Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας

Τοῦ Δημητρίου Γ. Μεταλληνοῦ,


Στὶς μέρες μας, οἱ σχέσεις τῆς Πολιτείας μὲ τὴν Ἐκκλησία ἐπικεντρώθηκαν σὲ ἕνα αἴτημα, ποὺ ὑποστηρίχθηκε ἔντονα ὄχι μόνο ἀπὸ πολιτικοὺς κύκλους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικούς. Εἶναι τὸ αἴτημα τοῦ «διαχωρισμοῦ» τῶν δύο αὐτῶν μεγεθῶν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ πῶς τὸν ἀντιλαμβάνεται κάθε μία ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς πλευρές.
Ἐν συντομίᾳ ὀφείλουμε νὰ ὑπενθυμίσουμε ὁρισμένα ἱστορικὰ δεδομένα, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ἀπαραίτητο προϋποθεσιακὸ πλαίσιο (Vorverständnis), προσέγγισης καὶ θεώρησης τοῦ ἐν λόγῳ ζητήματος.

1. Ἡ «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» ἀποτελεῖ τὸν ἀρχαιότερο ἐν ἐνεργείᾳ Θεσμό, μὲ ἀδιάλειπτη παρουσία καὶ λειτουργία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου (330), ἐνῷ ὡς Ὀργανισμὸς εἶναι ἀκόμη ἀρχαιότερος (Πεντηκοστή).
2. Ἡ «Ἐκκλησία» προϋπῆρξε τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ἀποτέλεσε τὸν δεύτερο στὴν τάξη θεσμὸ τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας/«Βυζαντίου», κινούμενη στὰ ὅρια τῆς «συναλληλίας» μὲ τὸν θεσμὸ τῆς... Βασιλείας/Πολιτείας, ὑποκαθιστῶντας την ὡς «Ἐθναρχία» κατὰ τὴ μακραίωνη περίοδο τῆς δουλείας (400 ἔτη στὴν κυρίως Ἑλλάδα καὶ τοὐλάχιστον 500 ἔτη στὰ Ἰόνια Νησιὰ καὶ τὶς «Νέες Χῶρες»). Στὶς Κοινότητες τῶν ὑπόδουλων Ρωμηῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, διασώθηκε ἡ συναλληλία τῶν δύο διακονιῶν, πολιτικῆς καὶ πνευματικῆς, ὡς ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς διακονίας καὶ ἡ διάκρισή τους (ἱερέας – προεστός/δημογέροντας), ὡς καὶ ἡ συνεργασία τους ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ ποιμνίου-λαοῦ.
3. Ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἱστορικὰ ἡ κιβωτὸς μέσα στὴν ὁποία διαμορφώθηκε καὶ διασώθηκε τὸ γένος/ἔθνος τῶν Ἑλλήνων, μὲ ἀποτέλεσμα ὅταν δημιουργήθηκαν κατὰ τὸν 19ο αἰ. στὴν Εὐρώπη τὰ «Ἔθνη Κράτη», ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ὁ φορέας ποὺ παρέδωσε ζωντανὸ τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος, προκειμένου τὸ τελευταῖο νὰ μπορέσει νὰ δημιουργήσει Ἑλληνικὸ Κράτος. (Ἐπειδὴ εἶναι περιορισμένος ὁ χρόνος, ἀναφέρω ἁπλὰ μεταξὺ τῶν δεκάδων τεκμηριώσεων ὡς πρὸς τὸ ζήτημα αὐτὸ τὰ προεπαναστατικὰ καὶ τὰ ἐπαναστατικὰ κείμενα, ἰδιαίτερα ὅμως τὰ πρακτικὰ τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων τῆς Ἐπαναστατικῆς περιόδου καὶ τὰ Συνταγματικὰ Κείμενα τῆς περιόδου).
4. Ὁ πρωταγωνιστικὸς ρόλος τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν πολύχρονη Ἐπαναστατικὴ περίοδο (1821-1828), ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὴν (Κοινότητες, Διασπορά, Φιλικὴ Ἑταιρεία, Φιλόμουσο Ἑταιρεία κ.ά.), θεμελιώνεται στὰ πρόσωπα τῶν 6.000 περίπου κληρικῶν ποὺ θυσιάσθηκαν στὸν Ἀγῶνα, κατὰ τὸν Γάλλο Πρόξενο Πουκεβὶλ (σύμφωνα μὲ τὶς πηγὲς ἔλαβαν ἐπίσης ἐνεργὸ μέρος στὸν Ἀγῶνα 73 ἀρχιερεῖς, 42 ἀπὸ τοὺς ὁποίους θυσιάσθηκαν, ὅπως καὶ οἱ δύο Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες τῆς περιόδου Γρηγόριος Ε' καὶ Κύριλλος ΣΤ'). Ἀποτελεῖ, ὅμως, ἐπιστημονικὰ μεθοδολογικὸ λάθος ἡ ταύτιση τῆς «Ἐκκλησίας» μόνο μὲ τὸν κλῆρο (τὸ ράσο), ἀφοῦ καὶ ὅλοι οἱ πρωτεργάτες τοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγῶνα ἀποτελοῦσαν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀναγνωρίζουν τὸ κεντρικό της πρόσωπο πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὴ δημιουργία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Τὸ γεγονός, ἄλλωστε, τῆς ἐπίκλησης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν κεφαλίδα τῶν πρώτων καὶ κατ’ ἐπέκταση ὅλων τῶν Συνταγμάτων τῆς Ἑλλάδος, καθὼς καὶ ἡ ρητὴ ἀναφορὰ καὶ ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας ὡς «ἐπικρατούσας», τεκμηριώνει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὴ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς δημιουργοὺς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους.
5. Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, δίνοντας ὡς πιστὸς Ὀρθόδοξος τὴν κανονική της θέση στὴν Ὀρθοδοξία ὡς πίστεως τοῦ Ἔθνους, ἐπιχείρησε νὰ ἀποκαταστήσει τὶς σχέσεις τοῦ Ἔθνους μὲ τὸ Ἐθναρχικό του Κέντρο (Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο) καὶ ἦταν αὐτό, κυρίως, ποὺ ὁδήγησε στὴ δολοφονία του, ἀφοῦ ἡ παρουσία του ἐνοχλοῦσε τὶς «Μ. Δυνάμεις».
6. Τὸ ψευδοδίλλημα γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορικὴ πραγματικότητα, τοῦ χωρισμοῦ τῆς «Ἐκκλησίας» ἀπὸ τὴν «Πολιτεία» εἶναι εἰσαγόμενο (ὅπως καὶ τόσες ἄλλες παθογένειες τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας) καὶ συγκεκριμένα «μετακενώθηκε» ἀπὸ τὸν Βαυαρὸ Ἀντιβασιλέα Maurer (1833). Ἐπιδιώχθηκε, μάλιστα, «βίαιη» αὐτονόμηση τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο (Αὐτοκέφαλο) καὶ διάρρηξη κάθε συνάφειας μὲ τὸ Ἐθναρχικὸ Κέντρο γιὰ τὴν καθολικὴ χειραγώγηση τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἀνεστάλη ἡ λειτουργία πεντακοσίων περίπου μοναστηριῶν, ἐνῷ ἐξαπολύθηκε διωγμὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἡ ἐξέλιξη τῶν ἀντιεκκλησαστικῶν αὐτῶν πρακτικῶν τεκμηριώνει τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει καὶ χωρὶς τὸ Κράτος, ὅπως ἀποδεικνύει καὶ ἡ μακραίωνη πορεία τῆς ἰδιαίτερα στὰ δύσκολα χρόνια τῆς ἀπουσίας Κρατικῆς Ὀντότητας, ἐνῷ τὸ ἴδιο δὲν ἰσχύει γιὰ τὸ Κράτος! Ἀπὸ τὴν περίοδο τῶν Βαυαρὼν τὸ Ἑλληνικὸ κράτος ἀντιγράφει ὁρισμένα δυτικὰ πρότυπα, μαθαίνοντας νὰ βλέπει καὶ τὴν Ἐκκλησία σύμφωνα μὲ τὰ δεδομένα στὶς δυτικοευρωπαϊκὲς κοινωνίες, ὅπου μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς φραγκικῆς φεουδαρχίας, διαμορφώθηκε ἡ συνείδηση ὅτι ἡ «Ἐκκλησία» ὡς Παπισμὸς εἶναι φορέας κοσμικῆς ἐξουσίας, ποὺ ἀνταγωνίζεται τὴν Πολιτεία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀναπτύχθηκε ἡ προσπάθεια ἐξεύρεσης τρόπου ρύθμισης τῶν σχέσεων «Πολιτείας-Εκκλησίας» μὲ εἰδικὲς νομικὲς συμφωνίες (κονκορδάτα), γιὰ νὰ περιορίζεται ἢ ἀποφεύγεται ἡ σύγκρουσή τους, μ’ ὅλες τὶς καταστρεπτικὲς γιὰ τοὺς λαοὺς τῆς Δύσεως συνέπειες. Καὶ αὐτὴ ἡ πραγματικότητα συνετέλεσε στὴ γέννηση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ὁδήγησε στὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση (1789). Ἀντίθετα, στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ὑπῆρξε ἄγνωστη μιὰ παρόμοια σύγκρουση ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Πολιτειακὴ Διακονία, θεσμικοῦ δηλαδὴ χαρακτῆρα, διότι διασώζεται ἡ συνείδηση τοῦ διακονικοῦ χαρακτῆρα (κυρίως) τῆς Ἱερωσύνης, ποὺ δὲν ὑπάρχει «κίνδυνος» νὰ μεταβληθεῖ ποτὲ σὲ «κράτος ἐν κράτει» (βλ. Βατικανὸ) καὶ νὰ διεκδικήσει πολιτειακὲς δικαιοδοσίες. Ἡ περίπτωση τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ (1944-46), ὅπως καὶ ἡ περίπτωση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου στὴν Κύπρο (1960) ἐντάσσονται στὴν ἐθναρχικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας.
7. Ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ ἀκόμη καὶ στὶς ἡμέρες μας τὸν Ἐθναρχικὸ τῆς ρόλο στὶς ἀλύτρωτες πατρίδες, στὸν Ἑλληνισμὸ τῆς Διασπορᾶς καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολή. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἡ Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη Κοινότητα παγκοσμίως, παρ’ ὅλο ποὺ ἀπαρτίζεται ἀπὸ μέλη ποὺ στὴν συντριπτική τους πλειονοψηφία δὲν εἶναι πολῖτες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, χάρη στὴν Ἐθναρχικὴ διάσταση τῆς Ἐκκλησίας, τρέφουν οἱ μὴ Ἕλληνες Πολῖτες καὶ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητας τῆς Διασπορᾶς σεβασμὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία καὶ τὰ ἐθνικά της σύμβολα (Σημαία, Ὕμνος, Πολιτικὲς Ἀρχὲς κ.ά.).

Ἔχοντας ὑπόψη ὅλο τὸ ἀναφερόμενο προϋποθεσιακὸ πλαίσιο θεώρησης καὶ προσέγγισης τοῦ ζητήματος, διαπιστώνουμε ὅτι τὸ αἴτημα τοῦ διαχωρισμοῦ τῆς «Ἐκκλησίας» ἀπὸ τὴν «Πολιτεία» εἶναι λίαν εὐαίσθητο καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ τὰ θεμέλια τοῦ «Ἑλληνικοῦ Ἔθνους Κράτους». Στὸ σημεῖο αὐτὸ σημειώνουμε ὅτι ἡ στενὴ σχέση «Πολιτείας–Επικρατούσας Θρησκείας» δὲν ἀποτελεῖ μοναδικὸ παγκόσμιο φαινόμενο, ὅπως θὰ διαπιστώσουμε παρακάτω.

Στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση ὅπου συνεργάζονται μεταξύ τους πολλὰ κράτη, δὲν κάνουμε λόγο γιὰ διαχωρισμὸ τῶν κρατῶν, ἀλλὰ γιὰ μεταξύ τους σχέσεις. Παντοῦ στὸν κόσμο δὲν ὁμιλοῦν περὶ διαχωρισμοῦ τῶν κοινωνιῶν, ἀλλὰ γιὰ πλέγμα σχέσεων. Ἐξάλλου ἡ ἰδέα τοῦ «διαχωρισμοῦ» Πολιτείας – Ἐκκλησίας, δηλ. ἡ διακοπὴ κάθε συνταγματικὰ κατοχυρωμένης συνεργασίας μεταξὺ τῶν δυὸ αὐτῶν θεσμῶν, εἶναι καθαρὰ εἰσαγόμενη ἀπὸ τὴν ἀντιθρησκευτικὴ Εὐρώπη καὶ ὄχι τὴ χριστιανικὴ Εὐρώπη δημιουργὸ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ καὶ τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἀξιῶν. Στὸν χῶρο τῆς πρώτης ἐπινοήθηκε ἄλλωστε ἡ ἔννοια τοῦ «ἄθρησκου» κράτους. Τόσο ἡ Εὐρώπη, ὅσο καὶ οἱ Η.Π.Α., λόγῳ τῆς θρησκευτικῆς τους πολυχρωμίας, ἀκολούθησαν τὴν πρακτικὴ τῆς «α-θρησκείας», γιὰ τὴν ἀποφυγὴ συγκρούσεων καὶ κοινωνικῆς ἀρρυθμίας στὸ Κράτος. Παρ’ ὅλα αὐτά, πρέπει νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ στὴν «ἐλεύθερη» Δύση, ὁ «χωρισμὸς» Πολιτείας καὶ Θρησκείας δὲν λειτουργεῖ, ὅπως ἐπιδιώκεται νὰ ἐφαρμοσθεῖ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ κάποιους δῆθεν «Εὐρωπαϊστές». Ἔτσι ὁ «διαχωρισμὸς» εἶναι ἄγνωστος στὴν Κύπρο, στὴ Μ. Βρετανία (ὁ Ἀρχηγὸς τοῦ Κράτους εἶναι ταυτόχρονα καὶ Ἀρχηγὸς τῆς Ἐπικρατούσας Ἀγγλικανικὴς Ἐκκλησίας), στὴν τριγλωσσικὴ Ἑλβετία, στὶς προοδευτικὲς σκανδιναβικὲς χῶρες καὶ τὸ σημαντικότερο στὸ κράτος τοῦ Ἰσραήλ. Ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ στὸ Σύνταγμα καὶ τὴ δικαιοσύνη ὑπάρχει ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀναφερόμενες χῶρες καὶ στὴ Γερμανία, τὴν κατὰ τὰ ἄλλα «ἄθρησκη» Γαλλία καὶ τὴν Ἰρλανδία. Τὸ Σύνταγμα, μάλιστα, τῆς τελευταίας ἔχει τὴν ἀκόλουθη «κεφαλίδα»:

«Στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει κάθε ἐξουσία καὶ στὴν ὁποία, ὡς ἔσχατο τέλος ὅλων μας, πρέπει νὰ ἀναφέρεται κάθε πράξη ἀνθρώπων καὶ κρατῶν. Ἐμεῖς, ὁ λαὸς τῆς Ἰρλανδίας, ἀναγνωρίζοντας ταπεινόφρονα ὅλες μας τὶς ὑποχρεώσεις στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος συμπαραστάθηκε στοὺς πατέρες μας στὶς δοκιμασίες αἰώνων ... υἱοθετοῦμε... τὸ ἀκόλουθο Σύνταγμα».

Προβλέπεται, ἐπίσης, θρησκευτικὸς ὅρκος στὶς παρακάτω χῶρες: Σκανδιναβικές, Ὁλλανδία, Ἰρλανδία, Γερμανία, Αὐστρία. Στὴν πανίσχυρη καὶ ἡγέτιδα Εὐρωπαϊκὴ Δύναμη Γερμανία δὲν ὑπάρχει διάταξη γιὰ διαχωρισμὸ καὶ γι’ αὐτὸ οἱ ἐπίσημες Ἐκκλησίες (Ρωμαιοκαθολικὴ καὶ Εὐαγγελικὴ) εἰσπράττουν «ἐκκλησιαστικὴ φορολογία» (Kirchensteuer). Ἐπίσης, στὶς ἀναφερόμενες χῶρες καὶ ἰδιαίτερα στὴ Γερμανία λειτουργοῦν κρατικὲς Θεολογικὲς Σχολές, τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικό, στὶς δημόσιες ὑπηρεσίες ὑπάρχουν θρησκευτικὰ σύμβολα (Σταυρὸς ἢ Ἐσταυρωμένος), λειτουργεῖ θρησκευτικὴ ὑπηρεσία Στρατοῦ καὶ Φυλακῶν, οἱ χριστιανικὲς Ἐκκλησίες ἔχουν θέση στὴν Κρατικὴ Διοίκηση, στὸ στράτευμα, στὴν κρατικὴ τηλεόραση, ἐνῷ γίνεται ρητὴ ἀναφορὰ τοῦ Θεοῦ στὸ Σύνταγμα. Στὴν Ἰταλία, ὡς τὸ 1984 ὑπῆρχε «κρατικὴ» θρησκεία. Μὲ τὸ νέο κονκορδάτο ἀναγνωρίζεται ἡ ἀξία τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης, καὶ ὁ «Καθολικισμὸς» ὡς θεμέλιο τῆς ἱστορικῆς κληρονομιᾶς τῆς χώρας. Τέλος, ὡς πρὸς τὶς Η.Π.Α., ἡ ὕπαρξη «διαχωρισμοῦ» εἶναι φενάκη. Στὸ ἄρθρο 7 τοῦ Ἀμερικανικοῦ Συντάγματος ἀναφέρεται ἡ φράση: «of our Lord» (ἐννοεῖται Ἰησοῦς Χριστός), ἐνῷ τὸ Κράτος καὶ οἱ Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες χαρακτηρίζονται «aliens» (σύμμαχοι). Κατηγορηματικὸς χωρισμὸς δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ ἀποφεύγεται στὴν πράξη ἡ εὔνοια σὲ κάποιο Θρήσκευμα γιὰ τὴν ἀποφυγὴ ἄκαιρων ἀντιδράσεων. Ἄρα, ἡ Ἑλλάδα θὰ πρωτοτυπήσει ἐάν, συνταγματικὰ μάλιστα, θεσπίσει πλήρη (καὶ ἐπαχθῆ γιὰ τὴν «ἐπικρατοῦσα» πίστη της) διαχωρισμό. Θὰ εἶναι κλασικὸ παράδειγμα αὐθαιρεσίας. Ἱστορικοὶ λαοί, ὅπως τὸ Ἰσραήλ, ποὺ θέλουν νὰ ἐπιβιώσουν ἱστορικά, ὄχι μόνο δὲν ἔχουν διαχωρισμὸ (κυρίαρχης) πίστης καὶ Πολιτείας, ἀλλὰ ἀντίθετα θρησκευτικὸ χαρακτῆρα ἔχουν ἀκόμη καὶ τὰ πολιτικὰ κόμματα τῆς χώρας!

Στὸ πλαίσιο αὐτὸ καταθέτουμε κάποιες ἐπισημάνσεις-προτάσεις:

1. Τὸ ἰσχῦον Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, στὸ ἄρθρο 3, καθορίζει τὴ διακριτότητα τῶν ρόλων μεταξὺ πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης. Δὲν διαφαίνεται πουθενὰ στὸ κείμενο ταύτιση σχέσεων μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ἀντίθετα διαπιστώνεται ἡ διακριτότητα τῶν ρόλων τους. Συγκεκριμένα θὰ πρέπει τὰ νομοσχέδια ποὺ θὰ ψηφίζονται ἀπὸ τὴ Βουλὴ νὰ σέβονται τὰ ἄρθρα 3 καὶ 13 τοῦ Συντάγματος καὶ νὰ διατηροῦν τὴν Ἐκκλησία ἐλεύθερη ἀπὸ πολιτικὲς καὶ κρατικὲς παρεμβάσεις, ὡς πρὸς τὸ δόγμα, τὴ λατρεία καὶ τὴν ἐσωτερική της διοίκηση. Ζητούμενο ἀποτελεῖ ἡ διοικητικὴ αὐτοδυναμία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου (πραγματικὸ δηλ. Αὐτοκέφαλο καὶ ὄχι Πολιτειοκρατία).
2. Ἡ Πολιτεία ὀφείλει νὰ σέβεται τὶς ἐπιθυμίες τῆς πλειονοψηφίας τῶν πολιτῶν τῆς μεταξὺ ἄλλων γιὰ θέματα παιδείας, οἰκογένειας, ἔκφρασης τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὅπως καὶ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα τῆς μειοψηφίας. Ἂς θυμηθοῦμε τὴν ἐπιρροὴ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἰταλία σὲ θέματα βιοηθικῆς. Πάντως ἂν ἡ Ἐκκλησία ἀποδεσμευθεῖ ἐντελῶς ἀπὸ τὴν Πολιτεία, θὰ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ θὰ τὴν ὑπολογίζουν ὅλοι, ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ποὺ εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸ Κράτος καὶ διαθέτει μεγάλη κοινωνικὴ ἐπιρροὴ ἀσχολούμενη κυρίως μὲ τὰ μείζονα ἐθνικὰ ζητήματα. «Ὀρθὰ εἰδήµονες δέν κάνουν πλέον λόγο γιά «χωρισµό Ἐκκλήσίας- Πολιτείας», ἀλλά γιά «ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων µἐταξύ Ἐκκλὴσίας καί Πολιτείας», τό κὰλύτερο δὲ εἶναι νά ὀνοµάζεται «ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων µἐταξύ ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης».
3. Διατήρηση τῆς Ὀρθόδοξης Θρησκευτικῆς Παιδείας σ’ ὅλες τὶς βαθμίδες τῆς Ἐκπαίδευσης, παράλληλα μὲ τὴ διδασκαλία καὶ ὅλων των (ἐκπροσωπούμενων στὴ χώρα μας) Θρησκευμάτων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνανέωση τῶν μεθόδων προσφορᾶς τοῦ μαθήματος τῶν «Θρησκευτικῶν».
Διατήρηση τῆς «Κεφαλίδος» τοῦ Συντάγματος (ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος) καὶ τοῦ ἄρθρου 3, ὅπου ὁ λόγος γιὰ τὴν «ἐπικρατοῦσα θρησκεία». Ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀναθεώρηση τῶν ἄρθρων 3 καὶ 13 τοῦ Συντάγματος, ἐξυπηρετεῖ κέντρα ποὺ λειτουργοῦν ἐνάντια στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία. Προτείνεται, λοιπόν, νὰ παραμείνει τὸ ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος, ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν προστασία καὶ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης ὅλων τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ἀλλὰ ἀπαγορεύει ταυτόχρονα τὸν προσηλυτισμό, ποὺ γίνεται συνήθως εἰς βάρος τῆς «ἐπικρατούσης θρησκείας». Εὐνόητο εἶναι ὅτι ἡ δημόσια προβολὴ τῆς τελευταίας δὲν συνιστᾶ προσηλυτισμό.
4. Κατὰ τὴ δεκαετία ποὺ διανύουμε κυρίαρχο εἶναι τὸ θέμα τῆς οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς κρίσης, ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὸν σημαντικότερο θεσμὸ (ὑπο)στήριξης τοῦ δυσχεροῦς τομέα τῆς Κοινωνικῆς Πρόνοιας. Ἡ Πολιτεία ἔχει περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἀνάγκη τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν συνεχῶς αὐξανόμενων κοινωνικῶν ζητημάτων. Στὶς ἐπίσημες ἔρευνες ὁ ἑλληνικὸς λαὸς τρέφει μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη καὶ συμπάθεια πρὸς τὸν Ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, ἀπ’ ὅτι στὶς Κρατικὲς Ὑπηρεσίες καὶ τὸν πολιτικὸ κόσμο. Ὡς ἐκ τούτου, ἀποτελεῖ πολυτέλεια ἢ ὀρθότερα ἀντεθνικὴ ἐνέργεια ἡ ὅποια μεταρρύθμιση εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἀποκλειστικὸ θῦμα θὰ ἀναδειχθεῖ ὁ δοκιμαζόμενος ἑλληνικὸς λαός. Ὁ λαϊκισμὸς ποὺ ἐνδύεται μὲ ἀνέρειστο ἰδεολογικὸ ὑπόβαθρο καὶ ἐκφράζεται συνήθως σὲ κρίσιμα ἐθνικὰ ζητήματα, ὅπως ἡ σχέση «Πολιτείας - Ἐκκλησίας», ὀφείλουν οἱ ταγοὶ τοῦ Ἔθνους (θεσμικοὶ παράγοντες) νὰ τὸν περιορίσουν στὸ πλαίσιο τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. Ἐπιτακτικὸ αἴτημα ἡ ἀνάδειξη ἑνὸς νέου modus vivendi, ὅπου οἱ δύο πυλῶνες τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Πολιτεία καὶ Ἐκκλησία) θὰ ὁρίσουν τὸ πλαίσιο συνεργασίας τους στὸ πνεῦμα τῆς «συναλληλίας», πρὸς ὄφελος πρωτίστως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὑπὲρ τοῦ ὁποίου καὶ μόνο ὑφίσταται καὶ ἐφαρμόζεται ὁ ἀνώτατος Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Χώρας, τὸ Σύνταγμα.

πηγή: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου