Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (35. Ο ΓΚΥΦΤΟ ΡΑΜΗ)

ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ


Γεώργιος Χ. Μόδης

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Εκλεκτά Διηγήματα: 36. ΚΑΛΑ ΚΕΡΑΣΙΑ, ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΠΑΡΕΤΕ


Ο οπλαρχηγός «Κόρακας» (Βασίλης Σταυρόπουλος) αποφάσισε νʼ αφήσει τον Βάλτο των Γιαννιτσών και να πεταχτεί ψηλά στο Βέρμιο, γιατί τα όργανα της Ρουμανικής προπαγάνδας το είχαν παρακάμει στην περιφέρεια της Βέροιας.

Σκότωσαν τον καλόγηρο και τον τσομπάνο της Μονής «Καληπέτρας» και τραυμάτισαν τον Μπακόπουλο απʼ το Ριάχοβο. Κέντρο και ορμητήριο τους είχαν την Ντόλιανη. Συνεργάζονταν στενά με τους κομιτατζήδες, είχαν δική τους συμμορία με αρχηγό παλιό κλέφτη τον Νταρλαγάνη. Και όμως τους είχαν οι Τούρκοι «μη στάξει και μη βρέξει» σύμφωνα με την αρχή του «διαίρει και βασίλευε». Τους είχαν χαϊδεμένα παιδιά και οι Αυστριακοί και κάπως και οι Ρωμιοί, που είχαν αναλάβει για λογαριασμό και των άλλων τεσσάρων «Μεγάλων Δυνάμεων» να ερμηνεύσουν την Μακεδονία με τις περίφημες «Ευρωπαϊκές Μεταρρυθμίσεις» που έκαμναν ό,τι μπορούσαν για να την αναστατώσουν και περιπλέξουν περισσότερο... Είχε καταντήσει η ρουμανική προπαγάνδα σε μερικά μέρη οχληρότατο αγκάθι στα πλευρά μας. Μας πρόσφερε πολύτιμη υπηρεσία η κομμουνιστική κυβέρνηση της Ρουμανίας, που την αγνόησε και την αποκήρυξε.

Δυσκολίες όμως παρουσίαζε το πέρασμα της σιδηροδρομικής γραμμής ανάμεσα Βέροια και Νάουσα. Την φύλαγαν με πολλή προσοχή οι Τούρκοι. Είχαν στήσει και πολλά στρατιωτικά φυλάκια. Ήξεραν, ότι θα περνούσαν οπωσδήποτε απʼ εκεί τα ανταρτικά Σώματα, που έβγαιναν απʼ τα απροσπέλαστα καταφύγια του Βάλτου για να δράσουν στο Βέρμιο και στην περιοχή Βέροιας – Νάουσας – Έδεσσας.

Τρεις νύχτες επιχείρησε ο Κόρακας να περάσει. Διάλεξε μάλιστα, όπως νόμιζε, τα καλύτερα μέρη. Μα δεν τα κατάφερε.

Βγήκαν με τις πλάβες οι 40 άντρες στη στεριά, στάθηκαν κρυμμένοι πίσω απʼ τα καλάμια και έστειλαν τρεις συντρόφους με τον παλιό κλέφτη και θαυμασιότερο αντάρτη, τον Σκοτίδα, να δοκιμάσουν να περάσουν. Προχώρησαν εκείνοι πότε περπατώντας προσεκτικά, σκυφτοί, πότε έρποντας με την κοιλιά. Μα πάλι ακούσθηκαν φωνές, «ντουρ», «ντουρ» (στάσου) και τουφεκιές. Γύρισαν πίσω κάτω από βροχή σφαίρες. Είχαν ευτυχώς διαλέξει μια μικρή ρεματιά, που τους προστάτεψε. Το Σώμα αναγκάσθηκε να ξαναμπεί στις πλάβες τρεις φορές και να πάει άπρακτο στα «καλύβια» και τα «πατώματά» του. Ο Κόρακας δάγκωσε τα χείλη και τα μουστάκια του.

Μια νύχτα τέλος ξέσπασε τρομερή θεομηνία. Έπεφτε βροχή με το «τουλούμι», χάλαζα μεγάλη και χοντρή που σκότωσε κάμποσα πρόβατα. Φυσούσε και φοβερός αέρας, σα νʼ άνοιξαν όλοι οι ασκοί του Αιόλου. Νόμιζες πως πήγαινε να ξεριζώσει τα δέντρα του κάμπου. Χαλασμός του κόσμου! Είχαν ανακατωθεί και αγριέψει όλα τα στοιχεία της φύσεως.

Ο Κόρακας βρήκε κατάλληλη τη στιγμή για να περάσει. Δεν ήταν δυνατόν να μείνουν οι Τούρκοι στρατιώτες στο ύπαιθρο με κείνη τη κοσμοχαλασιά, για να φυλάγουν τη σιδηροδρομική γραμμή. Μόνο κακά τελώνεια και φαντάσματα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν έξω.

Ξαναβγήκε με τις πλάβες το Σώμα στη στεριά, έσφιξαν οι άντρες πάνω τους τις κάπες και προχώρησαν αδίστακτα. Έπρεπε να κρατά καθένας την άκρη της κάπας του μπροστινού για να μη χαθούν. Ο λαμπρός οδηγός Κουκουτέγος φώναζε: «Κοιτάτε τον μπροστινό για να μη χαθούμε». Ήταν και σκοτάδι, πίσσα. Πάλαιψαν όλη τη νύχτα με τη βροχή, το χαλάζι, τον αέρα και ταλαβουτούσαν στα νερά και στις λάσπες. Οι κάπες βάραιναν πολλές οκάδες. Είχαν γίνει μουσκίδι... Υπήρχε και ένας μεγάλος κίνδυνος. Απʼ την νεροποντή σχηματίζονταν στον κάμπο μερικοί βάλτοι, όπου όμως, αν έπεφτε κανένας μπορούσε να πνιγεί. Ο Κουκουτέγος το ήξερε και φρόντισε νʼ αποφύγουν τις κακοτοπιές. Ήταν από κείνους τους «Βλάχους» που μισούσαν τους «Ρουμανίζοντες» περισσότερο από καθετί άλλο στον κόσμο. Με τα πολλά όμως εμπόδια στην πορεία ξημερώθηκαν καταμεσής στον κάμπο! Σωστή συμφορά! Δεν υπήρχε δάσος να τρέξουν για να τρυπώσουν. Ούτε προλάβαιναν να γυρίσουν πίσω στον Βάλτο ή να βρεθούν στα λημέρια του Βερμίου. Και υπήρχαν πάρα πολλοί Τούρκοι. Στον Γιδά (Αλεξάνδρεια) ιππικό, στρατιωτικές φρουρές σε πολλά χωριά, αμέτρητα φυλάκια στη σιδηροδρομική γραμμή και στη Βέροια ολάκερη σχεδόν μεραρχία. Και το χειρότερο, σταμάτησε την αυγή η καταιγίδα σαν νάδιωξε το φως όλα τα κακά δαιμόνια της νύχτας.

Έξω από το Κατοχώρι υπήρχε μια αποθήκη μισοχαλασμένη. Έκαμαν το σταυρό τους και μπήκαν μέσα. Δεν τους είδε κανένα μάτι. Έμειναν κλεισμένοι όλη την ημέρα ίσα με τη νύχτα, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό! Το ψωμί που είχαν πάρει μαζί τους απʼ τον Βάλτο, είχε πολτοποιηθεί απʼ τη νεροποντή. Δεν τολμούσαν ούτε φωτιά νʼ ανάψουν για να στεγνώσουν. Ο καπνός μπορούσε να τους προδώσει! Πεινασμένοι, μουσκεμένοι, διψασμένοι, καραβοτσακισμένοι έκλαιγαν τη μοίρα τους. Μερικοί ένιωθαν και ρίγος.

- Γείμαστʼ σαν Τις Τούρκς το ραμαζάνʼ, είπε ο γιγαντόσωμος Θανάσης Σκοτίδας, με την ξανθειά γενειάδα, παλιός ληστής, που είχε όμως εξελιχθεί σε θαυμάσιο πρότυπο αντάρτη. Ήθελε να δώσει κουράγιο στους συντρόφους.

- Και τι κάνουν το ραμαζάνι οι Τούρκοι, Θανάση; ρώτησε ο Κόρακας που ήθελε νʼ ανοίξει συζήτηση για νʼ απασχολήσει τους άντρες.

- Δεν τρώνʼ, δεν πίνʼ, δεν καπνίζʼ ιν.

- Δεν πίνουν νερό και δεν καπνίζουν και το καλοκαίρι που είναι 15 ώρες η μέρα; Και βαστούν;

- Βαστάνʼ τα σκλια.

- Τότε μπορούμε κι εμείς να βαστάξαμε. Είναι μια μόνο ημέρα.

- Ναι, μα οι Τούρκοι γυρίζουν ελεύθερα έξω... Δεν μένουν φυλακισμένοι σʼ ένα αχούρι. Ούτε κάθονται ακίνητοι, μουσκεμένοι απʼ τη βροχή και τα νερά έως το κόκαλο.

- Του βράδʼ στου βʼνό όλα θα σιάξʼν, απολογήθηκε ο Σκοτίδας.

Το βράδυ ξεκίνησαν για την Τσαρκόβιανη, ψηλά, κοντά στην Καστανιά. Εκεί ήταν η κατασκήνωση των Σαρακατσαναίων τσελιγκάδων Κλωνάρα και Κορώνα. Ο αέρας του βουνού στέγνωσε τα βρεγμένα ρούχα τους και έδωκε ζωή στα κουρασμένα πόδια τους. Τους αποζημίωσαν και οι Σαρακατσαναίοι για τα παθήματα και τις στερήσεις της νύχτας και της ημέρας. Τους έψησαν αρνιά, πίτες και τους πρόσφεραν γνήσιο ναουσέικο κρασί. Τους περιποιήθηκαν με τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Λογάριαζαν να μείνουν εκεί όλη την ημέρα για να καταστρώσουν τα σχέδια εναντίον της Ντόλιανης, της φωλιάς των κακοποιών. Μα ξάφνου έπεσαν αραιές τουφεκιές από πολύ μακριά! Τις έριχναν Ντολιανίτες!... Κάποιος δικός τους τσοπάνος θα είδε, φαίνεται, το Σώμα να πηγαίνει στα σαρακατσάνικα καλύβια. Τουφεκιές από τόσα μακριά ήταν για τον γάμο του καραγκιόζη. Μια αδέσποτη όμως σφαίρα βρήκε ένα μικρό του Κλωνάρα, που κοιμόταν ήσυχα, χωρίς να έχει ιδέα για τις αντιθέσεις και τους πολέμους των μεγάλων.

Έδωκαν επίσης οι τουφεκιές το σήμα συναγερμού στις τουρκικές φρουρές της Ντόλιανης, του Ξηρολείβαδου και άλλων χωριών. Ο Κόρακας αναγκάστηκε, με λύπη του, να παρατηρήσει τα σαρακατσάνικα καλύβια και την ολόθερμη φιλοξενία τους και να χωθεί στο μεγάλο δάσος.

Τρεις τέσσερις ημέρες έπαιζε κρυφτούλι με τους Τούρκους στο δάσος. Φρόντιζε να τους αποφεύγει. Μα κάποτε τους έβρισκε, χωρίς να τους περιμένει, μπροστά του. Τους έριχνε τότε μερικές γρήγορες τουφεκιές, και ξαναβυθιζόταν στην πράσινη θάλασσα του δάσους. Οι Τούρκοι τον κυνηγούσαν με κρύα όμως καρδιά. Ήθελαν να τον στριμώξουν κάπου, σε ανοιχτό έδαφος, όπου δεν έβγαινε ο Κόρακας. Μέσα στο δάσος «φοβόταν ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη». Μπορούσε να τους περιμένουν οι «εσκιάδες» κρυμμένοι πίσω από χαμόκλαδα, να αδειάσουν ξάφνου απάνω τους, από κοντά, τα τουφέκια και να εξαφανισθούν στο δάσος!

Κουράστηκε και ο Κόρακας με το ατέλειωτο κυνηγητό. Δύσκολα έβρισκε τροφή. Και μια καλή βραδιά κατέβηκε για ασφάλεια και ησυχία μέσα στη... Νάουσα! Ήταν πολιτεία με 8.000-9.000 κατοίκους. Είχε «μουντίρη» (υποέπαρχο), αστυνομία, χωροφυλακή, λόχο στρατού. Είχε και λίγους Τούρκους κατοίκους, που είχαν καταντήσει πανάθλιοι υπηρέτες των ραγιάδων. Ως τόσο στη Νάουσα τα ανταρτικά Σώματα ήταν σαν στα σπίτια τους...

Είχαν απόλυτη ασφάλεια και δεν φοβόταν προδοσία. Στην ανάγκη μπορούσαν να βγουν από σπίτι σε σπίτι και από αυλή σε αυλή, μακριά από το μέρος, όπου έκαμναν οι Τούρκοι «μπασκίν» (έρευνα).

Είχε στη Νάουσα ο Κόρακας και ένα χαριτωμένο επεισόδιο:

Είχε πάει μια χειμωνιάτικη βραδιά, πριν πολλούς μήνες, μόνος στο σπίτι του Αντώνη Περδικάρη. Κάθισαν οι δυο τους κοντά στο τζάκι, έψησαν κάστανα, έσπαγαν καρύδια και έπιναν το ωραίο ναουσέικο κρασί. Ο γέρο Αντώνης είχε τη συνήθεια να κρίνει, και κατακρίνει όλα και όλους, ακόμη και τον αδελφό του γιατρό, που ήταν η ψυχή της Οργανώσεως της Νάουσας. Ο Κόρακας που είχε πάρει τότε και τον τομέα της Νάουσας, ήθελε να τʼ ακούσει, για κάθε ενδεχόμενο. Ξάφνου ακούστηκαν δυνατοί χτύποι στην πόρτα. Ήταν Τούρκοι! Ο Αντώνης ατάραχος πάτησε ένα κουμπί, το τζάκι μετακινήθηκε με τη φωτιά, την στάχτη, τα κάστανα. Πρόβαλε μια ανοιχτή καταπακτή, μπήκε μέσα ο Κόρακας και το τζάκι ξαναγύρισε στη θέση του! Αγριεμένοι οι Τούρκοι ζητούσαν τον Κόρακα. Για πρώτη φορά σημειώθηκε γερή προδοσία στη Νάουσα. Ίσως από κάποια επιπολαιότητα. Ο γέρος θέλησε να ρίξει μια ματιά στα κεραμίδια.

- Ζητάτε, είπε στους Τούρκους, τον Κόρακα μέσα στα σπίτια; Στέκει στα κεραμίδια.

- Κοροϊδεύεις γέρο;

- Δεν ξέρετε, ότι ο Κόρακας είναι το μαύρο πουλί που κάνει κρα; Κάποιος θα είδε κόρακα πάνω στα κεραμίδια μου και θα είπε: «Κόρακας στο σπίτι του Αντώνη Περδικάρη» και σεις τον πήρατε για κάποιον άλλο, δεν ξέρω ποιον Κόρακα.

Οι Τούρκοι βέβαια δεν ικανοποιήθηκαν με την έξυπνη εξήγηση. Δεν βρήκαν όμως τίποτε και αναγκάστηκαν να φύγουν ντροπιασμένοι. Δεν έδωσαν και μερικούς μπάτσους και κλώτσους, γιατί οι βαλήδες και πασάδες είχαν μεγάλη εκτίμηση στους βιομηχάνους γκιαούρηδες της Νάουσας. Εξ άλλου έπαιρνε ο «μουντίρης» ένα τακτικό επίδομα απʼ τον γιατρό Περδικάρη.

Και μέσα στη Νάουσα ο Κόρακας δεν ξεχνούσε την Ντόλιανη. Ήταν γιʼ αυτόν ό,τι η Καρχηδών για τους Ρωμαίους. Την είχε χτυπήσει δυο φορές χωρίς μεγάλα όμως αποτελέσματα. Μονάχα δύο-τρεις φορές πρόλαβε να ξεκάμει. Ήταν όλοι τους πάνοπλοι και είχαν και έναν λόχο στρατού στο χωριό τους. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάρει πίσω το αίμα του καλόγερου και του τσομπάνου της Καληπέτρας.

Αποφάσισε νʼ αλλάξει τακτική. Κάλεσε ένα από τα παιδιά του, τον Μήτσο, που ήταν από ένα χωριουδάκι κοντά στη Βέροια και είχε δουλέψει μέσα στην πόλη. Του είπε:

- Πηγαίνεις, Μήτσο, μέσα στη Βέροια;

- Στη Βέροια;

- Να πουλήσεις κεράσια!

- Πηγαίνʼ γιατί όχʼ;

- Μα και να σκοτώσεις έναν Ρουμάνο. Να ʼναι από τη Ντόλιανη. Δεν θα γυρίσεις πίσω με άδεια χέρια.

Πετάχτηκε ο Σκοτίδας.

- Αν δεν πήγαινʼς εσύ, πηγαίνʼ ιγουώ.

- Εσύ; Με το μπόιςʼ κι τα γένια! Σε ξέρʼ ούλος ο ντουνιάς...

- Μα αν δεν πηγαίνʼς εσύ... Θα μείνουμʼ έτσι με σταυρωμένʼ τα χέρια;

- Θα πάω... Πηγαίνʼ.

Τον έντυσαν χωριάτικα, του ʼδωσαν έναν γάιδαρο με δυο κοφίνια γεμάτα και τον έστειλαν στην Βέροια.

Το παράξενο είναι ότι και η Βέροια και η Νάουσα, που είχαν τόσο μεγάλη πατριωτική δράση, δεν φρόντισαν να καταρτίζουν και τμήματα «Εκτελεστικού», φυτώρια δηλαδή δολοφόνων. Όπως στη Νάουσα, είχε μπει πολλές φορές ο Κόρακας με όλο το Σώμα του και στη Βέροια, και φιλοξενήθηκε πολλά ημερόνυχτα σε αρχοντικά και λαϊκά σπίτια. Είχε η Βέροια πολλούς Τούρκους, Έβραίους, συντάγματα στρατού και το χειρότετο ρουμανίζοντες, αδυσώπητους εχθρούς και συστηματικούς καταδότες. Η φήμη και η δόξα του «Εκτελεστικού», είχε απλωθεί σε όλη τη Μακεδονία. Δεν σκέφτηκαν, καθώς φαίνεται, στις δυο πόλεις, να οργανώσουν μερικές ομάδες παιδιών για εκτελέσεις. Ίσως δεν τις χρειάστηκαν. Έμπαιναν εκεί τα αντάρτικα Σώματα. Στις 10 Μαΐου απʼ το πρωί ο Μήτσος γύριζε με τον γάιδαρό του στους μαχαλάδες της Βέροιας και διαλαλούσε τα κεράσια του: «Κεράσια γλυκά». «Κεράσια μαύρα». «Τρέξτε να πάρετε κεράσια». Προτιμούσε, για κάθε ενδεχόμενο, τις ακρινές συνοικίες... Σʼ ένα στενοσόκακο, τρεις γυναίκες αγόραζαν κεράσια. Παρουσιάσθηκε και ο Καραγιάννης απʼ τη Ντόλιανη, ο χειρότερος πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας, με φόνους δικών μας στο ενεργητικό του. Αυτόν ήθελε να συναντήσει, περισσότερο από κάθε άλλον, ο Μήτσος. Και η κακή μοίρα ή ο διάβολος τον έφερε μπροστά του.

- Είναι καλά τα κεράσια σου, βρε παλικάρι, ρώτησε.

- Είναι τα καλύτερα που έχεις φάει κυρ Καραγιάννη.

- Με ξέρεις, βλέπω.

- Κι ποιος δεν ξιέρʼ ένα νοικοκύρʼ, μιαν αφεντιάν σαν τη δική σʼ;

Ο Καραγιάννης έβαλε δύο κεράσια στο στόμα και βεβαιώθηκε ότι ήταν πολύ καλά. Και είπε:

- Βάλε μου δυο οκάδες. Βάλε μου τρεις.

- Ευχαρίστως.

- Μα δεν έχω ψιλά. Έχεις ρέστα από ένα μετζίτι; (πέμπτον λίρας).

- Έχω.

- Πάρε λοιπόν το μετζίτι και δός μου τα ρέστα. Ο Μήτσος έβαλε το χέρι στη φαρδιά τσέπη για τα ρέστα. Έβγαλε όμως ένα πιστόλι και φύτεψε αμέσως δυο σφαίρες στο κεφάλι του Καραγιάννη.

Ο γάιδαρος αφέθηκε ελεύθερος. Ο Μήτσος τόβαλε στα πόδια.


(«Κρυψάνες»)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου