Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

9. ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ ΛΙΤΑΝΕΙΕΣ,Εκλεκτά Διηγήματα,ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Γεώργιος Χ. Μόδης
ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Η «Ελληνικὴ Ορθόδοξος Κοινότης Γευγελής» έκαμνε κάθε δεύτερη μέρα του Πάσχα ,μεγάλη λιτανεία, που ανέβαινε στην κορυφή ενός γειτονικού λόφου. Υπήρχαν εκεί ερείπια κάποιας παλιάς, όπως έλεγαν, εκκλησίας, που κανένας δεν ήξερε σε ποιον άγιο ήταν αφιερωμένη. Μπορεί να ήταν και απομεινάρια αρχαίου ειδωλολατρικού ναού

Σʼ ένα άλλο λόφο μικρότερο και χαμηλότερο πήγαιναν οι Βούλγαροι. Ήταν πάντα δεύτεροι. Οι «ουρούμ» (Έλληνες) αποτελούσαν το «βασιλικό γένος».

Το Πασχα του 1906 ξαναέγινε η λιτανεία με περισσότερη μεγαλοπρέπεια, μεγαλύτερη κοσμοσυρροή και ζωηρότερο ενθουσιασμό. Μπροστά βάδιζε η μουσική της «Φιλαρμονικής» από 32 όργανα, που είχε τότε οργανωθεί. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ιδεί η Γευγελή «μπάντα» τόσο μάλιστα μεγάλη. Ακολούθησαν τα εξαπτέρυγα, οι ψάλτες, μια χορωδία από κορίτσια, ο Αρχιερατικός Επίτροπος και οι παπάδες ντυμένοι στα χρυσούφαντα, και πίσω ο κοσμάκης άντρες και γυναίκες, γέροι και παιδιά. Κανένας δεν απουσίαζε, λες και τους συνεπήρε όλους ακράτητος θρησκευτικός ζήλος ή τους εκινητοποίησε κάποια μυστική επιταγή. Ομάδες νέοι απʼ τη «Φιλόπτωχο Αδελφότητα κρατούσαν αυστηρά την τάξη.

Η μέρα ήταν αληθινά «λαμπρή». Καταγάλανος ο ουρανός, καταπράσινα γύρω τα δάση από μωρεόδεντρα και ο αστραφτερός ήλιος έβγαζε σπίθες απʼ τα μουσικά όργανα, τα εξαπτέρυγα, τα χρυσαφικά των παπάδων και τα εντόπια μεταξωτά των γυναικών. Όταν οι ψάλτες έλεγαν το «Χριστός Ανέστη» και το «Αναστάσεως ήμερα λαμπρυνθώμεν λαοί Πάσχα Κυρίου Πάσχα» έψελνε και όλος ο λαός και βούιζε ο τόπος. Τα κορίτσια κελαϊδούσαν το «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον», με τόση γλύκα που δεν το βαριόταν και ο Θεός όσες φορές και αν είχε επαναληφθεί...

Και η μουσική επαιάνιζε το «Χριστός Ανέστη» και συχνότερα και δυνατότερα το «Μαύρʼ είνʼ η νύχτα στα βουνά», το «Βουλγαρισμού η ψώρα». Κάπου-κάπου σταματούσαν για να γίνει «δέησις» υπέρ του πατριάρχη, του μητροπολίτη, «υπέρ Ευκρασίας αέρων και καιρών ειρηνικών» κλπ. Στα σταυροδρόμια η «δέηση» επλάτυνε και υπέρ των «δωρητών και ευεργετών, υπέρ των νοσούντων, πλεόντων και αγωνιζομένων και των αγωνισαμένων και πεσόντων». Ο χορός των κοριτσιών ξαναέλεγε το «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον» και δυνατότερα μαζί με τους νέους της Αδελφότητας το «Αιωνία των η μνήμη, Αιωνία αυτών η μνήμη».

Ήταν η λιτανεία περισσότερο εθνική επίδειξη και λαικό ξέσπασμα, παρά θρησκευτική τελετή. Ήθελαν να δείξουν οι δικοί μας τον αριθμό, την δύναμη, την αποφασιστικότητα, τον ενθουσιασμό τους. Πάνω απʼ τα εξαπτέρυγα, τα άμφια, τα τροπάρια, αέρας πολεμικός φυσούσε. Πολλά πικρά ποτήρια είχαν πιει τα τελευταία χρόνια. Το πένθος είχαν στην ψυχή. Πολλοί Γευγελιώτες (Γεώργιος Βαφόπουλος, Δημήτρ. Κυβερνίδης γιατρός, Χρήστος Τσίτσης μεγαλέμπορος, Χατζηγεώργης Τσορλίνης, η ηρωική δασκάλα Χατζηγεωργίου Κατερίνη, Χαραλάμπης Γκαλίτσης δάσκαλος, Γεώργιος Ξανθός και άλλοι) βρήκαν τον θάνατο απʼ τα χέρια κομιτατζήδων, γιατί δεν ήθελαν νʼ αναγνωρίσουν ότι ήταν καθαρόαιμοι Βούλγαροι. Τώρα όμως και αρκετοί Βούλγαροι έβαψαν με το αίμα τους τα καλντερίμια της άτυχης πολιτείας. Δεν ήταν πια ο παλιός καιρός. Οι σκληροτράχηλοι «γραικομάνοι» ακολούθησαν την επιταγή του Μωσαικού νόμου «οδόντα αντί οδόντος». Προχώρησαν μάλιστα περισσότερο και κάποτε ζητούσαν «δυο οφθαλμούς», αντί ενός. Σκάρωσαν την μεγάλη «μπάντα» για να τους ξεκουφαίνει με τα ελληνικά τραγούδια και ίδρυσαν την «Φιλόπτωχο Αδελφότητα» που ήταν στην πραγματικότητα και «Κομιτάτοι». Την έλεγαν και «Φιλική Εταιρία». Και μέθυσαν με τις πρώτες επιτυχίες, τους φόνους δηλ. Βουλγάρων, όπως οι καταφρονεμένοι και ταπεινωμένοι με τις πρώτες νίκες.

Σιγά – σιγά με βήμα τελετουργικό έφθασε η πομπή στον ιερό λόφο. Οι ψάλτες, οι παπάδες και οι νέοι ανέβηκαν στην κορυφή. Οι άλλοι στρώθηκαν καταγής κάτω. Γλήγορα άρχισαν να τσουγκρίζουν κόκκινα αυγά, να βγάζουν ψημένα κρέατα και τυριά, τυλιγμένα σε μεταξωτά μαντήλια και νʼ αδειάζουν μπουκάλια με τσίπουρο ή μαύρο κρασί της Γουμέντζας. Σιγανά τραγούδια έπειτα ακούσθηκαν που ολοένα δυνάμωναν. Και χωρίς πια άλλη χρονοτριβή πιάσθηκαν στον χορό. Οι ψάλτες είχαν πει πολλές φορές «Φωτίζουμ Φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ. Η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε. Χόρευε νυν και αγάλλου...» και το «Δεύτε πώμα πίομεν καινόν». Σαν καλοί ορθόδοξοι Χριστιανοί συμμορφώθηκαν... Και χασομέρησαν...

Στον γυρισμό σταμάτησαν πάλι για να πουν όλοι μαζί με κανονάρχες τα κορίτσια, το «Αιωνία η μνήμη. Αιωνία αυτών η μνήμη, των δωρητών, ευεργετών, αγωνισαμένων και πεσόντων», Και βαρύγδουπη η μουσική τα ξανάλεγε με τόνους λυπητερούς που ἐκαμναν να δακρύζουν οι συγγενείς των θυμάτων.

Μα όταν έστριψαν για να πάρουν τον κεντρικό δρόμο και να μπουν «Εν πομπή και παρατάξει» στην πόλη, βρήκαν μπροστά τους Βουλγάρους! Πήγαιναν να προχωρήσουν πρώτοι στην πόλη με ανήκουστη αυθάδεια. Πανάρχαιοι νόμοι ποδοπατούνταν! Τους πρόσταξαν ευθύς τα παραμερίσουν και να ʼρθουν πίσω σύμφωνα με την καθιερωμένη παλιά τάξη. Ήταν ιερό και απαραβίαστο το Ελληνικό δικαίωμα στα πρωτεία. Αιέν αριστεύειν... Οι Βούλγαροι απαντούσαν: «Δεν φταίμε εμείς αν εσείς το ρίξατε στο γλέντι. Δεν μπορούσαμε να σας περιμένουμε ως το βράδυ».

- Όχι, όχι! Έπρεπε να περιμένετε ή να πάρετε άλλο δρόμο.

- Να μπούμε από στενοσόκακο στην πόλη μέρα του Πάσχα;!

- Να μπείτε και απʼ τους υπονόμους. Εκεί είναι η θέση σας. Δεν είσθε Ορθόδοξοι ούτε και Χριστιανοί...

Πίσω ο λαός έσπρωχνε με βρισιές και κραυγές «τι τα κοιτάτε τα παλιόσκυλα» σε πυκνή και αγριεμένη μάζα. Τα τροπάρια, οι αίνοι, τα εξαποστειλάρια, ο Κανών της Αναστάσεως, το Χριστός Ανέστη κλπ. έδωσαν τώρα την θέση στο «του βουλγαρισμού η ψώρα Μακεδόνας δεν μολύνεται». Το έψαλλαν εκατοντάδες και χιλιάδες στόματα.

Οι Βούλγαροι όμως δεν εννοούσαν να υποχωρήσουν. Λιγότεροι, στηρίζονταν στις πλάτες των κομιτατζήδων και τον φόβο που σκορπούσαν. Ξέχασαν ότι είχε γίνει κάποια ριζική μεταβολή.

Ξάφνου τότε, μπαστούνια, εξαπτέρυγα, μουσικά όργανα, γρόνθοι, κλωτσιές, πέτρες έπεσαν βροχή πάνω τους. Ξεχύθηκαν όλοι εναντίον τους σαν τακτικός στρατός σʼ έφοδο.

Και οι οργανωμένοι νέοι της «Αδελφότητας» πρόβαλαν αριστερά με τα περίστροφα στα χέρια. Τους έριξαν κάμποσες πιστολιές κάτω απʼ τα πόδια τους στο χώμα... Τους βομβάρδισαν και με πολλά δυνατά βαρελότα.

Οι Βούλγαροι το ʼβαλαν πανικόβλητοι στα πόδια ανάμεσα απʼ τα χωράφια. Τα εξαπτέρυγά τους έμειναν σκορπισμένα καταγής.

Η λιτανεία ανασυγκροτήθηκε και άρχισε πάλι να προχωράει με τελετουργικό βήμα και ψαλμωδίες σαν να μην είχε γίνει τίποτε. Η μουσική έπαιζε το «Χριστός Ανέστη» και τον σουλτανικό ύμνο. Μερικά όργανα μόνο είχαν σπάσει...

Έφτασαν τρεχάτοι πολίτσηδες και τζανταρμάδες. Οι Βούλγαροι τους είχαν παραστήσει ότι οι «ουρούμ» τους ρίχτηκαν στα καλά καθούμενα με πιστόλια και βόμπες! Τον τελευταίο καιρό τρελάθηκαν και λύσσιαξαν...

Έπιασαν οι Τούρκοι μερικούς απʼ τους νέους που είχαν κατονομάσει οι Βούλγαροι πως οπλοφορούσαν. Μα δεν βρήκαν τίποτε πάνω τους. Τα πιστόλια τα είχαν περάσει στις φαρδιές τσέπες των γυναικών.

Όλοι τότε άρχισαν να φωνάζουν ότι οι Βούλγαροι έριξαν τους πυροβολισμούς για να χαλάσουν την θρησκευτική εορτή και να περάσουν πρώτοι. Πήραν έπειτα τον λόγο μερικοί πρόκριτοι (ιλερί γκελέν) αζάδες του μετζλίσι ιντάρι (μέλη του Επαρχιακού Συμβουλίου) νοικοκυραίοι αξιόπιστοι και αξιοσέβαστοι. Τους βεβαίωσαν ότι αυτοί οι «ταραξίες» και «κομιτατζήδες» έκαμαν, όπως πάντοτε, αρχή «χειρών αδίκων». Το ʼβαλαν πείσμα να μπουν πρώτοι στην πόλη για να δείξουν στους Φράγκους την δύναμή τους, που είναι και δύναμη του Κομιτάτου. Αψευδείς μάρτυρες παρουσίασαν δυο σπασμένα κλαρίνα. Οι Βούλγαροι έριξαν τις πιστολιές και κάτι σαν βόμπες και έκαμαν πως φεύγουν για να μη φανεί πωα αυτοί χτύπησαν...

Οι Τούρκοι ξαναγύρισαν τρεχάτοι πάλι πίσω. Έπιασαν όσους Βουλγάρους βρήκαν, που πέρασαν το Πάσχα στη φυλακή...







(«Χριστίνα»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου