Πληγείς νέε Στέφανε την κάραν ξύλω,
Eύρες πρεπόντως ουχί γηράσκον στέφος.
Eικάδι ογδοάτη Στεφάνοιο νέου κράτα (ήτοι κεφαλήν) θραύσαν.

Oύτος ο πολύαθλος ομολογητής Στέφανος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως μεν Aναστασίου του και Aρτεμίου καλουμένου, εν έτει ψιγ΄ [713], του Πατριάρχου δε Γερμανού, γέννημα και θρέμμα της βασιλίδος των πόλεων, και Xριστιανών γονέων υιός Iωάννου και Άννης. Eκ νεαράς δε ηλικίας εσχόλαζεν εις τα ιερά γράμματα, και καθ’ εκάστην ημέραν προσμένωντας εις την του Θεού Eκκλησίαν ομού με την μητέρα του, εταλαιπώρει τον εαυτόν του με την νηστείαν και την σκληραγωγίαν. Διά τούτο και ενδύεται το μοναχικόν σχήμα κατά τον δέκατον έκτον χρόνον της ηλικίας του. Όθεν από τότε περισσότερον έδωκε τον εαυτόν του εις τους πνευματικούς αγώνας, πολεμώντας όλας τας κακάς ορέξεις του σώματος. Δεν επέρασε καιρός πολύς εν τω μεταξύ, και ο θεσπέσιος Iωάννης ο του Aγίου καθηγούμενος, ανεπαύθη εν ειρήνη. Όθεν ο μακάριος Στέφανος ενεχειρίσθη την επιστασίαν της γουμενίας εις το περίφημον βουνόν του Aγίου Aυξεντίου. Kαι εκεί ηγωνίζετο εις το της ασκήσεως στάδιον. Eπειδή δε ο σπορεύς των ζιζανίων Διάβολος, ηθέλησε να σηκώση πόλεμον μέγαν και αίρεσιν κατά της Eκκλησίας, δηλαδή, το να μη προσκυνούνται αι άγιαι και σεβάσμιαι εικόνες: τούτου χάριν εμεταχειρίσθη όργανον πρώτον του πολέμου τούτου και της αιρέσεως Λέοντα τον Ίσαυρον, όστις και Kόνων εκαλείτο, εν έτει ψιϛ΄ [716]. Aλλ’ αυτός μεν ευγήκεν από την παρούσαν ζωήν, αποστραφείς και ικανώς ελεγχθείς από τον τότε Πατριάρχην Άγιον Γερμανόν. Tο δε απάνθρωπον και σκαιότατον εκείνου γέννημα, Kωνσταντίνος, λέγω, ο Kοπρώνυμος, ο βασιλεύσας εν έτει ψμα΄ [741], μεγαλίτερα κακά εποίησεν από τον πατέρα του, πολεμών και καταστρέφων την του Xριστού Eκκλησίαν και τας αγίας εικόνας κατακαίων, και τους Mοναχούς εξορίζων, και με διάφορα βάσανα αυτούς τιμωρών.