Κυριακή 16 Μαΐου 2021

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Εκλεκτά Διηγήματα 10. ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΟ ΒΑΛΤΟ




Τρεις «πλάβες» - βάρκες χωρίς καρίνα – γλιστρούσαν σιγά και αθόρυβα στους στενούς μαιάνδρους του Βάλτου των Γιαννιτσών σʼ απόσταση η μια απʼ την άλλη.

Δεξιά και αριστερά ορθώνονταν σωστοί τοίχοι τα πυκνά και αδιαπέραστα καλάμια.

Και αν ήθελαν να περάσουν μαζί πλάι - πλάι δυο πλάβες, δεν τις χωρούσε ο υγρός δρόμος.

Ήταν Μάιος του 1906. Ζέστη, κουφόβραση και απόλυτη ησυχία.

Και αυτά τα τρομερά μεγαλόσωμα κουνούπια ξεκουράζονταν ναρκωμένα. Πού και πυ μόνο ακούονταν κοασμοί βατράχων και κραυγές πουλιών, που διαμαρτύρονταν γιατί οι πλάβες και οι απρόσκλητοι ξένοι τους χαλνούσαν την ησυχία και τους «κύκλους των ετάραττον».

Κάθε πλάβα είχε τρείς άντρες. Μπροστά πήγαινε ο ολπαρχηγός Γκόνος Γιώτας απʼ τα Γιαννιτσά, βετεράνος και το «στοιχειό» του Βάλτου. Όλοι οι άλλοι απʼ τις πρώτες κιόλας εβδομάδες στον Βάλτο πάθαιναν δυνατούς πυρετούς με πολλές και περίπλοκες συνέπειες και γίνονταν «πετσί και κόκκαλο», σωστοί σκελετοί.

Ο Γκόνος είχε τον Βάλτο για το υγιεινότερο εξοχικό κέντρο! Σκυφτός, με το τουφέκι έτοιμο, κοίταζε μπροστά και γύρω με την εντατικότερη προσοχή. Νόμιζες πως πήγαινε να διασχίσει, να διαπεράσει τα καλάμια. Με το ένα χέρι έκαμνε νοήματα στους άλλους να προχωρούν ή να σταματήσουν. Με το άλλο κουνούσε το «πλακίδι» (κουπί) με τόση προσοχή, που δεν έβγαζε και τον μικρότερο θόρυβο.

Έψαχναν να βρούν, πού είχαν φιάξει οι κομιτατζήδες την καινούργια τους μεγάλη καλύβα, αφού εξαναγκάσθηκαν απʼ τους ιδικούς μας να υποχωρήσουν στη δυτική άκρη του Βάλτου.

Ήταν ένα απʼ τα τελευταία τους οχυρά. Γύριζαν πολλές ώρες στη ζέστα και είχαν πια κουρασθεί καὶ βαρεθεί. Ο Γκόνος ήξερε «πιθαμή με πιθαμή» τον Βάλτο, όλα τα κατατόπια, όλους τους «δρόμους», όλα τα τερτίπια των κομιτατζήδων. Εκείνη όμως την ημέρα είχε ατυχίες και δεν τα κατάφερνε. Η περίφημη καλύβα εξακολουθούσε να παραμένει άγνωστη και αφανής στη ζούγκλα των καλαμιών. Είχαν αλωνίσει παλιούς γνώριμους «δρόμους». Βρήκαν πολλούς κλειστούς. Είχαν ξεφυτρώσει καινούργια καλάμια και ραγάζια, χωρίς να τα σπέρνει κανείς, γιατί είχαν μείνει αδούλευτα λίγο καιρό. Ακράτητη και οργιαστική ήταν η βλάστηση στον Βάλτο.

Κάποια στιγμή η δεύτερη πλάβα άρχισε να τρέχει σα νʼ αφηνίασε, και ο αρχηγός και... πλοίαρχος της Χατζής να χαχανίζει όρθιος. Ήταν από κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης, σκότωσε την ημέρα του γάμου γαμπρό και νύφη, γιατί εκείνη, που τον είχε πρωτοαρραβωνιασθεί, τον άφησε για τον άλλον, και από βουνό σε βουνό μπήκε στο «Τούρκικο». Προσκολλήθηκε λίγο καιρό στον Όλυμπο, σε μερικούς «κλέφτες», που τους βρήκε χαραμοφάγους κατσικοκλέφτες και κατέβηκε στον Βάλτο, για να έχει δράση και αγώνα. Αμέσως αναδείχθηκε λαμπρός καὶ εξαίρετος πολεμιστής. Πίσω του σηκώθηκαν επίσης όρθιοι και γελούσαν οι σύντροφοι του Ντάσκας απʼ τη Στρώμνιτσα και Πέτσης απʼ το Κρούσοβο. Είχαν συνωμοτήσει για να πειράξουν τον αρχηγό τους που τον λάτρευαν. Ο Γκόνος αναστατωμένος, τους είπε σιγανά:

- Τι κάνιτε, μπρε;

- Ακόμα θα φοβόμαστε τους γουρουνομύτες; απάντησε ο Χατζής.

- Εγώ δεν φοβάει τους Βουλγάρους. Φοβάει το τρέλες.

Ο Γκόνος είχε σκοτώσει πολλούς Βουλγάρους. Μα σκότωνε και τα ελληνικά... Ήθελε πάντοτε στις επιχειρήσεις προσοχή και αυστηρή πειθαρχία και τάξη.

Κείνη τη στιγμή πετάχθηκαν απʼ τα καλάμια με κραυγές και πλαταγισμούς πολλά αγριοπούλια του Βάλτου. Ο Χατζής ξαφνιάστηκε και του ξέφυγε μια τουφεκιά.

- Εσύ φοβάεις τα πουλιά. Και δεν ακούεις εμένα, του παρατήρησε ο Γκόνος.

Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Χατζής ένιωσε κάποιο κοκκίνισμα στα μάγουλα του.

Δεν υπήρχε πια λόγος να συνεχίσουν τη διαδρομή. Η τουφεκιά φανέρωσε την παρουσία τους. Έκλεινε εξ άλλου από καινούργια καλάμια ο «δρόμος» που ακολούθησαν. Αποφάσισε ο Γκόνος να βγουν έξω στη στεριά. Ίσως έβρισκαν κανένα χωρικό, που θα τους έδινε χρήσιμες πληροφορίες.

Είδαν, ανάμεσα απʼ τα ακρινά καλάμια, κάποιον που έβοσκε μερικά βουβάλια. Ήταν μεσόκοπος, από γειτονικό χωριό, όπου κυριαρχούσαν ακόμα οι κομιτατζήδες. Βγήκαν έξω ο Ντάσκας και ο Πέτσης, που ήξεραν τα βουλγαρομακεδονικά και μπορούσαν να παραστήσουν στην ανάγκη τον κομιτατζή. Ακολούθησε πίσω ο Χατζής. Ο Γκόνος στάθηκε στην άκρη και κράτησε πίσω του τις δύο άλλες πλάβες.

Ο χωρικός με τα βουβάλια ήταν κωφάλαλος. Έβγαζε μόνο άναρθρες κραυγές. Στις προσπάθειες του Ντάσκα και του Πέτση να του δώσουν να καταλάβει τι ζητούσαν, τους έδειχνε με το χέρι τα αυτιά και τη γλώσσα, για να καταλάβουν ότι δεν άκουε και δεν μιλούσε.

Ο Χατζής, που είχε σιμώσει, είπε φουρκισμένος:

- Που να παρʼ ο διάτανος. Σε μουγκό πέσαμε;

Ο Ντάσκας και ο Πέτσης σκέφθηκαν να ψάξουν να βρουν κανέναν άλλο χωρικό. Έκαμαν μερικά βήματα. Δεν φαινόταν όμως πουθενά ψυχή. Φτάνει τότε ο Γκόνος και δίνει αμέσως δύο γερούς μπάτσους στον κωφάλαλο... Λύθηκε ευθύς η γλώσσα του και με την καθαρότερη φωνή είπε:

- Αμάν, καπιτάνε, αμάν.

Ανεγνώρισε τον Γκόνο.

- Μπρε, μασκαρά, του απάντησε. Εμάς πήγες να κοροϊδέψεις;

- Φοβήθηκα καπετάνιε. Είμαι ολημερίς έξω.

Ο Χατζής που κατάλαβε τότε την κωμωδία που τους είχε παίξει ο «μουγκός», έβαλε το χέρι τους το μαχαίρι. Ο Γκόνος του το κράτησε και είπε του «κωφάλαλου»:

- Και δεν φοβήθηκες να μας κοροϊδέψεις;

- Δεν ήθελα να κοροϊδέψω. Μα να φυλαχθώ... Καταλαβαίνεις... Είναι άγρια σκυλιά εκείνοι.

- Θάλεγες δηλαδή στο χωριό πως σʼ ἐπιασαν Γραικοί αντάρτες, σε ρωτούσαν για κάποια καινούργια πλάβα και συ τους κορόιδεψες κάνοντας τον κωφάλαλο; Και θα γελούσαν οι χωριάτες και οι κομιτατζήδες. Έτσι δεν είναι;

Αναγκάσθηκε να συγκατανεύσει ο χωρικός κοκκινίζοντας. Ο Ντάσκας αγανάκτησε και έβγαλε το μαχαίρι. Ο Γκόνος τον έσπρωξε και είπε του χωρικού:

- Τα βλέπεις; Θα πληρώσεις πολύ ακριβά την κοροϊδία σου. Αν θέλεις να γλιτώσεις, πρέπει να μου πεις την αλήθεια σʼ ότι σε ρωτήσω.

- Θα την πω, θα σου πω την αλήθεια, καπιτάνε.

- Θέλω να μου πεις, που έφτιαξαν οι κομιτατζήδες την καινούργια μεγάλη καλύβη. Το ξέρεις. Το ξέρεις. Δεν μπορεί. Θα είναι κοντά στο χωριό σου.

Δίστασε ένα λεπτό ο χωρικός και έπειτα αποφασιστικά είπε:

- Ξέρω. Προχτές τους πήγα και εγώ με την πλάβα μου αλεύρι.

- Α! Πολύ καλά! Τώρα θα τα πάμε καλά.

Ο χωρικός του έδειξε πραγματικά την ακριβή θέση της καλύβας. Επρόσθεσε μάλιστα ότι είναι γερά οχυρωμένη με χώμα και «σακιά» (γαιόσακους).

Δεν ήταν δύσκολο στον Γκόνο να κατατοπισθεί. Ήξερε σαν το σπίτι του.

Ο χωρικός σα να ξύπνησε ξαφνικά ή να μετάνοιωσε για όσα είπε, ξεφώνησε:

- Αμάν, καπιτάνε! Για όνομα του Θεού! Στην ψυχή της μάνας σου. Να μη βγει κουβέντα. Θα με κομματιάσουν... Είναι αγρίμια... Τους ξέρεις.

- Αμπρέ, μπουνταλά. Εμείς και να θέλομε, δεν μπορούμε να τα πούμε στους κομιτατζήδες!... Που θα τους βρούμε; Κοίταξε συ μη σου ξεφύγει κουβέντα... Ούτε στη γυναίκα σου.

Ἐπειτα από μέρες ξαναβγήκε ο Γκόνος σʼ αναζήτηση της καλύβας. Είχε μαζί του και τον Παπατζανετέα. Έλεγαν να ξεκινήσουν το απομεσήμερο. Έπρεπε όμως να δειπνήσουν ενωρίς, πολύ πριν το σούρουπο. Αργότερα θάμπαιναν στο στόμα με κάθε μπουκιά και πολλά μεγάλα κουνούπια! Ξεκίνησαν το πρωί με τρις πλάβες.

Ο Παπατζανετέας ήταν λοχίας, Μανιάτης ιδιόρρυθμος, μα τίμιος και γενναίος. Άφησε και γραφικά απομνημονεύματα, που δίνουν παραστατική εικόνα της ζωής στον Βάλτο. Εκθειάζει τον Άγρα και επικρίνει άλλους αξιωματικούς, ίσως όχι και πολύ άδικα. Γράφει ότι στις συγκρούσεις εξόδευε πολύ γρήγορα όλα τα φυσίγγια του και ζητούσε έπειτα από άλλους.

Ο Γκόνος με τις οδηγίες του «κωφάλαλου» εξακρίβωσε εύκολα τη θέση της καλύβας. Την είδε και από μια ραχητική ιτιά, όπου ανέβηκε πρώτος αυτός ύστερα και ο Παπατζανετέας. Ήταν αληθινά μεγάλη. Είδαν και την κυκλική της οχυρωματική γραμμή, που είχε γκριζωπό χρώμα. Χτυπητή παρατονία στο βασίλειο του πρασίνου.

Ο Παπατζανετέας του πρότεινε να πάνε οι δυο με τα μικρά Σώματά τους και να χτυπήσουν αιφνιδιαστικά.

- Α! Όχι! Απάντησε. Όχι τρέλες!... Να ανοίξομε πρώτα καινούργιος ντρόμος και να φτιάξομε ντικό μας καλύβα. Εννοούσε να διανούξουν καινούργιο δίαυλο, άγνωστο στους κομιτατζήδες και να στήσουν δική τους καινούργια καλύβα, πίσω ή πλάι στη βουλγαρική, για να την έχουν στήριγμα και ορμητήριο. Θα μπορούσαν έτσι να αιφνιδιάσουν τους κομιτατζήδες και να κυριεύσουν την καλύβα. Και αν δεν το πετύχαιναν θα τους ανάγκαζαν να την αφήσουν και να αποσυρθούν. Θα κινδύνευαν να πλευροκοπηθοῦν και να αποκλεισθοῦν.

Ο Γκόνος ήθελε πόλεμο χαρακωμάτων και οχυρών μέσα στο νερό!!!

Το «Κέντρον» Θεσσαλονίκης, οι αξιωματικοί δηλαδή του Προξενείου, Κάκαβος, Αλέξ. Μαζαράκης, Α΄ Οθωναίος, Εξαδάκτυλος, είχε απαγορεύσει τις «κατά μέτωπον» επιθέσεις. Ήταν πολύ επικίνδυνες. Οι κομιτατζήδες ταμπουρωμένοι στα οχυρά της καλύβας θα χτυπούσαν «Εκ του ασφαλούς» και μʼ όλη τους την άνεση, ενώ οι δικοί μας θα ήταν ακάλυπτοι στις πλάβες. Δεν θα μπορούσαν, μάλιστα, ούτε όλοι μαζί να εξορμήσουν, γιατί θα έβγαινε απʼ τον στενό δίαυλο η μια πλάβα χωριστά και πίσω απʼ την άλλη και θα συγκέντρωνε η κάθε μια πάνω της όλη την εχθρική βολή.

Ο ανθυπολοχαγός Πρατούνας πριν ξεκινήσει για το Πάικο, βουνό της Αλμωπίας, θεώρησε απαραίτητο να στήσει ένα τρόπαιο μέσα στο Βάλτο. Και όρμησε να καταλάβει μια βουλγαρική καλύβα. Πλήρωσε με το κεφάλι του, γενναίο, μα παράφορο!...

Συννενοήθηκε ο Γκόνος με τον αρχηγό Κλάπα (ανθυπολοχαγό Μαυρόπουλο) και έβαλε λίγους αντάρτες και πολλούς χωριάτες νʼ ανοίξουν καινούργιο «δρόμο» - (κανάλι) προς την πισινή πλευρά της βουλγαρικής καλύβας. Τους έδωσε και τη γραμμή που έπρεπε νʼ ακολουθήσουν. Χαμένοι εκείνοι στο νερό ίσα με τη μέση και κάποτε έως την μασχάλη, έκοβαν με το δρεπάνι απʼ τη ρίζα καλάμια και ραγάζια στην ορισμένη ίσια στενή γραμμή. Αν το νερό ήταν κάπου βαθύτερο, μετακινούσαν την «γραμμή». Έπρεπε να σιωπαίνουν, να μη καπνίζουν και να μη κάμνουν ούτε με τα δρεπάνια τον μικρότερο θόρυβο. Αν τους έπαιρναν είδηση οι κομιτατζήδες, θα ματαίωναν το έργο και θα τους αποδεκάτιζαν, αφού μάλιστα ήταν άοπλοι. Μόνο πιστοί, αφοσιωμένοι και σκληραγωγημένοι χωρικοὶ μπορούσαν να κάμνουν τη δύσκολη αυτή δουλειά.

Ο Παπατζανετέας όμως ανυπομονούσε. Ήθελε να δρέψει αυτός τις δάφνες. Δεν χώνευε και τον Κλάπα.

Ένα βραδάκι, αφού έφαγαν, ξεκίνησε με πέντε πλάβες και 15 άνδρες. Η μία ήταν του Γκόνου με την τριάδα Χατζή, Ντάσκα και Πέτση. Ξέφυγαν κρυφά απʼ τον αρχηγό τους. Δεν περίμενε βέβαια να κυριεύσει την περίφημη καλύβα, εκτός αν βοηθούσαν «σκανδαλωδώς» ο Χριστός, η Παναγία και οι Άγιοι Πάντες. Και έκαμε πολλές φορές τον σταυρό του, για να τους το υπενθυμίσει. Λογάριαζε όμως να ρίξει μερικές ματαριές στους ανύποπτους κομιτατζήδες, να ξεκαθαρίσει κάμποσους και να το σκάσει γρήγορα, χωρίς καμιά δική του απώλεια. Έτσι έκαμνε και ο Γκόνος, με μόνη τη διαφορά ότι ήξερε να διαλέγει την κατάλληλη μέρα ή νύχτα, όταν π.χ. είχαν γιορτή και το είχαν ρίξει στο γλέντι και στον χορό ή είχαν καμιά συνεδρίαση ή και νεκρό.

Ωστόσο κατόρθωσε να φθάσει 30 και 20 μέτρα κοντά στην καλύβα, χωρίς να το μυρισθοῦν οι κομιτατζήδες. Ακολούθησε τον καινούργιο «δρόμο» που αυτοί είχαν ανοίξει, και πίστευαν ότι δεν τον ήξεραν και οι δικοί μας. Άκουσε όμως δυο φορές την κραυγή:

«Αϊ! Αϊ!». Κατάλαβε ότι θα ήταν ο σκοπός, που φύλαγε σε πλάβα και άκουσε τον θόρυβο. Δεν θέλησε να βάλει τον Ντάσκα ή άλλον ξενόφωνα να του πει ότι ήταν σύντροφοι του από άλλη κομιτατζίδικη συμμορία. Έκαμνε νόημα στον Παπαδάκη νʼ ανάψει τοην βόμβα και να την πετάξει στην καλύβα. Αυτός άρχισε νʼ αδειάζει πολύ γρήγορα το μάνλιχέρ του προς τη διεύθυνση της κραυγής. Δεν έβλεπε βέβαια τον αντίπαλο, γιατί μεσολαβούσαν τα καλάμια. Περίμενε όμως να τον βρει μια απʼ τις πολλές σφαίρες του.

Ο Παπαδάκης στην ταραχή του άναψε όλο το κουτί των σπίρτων. Και η βόμβα έπεσε στο νερό!... Απʼ την καινούργια ταραχή του έγειρε η πλάβα και βρέθηκαν οι τρεις μέσα στο νερό!... Νόμισαν και οι άλλοι απʼ τις υπόλοιπες πλάβες ότι ήταν διαταγή ή υπόδειξη του αρχηγού και βούτηξαν και αυτοί στο νερό!... Έγιναν όλοι τους αμφίβιοι και πολεμούσαν με πολλή θέρμη μέσα απʼ το κρύο νερό! Ήταν σκληρή η μάχη. Έπεφταν βροχή οι σφαίρες. Ο Παπατζανετέας ξόδεψε, όπως έγραψε, και τα 30 φυσίγγια του σε λίγη ώρα, χωρίς να βλέπει τον αντίπαλο. Ήταν μάχη στα τυφλά με πρώτα θύματα τα καλάμια που έμπαιναν στη μέση. Πυροβολούσε καθένας στον αντικρινό κρότο πίσω απʼ τα καλάμια ή σε μια λάμψη...

Οι κομιτατζήδες ήταν προφυλαγμένοι πίσω απʼ την οχυρωματική γραμμή της καλύβας. Είχαν και υπεροχή στον οπλισμό.

Κρατούσαν οι περισσότεροι επαναληπτικά μάνλιχερ, ενώ οι περισσότεροι δικοί μας είχαν τα παλιά γκρα, που έβγαζαν και πολύ καπνό, και τους τύφλωνε, έως ότου διαλυθεί. Ως τόσο, βάσταξε η άνιση μάχη πολλή ώρα. Έτρεξαν σε βοήθεια ο Γκόνος και ο Ματαπάς (ανθυπασπιστής Αναγνωστάκος), λαμπρός οπλαρχηγός, που ήταν πολύ καιρό ηγούμενος (!) στο Μοναστήρι του Αρχαγγέλου και έπεσε λοχαγός στον Ελληνοβουλγαρικό Πόλεμο του 1913.

Γύρισαν στην καλύβα τους οι άντρες του Παπατζανετέα μουσκεμένοι σαν βρεγμένες γάτες. Έφεραν νεκρό τον Θωμά απʼ το Νησί, που το είχαν κάψει πριν ένα χρόνο οι κομιτατζήδες, και βαριά πληγωμένο τον Ντάσκα, που ξεψύχησε λίγη ώρα προτού φτάσει γιατρός απʼ τη Βέροια.

Μια σφαίρα χτύπησε άσχημα την τελευταία στιγμή στο στήθος του Χατζή. Έκαμε κουράγιο και κρατήθηκε ντούρος στην πλάβα έως ότου είδε τον Γκόνο και του είπε:

- Αϊ ρε Γκόνο, πόσο δίκιο είχες!...

Ο Γκόνος ήταν απαρηγόρητος. Έχασε δύο απʼ τα καλύτερα του παλικάρια έτσι άδικα. Γλίτωσε μονάχα ο Πέτσης, που έζησε πολλά χρόνια αργότερα στη Φλώρινα, φύλακας ενός αγροκτήματος.

Εκείνες τις μέρες ήταν μεσίστια η σημαία στη μεγάλη καλύβα «Νίκη», όπου γυμνάζονταν στα όπλα νέοι απʼ τα χωριά.

Όλο τον άλλο καιρό κυμάτιζε περήφανα, ψηλά στον ιστό. Την έβλεπαν με τα κυάλια και οι Τούρκοι. Μα ο Βάλτος άνηκε στην Τουρκική Αυτοκρατορία, όχι όμως και στην τουρκική εξουσία.


(«Κρυψάνες»)


Πηγή:  ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

                                                                                                                                        Γεώργιος Χ. Μόδης

                                                                                                                                        ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

                                                                                                                                                Εκλεκτά Διηγήματα




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου