος ο Σελήμ, που είναι τώρα πεταλωτής στο Μοναστήρι; Το αίμα του πατέρα σου ζητάει εκδίκηση. Η ψυχή του δεν θα ησυχάσει, αν δεν τιμωρηθεί ο Σελήμ. Οι θείοι σου ξέχασαν το καθήκον τους και συμπεθέριασαν κιόλας με τον Σελήμ. Σε σένα τώρα απομένει να πάρεις το αίμα το πατέρα σου. Δεν έχεις αδελφό. Είσαι η μεγαλύτερη.

Η Αισέ δεν έφερε αντίρρηση και ένα πρωί πέταξε το φερετζέ, έκοψε τα μαλλιά, φόρεσε ρούχα του πατέρα της – κάπως τα είχε στενέψει – και ξεκίνησε μʼ ένα μουλάρι για το Μοναστήρι.

Παρουσιάσθηκε στ πεταλάδικο του Σελήμ και του είπε αρβανίτικα:

- Συ είσαι ο πεταλωτής Σελήμ;

- Εγώ είμαι, της απάντησε, γιατί ρωτάς;

- Να μου πεταλώσεις το μουλάρι. Έχω ακούσει, είσαι ο καλύτερος πεταλωτής.

- Και από που είσαι παλικαράκι; την ρώτησε εκείνος από περιέργεια.

- Από το Καζάνι, αποκρίθηκε.

Ήταν ένα τουρκαλβανίτικο χωριό σʼ αντίθετη με την Κισσάβα διεύθυνση, επάνω στον δρόμο για τη Ρέσνα και την Κορυτσά.

- Από τόσο μακριά; ρωτάει ο Σελήμ. Και πως λέγεται ο πατέρας σου;

- Ο πατέρας μου, Αλή, πέθανε πριν πολλά χρόνια...

Ο Σελήμ έσκυψε να πεταλώσει το μουλάρι και η Αισέ του εφύτεψε ευθύς τρεις σφαίρες, με το μαυροβουνιώτικο περίστροφο, στο κεφάλι του.

Πήρε το αίμα του πατέρα της και ησύχασε η ψυχή του.


(«Ο μισότρελος κουρελής»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου