Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (29. Ο ΜΠΑΚΛΑΒΑΣ)

ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ



Γεώργιος Χ. Μόδης

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Εκλεκτά Διηγήματα: 29. Ο ΜΠΑΚΛΑΒΑΣ


Παραμονή Χριστουγέννων, το 1907, στη Στρώμνιτσα. Όλος ο κόσμος στο πόδι. Οι άντρες ψώνιζαν το απαραίτητο χοιρινό και τʼ άλλα κρέατα, κρομμύδια, πατάτες, φρέσκα λάχανα, κάστανα, καρύδια κλπ. Πράσα είχαν στο σπίτι μισοθαμμένα στη γη, καθώς και ξινό λάχανο στο καδί. Οι νοικοκυρές ανασκουμπωμένες μαγείρευαν σε πολλούς τεντζερέδες τα χριστουγεννιάτικα φαγιά, κρέας με πατάτες, κρέας με κρομμύδια, κρέας με ξινό λάχανο και κρέας χοιρινό με φασόλια κλπ. Είχαν νηστέψει σαν καλοί χριστιανοί και τις τέσσαρες βδομάδες. Έτρωγαν φασόλια (Παρασκευή και Τετάρτη χωρίς λάδι), ελιές, φακές, πιπεριές, τουρσί και όλες τις νηστίσιμες λιχουδιές. Καιρός ήταν νʼ αποζημιωθούν. Η γέννηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έπρεπε να εορτασθεί με πλούσιο φαγοπότι και όσο πλουσιότερο τόσο χριστιανικότερο ήταν.

Η κυρά Χρυσάνθη Καραμανώλη, ανασκουμπωμένη και αναμαλλιασμένη, ιδροκοπούσε απʼ το πρωί πάνω στη φωτιά και πλήθος τεντζερέδες και χύτρες. Έβραζε, έψηνε και λίγο παραπέρα ζύμωνε. Είχε στείλει μια πίττα και ένα «ταβά» στο φούρνο. Άρχισε να ετοιμάζει τώρα τον καθιερωμένο μπακλαβά, έστρωνε τα φύλλα με μπόλικο καρυδόψιχο, βούτυρο, ζάχαρη.

Ξάφνου σήκωσε τα λερωμένα χέρια και με τα αναδιπλωμένα μανίκια σκούπισε δάκρυα απʼ τα μάτια.

- Τι έπαθες μάνα και κλαις; της είπε ο γιος της Βασίλης, που είχε έρθει εκείνη τη στιγμή με μήλα, αχλάδια, λίγα πορτοκάλια.

- Τίποτε, παιδί μου, του απάντησε ταραγμένη.

- Πως τίποτε; Συ κλαις! Τι έχεις; Τι έπαθες; Ποιος σε πείραξε;

- Τι νάχω; Δόξα τω Θεώ, έχομεν όλα τα καλά... Σκέφθηκα τα παιδιά.

- Ποια παιδιά;

- Τους αντάρτες. Ποια άλλα; Εμείς είμαστε μέσα στο σπίτι... κοντά στη φωτιά... και ετοιμάζουμε για αύριο όλα τα καλά, που έδωσε ο Θεός... Κι από πάνω και μπακλαβά. Εκείνοι δεν είναι χριστιανοί; Δεν έχουν ψυχή; Και είναι πάνω στο βουνό!... Μέσα στα χιόνια!... Στο κρύο!... Τα καημένα τα παιδιά!...

Και ξανασφούγγισε τα δάκρυα.

- Δε θα είναι νηστικοί και αυτοί αύριο. Στο χωριό που θα βρίσκονται, θα περάσουν όπως οι άλλοι χωριάτες.

- Καλά αν είναι σε χωριό. Μα αν είναι στο βουνό; Χειμώνα καιρό; Μαύρο φαγί θα έχουν...

- Θα φροντίσουν να τους στείλουν οι άνθρωποί μας ό,τι χρειάζονται. Μα κι αν πεινάσουν μια μέρα δεν χάλασε ο κόσμος.

- Να πεινάσουν ανήμερα Χριστούγεννα;

- Έτσι είναι η δουλειά τους.

- Φτωχά... Καημένα παιδιά... Εμείς στα σπίτια μας... πλάι στη σόμπα, θέλουμε και του πουλιού το γάλα... και μπακλαβά... θέλω, Βασίλη, να τους στείλουμε τον μπακλαβά.

- Κάνε ένα άλλο ταψί μπακλαβά και τον στέλνουμε. Δεν είναι σπουδαίο πράγμα.

- Όχι, θα ήθελα να τους στείλουμε αυτόν εδώ τον μπακλαβά, που έφτιαξα για μας. Εμείς έχουμε τον χαλβά.

- Καλά, μητέρα. Όπως θέλεις. Θα τον πάρω στο χωριό και θα τον στείλω απʼ εκεί. Θα σφάξω και ένα κούρκο.

- Έτσι παιδί μου... πολύ καλά. Νάχεις την ευχή μου!... Χριστιανοί είμαστε... τα καημένα τα παιδιά!... (...)

Ο Βασίλης έβαλε τον μπακλαβά με το μπόλικο σιρόπι σʼ ένα τέντζερε και πήγε καβάλα στο κτήμα του στο Ζάμποβο. Με απορία τον είδαν εκεί. Άφηνε παραμονή των Χριστουγέννων το σπίτι του στη Στρώμνιτσα!... Πρόσταξε να σφάξουν τον παχύτερο γάλο και να τον τηγανίσουν με φρέσκο βούτυρο και πατάτες. Κάλεσε έπειτα τον τσοπάνο Γιοβάνη και τον ρώτησε στο τοπικό ιδίωμα, αν ήξευρε που βρίσκονταν τα παιδιά.

- Ξεύρω. Πως να μη ξεύρω... Γιατί είναι... Βρίσκονται στη σπηλιά πάνω στο Μπέλες.

- Ποιος είναι; Ο Καραϊσκάκης ή ο Φορτούνας;

- Ο Καραϊσκάκης έφυγε για την Μπογδάντσα και τʼ άλλα χωριά της Γευγελής. Ο Ντίνος ο Σμόλαρλης πήγε στο Στάτσοβο.

- Τόσο μακριά;

- Α, είναι πολύ καλό και πιστό χωριό.

- Είναι δηλαδή στη σπηλιά ο Φορτούνας.

- Είναι ο Μπούφος απʼ το Κολέσινο, που τον λέτε τώρα Φορτούνα-Φορτούνα.

- Φορτούνα.

- Καλά Φορτούνα. Δε μπορώ να μάθω τα καινούργια αυτά ονόματα.

- Ετοιμάσου Γιοβάνη, θα πάμε να τους βρούμε.

Ο Γιοβάνης ήταν καμπούρης, στραβοπόδαρος, με μια φάτσα σκυμμένη πάντα προς τα κάτω, που έμοιαζε με βοδινή. Τον έπαιρνες για το αναξιότερο και ηλιιιότερο πλάσμα, ήταν τετραπέρατος και διαβολάνθρωπος, ο ιδανικότερος «οδηγός» και «αγγελιοφόρος».

Έβαλαν τον γάλο σʼ μεγάλο τέντζερη, έχωσαν τα δύο βάζα σʼ ένα «δισάκι» και τα κρέμασαν στο άλογο, που καβαλίκεψε ο Βασίλης Καραμανώλης. Ο Γιοβάνης πήγαινε μπροστά σʼ ένα γάιδαρο. Του είχε φορτώσει και αυτός ένα άλλο δισάκι με μπουκάλια κρασί, ρακή και κουτιά λουκούμια.

Δεν είχε χιόνι εκείνη τη χρονιά. Ήταν όμως κρύο τσουχτερό. Είχε παγώσει και η γη. Ο Βασίλης παρά το χοντρό παλτό του έτριβε τα χέρια για να ζεσταθεί. Ο Γιοβάνης τυλιγμένος στην κάπα του καθόταν στον γάιδαρο ατάραχος σαν να είχε κοιμηθεί. Αργά το απομεσήμερο μπήκαν στο δάσος. Κοκκινοκίτρινα τα φύλλα της οξιάς είχαν πέσει τα περισσότερα καταγής. Φυλλορροούσε το δάσος σα νάκλαιε το καλοκαίρι, που είχε χαθεί.

Ξαφνικά ο Γιοβάνης σταμάτησε, πετάχθηκε απʼ τον γάιδαρο και τρέχοντας κατέβαινε προς τα κάτω σέρνοντας τον απʼ το καπίστρι. «Τούρκοι», «Τούρκοι», είπε.

- Που είναι; Που; Πως τους είδες; ρωτούσε με αγωνία ο Καραμανώλης.

Χωρίς να του απαντήσει άρπαξε τα δυο δισάκια και τα παράχωσε βαθειά στο δάσος στα πυκνά χαμόκλαδα. Τα σκέπασε έπειτα και με πολλά μαραμένα φύλλα, που είχαν σωριασθεί καταγής.

Οι «Τούρκοι» ήταν πάνω ακριβώς στον δρόμο που ακολουθούσαν. Αν τους συναντούσαν θα τους έστελναν στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης για το «Έκτακτο Δικαστήριο», αφού τους φιλοδωρούσαν άγριο ξυλοκόπημα για να μαρτυρήσουν, που ήταν τρυπωμένοι εκείνοι, που τους πήγαιναν τα πλούσια χριστουγεννιάτικα «πεσκέσια».

Βγήκαν τρεχάτοι έξω απʼ το δάσος. Συμφώνησαν να ειπούν, αν τους έβλεπαν οι Τούρκοι, πως είχαν βγει να ζητήσουν ένα κόκκινο άλογό τους, που είχε ξεφύγει. Αν έμενε όλη τη νύχτα έξω θα το έτρωγαν σίγουρα οι λύκοι. Θα ρωτούσε μάλιστα ο Βασίλης τους στρατιώτες μη τυχόν και το είδαν.

Κατάφερε ο Γιοβάνης να μη διασταυρωθούν με τους αγάδες. Κάποτε βγήκαν απʼ το δάσος οι Τούρκοι και ροδοβολούσαν προς τα κάτω. Ήταν 80-100 στρατιώτες, ντυμένοι στο χακί των ταγμάτων «κυνηγών». Πήγαιναν πεζή και οι αξιωματικοί τους. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει.

- Πάμε τώρα, είπεν αποφασιστικά ο Γιοβάνης.

Ξαναπήραν τον ανήφορο στο δάσος, που σκοτείνιαζε. Μα τους περίμενε μεγάλη έκπληξη. Βρήκαν το δισάκι με τον γάλο και τον μπακλαβά ανοιχτό, ξεσχισμένο! Είχαν απομείνει μονάχα μερικά κόκκαλα του γάλου... Σκορπισμένα καταγής ήταν και λίγα κομμάτια του μπακλαβά, μισοφαγωμένα, τσαλακωμένα!... Άθικτο έστεκε μονάχα το δισάκι με τα μπουκάλια και τα κουτιά.

- Που στο διάβολο βρέθηκαν αυτά τα παλιόσκυλα! ξεφώνησε καταγανακτισμένος ο Βασίλης.

- Δεν είναι σκυλιά. Είναι λύκος... τον ξέρω... εδώ γυρίζει, αποκρίθηκε ο Γιοβάνης.

Και σήκωσε το ραβδί του, κοίταξε ερευνητικά γύρω, έτοιμος να τιμωρήσει τον θρασύτατο κλέφτη λύκο.

- Κρίμα! Άμα το μάθει η μάνα!... Είχε φιάξει με τόσο μεράκι τον μπακλαβά.

- Δεν είναι ανάγκη να της το ειπείς.

- Πάμε τώρα πίσω. Τι να γίνει; Γλυτώσαμε απʼ τους Τούρκους και πέσαμε στο λύκο.

- Πίσω; Γιατί;

- Θα πάμε στα παιδιά με άδεια χέρια;

- Έχουμε τα μπουκάλια και τα κουτιά με τα λουκούμια. Θα χαρούν περισσότερο που θα σε ιδούν κυρ-Βασίλη. Ξέρω. Κρέατα και γλυκά τους έστειλαν απʼ το Κολεσίνο.

Ο Καραμανώλης ακολούθησε διστακτικός και περίλυπος. Η είσοδος της σπηλιάς βρισκόταν στην πλαγιά μιας ρεματιάς σκεπασμένη, με πυκνά και υψηλά χαμόκλαδα. Μπήκαν μέσα. Ο σκοπός (το καραούλι) που φύλαγε έξω εγνώριζε το ιδιαίτερο χαμηλό σφύριγμα του Γιοβάνη και ούτε κουνήθηκε.

Επτά άντρες τυλιγμένοι στις κάπες κάθονταν σταυροπόδι, γύρω από μια φωτιά που έβγαζε πολύν καπνό και λίγη ζέστη. Έκαιγε και ένα κεράκι. Κάτω είχαν στρώσει πολλά ξηρά φύλλα. Από πάνω όμως έσταζαν σταλαγματιές νερό. Σιωπούσαν. Κοίταζαν την φωτιά, μα το μυαλό τους ταξίδευε μακριά στα σπίτια τους, στους δικούς τους.

- Καλησπέρα σας. Χρόνια πολλά παιδιά, είπε ο Καραμανώλης, μπαίνοντας μέσα.

- Α! Καλώς μας ήρθες, κυρ Βασίλη. Καλώς... καλώς ήρθες, απάντησε ο Φουρτούνας, ενώ τιναζόταν όλοι όρθιοι να τον χαιρετήσουν με την θερμότερη εγκαρδιότητα.

Ήταν ο αντιπρόσωπος του άλλου κόσμου, του κόσμου των φιλήσυχων νοικοκυραίων, που ζούσαν στα σπίτια με τις οικογένειές τους. Τον είχαν αυτοί απαρνηθεί.

- Μας συγχωρείτε που ερχόμαστε με άδεια χέρια, ξαναείπε ο Καραμανώλης. Σας φέρνομε μονάχα αυτά τα μπουκάλια και τα κουτιά. Είχαμε και μπακλαβά και ένα κούρκο τηγανιτό, που είχε ετοιμάσει με πολύ μεράκι η μητέρα μου. Αυτή και με έστειλε εδώ.

- Χαιρετισμούς και πολλές ευχαριστίες στην κυρά Χρυσάνθη.

- Μα είδαμε τους Τούρκους. Τους είδε ο Γιοβάνης, χώσαμε τους δύο τεντζερέδες στα κλαδιά. Μα όταν γυρίσαμε για να τους πάρουμε τους είχε ρημάξει ένας λύκος.

- Δόξα τω Θεώ που δεν συναντηθήκατε με τους Τούρκους. Τους είδαμε και εμείς. Γύριζαν όλη την ημέρα εδώ πάνω. Ήταν ενενήντα. Όσο για φαγιά και γλυκά έχουμε. Μας τα έστειλαν απʼ το Κολεσίνο. Η χαρά μας είναι μεγάλη που μας θυμηθήκατε και ήρθατε τέτοια μέρα σʼ αυτήν την τρύπα.

Κάθησαν όλοι γύρω απʼ τη φωτιά και ήπιαν από ένα ποτήρι ρακή.

- Μην ήσουν συ ο λύκος που έφαγε τον μπακλαβά, βρε παλιο-Γιοβάνη, είπε στο τοπικό ιδίωμα, που το ήξευραν όλοι, ο Στρωμνιτσιώτης δάσκαλος Μάνος.

Είχε πάρει τα βουνά για να μη βρεθεί στο Επταπύργιο.

Όλοι γέλασαν.

- Εγώ να φάγω σήμερα κρέας και μπακλαβά; Αποκρίθηκε ο Γιοβάνης. Δεν θα τα έτρωγα και αν μου έδινες χίλιες λίρες.

- Ξέραμε ότι είσαι πολύ καλός Χριστιανός. Μα αν ήταν να ξεκάμουμε κανένα Βούλγαρο σήμερα θα είχες αντίρρηση;

- Α! Αυτό είναι άλλο πράγμα. Όλα τα λυσσιάρικα σκυλιά θέλουν σκότωμα.

Του είχαν σκοτώσει τον αδελφό οι κομιτατζήδες. Κάθησαν κάμποση ώρα στη σπηλιά και σηκώθηκαν έπειτα να φύγουν στο Ζάμποβο για να βρεθούνε πρωί την άλλη μέρα στα σπίτια τους.

Όταν ξεκινούσαν είπε ο Καραμανώλης.

- Θα μείνετε όλες τις γιορτές εδώ καπετάνιε;

- Τι να κάνουμε; Θα μας ψάχνουν αυτές τις μέρες οι Τούρκοι στα χωριά.

- Θάλεγα της μάνας μου να ετοιμάσει αύριο ένα άλλο μπακλαβά. Μα θα στεναχωρηθεί πολύ, αν μάθει ότι τον σημερινό τον έφαγε ο λύκος. Θα σας στείλουμε άλλο μεγαλύτερο την Πρωτοχρονιά.

- Δεν πειράζει, κυρ Βασίλη. Περνάμε και χωρίς μπακλαβά.

Είδαν οι Τούρκοι ύστερα από δυο μέρες τα κομμάτια του μπακλαβά και τα κόκκαλα του κούρκου. Έσπασαν τα κεφάλια τους για να βρουν την εξήγηση. Αποφάνθηκαν στο τέλος ότι οι γκιαούρηδες «εσκιά» είχαν κάμει εκεί τα βρωμοχριστούγεννά τους και ξεπάγιασαν μερικές νύχτες εκεί γύρω με την προσδοκία ότι θα ξανάρχονταν οι λησταντάρτες να συνεχίσουν την εορταστική τους πανδαισία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου