ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Γεώργιος Χ. Μόδης
ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Εκλεκτά Διηγήματα: 31. ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΗ
Το Σαββατόβραδο από νωρίς τα λαλούμενα ξανάρθαν στο σπίτι της νύφης. Τρεις ολάκερες νύχτες στην σειρά είχαν ξεφαντώσει με φαγοπότι, χορούς και τραγούδια. Το ίδιο είχε γίνει και στο σπίτι του γαμπρού. Όλη η Νέβεσκα είχε πάρει μέρος στο γάμο αυτόν, μοιρασμένη η μισή με τη νύφη κι η άλλη με τον γαμπρό.
Η νύφη, η Φανή, ήταν μια ορφανή νοικοκυροπούλα, που την πάντρευε τώρα ο θείος της κυρ Μιχάλης, έμπορος στην Καβάλα. Αφʼ ότου έφθασε σε ηλικία, που άρχισε να γίνεται λόγος για την παντρειά της, πολύ λίγες φορές είχε προσπεράσει το κατώφλι της πόρτας της κι ούτε ο ήλιος την έβλεπε. Η μάνα της, η κυρά Βέτα, ύστερα απʼ τον πρόωρο θάνατο του μακαρίτη, είχε καταφέρει να τα βολέψει με τρόπο, που θα έκανε να μείνει με το στόμα ανοικτό ο μεγαλύτερος οικονομολόγος. Πολύ νέα ακόμη κι όμορφη γυναίκα, είχε ταφεί ζωντανή μέσα στο σπίτι με την κόρη της, χωρίς νʼ ακουστεί καν καθόλου. Ως γνωστό, στα μικρά μέρη η κουσκουσουριά είναι αντίστροφα ανάλογη με τον αριθμό των κατοίκων.
Οι βιολιστές στρώθηκαν σε μια γωνιά κι άρχισαν μηχανικά την δουλειά τους. Μα η προσπάθεια τους δεν εύρισκε απήχηση. Μόνο λίγα μικρά παιδιά πιάστηκαν στον χορό. Γρήγορα κι αυτά τον παράτησαν. Ο κόσμος φαινόταν κουρασμένος απʼ τις τρεις ολονυκτίες. Του κάκου βάρεσαν και τον περίφημο τότε σκοπό του καπετάν Λούκα:
Τι χάλευες Λούκα μʼ,
τι γύρευες στο Λέχοβο στη ράχη
που ήταν της μόδας κι ηλέκτριζε όλους.
Υπήρχε και κάποιος άλλος σοβαρότερος λόγος της γενικής απροθυμίας. Ο γαμπρός, ο Κόλας, τα χαράγματα είχε αφήσει το γλέντι κι έφυγε για το πανηγύρι στην Φλώρινα να πουλήσει τα προϊόντα της τέχνης του. Όλοι τον απέτρεψαν. Έπρεπε να κοιτάξει τώρα την χαρά και νʼ αφήσει τις δουλειές γιʼ αργότερα. Ήταν κι οι κομιτατζήδες που δεν έπρεπε να τους ξεχνάει. Μα ο Κόλας, τετραπέρατος βλάχος χρυσικός, που είχε γυρίσει με τα δαχτυλίδια, τα σκουλαρίκια, τις αλυσίδες και τʼ άλλα ασημικά του όλη την Παλιά Ελλάδα, δεν ήταν από εκείνους που μπορούσαν νʼ αφήσουν να τους ξεφύγει ένα πανηγύρι. Όσο για τους κομιτατζήδες τους έγραφε στα παλιά του παπούτσια. Υποσχέθηκε μονάχα να φύγει ενωρίς απʼ το πανηγύρι και να γυρίσει μαζί με οκτώ άλλους Νεβεσκιώτες, που ήσαν στην Φλώρινα. Η νύφη έμαθε για την αναχώρηση του αργά. Αλλιώς δεν θα τον άφηνε με κανένα τρόπο να φύγει. Κλεισμένη τώρα στην κάμαρά της έστελνε από ενωρίς κάθε λίγο και λιγάκι παιδάκια στο σπίτι των πεθερικών να ρωτήσουν αν ο Κόλας γύρισε. Σε κάθε αρνητική απάντηση έσπαζε στα κλάματα.
- Τι κάνεις έτσι, κόρη μου; Όπου να ʼναι θα γυρίσει, της έλεγε η μάνα της.
- Φοβάμαι, μητέρα, ήταν η απάντηση της κι έπεφτε στην αγκαλιά της.
- Μα δεν πήγε πουθενά μακριά. Στην Φλώρινα πήγε... Το κλάμα σου για καλό σας να ʼναι.
- Φοβάμαι μητέρα.
Η ώρα περνούσε κι η αγωνία μεγάλωνε και γενικευόταν. Γιατί αργούσαν; Νύχτωσε πια. Τι έγιναν; Η απόσταση απʼ την Φλώρινα ως τη Νέβεσκα δεν είναι περισσότερο από 4-4 1/12 ώρες. Από οποιονδήποτε δρόμο κι αν περνούσαν – τα δύσκολα εκείνα χρόνια οι ταξιδιώτες ποτέ δεν έλεγαν ποιο δρόμο θʼ ακολουθούσαν – έπρεπε να ήσαν νωρίς στο χωριό. Τα παζάρια και τα πανηγύρια έχουν ζουμί κυρίως ως το μεσημέρι. Τι να έπαθαν λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι; Τους κράτησαν οι Τούρκοι; Μα γιατί; Ήταν όλοι τους φρόνιμοι οικογενειάρχες που δεν είχαν δοσοληψίες με τις κυβερνητικές αρχές. Μήπως τους εμπόδισε η απογευματινή βροχή; Μα είναι δυνατό; Ήταν Σαββατόβραδο, γινόταν γάμος κι είχαν και τον γαμπρό μαζί τους. Μην τυχόν οι κομιτατζ...;! Και την λέξη αυτή δεν τολμούσαν ούτε νοερά νʼ αποτελειώσουν. Ένιωθαν να ορθώνονται όλες οι τρίχες της κεφαλής τους. Το μυαλό και η φαντασία όλων των 1.240 κατοίκων της Νέβεσκας, μικρών και μεγάλων, δούλευε με πυρετώδη δραστηριότητα νʼ αποκαλύψουν την εξήγηση του μυστηρίου κι ένα μεγάλο αγωνιώδες ερωτηματικό ήταν απλωμένο πάνω απʼ το χωριό. Τους φρικτούς φόβους που ο καθένας ένιωθε μέσα του δεν τολμούσαν ούτε στον εαυτό τους να εξωτερικεύσουν κι όλοι πάσχιζαν μʼ όλη τους την καλή διάθεση να συγκρατήσουν την ελπίδα και το κουράγιο. Μόνοι οι γύφτοι, λησμονημένοι στην γωνιά τους, έπιναν ρακή, κατάπιναν μεζέδες, κι εξακολουθούσαν ευσυνείδητα την δουλειά τους, για την οποία τους είχαν φέρει από τόσο μακριά. Ξένοι στην γύρω τους αγωνία και βλέποντας την αδιαφορία για τον χορό, το είχαν γυρίσει στα τραγούδια. Έλεγαν τον ένα στίχο με το στόμα και τον επαναλάμβαναν με τα όργανα. Ο Λουκάς με τη ράχη του Λεχόβου έπαιρνε και έδινε. Σαν να είχε πειραχτεί το φιλότιμό τους απʼ την γενική αδιαφορία, που δεν εγνώριζαν την αιτία της, βαρούσαν τα όργανα τους και τα φυσούσαν με όλη την δύναμη του πλατιού στήθους των για να καταστήσουν αισθητή την παρουσία τους. Νόμιζες πως θα έσπανε το βιολί που το έπαιζε ένας κατάμαυρος γέρος με άσπρα μαλλιά και θα ράγιζε το μικρό τύμπανο, που κρατούσε ένα παιδί. Το κλαρίνο εσκόρπιζε κάτι οξείς ήχους, ικανούς να σπαράξουν τα αυτιά των κωφαλάλων. Κάπου-κάπου όμως αντηχούσε από μερικά σπίτια και καμιά γυναικεία κραυγή ακόμη διαπεραστικότερη που έσβηνε αμέσως.
Στο σπίτι του γαμπρού σʼ ένα δωμάτιο του πάνω πατώματος μαζεμένοι αρκετοί άνδρες σχολίαζαν χαμηλόφωνα την ανεξήγητη καθυστέρηση! Έλεγαν και ξανάλεγαν πράγματα που είχαν ξαναπεί από νωρίς εκατό φορές. Δέχονταν την μια εξήγηση για να προχωρήσουν αμέσως αργότερα σε μιαν άλλη.
- Ξέρετε τι λέω εγώ; είπε ο κυρ Μιχάλης, που είχε πάει κι αυτός στην σύσκεψη των συμπέθερων, θα πήραν στον γυρισμό τον δρόμο της Νεγοβάνης. Είναι μακρινότερος, μα ασφαλέστερος. Με την βροχή γύρισαν στην Νεγοβάνη. Εκεί τους κράτησαν. Στον κάμπο έβρεξε δυνατότερα απʼ εδώ.
- Αυτό είναι, είπαν μʼ ένα στόμα οι συμπέθεροι. Τους κράτησαν οι Νεγοβανίτες. Κι εμείς χολοσκάνομε εδώ πάνω.
- Και πολύ καλά έκαμαν οι Νεγοβανίτες. Μπράβο τους, επρόσθεσε ένας άλλος. Είναι καιρός τώρα να βρεθούν έξω την νύκτα νοικοκυραίου άνθρωποι; Εμείς ας στενοχωρηθούμε και λιγάκι. Δεν θα πάθουμε τίποτε. Να δώσει μονάχα ο Θεός να βγει σε καλό.
- Έτσι, είναι, απάντησε ο άλλος. Οι Νεγοβανίτες ξέρουν απʼ αυτές τις δουλειές. Είναι ψημένοι.
Η εξήγηση ότι έμειναν στην Νεγοβάνη μεταδόθηκε αμέσως σʼ όλο το χωριό. Και ως ήταν επόμενο, κατέληξε να γίνει γεγονός και γιʼ αυτούς που την είχαν βρει. Απʼ τις πόρτες και τα παράθυρα η μια γυναίκα μετέδιδε την χαρμόσυνη είδηση στην άλλη.
- Τα ʼμαθες, Δομνίκα; φώναζε η Σεβαστή. Έμειναν στην Νεγοβάνη. Τʼ ακούς; Καλά σου τα ʼλεγα εγώ. Δεν με άκουες.
- Δόξα να ʼχει ο Θεός. Δόξα να ʼχει ο Θεός, απαντούσε στο σκοτάδι η Δομνίκα. Αυτοί κοιμούνται ή γλεντούν κι εμείς κοντεύουμε να χάσουμε τα μυαλά μας. Ποιος ήρθε απʼ εκεί;
- Ήρθε είδηση απʼ την Νεγοβάνη.
Μες στον ενθουσιασμό, που γέννησε η εξήγηση – είδηση – γεγονός, έβγαλαν την νύφη στις τρεις βρύσες σύμφωνα με τα έθιμα. Εβάδιζαν επί κεφαλής της πομπής τα λαλούμενα κι ακολουθούσαν αργά-αργά με τα κανονισμένα για την τελετή αυτή τραγούδια οι φιλενάδες. Στο μέσον ήταν η νύφη. Στολισμένη και φτιασμένη, αλλά αμίλητη και παγωμένη, αδιάφορη σερνόταν σαν ένα άψυχο σώμα.
Την ίδια ώρα ο κυρ Μιχάλης, άπιστος Θωμάς στην εξήγηση-είδηση της Νεγοβάνης, που είχεν ο ίδιος κατασκευάσει, έπαιρνε ένα φίλο του Τούρκου τηλεγραφητού και τραβούσε μαζί του στο σπίτι του. Με πολλά κτυπήματα στην πόρτα και περισσότερα παρακάλια κατόρθωσαν να ξυπνήσουν τον σουλτανικόν υπάλληλο, που κοιμόταν βαθιά στην αγκάλη της χανούμισσάς του, χωρίς να του καίεται καρφί, αν ένα ολάκερο χωριό ήταν ανάστατο για την τύχη εννέα πιστών υπηκόων του αυθέντου του. Με δυο ζευγάρια κάλτσες απʼ την προίκα της νύφης κι ένα πιάτο γλυκά του γάμου τον έπεισαν να χωρισθεί απʼ το στρώμα του και να πάει στο τηλεγραφικό γραφείο, που το είχε αφήσει πολλές ώρες πριν βραδιάσει και να καλέσει την Φλώρινα. Άδικος κόπος. Εκείνη δεν απάντησε.
Κι ο τηλεγραφητής της πρωτευούσης της επαρχίας είχε βαθιά αποκοιμηθεί με την χανούμισσα ή το χαρέμι του χωρίς να ιδρώνει τʼ αυτί του αν οι εννιά Νεβεσκιώτες είχαν πάρει αντί της Νέβεσκας τον δρόμο του άλλου κόσμου.
Πριν τα μεσάνυχτα τα λαλούμενα της νύφης και του γαμπρού ενωμένα βάρεσαν μαζι στο μεσοχώρι για τελευταία φορά το:
Τι χάλευες, Λούκα μʼ,
τί γύρευες στου Λέχοβο τη ράχη
και πήγαν να κοιμηθούν.
Η ησυχία απλώθηκε πάνω απʼ το χωριό. Εννοείται όμως ότι κανείς σχεδόν δεν έκλεισε όλη τη νύχτα μάτι. Στα σπίτια αυτών που δεν γύρισαν έκαιαν αδιάκοπα κανδήλες και λαμπάδες.
Η νύφη κουλουριασμένη με τα νυφικά της σε μια γωνιά επάνω απʼ την ψηλή κόγχη, την στρωμένη, όπως κι όλο το δωμάτιο με τα ωραία χαλιά της Νέβεσκας, παρέμεινε ακίνητη κι αμίλητη σαν να είχε απολιθωθεί. Τα δάκρυα της είχαν στερέψει απότομα. Τα μάτια της φαίνονταν άχρωμα και άτονα σαν να είχε φύγει με τα πρόωρα δάκρυα κι η ζωή τους. Το όλο πρόσωπο της είχε πάρει μια έκφραση περισσότερο ανησυχητική κι απʼ το σπαρακτικότερο κλάμα.
- Πρέπει να κοιμηθείς μια στάλα, κόρη μου, της έλεγε η μάνα της. Πλάγιασε. Είσαι κουρασμένη από τόσες νύχτες. Κι αύριο έχεις τη στέψη σου.
Εκείνη σιωπούσε.
- Ησύχασε λιγάκι, επέμενε η μάνα. Δεν μπορείς να είσαι αύριο με κουρασμένο πρόσωπο. Τι νύφη θα είσαι;
Έξαφνα η κόρη την ρώτησε:
- Πόσον καιρό έζησες με τον πατέρα, μάνα;
- Τι ερώτηση είνʼ αύτη; Μένα θα κοιτάξεις; Δεν είναι ζωή η δική μου. Άφησε με μένα... Τύχη γραμμένη με ολόμαυρη μελάνη. Όταν παντρευτήκαμε έμεινε ο μακαρίτης μαζί μου οκτώ μήνες. Έπειτα έφυγε στα ξένα. Ύστερα από δυο χρόνια γύρισε για να μείνει στο χωριό σαράντα μέρες. Ξανάφυγε και δεν τον ματαείδα. Πέθανε στα ξένα. Μαύρη ζωή...
- Αμʼ εγώ!... Αμʼ εγώ!...
Ξημέρωσε. Όλος ο πληθυσμός ξεχύθηκε απʼ τα μεγάλα και ωραία σπίτια του στην έξοδο του χωριού, εκεί προς τον δρόμο της Νεγοβάνης.
Άνδρες και γυναίκες είχαν το μειδίαμα της προσδοκίας και της ελπίδας στα χείλη και τον θάνατο στην ψυχή. Αλληλοκοιτάζονταν με κάποια διακριτική περιέργεια. Ήταν λοιπόν αρκετή μια νύχτα για νʼ αλλοιώσει τόσο βαθιά τα χαρακτηριστικά τους;!
Οι περισσότερες γυναίκες είχαν γίνει λείψανα. Μερικές είχαν βγάλει κι άσπρα μαλλιά.
Πολλοί νέοι και παιδιά προχώρησαν προς την Νεγοβάνη μέσα στο δάσος για να προϋπαντήσουν αυτούς που περίμεναν με τόση λαχτάρα. Αλλʼ εκείνοι αργούσαν να φανούν. Ίσως οι Νεγοβανίτες επέμεναν να τους δώσουν καφέ, ίσως και γάλα. Η ώρα περνούσε αργά-αργά σαν να είχαν κρεμαστεί βαρούλκα στους ωροδείκτες. Το πλήθος περίμενε πάντα καρφωμένο στη θέση του με μάτια στηλωμένα προς τον δρόμο. Δεν θορυβούσε, δεν μιλούσε και μπορεί να ειπεί κανείς δεν ανάσαινε. Όσο περνούσε η ώρα, η χλωμάδα στα πρόσωπα όλων γινόταν ακόμα εντονότερη. Ήταν φανερό πως κανένας πια δεν πίστευε στο παραμύθι της Νεγοβάνης. Επέμεναν μʼ όλα ταύτα να μην φύγουν απʼ εκείνη την θέση σαν να μην ήθελαν νʼ αποχωρισθούν από την τελευταία ελπίδα που τους είχε απομείνει.
Επί τέλους, έφθασαν τηλεγραφικές ειδήσεις απʼ την Φλώρινα. Ο καϊμακάμης τηλεγράφησε πως οι εννιά Νεβεσκιώτες είχαν αναχωρήσει για το χωριό τους το μεσημέρι. Αποσπάσματα στρατού και χωροφυλάκων ετοιμάζονταν να εκστρατεύσουν για να τους βρουν ζωντανούς ή νεκρούς.
Ο θρήνος, ο κλαυθμός κι ο οδυρμός ξέσπασε τώρα πια γενικός, ακράτητος, σπαρακτικός...
Μόνη η νύφη παρέμενε αδάκρυτη. Καθισμένη στην ίδια κόχη με τα εντόπια χαλιά, στολισμένη με τα νυφικά της, ακίνητη, αμίλητη, άφωνη, εκοίταζε επίμονα με τα άχρωμα και άτονα μάτια της την οροφή. Η μητέρα της πεσμένη στα πόδια της ξέσχιζε τα μάγουλά της, ξερίζωνε τα μαλλιά της και σπαρταρούσε.
Κλεισμένη στην ίδια κάμαρα με λίγα νυφικά τέλια στο στήθος της καρτεράει ακόμα τον Κόλα της, που χάθηκε στον δρόμο μαζί με τους οκτώ άλλους Νεβεσκιώτες, χωρίς νʼ αφήσουν κανένα σημάδι πίσω τους σαν να άνοιξε η γη και τους κατάπιε.
(«Η Γεωργίτσα»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου