YΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον·
ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται (:ὅταν λοιπὸν βράδιασε τὴν ἡμέρα ἐκείνη, τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, κι ἐνῶ οἱ μαθητὲς ἦταν μαζεμένοι σὲ ἕνα σπίτι καὶ εἶχαν τίς θύρες κλειστὲς ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ στάθηκε στὴ μέση καὶ τοὺς εἶπε: ''Ἄς εἶναι εἰρήνη σὲ σᾶς''. Κι ἀφοῦ τὸ εἶπε αὐτό, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια Του καὶ τὴν πλευρά Του, γιὰ νὰ δοῦν τὰ σημάδια τῶν πληγῶν καὶ νὰ πειστοῦν ὅτι Αὐτὸς ἦταν ὁ Διδάσκαλός τους ποὺ σταυρώθηκε. Ἀφοῦ λοιπὸν βεβαιώθηκαν γι᾿ αὐτὸ μὲ τὴν ἐπίδειξη τῶν οὐλῶν Του, χάρηκαν οἱ μαθητὲς ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο. Ὅταν λοιπὸν οἱ μαθητὲς ἠρέμησαν κάπως ἀπὸ τὴν πρώτη σφοδρὴ συγκίνηση ποὺ αἰσθάνθηκαν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης τους χαρᾶς, τοὺς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς σὲ σχέση μὲ τὴ μελλοντικὴ τους τώρα κλήση καὶ ἀποστολή: ''Ἄς εἶναι εἰρήνη σὲ σᾶς. Ὅπως μὲ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι Ἐγώ σᾶς στέλνω νὰ συνεχίσετε τὸ ἴδιο ἔργο''. Κι ἀφοῦ τὸ εἶπε αὐτό, προκειμένου νὰ τοὺς μεταδώσει τὴν πνοὴ τῆς νέας οὐράνιας ζωῆς ἐμφύσησε στὰ πρόσωπά τους, ὅπως κάποτε ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, καὶ τοὺς εἶπε: ''Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο. Σὲ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θὰ τοὺς εἶναι συγχωρημένες καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Σὲ ὅποιους ὅμως τίς κρατᾶτε ἀσυγχώρητες, θὰ μείνουν γιὰ πάντα κρατημένες)» [Ἰω. 20,19-23].
[...] Ἀνήγγειλε λοιπὸν ἡ Μαρία στοὺς μαθητὲς καὶ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ ἐνώπιόν της καὶ τὰ λόγια ποὺ τῆς εἶπε νὰ τοὺς μεταφέρει, πράγματα δηλαδὴ ποὺ ἦσαν ἀρκετὰ γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσουν. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὅμως ἦταν φυσικὸ οἱ μαθητές, ἀκούγοντας αὐτὰ ἢ νὰ μὴν πιστέψουν στὴ γυναῖκα ἢ καὶ ἂν ἀκόμη τὴν πίστευαν, νὰ αἰσθάνονταν θλίψη ποὺ δὲν ἀξίωσε αὐτοὺς τῆς ἐμφανίσεώς Του, ἂν καὶ βεβαίως εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅτι στὴ Γαλιλαία θὰ παρουσιασθεῖ σὲ αὐτούς, γιὰ νὰ μὴ θλίβονται λοιπὸν σκεπτόμενοι αὐτά, δὲν ἄφησε ὁ Κύριος οὔτε μία ἡμέρα νὰ περάσει, ἀλλά, ἀφοῦ προκάλεσε σὲ αὐτοὺς τὴ σχετικὴ ἐπιθυμία καὶ μὲ τὸ ὅτι πλέον γνώριζαν τὴν ἔγερσή Του ἀπὸ τοὺς νεκρούς, καὶ μὲ τὸ ὅτι εἶχαν ἀκούσει αὐτὸ ἀπὸ τὴ γυναῖκα, νὰ θέλουν πάρα πολὺ νὰ Τὸν δοῦν, καθὼς ἐπίσης ἐπειδὴ ἦταν κυριευμένοι ἀπὸ φόβο (πρᾶγμα ποὺ κατεξοχὴν ἐπαύξανε πάρα πολὺ τὴν ἐπιθυμία τους), τότε, ἀκόμη, ἐνῶ ἦταν ἑσπέρα («οὔσης οὖν ὀψίας», Ἰω. 20,18), παρουσιάστηκε σὲ αὐτοὺς κατὰ τρόπο πάρα πολὺ θαυμαστό.
Καὶ γιατί ἄραγε παρουσιάστηκε σὲ αὐτοὺς κατὰ τὴν ἑσπέρα; Διότι τότε κυρίως ἦταν φυσικὸ νὰ κατέχονται ἀπὸ φόβο. Ἀλλὰ τὸ ἀπορίας ἄξιο εἶναι τὸ ἑξῆς: πῶς δὲν Τὸν ἐξέλαβαν ὡς φάντασμα; Διότι εἰσῆλθε μὲ κλειστὲς τίς θύρες καὶ ἀμέσως. Κυρίως μάλιστα καὶ ἡ γυναῖκα ἐκ τῶν προτέρων κατέστησε μεγάλη τὴν πίστη τους, ἀλλὰ καὶ ἔπειτα ἔκανε στοὺς μαθητὲς ὁ Κύριος τὴν ἐμφάνισή Του μὲ τρόπο μεγαλοπρεπῆ καὶ ἀθόρυβο. Καὶ δὲν παρουσιάστηκε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, γιὰ νὰ εἶναι ὅλοι συγκεντρωμένοι· διότι ἦταν μεγάλη ἡ ἔκπληξή τους· καθόσον οὔτε τὴ θύρα ἔκρουσε, ἀλλὰ παρευθὺς στάθηκε ἀνάμεσά τους τελείως ἀθόρυβα καὶ ἔδειξε τὴν πλευρὰ καὶ τὰ χέρια Του.
Συγχρόνως ἐπίσης καὶ μὲ τὴ φωνή Του, καθησύχασε τὴν ταλαντευόμενη σκέψη τους, λέγοντας: «Εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας»· δηλαδή, «μὴ θορυβεῖστε», καὶ τοὺς ὑπενθύμισε τὸν λόγο ἐκεῖνο ποὺ εἶπε πρὸς αὐτοὺς πρὸ τοῦ σταυροῦ Του: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω (:Φεύγω καὶ σᾶς ἀφήνω τὴν εἰρήνη. Σᾶς δίνω τὴ δική μου ἀληθινὴ καὶ βαθιὰ εἰρήνη, τὴν ὁποία ἦλθα νὰ φέρω στὸν κόσμο ποὺ συνταράζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ μιὰ εἰρήνη ὑποκριτική, ἀπατηλὴ καὶ ἀσταθῆ, σὰν αὐτὴ ποὺ δίνει ὁ κόσμος. Ἄς μὴν ταράζεται ἡ καρδιὰ σας ἀπὸ ἐσωτερικοὺς φόβους κι ἂς μὴ δειλιάζει ἀπὸ ἐξωτερικὰ φόβητρα καὶ ἀπειλές)» [Ἰω. 14,27]· καὶ ἐπίσης: «Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον (:σᾶς τὰ εἶπα αὐτὰ γιὰ νὰ ἔχετε εἰρήνη ἔχοντας κοινωνία καὶ ἕνωση μαζί μου. Ἐφόσον εἶστε μέσα στὸν κόσμο, θὰ ἔχετε θλίψῃ. Ἀλλὰ ἔχετε θάρρος. Ἐγὼ ἔχω νικήσει τὸν κόσμο. Καὶ μὲ τὴ νίκη μου αὐτὴ ἐξασφάλισα καὶ γιὰ σᾶς τὸ θρίαμβο καὶ τὴ δόξα)» [Ἰω. 16,33].
«Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον (:Καὶ τότε οἱ μαθητές, ὅταν εἶδαν τὸν Κύριο ἀναστημένο, χάρηκαν)». Βλέπεις ὅτι τὰ λόγια γίνονται ἔργα; Διότι ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἔλεγε πρὶν ἀπὸ τὸν σταυρό, δηλαδὴ ὅτι «πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν (:καὶ ἐσεῖς λοιπὸν τώρα ποὺ μὲ ἀποχωρίζεστε ἔχετε βέβαια λύπη. Θὰ σᾶς δῶ ὅμως πάλι, ὄχι μόνο ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάσταση θὰ ἐμφανιστῶ σὲ σᾶς, ἀλλὰ κυρίως ὅταν θὰ μὲ αἰσθάνεστε ἑνωμένο μαζί σας, καθὼς θὰ ζεῖτε τὴ νέα ζωὴ καὶ θὰ ἔχετε κοινωνία μαζί μου. Τότε λοιπὸν θὰ χαρεῖ ἡ καρδιά σας, καὶ τὴ χαρά σας δὲν θὰ μπορεῖ κανεὶς πιὰ νὰ σᾶς τὴν ἀφαιρέσει, ἀλλὰ θὰ εἶναι παντοτινὴ καὶ διαρκής)» [Ἰω. 16,22], αὐτὸ τώρα τὸ πραγματοποίησε. Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ ὁδήγησαν τοὺς μαθητὲς σὲ ἀπόλυτη καὶ ἀκλόνητη πίστη. Ἐπειδὴ δηλαδὴ βρίσκονταν σὲ ἄσπονδο πόλεμο μὲ τοὺς Ἰουδαίους, συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει τό «εἰρήνη σὲ σᾶς», παρέχοντας ὡς ἀντιστάθμισμα τοῦ πολέμου τὴν παρηγοριὰ αὐτή.
Αὐτὸ τὸν λόγο, λοιπόν, εἶπε πρῶτο μετὰ τὴν ἀνάσταση· (γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος παντοῦ λέγει: «χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη»)· στὶς γυναῖκες ἐπίσης ὁ Κύριος ἀναγγέλλει χαρὰ (Ματθ. 28,9: «ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ῝ (:καθὼς ὅμως πήγαιναν νὰ τὰ ποῦν στοὺς μαθητές Του, ξαφνικὰ ὁ Ἰησοῦς τίς συνάντησε καὶ εἶπε: ''Χαίρετε''. Αὐτὲς τότε, ἀφοῦ πλησίασαν, δὲν τόλμησαν νὰ Τὸν ἀγγίξουν στὸ σῶμα, ἀλλὰ μὲ εὐλάβεια πολλὴ ἔπιασαν μόνο τὰ πόδια Του καὶ Τὸν προσκύνησαν)», διότι τὸ ἀνθρώπινο αὐτὸ φῦλο βρισκόταν μέσα στὴ λύπη, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη χαρὰ ποὺ δέχτηκαν. Ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση λοιπόν, στοὺς μὲν ἄντρες λόγῳ τοῦ πολέμου τους μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἀναγγέλλει τὴν εἰρήνη, στὶς δὲ γυναῖκες ἐξαιτίας τῆς λύπης τους, τὴ χαρά. Ἀφοῦ ἑπομένως κατήργησε ὅλα τὰ λυπηρά, διακηρύσσει τὰ κατορθώματα τοῦ Σταυροῦ· αὐτὰ λοιπὸν συνίστανται στὴν εἰρήνη.
Ἀφοῦ λοιπὸν κατερρίφθησαν ὅλα τὰ ἐμπόδια, κατέστησε τὴ νίκη λαμπρή, καὶ εἶχαν ὅλα ἐπιτευχθεῖ, κατόπιν στὴ συνέχεια λέγει: «καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς (:ὅταν λοιπὸν οἱ μαθητὲς ἠρέμησαν κάπως ἀπὸ τὴν πρώτη σφοδρὴ συγκίνηση ποὺ αἰσθάνθηκαν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης τους χαρᾶς, τοὺς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς σὲ σχέση μὲ τὴ μελλοντικὴ τους τώρα κλήση καὶ ἀποστολή: ''Ἄς εἶναι εἰρήνη σὲ σᾶς. Ὅπως μὲ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγώ σᾶς στέλνω νὰ συνεχίσετε τὸ ἴδιο ἔργο'')» [Ἰω. 20,21]. Καμία δυσκολία δὲν ἔχετε· καὶ ἐξαιτίας τῶν ὅσων συνέβησαν καὶ λόγῳ τῆς δικῆς μου ἀξίας ποὺ σᾶς στέλνω. Ἐδῶ ἀνορθώνει τὸ φρόνημά τους καὶ δείχνει μεγάλη ἀξιοπιστία στοὺς λόγους Του, ἐὰν βέβαια ἐπρόκειτο νὰ ἀναλάβουν τὸ ἔργο Του.
Καὶ δὲν ἀπευθύνεται πλέον παράκληση πρὸς τὸν Πατέρα, ἀλλὰ μὲ αὐθεντία δίδει σὲ αὐτοὺς τὴ δύναμη· διότι «ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται (:φύσησε στὰ πρόσωπά τους τὴ ζωογόνο πνοὴ τῆς νέας ζωῆς καὶ τοὺς εἶπε· "λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο. Σὲ ὅποιους συγχωρεῖτε τίς ἁμαρτίες, θὰ εἶναι συγχωρημένες καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Σὲ ὅποιους ὅμως τίς κρατεῖτε ἄλυτες καὶ ἀσυγχώρητες, θὰ μείνουν αἰωνίως ἀσυγχώρητες)» [Ἰω. 20,22-23]. Ὅπως δηλαδὴ ἕνας βασιλιᾶς ἀποστέλλοντας ἄρχοντες, δίδει ἐξουσία σὲ αὐτοὺς καὶ νὰ ὁδηγοῦν ἀνθρώπους στὴ φυλακὴ καὶ νὰ ἀπολύουν, ἔτσι καὶ Αὐτός, ἀποστέλλοντας αὐτοὺς τοὺς περιβάλλει μὲ αὐτὴ τὴ δύναμη.
Πῶς λοιπὸν λέγει: «Ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς (:ἀλλὰ ὅσο κι ἂν λυπᾶστε, βεβαιωθεῖτε ὅτι ἐγώ σᾶς λέω τὴν ἀλήθεια. Σᾶς συμφέρει νὰ φύγω ἐγώ. Διότι ἐὰν δὲν πεθάνω ἐπάνω στὸ σταυρὸ καὶ δὲν φύγω, ὁ Παράκλητος δὲν θὰ ἔλθει σὲ σᾶς. Ἄν ὅμως προσφέρω πάνω στὸ σταυρὸ τὴν ἐξιλαστήρια θυσία μου καὶ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ γιὰ νὰ πάω στὸν Πατέρα μου, θὰ σᾶς στείλω τὸν Παράκλητο)» [Ἰω. 16,7] καὶ τώρα δίνει ἀπευθείας σὲ αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα;
Ὁρισμένοι λέγουν ὅτι δὲν ἔδωσε σὲ αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα, ἀλλὰ κατέστησε αὐτοὺς διὰ τοῦ ἐμφυσήματος κατάλληλους γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν αὐτό. Διότι ἐὰν ὁ Δανιὴλ ἐξεπλάγῃ ὅταν εἶδε ἄγγελο [Δαν. 8,16-17: «Καὶ ἤκουσα φωνὴν ἀνδρὸς ἀναμέσον τοῦ Οὐβάλ, καὶ ἐκάλεσε καὶ εἶπε· Γαβριήλ, συνέτισον ἐκεῖνον τὴν ὅρασιν. καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐχόμενος τῆς στάσεώς μου, καὶ ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐθαμβήθην, καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου, καὶ εἶπε πρός με· σύνες, υἱὲ ἀνθρώπου· ἔτι γὰρ εἰς καιροῦ πέρας ἡ ὅρασις (: καὶ ἄκουσα τὴν φωνὴ ἑνὸς ἀνδρός, ὁ ὁποῖος στεκόταν ἐν μέσῳ τοῦ ποταμοῦ Οὐβάλ, ἡ ὁποία φωνὴ φώναξε καὶ εἶπε· "Γαβριήλ, ἐξήγησε σὲ αὐτὸν τὸ ὅραμα ἐκεῖνο". Αὐτὸς ἦλθε καὶ στάθηκε πολὺ κοντά μου. Ὅταν μάλιστα μὲ πλησίασε, ἐγὼ καταλήφθηκα ἀπὸ δέος καὶ θαυμασμὸ καὶ ἔπεσα ἀμέσως πρηνής, μὲ τὸ πρόσωπό μου κάτω στὴ γῆ. Ἐκεῖνος λοιπὸν μοῦ εἶπε· "Υἱὲ ἀνθρώπου, κατανόησε τοῦτο· ὅτι τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀποκαλύπτει τὸ τέλος τοῦ καιροῦ, τοῦ καιροῦ τῆς βασιλείας τῶν θηρίων")»], τί θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν πάθουν ἐκεῖνοι ποὺ δέχονταν τὴν ἀπόρρητη ἐκείνη χάρη, ἂν δὲν τοὺς καθιστοῦσε προηγουμένως μαθητές Του; Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν εἶπε: «ἐλάβετε Πνεῦμα Ἅγιον», ἀλλὰ «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» .
Δὲν θὰ ἔσφαλλε λοιπὸν κανεὶς ἐὰν ἔλεγε ὅτι καὶ τότε αὐτοὶ ἔλαβαν κάποια πνευματικὴ ἐξουσία καὶ χάρη, ἀλλὰ ὄχι τέτοια ὥστε νὰ ἀνασταίνουν νεκροὺς καὶ νὰ κάνουν θαύματα, ἀλλὰ νὰ συγχωροῦν ἁμαρτήματα· διότι εἶναι διάφορα τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ πρόσθεσε: «ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς», δείχνοντας ποιό εἶδος ἐνέργειας δίδει σὲ αὐτούς. Ἐκεῖ μάλιστα μετὰ ἀπὸ σαράντα ἡμέρες ἔλαβαν τὴ δύναμη νὰ κάνουν θαύματα· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ λέγει: «Λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθὲ μοι μάρτυρες ἐν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς (:θὰ λάβετε ὅμως ἐνίσχυση καὶ δύναμη, ὅταν θὰ ἔλθει πάνω σας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ θὰ γίνετε μάρτυρες τῆς ζωῆς μου καὶ τῆς διδασκαλίας μου καὶ στὴ Ἱερουσαλὴμ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἰουδαία καὶ στὴ Σαμάρεια καὶ μέχρι τὸ τελευταῖο καὶ πιὸ ἀπομακρυσμένο σημεῖο τῆς γῆς")» [Πράξ. 1,8]· μάρτυρες λοιπὸν γίνονταν μὲ τὰ θαύματα· καθόσον εἶναι ἀπερίγραπτη καὶ ἀνέκφραστη ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος καὶ πολύμορφη ἡ δωρεὰ Αὐτοῦ.
Αὐτὸ ἑπομένως γίνεται γιὰ νὰ μάθεις ὅτι μία εἶναι ἡ δωρεὰ καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος· διότι ἐκεῖνα ποὺ φαίνονται ὅτι εἶναι ἰδιαίτερα γνωρίσματα τοῦ Πατρός, αὐτὰ εἶναι ἰδιότητες καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Πῶς λοιπόν, λέγει ὅτι κανεὶς δὲν ἔρχεται πρὸς τὸν Υἱό, ἐὰν δὲν τὸν προσελκύσει ὁ Πατήρ [Ἰω. 6,44: «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ (:ὁ γογγυσμός σας αὐτὸς προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπιστία σας. Καὶ ἀπιστεῖτε, διότι ὁ Πατέρας μου σᾶς βρῆκε ἀνάξιους νὰ σᾶς ἑλκύσει κοντά μου. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθει σὲ μένα πιστεύοντας στὴ θεϊκή μου προέλευση καὶ ἀποστολή, ἐὰν ὁ Πατέρας μου, ποὺ μὲ ἔστειλε στὸν κόσμο, δὲν μεταβάλει τὴν ψυχή του καὶ δὲν τὸν ἑλκύσει μὲ τὴ θεϊκή του δύναμη. Καὶ ὅταν αὐτὸς ἑλκυσθεῖ πρὸς ἐμένα, ἐγὼ θὰ ὁλοκληρώσω τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του καὶ θὰ τὸν ἀναστήσω τὴν ἔσχατη ἡμέρα τῆς Κρίσεως)»];
Ἀλλὰ αὐτὸ φαίνεται νὰ εἶναι γνώρισμα καὶ τοῦ Υἱοῦ, διότι λέγει: «ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι᾿ ἐμοῦ (:Ἐγὼ εἶμαι ὁ μοναδικὸς δρόμος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ φτάσει κανεὶς στὸν οὐρανό· διότι συγχρόνως εἶμαι καὶ ἡ ἀπόλυτη ἀλήθεια καὶ ἡ πραγματικὴ καὶ πηγαία ζωή. Κανεὶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔλθει πρὸς τὸν Πατέρα καὶ νὰ μετάσχει στὴ μακαρία ζωή Του, παρὰ μόνο ἂν περάσει ἀπὸ μένα· διότι ἐγὼ μὲ τὴ διδασκαλία μου σᾶς γνωρίζω τὸν Πατέρα μου καὶ τὴν ἀλήθειά Του. Καὶ μὲ τὴ θυσία μου ὡς αἰώνιος ἀρχιερεύς σᾶς συμφιλιώνω μὲ Αὐτόν)» [Ἰω. 14,6].
Πρόσεχε ἐπίσης αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ γνώρισμα τοῦ Πνεύματος: «Οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ (:κανεὶς πάλι δὲν μπορεῖ νὰ ὁμολογήσει μὲ εἰλικρινῆ πίστη καὶ εὐλάβεια ὅτι ''ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος", παρὰ μόνο μὲ τὴν χάρη, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)» [Α΄ Κορ. 12,3]. Καὶ πάλι, τοὺς Ἀποστόλους τοὺς βλέπουμε νὰ δίδονται στὴν Ἐκκλησία, ἄλλοτε μὲν ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἄλλοτε δὲ ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, καὶ τίς διαιρέσεις τῶν χαρισμάτων βλέπουμε νὰ εἶναι τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ὅλα λοιπὸν ἂς τὰ κάνουμε, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἔχουμε πλησίον μας τὸ ἅγιο Πνεῦμα, καὶ νὰ τιμοῦμε πάρα πολὺ ἐκείνους ποὺ ὁρίστηκαν νὰ μεταδίδουν τὴν ἐνέργεια αὐτοῦ· διότι εἶναι μεγάλη ἡ ἀξία τῶν ἱερέων. «Ἐκείνους ποὺ θὰ συγχωρήσετε», λέγει, «συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες τους». Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε (:Νὰ ὑπακοῦτε στοὺς πνευματικοὺς προϊσταμένους σας καὶ νὰ ὑποτάσσεστε τελείως σὲ αὐτούς. Διότι αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν σας, καθὼς θὰ δώσουν λόγο στὸ Χριστὸ γιὰ τίς ψυχές σας. Νὰ τοὺς ὑπακοῦτε, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνονται μὲ τὴν ὑπακοή σας, ὥστε νὰ ἐπιτελοῦν τὸ ἔργο τους αὐτὸ μὲ χαρὰ καὶ ὄχι μὲ στεναγμούς. Ἄλλωστε δὲν σᾶς συμφέρει νὰ στενάζουν ἐξαιτίας σας οἱ πνευματικοί σας προεστοί, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θὰ σᾶς τιμωρήσει γι᾿ αὐτό)» [Ἑβρ. 13,17] καὶ νὰ τοὺς τιμᾶτε πάρα πολύ.
«Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες (:ὁ Θωμᾶς ὅμως, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀποστόλους καὶ τὸν ὁποῖο ὀνόμαζαν Δίδυμο ὅσοι Ἑβραῖοι μιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, δὲν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς. Ὅταν λοιπὸν Τὸν εἶδαν, Τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθητές: ''Εἴδαμε τὸν Κύριο''. Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀπάντησε: ''Ἐὰν δὲν δῶ μὲ τὰ μάτια μου στὰ χέρια του τὸ σημάδι τῶν καρφιῶν καὶ δὲν βάλω τὸ δάχτυλό μου στὸ σημάδι τῶν καρφιῶν καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά Του, ὥστε ὄχι μόνο μὲ τὰ μάτια μου ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ δάχτυλά μου νὰ βεβαιωθῶ, δὲν θὰ πιστέψω''. Πράγματι λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἦταν πάλι μέσα στὸ σπίτι οἱ μαθητές, καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦταν κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ἦταν κλειστὲς οἱ θύρες, καὶ στάθηκε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς καὶ εἶπε: ''Ἄς εἶναι εἰρήνη σὲ σᾶς''. Ἔπειτα λέει στὸν Θωμᾶ: ''Φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ. Ψηλάφισε καὶ ἐξέτασε τὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, καὶ δὲς συγχρόνως μὲ τὰ μάτια σου τὰ χέρια μου. Φέρε τὸ χέρι σου κάτω ἀπὸ τὰ ἐνδύματά μου καὶ βάλε το στὴν πλευρά μου ποὺ χτυπήθηκε ἀπὸ τὴ λόγχη. Καὶ μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου νὰ κυριευτεῖ ἀπὸ τὴν ἀπιστία, ὥστε νὰ γίνεις μόνιμα καὶ ἀνεπανόρθωτα ἄπιστος, ἀλλὰ γιὰ νὰ προοδεύεις καὶ νὰ στηρίζεσαι στὴν πίστη, ὥστε νὰ γίνεις ἀμετακίνητος καὶ ἀδιάσειστος σὲ αὐτή''. Ὁ Θωμᾶς τότε Τοῦ ἀποκρίθηκε: ''Πιστεύω καὶ ὁμολογῶ ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου''. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: ''Πίστεψες ἐπειδὴ μὲ εἶδες. Μακάριοι καὶ πιὸ εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν δεῖ μὲ τὰ μάτια τους, ὅπως μὲ εἶδες ἐσύ. Καὶ θὰ πιστέψουν ἔτσι ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου στὶς γενιὲς ποὺ θὰ ἔλθουν''. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ ὅσα ἐξιστορήσαμε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς Του, ὁ Ἰησοῦς μπροστὰ στὰ μάτια τῶν μαθητῶν Του ἔκανε καὶ πολλὰ ἄλλα θαύματα ποὺ ἀποδείκνυαν τὴ θεότητά Του καὶ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο αὐτό. Αὐτὰ ποὺ ἐκθέσαμε, γράφτηκαν γιὰ νὰ πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ προκηρύχθηκε ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι πιστεύοντας νὰ ἔχετε ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα σας τὴ νέα, θεία καὶ αἰώνια ζωή, τὴν ὁποία μεταδίδει ὁ Ἴδιος στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομὰ Του)» [Ἰω. 20,24-29].
Ὅπως ἀκριβῶς τὸ νὰ πιστεύει κανεὶς ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε εἶναι γνώρισμα ἐπιπολαιότητας, ἔτσι καὶ τὸ νὰ ἐξετάζει κανένας καὶ νὰ ἐρευνᾷ πέραν τοῦ μέτρου εἶναι γνώρισμα παχύτατης καὶ δυσκίνητης διάνοιας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ Θωμᾶς κατηγορεῖται· διότι στοὺς Ἀποστόλους δὲν πίστεψε ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι «εἴδαμε τὸν Κύριο», ὄχι τόσο ἐπειδὴ δὲν πίστεψε στὰ λόγια τους, ὅσο διότι θεωροῦσε τὸ πρᾶγμα αὐτὸ ὅτι ἦταν ἀδύνατο· δηλαδή, τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση· διότι δὲν εἶπε «δὲ σᾶς πιστεύω», ἀλλὰ «ἐὰν δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὸ σημάδι τῶν καρφιῶν, δὲν θὰ πιστέψω». Πῶς, λοιπόν, ἐνῶ ὅλοι ἦσαν συγκεντρωμένοι, αὐτὸς μόνος ἀπουσίαζε; Φυσικὸ ἦταν νὰ μὴν εἶχε ἀκόμη ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴ διασπορὰ ποὺ εἶχε ἤδη γίνει. Ἐσὺ ὅμως ὅταν δεῖς τὸν μαθητὴ νὰ μὴν πιστεύει, σκέψου τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου, ὅτι καὶ χάριν μιᾶς ψυχῆς δείχνει τὸν ἑαυτό Του νὰ ἔχει τραύματα, καὶ ἔρχεται γιὰ νὰ σώσει καὶ τὸν ἕνα, ἂν καὶ ἦταν πνευματικὰ πιὸ ἀτελὴς ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ζητοῦσε νὰ πιστέψει μέσῳ τῆς πιὸ χοντροειδοὺς καὶ βραδυκίνητης αἰσθήσεως [δηλαδὴ τῆς ἁφῆς] καὶ οὔτε στὰ μάτια του δὲν πίστευε· διότι δὲν εἶπε «ἐὰν δὲν δῶ», ἀλλὰ λέγει: «ἐὰν δὲν ψηλαφήσω, μήπως τυχὸν καὶ εἶναι ἀποκύημα τῆς φαντασίας μου αὐτὸ ποὺ βλέπω». Καὶ ὅμως οἱ μαθητὲς ἀναγγέλλοντας αὐτά, ἀξιόπιστοι ἦταν τότε, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπίσης ποὺ ὑποσχόταν αὐτά· ὅμως ἐπειδὴ ζήτησε κάτι περισσότερο ὁ Θωμᾶς, οὔτε αὐτό τοῦ τὸ στέρησε ὁ Χριστός.
Καὶ γιὰ ποιό λόγο δὲν ἐμφανίζεται σὲ αὐτὸν ἀμέσως, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ὀχτὼ ἡμέρες; Γιὰ νὰ κυριευτεῖ ἀπὸ πιὸ μεγάλη ἐπιθυμία καὶ νὰ γίνει μελλοντικὰ πιστότερος κατηχούμενος ἀπὸ τοὺς μαθητὲς στὸ διάστημα ποὺ θὰ μεσολαβοῦσε καὶ ἀκούγοντας τὰ ἴδια λόγια ἀπὸ αὐτούς.
Καὶ ἀπὸ ποῦ γνώριζε ὅτι καὶ ἡ πλευρὰ τοῦ Κυρίου ἀνοίχτηκε μὲ τὴ λόγχη; Τὸ ἄκουσε ἀπὸ τοὺς μαθητές. Πῶς λοιπὸν τὸ ἕνα τὸ πίστεψε, ἐνῶ τὸ ἄλλο δὲν τὸ πίστεψε; Διότι αὐτὸ ἦταν πολὺ παράδοξο καὶ ἀξιοθαύμαστο.
Νὰ προσέξεις ἐπίσης, σὲ παρακαλῶ, τὴ φιλαλήθεια τῶν Ἀποστόλων, ὅτι τὰ ἐλαττώματα δὲν τὰ κρύπτουν, οὔτε τὰ δικά τους, οὔτε τῶν ἄλλων, ἀλλὰ τὰ ἐκθέτουν περιγράφοντάς τα μὲ ὅλη τὴν ἀλήθεια.
Ἐμφανίζεται λοιπὸν πάλι ὁ Ἰησοῦς καὶ δὲν περιμένει νὰ ζητηθεῖ αὐτὸ ἀπὸ ἐκεῖνον, οὔτε νὰ ἀκούσει κάτι παρόμοιο, ἀλλὰ χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε, ὁ ἴδιος τὸν προλαβαίνει καὶ ἐκπληρώνει ἐκεῖνο ποὺ ὁ Θωμᾶς ἐπιθυμοῦσε, δείχνοντάς του ὅτι καὶ ὅταν ἔλεγε αὐτὰ τὰ λόγια δυσπιστίας πρὸς τοὺς ἄλλους μαθητές, Ἐκεῖνος ἦταν παρών· ἐφόσον χρησιμοποίησε τὰ ἴδια τὰ λόγια καὶ κατὰ τρόπο πάρα πολὺ ἐπιτιμητικὸ καὶ στὴ συνέχεια μὲ τρόπο διδακτικό· διότι ἀφοῦ εἶπε «Φέρε τὸν δάκτυλό σου καὶ δὲς τὰ χέρια μου καὶ βάλε τὸ χέρι σου στὴν πλευρά μου», πρόσθεσε «καὶ μὴ γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Βλέπεις ὅτι ἡ ἀμφιβολία ἦταν ἀποτέλεσμα ἀπιστίας; Ὅμως αὐτὸ συνέβαινε πρὶν λάβουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὅμως δὲν συνέβαινε πλέον αὐτό, ἀλλὰ στὸ ἑξῆς ἦταν κατηρτισμένοι.
Δὲν ἐπιτίμησε ἐπίσης αὐτὸν ὁ Κύριος μὲ αὐτὰ μόνο τὰ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ὅσα λέγει στὴ συνέχεια. Διότι ὅταν ἐκεῖνος τὰ πληροφορήθηκε καὶ ἀνέπνευσε καὶ ἀνεφώνησε «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», λέγει: «Ἐπειδὴ μὲ εἶδες, Θωμᾶ, πίστεψες· μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲ μὲ εἶδαν καὶ πίστεψαν»· διότι αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τῆς πίστεως, τὸ νὰ ἀποδέχεται κανεὶς ἐκεῖνα ποὺ δὲν εἶναι ὁρατά· διότι «Ἒστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων (:ἡ πίστη κάνει πραγματικὰ ἐκεῖνα ποὺ ἐλπίζουμε, καὶ βέβαια καὶ ἀναμφισβήτητα ἐκεῖνα ποὺ δὲ βλέπουμε)» [Ἑβρ. 11,1].
Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ Κύριος δὲ μακαρίζει μόνο τοὺς μαθητές, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ποὺ θὰ πιστέψουν μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς ἀργότερα. Καὶ ὅμως, λέγει, οἱ ἄλλοι μαθητὲς εἶδαν καὶ πίστεψαν· ἀλλὰ ὅμως δὲν ζήτησαν κανένα ἀποδεικτικὸ σημεῖο, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ σουδάρια ἀμέσως δέχθηκαν τὴν εἴδηση περὶ τῆς ἀναστάσεως, καὶ πρὶν δοῦν τὸ σῶμα, ἔδειξαν ὅλη τὴν πίστη τους. Ὅταν λοιπὸν κάποιος λέει τώρα: «Ἤθελα νὰ ζοῦσα κατὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα καὶ νὰ ἔβλεπα τὸν Χριστὸ νὰ θαυματουργεῖ», ἂς σκεφτεῖ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι «μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲ μὲ εἶδαν καὶ ὅμως πίστεψαν».
Εἶναι δὲ ἄξιο ἀπορίας, πῶς σῶμα ἄφθαρτο ἔδειχνε τὰ ἀποτυπώματα τῶν καρφιῶν καὶ ἦταν δυνατὸ ἀνθρώπινο χέρι νὰ τὸ ἀγγίξει. Ὅμως, μὴν παραξενεύεσαι· αὐτὸ τὸ ὁποῖο συνέβαινε, συνέβαινε κατὰ συγκατάβαση, ἦταν ἔργο προσαρμογῆς στὰ ἀνθρώπινα μέτρα· διότι τὸ τόσο λεπτὸ καὶ ἐλαφρὸ σῶμα, ποὺ εἰσῆλθε ἐνῶ οἱ θύρες ἦταν κλειστές, ἦταν ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε ὑλικὴ σύσταση· ἀλλὰ δεικνύεται αὐτὸ γιὰ νὰ γίνει πιστευτὴ ἡ Ἀνάσταση καὶ γιὰ νὰ μάθουν ὅτι Αὐτὸς ἦταν Ἐκεῖνος ποὺ σταυρώθηκε, καὶ δὲν ἀναστήθηκε ἄλλος ἀντὶ Αὐτοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀναστήθηκε, ἔχοντας τὰ σημάδια τοῦ σταυροῦ, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τρώγει.
Πράγματι οἱ Ἀπόστολοι αὐτὸ προέβαλλαν συνεχῶς ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως, λέγοντας: «Τοῦτον ὁ Θεὸς ἤγειρε τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι, οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν (:ὁ Θεὸς ὅμως Τὸν ἀνέστησε τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸν θάνατό Του. Καὶ ἐπέτρεψε νὰ γίνει ὁρατὸς καὶ νὰ ἐμφανιστεῖ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ὄχι πλέον σὲ ὅλον τὸν λαό. Ἀλλὰ ἐμφανίστηκε σὲ μάρτυρες ποὺ εἶχαν ἐκλεγεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ πολὺ πρὶν σταυρωθεῖ καὶ ἀναστηθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Καὶ οἱ μάρτυρες αὐτοὶ εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι φάγαμε καὶ ἤπιαμε μαζὶ Του μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἀπὸ τοὺς νεκρούς)» [Πράξ. 10,40-41].
Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν βλέποντάς Τον πρὸ τοῦ σταυροῦ νὰ περιπατεῖ ἐπάνω στὰ κύματα, δὲν λέγαμε ὅτι τὸ σῶμα ἐκεῖνο ἦταν ἄλλης φύσεως, ἀλλὰ τῆς δικῆς μας, ἔτσι βλέποντας Αὐτὸν μετὰ τὴν ἀνάσταση νὰ ἔχει τὰ ἀποτυπώματα τοῦ σταυροῦ, δὲ θὰ ποῦμε πλέον ὅτι Αὐτὸς εἶναι φθαρτός· διότι αὐτὰ τὰ ἔδειχνε γιὰ χάρη τοῦ μαθητῆ.
«Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ (:σύμφωνα λοιπὸν μὲ ὅσα ἐξιστορήσαμε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς Του, ὁ Ἰησοῦς μπροστὰ στὰ μάτια τῶν μαθητῶν Του ἔκανε καὶ πολλὰ ἄλλα θαύματα ποὺ ἀποδείκνυαν τὴ θεότητά Του καὶ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο αὐτό. Αὐτὰ ποὺ ἐκθέσαμε, γράφτηκαν γιὰ νὰ πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ προκηρύχτηκε ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι πιστεύοντας νὰ ἔχετε ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα σας τὴ νέα, θεία καὶ αἰώνια ζωή, τὴν ὁποία μεταδίδει ὁ Ἴδιος στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομὰ Του")» [Ἰω. 20,30-31].
«Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ» [Ἰω. 20,30]. Ἐπειδὴ δηλαδὴ αὐτὸς ὁ εὐαγγελιστὴς ἀνέφερε λιγότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἀνέφεραν οἱ ἄλλοι, λέγει ὅτι οὔτε ὅλοι οἱ ἄλλοι τὰ ἀνέφεραν ὅλα, ἀλλὰ ὅσα ἦταν ἱκανὰ νὰ προσελκύσουν στὴν πίστη ὅσους τοὺς ἄκουγαν· διότι παρακάτω λέγει: «ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. ἀμήν (:ὑπάρχουν ὅμως καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, τὰ ὁποῖα, ἂν γράφονταν λεπτομερειακά, ἕνα-ἕνα, νομίζω ὅτι οὔτε ὁλόκληρος ὁ κόσμος μὲ ὅλες τίς βιβλιοθῆκες του δὲν θὰ χωροῦσε τὰ βιβλία ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ γραφοῦν. Πραγματικά)» [Ἰω. 21,25].
Ἑπομένως εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν τὰ εἶπαν ἀπὸ φιλοδοξία ἐκεῖνα ποὺ ἔγραψαν, ἀλλὰ μόνο ἐξαιτίας τῆς χρησιμότητάς τους· διότι ἐκεῖνοι ποὺ παρέλειψαν τὰ περισσότερα, πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ τὰ ἔγραφαν αὐτὰ ἀπὸ φιλοδοξία; Γιὰ ποιόν λόγο λοιπὸν δὲν τὰ ἀνέφεραν ὅλα; Κυρίως μὲν ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τους, ἔπειτα ἐπίσης σκέπτονταν καὶ ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ δὲν πίστεψε σὲ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ, οὔτε στὰ περισσότερα θὰ προσέξει, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ τὰ δέχθηκε αὐτά, τὰ ὁποῖα ἔχουν γραφεῖ, δὲν θὰ ἔχει ἀνάγκη τίποτε ἄλλο γιὰ νὰ πιστέψει. Ἐγὼ νομίζω ἐδῶ ὅτι ἐννοεῖ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε μετὰ τὴν ἀνάσταση· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὴ φράση: «ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ (:μπροστὰ στοὺς μαθητὲς Του)» [Ἰω. 20,30]· διότι ὅπως πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση ἔπρεπε νὰ γίνουν πολλὰ γιὰ νὰ πιστέψουν ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση, γιὰ νὰ παραδεχθοῦν ὅτι ἀναστήθηκε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε «ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ», ἐπειδὴ μόνο μὲ αὐτοὺς συναναστρεφόταν μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «ὁ κόσμος μὲ οὐκέτι θεωρεῖ (:Ἀκόμη λίγο χρόνο, καὶ ὁ κόσμος ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν θὰ μὲ βλέπει πιά, διότι δὲν θὰ εἶμαι σωματικῶς στὴ γῆ, ὅπως εἶμαι τώρα. Ἐσεῖς ὅμως θὰ μὲ βλέπετε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σας καὶ θὰ μὲ αἰσθάνεστε. Διότι ἐγώ, ἐνῶ μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ σταυρωθῶ καὶ θὰ πεθάνω, θὰ ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ. Καὶ σεῖς θὰ ζήσετε μιὰ νέα, πνευματικὴ ζωή, ποὺ θὰ ἀποκτήσετε ἀπὸ μένα)» [Ἰω. 14,19].
Ἔπειτα γιὰ νὰ μάθεις ὅτι χάριν τῶν μαθητῶν μονάχα ἐπιτελοῦνταν ὅσα συνέβαιναν, ὁ Εὐαγγελιστὴς πρόσθεσε: «ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ (:αὐτὰ ποὺ ἐκθέσαμε, γράφτηκαν γιὰ νὰ πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ προκηρύχτηκε ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι πιστεύοντας νὰ ἔχετε ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα σας τὴ νέα, θεία καὶ αἰώνια ζωή, τὴν ὁποία μεταδίδει ὁ Ἴδιος στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομὰ Του)» [Ἰω. 20,31], ὁμιλῶντας γενικὰ πρὸς τὴ δική μας φύση καὶ γιὰ νὰ δείξει ὅτι τὰ ἀνέφερε αὐτὰ ὄχι πρὸς χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο πιστεύουμε, ἀλλὰ πρὸς χάρη ἐμᾶς τῶν ἴδιων· «ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ»· δηλαδὴ δι᾿ Αὐτοῦ· διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ζωή.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου