Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: Λόγος Γ΄ (Κατήχηση ΛΑ΄). Πώς πρέπει κάθε ένας να εξετάζει και να ερευνά κατά μόνας επιμελώς τον εαυτό του. Και πως πρέπει να συγκρίνει τα δικά του έργα με τις εντολές του Χριστού.


Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου,
Λόγος Γ΄
Πῶς πρέπει κάθε ἕνας νά ἐπισκέπτηται καὶ νὰ ἐρευνᾷ κατὰ μόνας ἐπιμελῶς τὸν ἑαυτόν του. Καὶ πῶς πρέπει νὰ συγκρίνῃ τὰ ἐδικά του ἔργα μὲ τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ.

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες εἰς τὴν προλαβοῦσαν κατήχησιν διὰ νὰ μὴν μακρύνωμεν ἐπὶ πολὺ τὸν λόγον, τὸν ἀφήσαμεν ἐλλιπῆ βιαζόμενοι τότε νὰ εἰποῦμεν, τί δηλοῖ τὸ ἑαυτὸν ἐπισκέψασθαι. Τώρα δὲ ἤλθομεν νὰ πληρώσωμεν εἰς τοῦ λόγου σας τὸ χρέος τοῦ λόγου διὰ μέσου τῆς παρούσης κατηχήσεως, ὡσὰν ὁποῦ εἰς τοῦτο ἐδιωρίσθημεν καὶ ἔχομεν χρέος νὰ δίδωμεν πάντοτε εἰς τὴν ἀγάπην σας τὸ διωρισμένον μέτρον τοῦ λόγου.

Τί λοιπὸν εἶναι, ὡς προείπομεν, τὸ προσέχειν καὶ ἑαυτὸν ἐπισκέπτεσθαι;

Τὸ νὰ προσέχῃ ἔκαστος εἰς τὸν ἑαυτόν τοῦ τοῦτο δηλοῖ, ἤγουν τὸ νὰ εἰπεῖ εἰς τὸν ἑαυτόν του· μήπως ἄραγε καὶ κρατοῦμαι ἀπὸ κανένα πάθος, ἢ μικρὸν ἢ μεγάλον; Ὅτι καθὼς ἀκούω εἰς τὰς θείας γραφάς, ὅτι καὶ ἐὰν ἔχῃ τινὰς ἕνα μόνον πάθος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν δὲν ἐμβαίνει, καὶ γὰρ γέγραπται, «ἐάν τις τὸν νόμον ὅλον τηρήσῃ, πταίσῃ δέ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἕνοχος» (Ιακ. 2:10).

Ὁμοίως λοιπὸν καὶ τὸ νὰ ἐπισκεφθῇ τινὰς τὸν ἑαυτόν του, τοιοῦτόν τι δηλοῖ, ἤγουν τὸ νὰ λέγῃ τινὰς καθ’ ἑαυτόν· μήπως ἀμέλησα καμίαν φορὰν αὐτὴν ἢ ἐκείνην τὴν ἐντολὴν, ἢ ἀμελῶ καὶ καταφρονῶ αὐτὴν καὶ δὲν κάμνω ἐκείνην; Ἐπειδὴ καὶ λέγει ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς, «Ἰῶτα ἕν ἢ μία κεραία ἀπὸ τοῦ νόμου τῶν ἐντολῶν μου οὐ μὴ παρέλθῃ, ἕως ἄν πάντα γένηται» (Ματθ. 5:18). Καί πάλιν, «ὁ λύσας μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξας οὕτως ποιεῖν τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5:19).

Ἀλλ’ ὅμως πρέπει νὰ προσέχῃ τινὰς καὶ εἰς τὰς θείας Γραφάς, καὶ ὁπόταν ἀναγινώσκονται χρεωστεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ στοχάζεται τὸν ἑαυτόν του, καὶ νὰ καταλαμβάνῃ καὶ νὰ γνωρίζῃ τὴν ψυχήν του ὡσὰν εἰς καθρέπτην, εἰς ποῖα ἔργα εὑρίσκεται. Φέρε εἰπεῖν, ὁπόταν ἀκούει τὸν Χριστὸν ὁποῦ λέγει, «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 3:2).

Χρεωστεῖ νὰ ἐξετάζῃ καὶ νὰ δοκιμάζῃ τὸν ἑαυτόν του εἰς κάθε καταφρόνησιν ὁποῦ ἤθελεν ἔλθῃ εἰς αὐτὸν, ἤγουν ὕβριν, ἀθυμίαν, ἢ ἐξουδένωσιν, καὶ τοιουτοτρόπως νὰ στοχάζεται ἄν ἴσως ἄρα καὶ εὑρίσκεται εἰς τοῦ λόγου του αὕτη ἡ ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως ἢ δὲν εὐρίσκεται. Ότι ἐκεῖνος ὁποῦ ἔχει τὴν ταπείνωσιν ὑπομένει πάντα τὰ λυπηρὰ μετὰ χαρᾶς, μηδόλως πληττόμενος κατὰ τὴν καρδίαν μὲ κανένα ἀπ’ αὐτά.

Εἰ δὲ καὶ κεντηθῇ ὀλίγον, ὅμως δὲν ταράττεται τελείως, καὶ διὰ τὸ ὀλίγον ἐκεῖνο κέντημα τῆς καρδίας του, ὅτι δηλαδὴ ἐλυπήθη ὅλως καὶ δὲν ἐδέχθη μᾶλλον μετὰ χαρᾶς τὰ ἀκολουθήσαντα εἰς αὐτόν, κτυπᾶ καὶ ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτόν του, καὶ ἐμβαίνωντας μέσα εἰς τὸ κελλίον του καὶ στοχαζόμενος τὸν ἑαυτόν του λυπεῖται καὶ κλαίει. Καὶ οὕτω προσπίπτει εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐξομολογεῖται εἰς αὐτόν, ὡσὰν νὰ ἔχασε ὅλην του τὴν ζωήν.

Ἔπειτα πάλιν ὁπόταν ἀκούῃ αὐτὸν ὁποῦ λέγει, «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες» (Ματθ. 5:4) (καὶ στοχάσου παρακαλῶ πῶς δὲν εἶπεν οἱ πενθήσαντες, ἀλλ’ οἱ πενθοῦντες, ἤγουν οἱ ἀεὶ πενθοῦντες) χρεωστεῖ νὰ στοχάζηται, ἂν ἴσως καὶ πενθῇ καθ’ ἡμέραν, ὅτι ἐὰν γένῃ ταπεινὸς διὰ μέσου τῆς μετανοίας, φανερὸν εἶναι ὅτι δὲν θέλει περάσῃ εἰς αὐτὸν καμία ἡμέρα ἤ νύκτα χωρὶς δάκρυα καὶ πένθος καὶ κατάνυξιν.

Καὶ πάλιν, «Μακάριοι οἱ πραεῖς» (Ματθ. 5:5). Ποῖος δὲ πενθῶν καθ’ ἡμέραν ἤθελε μείνῃ ὀργίλος, καὶ δὲν ἤθελε γένῃ πραΰς; Ὅτι καθὼς ἡ φλόγα τοῦ πυρὸς σβέννυται μὲ τὸ νερόν, τοιουτοτρόπως καὶ ὁ θυμὸς σβέννυται μὲ τὸ πένθος καὶ μὲ τὰ δάκρυα, καὶ τόσον πολλά, ὥστε ἂν ἴσως καὶ κάμῃ τινὰς πολὺν καιρὸν εἰς αὐτό, νὰ μεταβάλλεται καὶ να γίνεται ὁ θυμὸς εἰς αὐτὸν παντελῶς ἀνίκητος. Διὰ τοῦτο χρεωστεῖ τινὰς νὰ στοχάζηται καὶ εἰς τοῦτο τὸν ἑαυτόν του, ἂν ἴσως καὶ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι πρᾶος, ὅτι ὁ τοιοῦτος δὲν ὑπομένει νὰ ἰδῇ παράβασιν ἐντολῆς Θεοῦ εἰς οὐδένα ἄνθρωπον, ἀλλὰ θρηνεῖ πάντοτε δι’ ἐκείνους ὁποῦ παραβαίνουσιν ὡσὰν νὰ ἁμαρτάνῃ αὐτὸς ὁ ἴδιος.

Ἔπειτα, τοιουτοτρόπως, πεινᾷ καὶ διψᾷ τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 5:6), ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ εὕρῃ τινὰς ἄνθρωπον ὁποῦ νὰ μεταχειρίζεται τὴν δικαιοσύνην, καὶ νὰ μὴν πεινᾷ καὶ νὰ μὴν διψᾷ αὐτήν; Επειδὴ καὶ δικαιοσύνη εἶναι ὁ Θεός, καθὼς ἀκούει αὐτὸν ὁποῦ ὀνομάζεται ἥλιος δικαιοσύνης. Τὸ λοιπὸν ἐκεῖνος ὁποῦ πεινᾷ καὶ διψᾷ αὐτόν, ἤτοι ποθεῖ καὶ τὸν ἀγαπᾷ, νομίζει ὡσάν σκύβαλα ὅλον τόν κόσμον καὶ τὰ ἐγκόσμια, τὰς δὲ τιμὰς τῶν ἀρχόντων τὰς νομίζει ὡσὰν αἰσχύνην ἢ δὲν βάλλει εἰς τὸν νοῦν τοῦ τελείως τὰς ἀνθρωπίνας τιμάς.

Καὶ πάλιν, «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες» (Ματθ. 5:7). Ποῖοι λοιπὸν εἶναι οἱ ἐλεήμονες; Έκεῖνοι ὁποῦ δίδουσιν ἄσπρα εἰς πτωχοὺς καὶ τρέφουσι πένητας; Οὐδαμῶς. Ἀμὴ ποῖοι εἶναι; Ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔγιναν πτωχοὶ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ὁποῦ ἐπτώχευσε διὰ λόγου μας καὶ δὲν ἔχουσι τίποτες νὰ δώσουσι, καὶ ἐνθυμοῦνται πάντοτε ἐκείνους ὁποῦ εἶναι νοερῶς κατὰ ψυχὴν πτωχοὶ καὶ χῆρες καὶ ὀρφανοὶ καὶ ἀσθενεῖς. καὶ πολλάκις βλέποντας αὐτούς, τοὺς εὐσπλαχνίζονται καὶ κλαίουσι θερμῶς δι’ αὐτούς, ὅτι λογῆς, δηλονότι, ἦτον ὁ Ιὼβ ὁποῦ λέγει· «ἐγὼ δὲ ἔκλαυσα ἐπὶ παντὶ ἀδυνάτῳ» (Ιώβ 30:25), οἱ ὁποῖοι καὶ ὅταν ἔχωσι τίποτες ἐλεοῦσι τούτους μὲ ἱλαρότητα καὶ τοὺς ἐνθυμίζουσιν ἐκεῖνα ὁποῦ συμφέρουσιν εἰς τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς τους πειθόμενοι εἰς ἐκεῖνον ὁποῦ εἶπεν. «ἀδόλως τε ἔμαθον, ἀφθόνως τε μεταδίδωμι» (Σοφ. Σολομ. 7:13).

Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ὁποῦ μακαρίζονται ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, οἱ κατὰ ἀλήθειαν ἐλεήμονες. Διὰ τοῦτο καὶ ἀπὸ τὴν τοιαύτην ἐλεημοσύνην ἀναβαίνοντες ὡσὰν ἀπὸ καμίαν σκάλαν φθάνουσιν εἰς τελείαν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Διὰ τοῦτο καὶ ἀπὸ ταύτην τὴν καθαρότητα ἐμακάρισεν ὁ Θεὸς τοὺς καθαροὺς κατὰ τὴν καρδίαν, λέγωντας τοιουτοτρόπως· «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματ. 5:8), ἠξεύρωντας ὡς Θεὸς καὶ νομοθέτης ἡμῶν, ὅτι ἂν ἴσως καὶ δὲν ἔλθῃ ἡ ψυχή μας εἰς τοιαύτην κατάστασιν, οὔτε πενθεῖ ἀεί, οὔτε γίνεται τελείως πραεῖα, οὔτε τὸν Θεὸν διψᾷ, μήτε ἀπὸ τὰ πάθη καθαρίζεται, οὔτε ὡσὰν καθρέπτης καθαρὸς γίνεται.

Εἰ δὲ καὶ δὲν γένωσι ταῦτα, οὔτε θέλει ἰδῇ καμίαν φορὰν εἰς τοῦ λόγου της τὸν Θεὸν καθαρῶς. ἀμὴ ἐκείνη ὁποῦ γένῃ τοιαύτῃ βλέπει τὸν Θεὸν βεβαιότατα καὶ φιλιώνεται μὲ αὐτόν, καὶ γίνεται ἀναμεταξὺ εἰς τὸν ποιητὴν ἡμῶν καὶ εἰς τὴν ψυχὴν ὁποῦ ἦτον πρότερον μισημένη καὶ ἐχθρεμένη εἰς αὐτόν, καὶ τότε πλέον μακαρίζεται απὸ τὸν Θεὸν ὡσὰν εἰρηνοποιός· «Μακάριοι γάρ, λέγει, οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ ὑιοὶ Θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. 5:9), ἤγουν ἐκεῖνοι ὁποῦ ἐφιλιώθησαν γνωστῶς μὲ τὸν Χριστόν, ἐκεῖνον ὁποῦ ἦλθε νὰ δώσῃ εἰρήνην εἰς τοὺς ἐγγὺς καὶ εἰς τοὺς μακρὰν ὅντας, εἰς τὸν Χριστὸν ὁποῦ ἦλθε νὰ φιλιώσῃ ἡμᾶς μὲ τὸν Πατέρα, ὁποῦ εἴμεστον ἐχθροὶ καὶ νὰ ἑνώσῃ εἰς ἓν τὰ κεχωρισμένα, τουτέστι νὰ μεταδώσῃ εἰς ἡμᾶς Πνεῦμα Ἅγιον καὶ νὰ λάβῃ αὐτὸς τὴν ἐδικήν μας σάρκα.

Τὸ λοιπὸν ἐκεῖνοι ὁποῦ ἰδοῦσιν αὐτόν, φανερὸν εἶναι ὅτι ἐφιλιώθησαν καὶ μὲ αὐτὸν μὲ τὸ νὰ ἀπήλαυσαν τὴν ζητουμένην εἰρήνην καὶ νὰ ἔγιναν ὑιοὶ Θεοῦ. Ὅταν δὲ δικαιώνει ὁ Θεὸς ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ καταδικάζει; Εἰ δὲ καὶ σὺ δὲν ἀγαπᾷς τὸν ἀδελφόν σου τὸν ὁποῖον βλέπεις, πῶς δύνασαι νὰ ἀγαπήσῃς τὸν Θεόν, τὸν ὁποῖον δὲν εἶδες; (Ιωαν. Α΄ 4:20). Εἰ δὲ καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ ἀγαπῶμεν αὐτὸν ἢ νὰ εἰπῷ καλλίτερα δὲν θέλωμεν, φανερὸν εἶναι πῶς οὔτε ἐφιλιώθημεν ἀκόμη μὲ αὐτόν. Εἰ μή, ὦ ἀδελφοί μου, ἀς σπουδάσωμεν ἐξ ὅλης μας τῆς ψυχῆς νὰ ἰδῶμεν καὶ νὰ φιλιωθῶμεν, καὶ νὰ ἀγαπήσωμεν αὐτὸν καθὼς αὐτὸς ἐπρόσταξε.

Ἔπειτα πάλιν ὁπόταν ἀκούσῃ ἀυτὸν ὁποῦ λέγει, «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης» (Ματθ. 5:10), στοχάζεται καὶ ἐξετάζει τοῦ λόγου του, ἂν ἴσως καὶ ἐδιώχθη διὰ ἐντολὴν Θεοῦ, ἐπειδὴ καὶ ὅλοι ὅσοι θέλωσι νὰ ζῶσι κατὰ Χριστὸν, θέλουν διωχθῇ (Τιμ. 3:12), καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος.

Ὃθεν καὶ ἀκολούθως λέγει. «Μακάριοι ἐστὲ ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξουσιν καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5:11-12). Διὰ ποίαν αἰτίαν λοιπὸν ἔβαλεν ὕστερον τοὺς διωγμένους καὶ ὀνειδιζόμενους, καὶ προστάζει μὲ ἐξουσίαν λέγωντας εἰς αὐτοὺς τό, χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε; Ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνος ὁποῦ δείξῃ μετάνοιαν ἀξίαν τῶν ἁμαρτημάτων του καὶ γένῃ ἀπ’ ἐδῶ ταπεινός, (διὰ νὰ εἰπῷ πάλιν εἰς τοῦ λόγου σου ἐκ δευτέρου τὰ αὐτὰ) ἀξιώνεται καὶ νὰ πενθῇ καθ’ ἑκάστην καὶ πρᾷος γίνεται καὶ πεινᾷ καὶ διψᾷ ἐξ’ ὅλης του τῆς ψυχῆς τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης καὶ γίνεται ἐλεήμων καὶ συμπαθής, ὡσὰν ὁποῦ οἰκειοποιεῖται εἰς τοῦ λόγου του τὰ πάθη καὶ τὰς θλίψεις καὶ τὰς ἀσθενείας ὅλων, καὶ κλαίων καὶ καθαριζόμενος βλέπει τὸν Θεὸν καὶ φιλιώνεται μετ’ αὐτὸν καὶ γίνεται κατὰ τὴν ἀλήθειαν εἰρηνοποιὸς καὶ ἀξιώνεται νὰ ὀνομασθῇ υἱὸς αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ὁ δὲ τοιοῦτος καὶ ὁπόταν διώκεται, καὶ ὁπόταν τύπτεται καὶ ὀνειδίζεται, καὶ ὁπόταν ὑβρίζηται καὶ λοιδορῆται, καὶ ὁπόταν ἀκούῃ κάθε πονηρὸν λόγον ὁποῦ νὰ λέγηται εἰς αὐτόν, δύναται νὰ ὑπομένῃ μετὰ χαρᾶς καὶ ἀφράστου ἀγαλλιάσεως, καὶ αὐτὸ ἠξεύρωντας ὁ Δεσπότης καὶ Θεὸς ἡμῶν, εἶπεν ἀποφασιστικῶς, Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε.

Ἀμὴ ἐκεῖνος ὁποῦ δὲν γένῃ τοιοῦτος, καὶ ὁποῦ δὲν ἀποκτήσῃ μέσα του πλουσίως τὴν ἐνυπόστατον χαράν, πῶς ἄρα ἤθελε δυνηθῇ νὰ ὑπομείνῃ ὅλα αὐτὰ χωρὶς μνησικακίαν; Οὐδαμῶς, δὲν θέλει δυνηθῇ. Διὰ τοῦτο, λοιπὀν, πατέρες καὶ ἀδελφοί μου, ἄς μὴν παύσωμεν νὰ ἐρευνῶμεν καὶ νὰ ἐξετάζωμεν τὸν ἑαυτόν μας μὲ κάθε λογῆς ἐπιμέλεια καθ’ ἡμέραν καὶ κάθε ὥραν ἂν ἴσως καὶ εἶναι δυνατόν, ἀμὴ περνῶντας ὅλας, ὡς εἴπομεν, τὰς ἐντολὰς καὶ ἐξετάζοντας καὶ στοχαζόμενοι τὸν ἑαυτόν μας εἰς κάθε μίαν ἰδίως, ἀς ἰδοῦμεν.

Καὶ εἰ μὲν εὐρεθῶμεν ὁποῦ νὰ τελειώσαμεν αὐτήν, ἀς εὐχαριστήσωμεν τὸν Δεσπότην ἡμῶν Θεὸν καὶ ἀς φυλάξωμεν ταύτην καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἀσφαλῶς. εἰ δὲ καὶ δὲν ἐνθυμήθημεν ταύτην ἀκόμη, οὔτε τὴν ἐκάμαμεν, ἀς τρέξωμεν, παρακαλῶ, ἕως ὁποῦ νὰ τὴν πιάσωμεν καὶ νὰ τὴν ἀποκτήσωμεν, διὰ νὰ μὴν ὀνομασθῶμεν ἐλάχιστοι εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καταφρονοῦντες αὐτήν.

Ὅτι τοιουτοτρόπως ἀναβαίνοντας κατ’ ὀλίγον ὀλίγον ἀπὸ μίαν μίαν ἐντολὴν ὡσὰν σκαλία, ἠξεύρω καλὰ πώς θέλομεν φθάσῃ εἰς αὐτὴν τὴν πύλιν τοῦ οὐρανοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν ἵσταται, ὡς εἴπομεν, ὁ Δεσπότης ἡμῶν Χριστὸς καὶ κύπτωντας λέγει εἰς ὅλους ἡμᾶς. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κᾀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11:28). Καὶ φθάνοντες ἐκεῖ καὶ βλέποντες αὐτὸν ὡς δυνατὸν ἀνθρώποις καὶ λαβόντες ἀπὸ ἐκεῖνον τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἃγιον, θέλομεν τὴν ἔχῃ πάντοτε μέσα μας, καθῶς αὐτὸς ὁ Δεσπότης ἡμῶν Χριστὸς λέγει. καὶ τοιουτοτρόπως θέλομεν περάσει καὶ πολιτευθῇ ἀπάνω εἰς τὴν γῆν ὡσὰν ἄγγελοι, μᾶλλον δὲ ὡσὰν ἅγιοι υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ μιμηταὶ κατὰ πάντα τοῦ ἰδίου ἡμῶν Πατρὸς καὶ Θεοῦ. οὗ γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν τῆς γλυκυτάτης θέας ἐπαπολαῦσαι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

πηγή: https://akrovolistishellas.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου