ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Γεώργιος Χ. Μόδης
Εκλεκτά Διηγήματα
20. ΚΡΥΨΑΝΕΣ
Χοντρά ξύλα έκαιαν στο τζάκι και μια λαμπίτσα στον τοίχο, που είχε μαυρισμένο στην άκρη το γυαλί της. Τρία τουφέκια ήταν κρεμασμένα στους τοίχους και πάνω στην οροφή τούφες από ξηρά κρομμύδια, σκόρδα και πολλές κατακόκκινες πιπεριές, που σε έκαιαν μονάχα με τη θέα τους. Κάτω το πάτωμα ήταν από σκληρό και πατημένο χώμα. Είχε όμως και τρεις ψάθες, τις δυο δεξιά και αριστερά από το τζάκι και την τρίτη παραπέρα, κάτω ακριβώς από τη λαμπίτσα. Κάθε ψάθα ήταν εφοδιασμένη και μʼ ένα μαξιλάρι μάλλινο, γεμάτο άχυρα, σκληρό σαν πέτρα. Σε μια γωνιά υπήρχαν πεταμένες τρεις γκρίζες κάπες και στις άλλες σακιά με φασόλια και πατάτες και αραδιασμένα καυσόξυλα.
Αντίκρυ ήταν ο μεγάλος «οντάς», το μεγάλο δωμάτιο, επίσης ισόγειο και με χωματένιο πάτωμα. Εκεί είχε συμμαζωχτεί τον χειμώνα όλη η οικογένεια κάπου 12-14 άτομα, μικρά και μεγάλα.
Έξω στην αυλή, όπου στριφογύριζαν κότες, πάπιες, χήνες, γουρουνόπουλα, υπήρχε το μεγάλο ξύλινο αμπάρι σκεπασμένο με κεραμίδια, πολλές θημωνιές από χορτάρι και άχυρο, ένας χαμηλός στάβλος για τα πρόβατα, σωροί από καυσόξυλα κ.λ.π.
Τα δύο μεγάλα παιδιά της οικογένειας απουσίαζαν στην Αμερική. Είχε απομείνει στο σπίτι, για να βοηθάει τον πατέρα στις αγροτικές δουλειές, μαζί με τους νεαρούς ανεψιούς, ο μικρότερος αδελφός τους ο Τόλης.
Ο πατέρας Νάτσης, γεροδεμένος ακόμα, γκριζομάλλης, ήταν απʼ τους ευπορότερους «τσορμπατζήδες» (νοικοκυραίους) της Γραδέσνιτσας. Με τα δολλάρια που του ʼστελναν τα παιδιά αγόρασε και άλλα χωράφια από έναν Τούρκο τσιφλικά. Τάγραψε και αυτά στο κτηματολόγιο (Ταπού νταϊρεσί) στο όνομά του για να κληρονομούν το ίδιο όσοι δούλεψαν στην Αμερική και όσοι έμειναν στο χωριό.
Ο Τόλης του ζήτησε την άδεια να περάσει τις χειμωνιάτικες νύχτες με τη γυναίκα του σʼ ένα από τα άδεια δωμάτια του κάτω πατώματος, έστω και χωρίς σόμπα. Του έφερε όμως αντιρρήσεις. «Στο πάνω πάτωμα» του είπε, «θα κρυώνετε χωρίς σόμπα. Εδώ, σε τούτον τον «οντά» περάσαμε όλοι μαζί πολλούς χειμώνες. Έτσι κάμνουν και όλοι οι χωριανοί. Πλάγιασε και συ με τη γυναίκα σου σε μιαν άκρη και κάμε ό,τι θέλεις. Εμείς θα κοιμούμαστε».
Και επειδή ο υιός του έκαμε ένα μορφασμό συνέχισε:
- Δεν είσαι δα και νεόπαντρος. Πέρασαν τρία χρόνια αφότου σε παντρέψαμε. Α! Αν ήταν άδειος ο μικρός οντάς... Μα βλέπεις είναι εκεί τα παλικάρια. Δεν μπορούμε να τους πάρομε κι αυτούς στον μεγάλο «οντά». Ούτε να τους βάλομε στο πάνω πάτωμα. Άμα φανεί εκεί φως τέτοιον καιρό όλοι θα παραξενευτούν και ίσως περαστικοί Τούρκοι υποπτευθούν πως έχομε ξένους, δηλαδή αντάρτες. Κατάλαβες;
Κατάλαβε, δεν κατάλαβε, ο Τόλης σιώπησε.
Ο μικρός «οντάς» είχε και το μεγάλο προσόν να επικοινωνεί με μια στενή πορτούλα, με το «κελάρι», γεμάτο καδιά με ξυνό λάχανο, πιπεριές τουρσί, τυρί, βούτυρο, βαρέλια με κρασί, σακιά με φασόλια, πατάτες κ.λ.π. Παραπέρα ήταν ένας μικρός αχυρώνας με λίγο χορτάρι και πολύ άχυρο και στο βάθος ο στάβλος με τα βόδια, αγελάδες, βουβάλια, άλογα, γαϊδούρια και την «κρυψάνα». Εύκολα δηλαδή θα μπορούσαν να καταφύγουν στην κρύπτη τα«παιδιά», όταν θα εμφανίζονταν απρόσκλητοι οι Τούρκοι.
Ήταν Δεκέμβριος του 1906. Βαρύς ο χειμώνας. Χιόνια και πάγοι σκέπαζαν όλο τον τόπο. Είχε πέσει και η παγερή πάχνη του κάμπου της Φλώρινας-Μοναστηριού, το περίφημο «σινιάκι», που κατέβασε το θερμόμετρο 18-20 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Τους έφερε αργότερα και τους 30 βαθμούς, όπως συχνά το έκαμνε. Σταλαχτίτες είχαν κρεμαστεί απʼ τα κεραμίδια και ένα γκρίζο παγερό χνούδι είχε τυλίξει τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Πάγωσαν και όλα τα υπαίθρια νερά.
Η Γραδέσνιτσα «του Κάμπου», γιατί υπάρχει και η Γραδέσνιτσα του Μοριχόβου, βρίσκεται στα ριζά του Περιστέρι και στην έξοδο μιας ορεινής κοιλάδας, σε δυο χιλιόμετρα απόσταση απʼ τα ελληνικά σύνορα. Είναι σήμερα γιουγκοσλαβική... Στο βάθος της κοιλάδας και σε μια ψηλή πλαγιά του βουνού είναι το τουρκοαλβανικό χωριό «Κισάβα», που λουζόταν εκείνες τις ημέρες στον ήλιο! Το σινιάκι προτιμάει τον κάμπο και δεν εννοεί να τον αφήσει και να ανεβεί υψηλότερα.
Είναι σλαβόφωνη η Γραδέσνιτσα, μα αναδείχθηκε θαυμάσιο ελληνικό κέντρο και ορμητήριο. Έδιωξαν τους κομιτατζήδες, όταν επιχείρησαν να τους εκβιάσουν να γίνουν Βούλγαροι. Πρωτοστάτησε και ο Νάτσης με άλλους νοικοκυραίους. Ήταν απʼ τα λίγα χωριά που αψήφησαν τον φόβο και υποδέχθηκαν, τροφοδότησαν, υποστήριξαν το μικρό αντάρτικο Σώμα του Ιωάννου Καραβίτη, που πρώτο εμφανίσθηκε σε κείνη την περιοχή, την άνοιξη του 1905. Γρήγορα όμως όλα τα χωριά του Περιστέρι, ανάμεσα Φλώρινα και Μοναστήρι, με τις άσπρες πουκαμίσες, έγιναν, εκτός δύο, δικά μας.
Στον μικρό «οντά» έβαζε άλλοτε ο Νάτσης τον χειμώνα το νεώτερο ζευγάρι. Έκαμνε συχνά και την γενναιοδωρία να του παραχωρεί και κανένα από τα πάνω δωμάτια. Δεν πείραζε τότε αν έκαιγε και φωτιά, και λάμπα, γιατί δεν «φιλοξενούσαν» επιλήψιμα πρόσωπα. Τώρα όμως είχαν στρωθεί στο «μικρό» δωμάτιο, τέσσερις συνέχεια μέρες, τρεις άνδρες του Σώματος Γερογιάννη, που είχαν αντικαταστήσει, με διακοπή λίγων ημερών, τέσσερις του Παύλου Ρακοβίτη.
Αποτελούσαν την «Αγία Τριάδα», γιατί ήταν πάντα μαζί και πάντα αχώριστοι, αν και πολύ ετερόκλιτοι και ανόμοιοι.
Ο ένας ήταν ο Φίλιππος ή Φίλιπ, ψηλός και γεμάτος, από το Μπούκοβο, ένα μεγάλο χωριό σε μικρή απόσταση απʼ το Μοναστήρι. Ήταν «αναγνώστης» και έπειτα ψάλτης της εκκλησίας. Τέλη Αυγούστου πήγαινε στο Ορέχοβο, μικρό χωριό, κάπου μια ώρα μακριά, σε μια ψηλή πλαγιά. Επειδή ψιλόβρεχε λιγάκι πήρε και την κάπα του. Στον δρόμο συναντήθηκε με τον «Ταξιντάρη» (εισπράκτορα) και τους δυο «Τζανταρμάδες» του (χωροφύλακες), που πρόβαλαν ξαφνικά από ένα μονοπάτι. Πήγαιναν στο μικρό χωριό να εισπράξουν το «χαράτσι» (κεφαλικό φόρο των χριστιανών) και τους πολλούς άλλους γεωργικούς φόρους και να καταβροχθίσουν τηγανιτές κότες. Ο Φίλιππος, για την κακή του τύχη, εσκόνταψε και του έπεσε μια δεσμίδα φυσίγγια Μάνλιχερ! Τον έψαξαν οι χωροφύλακες και του βρήκαν κάτω απʼ την κάπα έναν μεγάλο τορβά γεμάτο δεσμίδες! Τις κουβαλούσε απʼ την αποθήκη του Μπουκόβου στο Ορέχοβο για το Σώμα, που θα έφευγε για την κορυφή του Περιστέρι και την περιοχή του Μεγαρόβου και των άλλων χωριών. Αν είχε μερικές λιρίτσες πάνω του, ίσως θα έκλειναν τα μάτια οι χωροφύλακες, όσο και αν τους είχαν εκπαιδεύσει οι Ιταλοί αξιωματικοί των «Ευρωπαϊκών Μεταρρυθμίσεων». Αποφάσισαν να τον οδηγήσει ο ένας στο Μοναστήρι, μαζί με το φορτίο του, αφού του έδεσαν τα χέρια με το ζουνάρι του. Στον δρόμο ο Φίλιππος κατάφερε να λύσει τα χέρια του και με δύο γερές γροθιές έριξε κάτω τον «Τζανταρμά». Του πήρε τον τορβά και το όπλο και τόσκασε. Που αλλού θα μπορούσε να καταφύγει εκτός απʼ τα Σώματα;
Ο άλλος, ο Λεωνίδας ή Νίδας, γερό επίσης παλικάρι, ήταν απʼ το Μοναστήρι, απʼ τους κάτω μαχαλάδες, τους φτωχούς και λαϊκούς. Η αριστοκρατία απʼ εμπόρους, επιστήμονες, επαγγελματίες κατοικούσε στις πάνω συνοικίες. Ο πατέρας του είχε αφήσει το τσιφλίκι, όπου ήταν κολίγος, για να εγκατασταθεί λαχανοκηπουρός στην πόλη. Ο Νίδας πήγε δύο μονάχα χρόνια στο δημοτικό σχολείο του μαχαλά του. Ήταν «μεγάλος» και τον πείραζαν τα άλλα παιδιά. Άρχισε να δουλεύει σʼ ένα μαραγκούδικο. Σκότωσαν όμως οι κομιτατζήδες στο χωριό έναν θείο του, ξέσπασε σε μερικά Βουλγαρόπαιδα, που τα έδειρε, και κατατάχθηκε στο «Εκτελεστικό», το ένοπλο τμήμα μέσα στην πόλη και φυτώριο φονιάδων και δολοφόνων. Έπαιρνε επίδομα ένα εικοσάφραγκο το μήνα, γλεντοκοπούσε με συντρόφους σε ταβέρνες ή έξω σε χωριά και μοναστήρια, πήγαινε τα βράδια στον «Σύλλογο των Φιλομούσων», όπου μάθαινε χορό και γενικά δεν την περνούσε άσχημα. Μια Κυριακή όμως, σύμφωνα με τη διαταγή του «δεκανέα» του, άδειασε ένα κουβά μελάνη στο πεισματάρικο κεφάλι ενός γέρου προκρίτου, που έβγαινε κείνη την ώρα απʼ την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Εψούνιζε, παρά την απαγόρεψε, από έναν Βούλγαρο χασάπη και από έναν Εβραίο έμπορο, δεν πλήρωνε τα πρόστιμα, ήταν δύστροπος και ατίθασος. Περνούσαν τότε έξω στον δρόμο δύο «πολίτσηδες», είδαν απʼ την ανοιχτή μεγάλη πόρτα την φασαρία και έτρεξαν να τον πιάσουν. Ο Νίδας μπήκε με τα μελανιασμένα χέρια του στην εκκλησία, όπου δεν μπόρεσαν να τον ακολουθήσουν οι Τούρκοι, βγήκε απʼ την άλλη πόρτα και μπήκε στο καθορισμένο σπίτι. Τα ανταρτικά Σώματα ήταν και το δικό του καταφύγιο.
Τρίτος ήταν ο Αγησίλαος, ή Σίλας, ένας ψηλός και αδύνατος νέος με μεγάλα μαλλιά και μάτια, κάπου απʼ τα μέρη της Λαμίας. Η μητέρα του, που γεννήθηκε στην Αταλάντη, είχε την καταγωγή απʼ τους Ναουσαίους, που τόβαλαν για την νοτιότερη Ελλάδα, ύστερα απʼ την καταστροφή της πατρίδος τους, το 1822. Τον έλεγαν οι σύντροφοι του «δάσκαλο» ή σοφό. «Σπούδαζε», όπως έλεγε, χωρίς να ξεκαθαρίζει, σε Πανεπιστήμιο ή Γυμνάσιο και ήταν «δημοσιογράφος», ίσως σε καμιά τοπική εφημεριδούλα, που έβλεπε το φως μια φορά την εβδομάδα. Είχε εκστρατεύσει στην Μακεδονία για να γράψει τις εντυπώσεις απʼ τον αγώνα, που θα συγκλόνιζαν το Πανελλήνιο. Και κρατούσε μυστικά ταχτικό ημερολόγιο και γέμιζε κόλλες πολλές. Γιʼ αυτό είχε διαλέξει μόνιμους συντρόφους τους δύο αμόρφωτους εντόπιους που δεν τον ενοχλούσαν, δεν του ζητούσαν εξηγήσεις και κρατούσαν πιστά την υπόσχεση να μη μιλήσουν σε κανένα για τα γραψίματά του. Για να τους δείξει την ευγνωμοσύνη του τους έλεγε την ιστορία του Τρωικού Πολέμου, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Λεωνίδα, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Μια βραδιά που μιλούσε για τον Τρωικό Πόλεμο, κάλεσε και τα παιδιά του σπιτιού, που πήγαιναν στο σχολείο. Ήρθαν ζωηρά και χαρούμενα, άκουγαν, ρωτούσαν, διόρθωναν. Τα μεγαλύτερα κάτι είχαν μάθει στο σχολείο. Μαζί τους μπήκε στο «μικρό» δωμάτιο και η Λένα που είχε τελειώσει πριν δύο χρόνια το σχολείο. Κεντούσε ένα πουκάμισο και ρωτούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την «Ωραία Ελένη». Ο Σίλας την βάφτισε κι αυτή ωραία Ελένη. Η κοπέλα κοκκίνισε και έσκυψε χαμηλότερα στο κέντημα.
Εκείνη την βραδιά. Κάτω απʼ τη λαμπίτσα, σʼ ένα χοντρό ξύλινο τρίποδα ο Σίλας έγραφε, έγραφε, γέμισε κόλλες. Τι έγραφε ήταν μυστήριο. Αν είχε ονειρευθεί μεγάλες μάχες σε ψηλά βουνά και πυκνά δασοτόπια, τόφερε η μοίρα του να μείνει τρεις σχεδόν μήνες σε χωριά, μέσα σε κλειστά δωμάτια και να μπαίνει κάποτε σε καμιά «κρυψάνα». Δεν είχε ρίξει ούτε μια ντουφεκιά! Επιστράτευε, φαίνεται, την φαντασία του.
Μια γυναίκα τους έφερε το βραδινό φαγί. Αυγά μάτια με μπόλικο βούτυρο και ένα ψημένο κομμάτι χοιρινό παστό, λύσσα στο αλάτι. Στα χωριά στο Περιστέρι έδιναν με τη σειρά οι χωρικοί δωρεάν την τροφή στα Σώματα, ενώ στο Μορίχοβο την πλήρωναν με το ένα εικοσάφραγκο τον μήνα που έπαιρναν για όλα τους τα έξοδα.
- Ουφ! είπε ο Φίλιππος. Ουφ! ο Νίδας.
Η καημένη η γυναίκα έμεινε σύξυλη, με το μικρό ταψί στα χέρια της μετέωρο.
- Δεν σας αρέσουν τα αυγά; ψιθύρισε. Έχουν πολύ βούτυρο.
- Τα έχουμε μπουχτίσει πια... Κάθε μέρα αυγά, μεσημέρι-βράδυ! της απάντησε, στο ίδιο ιδίωμα, ο Φίλιππος και φώναξε στον Αγησίλαο:
- Έλα δάσκαλε να φάγεις αυγά.
Εκείνος εξακολουθούσε να γράφει και απάντησε:
- Αυγκά... Αυγκά... Τώρα έχω και έμπνευση.
- Μωρέ τι ήθελε να πει με το «πνεύση»; ρώτησε ο Φίλιππος τον Νίδα, στο τοπικό ιδίωμα.
- Ξέρω κι εγώ; Ίσως είναι αγγλικά.
Η γυναίκα θέλησε να δικαιολογηθεί και είπε:
- Δεν είναι εδώ πολιτεία. Είναι χωριό. Τι άλλο μπορούσα να σας φέρω; Φασόλια;
- Που ʼναι τα φασόλια; είπε ο Φίλιππος.
- Μακάρι να μας έφερνες φασόλια, πρόσθεσε ο Νίδας.
- Φασόλια! Φασόλια! Φώναξε ο Σίλας, που τα καταλάβαινε.
Μπήκε τότε στη μικρή κάμαρη μια πρόσχαρη και καλοστεκούμενη γριά, η Νάτσαινα.
- Παιδιά μου, τους είπε, τρελαθήκατε; Δε θέλετε αυγά και θέλετε φασόλια; Γιατί;
- Γιατί κοντεύουν να πεταχθούν κοκόρια απʼ την κοιλιά μας, αποκρίθηκε ο Νίδας.
Γέλασε η γριά και είπε:
- Πως να μη γελάσω! Θα γεννηθούν κοκόρια στην κοιλιά. Μα αν είναι έτσι να μου δώσετε τα αυγά να σας δώσω εγώ τα φασόλια.
Και ο Σίλας που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει κάπως το ιδίωμα σταμάτησε τη «συγγραφή», σηκώθηκε, πήρε το ταψί απʼ την ξένη γυναίκα και το πρόσφερε στη γριά:
- Πάρε τα μάικω... Μητερούλα, της είπε.
Η Νάτσαινα χαμογέλασε, του χάιδεψε τα μαλλιά και τα μάγουλα και του είπε:
- Καλό... Καλό παιντί Σίλας. Ντικό σου μάνα... Αχ! Φτωχό μάνα!...
Ήθελε να πει ότι η δική του μάνα εκεί μακριά, δεν ξεύρει τι γίνεται και τι κάμνει ο υιός της και αν είναι ζωντανός...
Γύρισε έπειτα στους δύο άλλους και είπε:
- Πέστε του Σίλα εγώ για αστεία είπα να πάρω τα αυγά για τα παιδιά. Δόξα τω Θεώ έχομε πολλά.
- Δεν θέλομεν ημείς τα ωά, φώναξαν τα δύο εγγονάκια της, που πήγαιναν σχολείο και μάθαιναν την καθαρεύουσα. Είχαν μπει πίσω της στο «μικρό δωμάτιο».
- Τα ακούτε! Θα σας φέρω τα φασόλια σας. Και ξυνολάχανο και πιπεριές. Νʼ ανοίξει η όρεξή σας. Μα πως θέλετε νάχετε όρεξη ολημέρα ξαπλωμένοι;
- Τι θέλεις να κάνομε; Να χορεύομε;
- Να χορεύετε. Γιατί να μη χορεύετε; Νέοι είστε.
- Θα χορέψουμε στον γάμο του Λάμπρου.
- Α! Τότε θα χορέψω κι εγώ.
Πήρε το ταψί, τόβαλε στον «σοφρά» που τον είχε φέρει μια απʼ τις νύφες της και της είπε να φέρει και τα φασόλια, το τυρί, τα ξινά. Η Λένα έτρεξε και ξερίζωσε απʼ το χιόνι ένα φρέσκο λάχανο. Ο Νάτσης έφερε και μια κανάτα μαύρο κρασί και τους είπε:
- Τι είναι αυτό; Ντεν τρώγετε τα αυγά; Τρελό είστε; Πρέπει να τρώγετε καλά για να είστε καλός και ντυνατός.
Ήρθε να τους ιδεί ο Λάμπρος, ένα παλικάρι 16-17 χρονών, με μαύρο μανδύα από σπιτικό σαγιάκι, πανομοιότυπο σχεδόν του ευζωνικού ντουλαμά, με ζώνη γαλανόλευκη και καλτσοδέτες επίσης γαλανόλευκες στις χυτές άσπρες κάλτσες. Τους έφερε από το Μοναστήρι μίαν ελληνική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, που την έβγαζε ένας... Ιταλός για να έχει την προστασία του Ιταλικού Προξενείου και των Capitulations (Δρομολογήσεων), προνόμια δηλαδή των ξένων στην Τουρκία. Ο Σίλας της έριξε μια ματιά και συνέχισε το γράψιμο. Ο Νίδας την πήρε, τη στριφογύρισε απʼ όλες τις μεριές και την πέταξε.
- Δεν την θέλετε; Εγώ σας την αγόρασα, είπε με παράπονο το παιδί.
- Εφημερίδες είναι αυτές! Να μας φέρεις καμιά της Αθήνας, είπε ο Σίλας.
- Και την «Ημέρα» συμπλήρωσε ο Νίδας. Είχε δει στον «Σύλλογο των Φιλομούσων» μερικά λαθραία φύλλα της εφημερίδας της Τεργέστης, που περνούσε για το σοβαρότερο ελληνικό έντυπο.
- Και που θα τις βρω;
- Να τις βρεις, όπως βρήκες την αρραβωνιστικιά σου.
- Μα αυτός την βρήκε ή ο παππούς του; ρώτησε ο Φίλιππος.
- Αλήθεια, Λάμπρο, ξαναπήρε τον λόγο ο Νίδας, συ την βρήκες; - Ο Λάμπρος κοκκίνισε. - Κατεργαράκο... Καλά τα κατάφερες. Και πότε ο γάμος; Είπαμε με την γιαγιά σου θα χορέψομε τότε.
- Δέν ξέρω.
- Και ποιος ξέρει;
- Καλά, θα του πούμε να γίνει γρήγορα. Όσο είμαστε και εμείς εδώ.
Μπήκε κείνη τη στιγμή φουριόζος και αναστατωμένος ο καινούργιος οπλαρχηγός Παναγιώτης Γερογιάννης – Κρητικός.
- Καλησπέρα σας, παιδιά. Τι κάνετε; Έχω άσχημα νέα. Πολύ άσχημα.
Είδε τότε τον Αγησίλαο να περιμαζεύει βιαστικά τα χειρόγραφά του. Χυμάει ο Γερογιάννης, τα αρπάζει και τα πετάει στη φωτιά! Ο Σίλας έμεινε «άναυδος», με ανοιχτό το στόμα. Του φάνηκε πως γκρεμιζόταν το σπίτι και όλος ο κόσμος! Στη φωτιά ένα αριστούργημα που χρειάσθηκε τόσους κόπους!...
- Καλά έλεγα, συνέχισε αγριεμένος ο αρχηγός, ότι έγραφες ημερολόγιο. Μα τούτοι οι δύο μασκαράδες οι σύντροφοι σου το έκρυβαν... Μα κι εσύ τόσο κουτός είσαι; Ξέχασες ότι ο Καμηλάκης την έπαθε και ανέβηκε στην κρεμάλα απʼ το έρημο το ημερολόγιό του και πήρε και άλλους στον λαιμό του; Να μην ξαναπιάσεις πέννα στο χέρι σου! Θα σου το κόψω.
Ο Καμηλάκης είχε αιχμαλωτισθεί σε μιαν κρυψάνα. Βρέθηκε πάνω του το ημερολόγιό του, όπου ομολογούσε ότι είχε πάρει μέρος σε μια σφαγή, που είχαν κατορθώσει οι δικοί μας να την αποδώσουν στους κομιτατζήδες! Το Έκτακτο Στρατοδικείο του Βιλαετίου Μοναστηρίου, που το αποτελούσαν τρεις Τούρκοι, ένας Έλληνας και ένας Βούλγαρος, τον καταδίκασε (ιντάμ) σε θάνατο.
Μπήκαν μέσα ο Νάτσης, η Νάτσαινα, ο παπάς, δύο μέλη της Επιτροπής, να ιδούν τον καπετάνιο, να του ζητήσουν νέα. Κάτι είχε κυκλοφορήσει αργά το βράδυ στο χωριό.
- Ο Θόδωρος ή Τόντας, τους απάντησε το ψηλό παιδί με το ξανθό μουστάκι. Τον ξέρετε. Έγινε προδότης!
- Ο Τόντας προδότης! Τινάχτηκε ο Νίδας.
Όλοι οι άλλοι αποσβολώθηκαν.
- Έγινε προδότης – συνέχισε ο καπετάνιος – και πολύ άτιμος προδότης. Μας κηνυγάει με τους Τούρκους σαν λυσσασμένο σκυλί. Χθες έκαμε άνω-κάτω το Μπούκοβο. Άνοιξαν οι Τούρκοι κρυψάνες, βρήκαν τουφέκια, έδειραν πολλούς και σαράντα έστειλαν στη φυλακή! Ευτυχώς το Σώμα ήταν ψηλά στο Μοναστήρι του Μπουκόβου. Δεν πήγαν εκεί οι Τούρκοι απʼ τα χιόνια και τους είπε ο Θόδωρος πως δεν έχει εκεί κρυψάνα. Δεν την ήξερε. Δεν ήξερε και την αποθήκη με τα όπλα.
- Λε! Λε! Ξεφώνισαν οι χωριανοί, κάνοντας τον σταυρό. Ήξεραν τα βάσανα και τα μαρτύρια που τους περίμεναν.
- Ξέρω κι εγώ; Νάχομε τα μάτια μας τέσσερα. Και ο Θεός βοηθός.
- Στο σπίτι σου, Νάτση, έμενε ὁ Θεόδωρος; ρώτησε ο Γερογιάννης.
- Ντεν ξέρω. Ντεν θυμάω.
Η γυναίκα του όμως βεβαίωσε ότι είχε μείνει μια-δυο μέρες. «Δυο έμεινε», διόρθωσε μια απʼ τις νύφες που παρακολουθούσε μʼ όλη την οικογένεια ανήσυχη, απʼ έξω, τη συζήτηση.
- Μπήκε στην κρυψάνα σας ο Θόδωρος; Την ξέρει; Ξαναρώτησε ο καπετάνιος.
- Α! Όχι! Είπε αποφασιστικά ο Νάτσης. Κούνησε και η Νάτσαινα αρνητικά το κεφάλι. Η νύφη μονάχα είχε αμφιβολίες.
- Να φύγομε τότε από δω, είπε ο Νίδας.
- Και που να πάτε; ρώτησε ο παπάς.
- Σε άλλο σπίτι. Να μην ξέρει την κρυψάνα ο Τόντας.
- Και πως μπορούμε να το ξέρομε εμείς; Κρατούσαμε τεφτέρι σε ποια κρυψάνα έμπαινε ο άτιμος ο Τόντας; Δεν είναι από δω πουθενά καλύτερα. Έχει την καλύτερη κρυψάνα.
Ο Γερογιάννης έφυγε σʼ άλλο χωριό και όπως έμαθαν το πρωί πήρε μαζί του τους μισούς άντρες. Άφησε στην Γραδέσνιτσα την «Αγία Τριάδα» και άλλους τρεις σε άλλο κατάλυμα. Έτσι το Σώμα μοιράστηκε και δεν έμεινε συγκεντρωμένο στο ίδιο χωριό, την δύσκολη και επικίνδυνη εκείνη εποχή.
Ο Θόδωρος Πέσκας ή Τόντας, όπως τον έλεγε χαϊδευτικά η μάνα του, ήταν απʼ το Μεγάροβο και μέλος του «Εκτελεστικού» Μοναστηρίου, όπου δούλευε σʼ ένα ραφτάδικο του «Βλαχ-Τσαρτσί» (Βλάχικης αγοράς). Πήρε διαταγή και σκότωσε μέρα μεσημέρι έναν μπακάλη, που ήταν καταχωρημένος στα τουρκικά ληξιαρχικά βιβλία «Ουρούμ» (Έλληνας). Δεν πλήρωνε όμως την εισφορά, 20 γρόσια τον μήνα, ούτε τα προστίματα, ψώνιζε από βουλγάρικο κρεοπωλείο, είχε στενές σχέσεις μʼ έναν υπάλληλο του Ρουμανικού Προξενείου και ήταν γενικά πολύ ύποπτος... Οι δικοί μας φρόντισαν νʼ αποδώσουν τον φόνο στους... Βουλγάρους και του έκαμαν μεγαλοπρεπή κηδεία με στεφάνια, τα παιδιά του γυμνασίου, τη «Φιλαρμονική» κ.λ.π.! Η αστυνομία όμως δεν ξεγελάστηκε. Δεν ήταν δυνατόν να κάμουν φόνο οι Βούλγαροι σε κείνη την ελληνική συνοικία. Άρχισε μάλιστα να εξετάζει και να παρακολουθάει τον Θόδωρο. Το «Κέντρον» τότε, για καλό και για κακό, τον έστειλε στο Μπούκοβο να καταταχθεί στο μικρό Σώμα του Δοξογιάννη. Έστειλε όμως και την άτιμη διαταγή να εκτελεστεί ο Θόδωρος!! Ποια άσοφη και διεστραμμένη κεφαλή σκέφθηκε την τερατωδία, είναι άγνωστο. Έπειτα από τους λαμπρούς αξιωματικούς του «Κέντρου», Κοντογούρη, Σπηλιάδη, Σαριγιάννη, είχε τοποθετηθεί ρουσφετολογικά και ένας υποκτηνίατρος αρκετά ανόητος. Ο Δοξογιάννης, αμόρφωτος μα γενναίος Κρητικός, παραξενεύθηκε. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοια διαταγή. Ούτε είχε ακουστεί ποτέ παρόμοια ενέργεια. Ερώτησε, εξέτασε, ξεψάχνισε το Θόδωρο και αφού συννενοήθηκε με το πρωτοπαλίκαρο, τον Μανώλη, και έναν άλλο, έγραψε στο «Κέντρον» ότι δεν συμμορφώθηκε με τη διαταγή του, γιατί δεν έβλεπε για ποιο λόγο έπρεπε να σφαγιασθεί το λαμπρό αυτό παλικάρι, που είχε εκτελέσει τόσο πιστά την διαταγή του Εκτελεστικού. Νόμισε ότι θα είχε γίνει κάποιο λάθος.
Του απάντησαν ότι πολύ καλά έκαμε. Και η υπόθεση λησμονήθηκε. Δεν τον έστειλαν μάλιστα στην Αθήνα, όπως τα άλλα παιδιά του Εκτελεστικού, που βαρύνονταν με φόνο και ήταν σίγουρη η καταδίκη τους στην κρεμάλα, αν αιχμαλωτίζονταν. Δεν είχε βεβαιωθεί απʼ την ανάκριση η ενοχή του στον φόνο του μπακάλη. Έπειτα όμως από λίγους μήνες του τα είπε ο Μανώλης. Και ο Θόδωρος, είτε γιατί αγανάκτησε, είτε γιατί φοβήθηκε μην επαναληφθεί το «λάθος», το σκάει, παραδίνεται στους Τούρκους, γίνεται οδηγός και τρομερή θεομηνία για τα χωριά του Περιστέρι. Εκατοντάδες πολλές φυλακίσθηκαν, περισσότερες άγρια ξυλοκοπήθηκαν και βασανίσθηκαν. Κρυψάνες, όπλα, έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Τα εκεί Σώματα αναγκάσθηκαν να ζητήσουν καταφύγιο στο Μορίχοβο.
Ο Θόδωρος έστειλε στην φυλακή και τον «δεκανέα» του και μερικά άλλα παιδιά του Εκτελεστικού.
Διορίσθηκε «κομισέρης» (ανώτερος αστυνομικός) και γύριζε με μια περίπολο από 8 εκλεκτούς χωροφύλακες και στρατιώτες στους ελληνικούς δρόμους του Μοναστηρίου αμείλικτος διώκτης καθετί του ελληνικού. Το Ρουμανικό Προξενείο του έδινε επίδομα διπλάσιο απʼ τον αστυνομικό μισθό και τον έκαμε τυφλό όργανο του. Οι Τούρκοι έκλειναν τα μάτια. Είχαν τη ρουμανική προπαγάνδα «χαϊδεμένο παιδί», σύμφωνα με την αρχή του «διαίρει και βασίλευε». Την προστάτευε επίσης με όλα τα μέσα και η Αυστρο-ουγγρική διπλωματία, που ήταν πανίσχυρη, γιατί η Αυστρία και η Ρωσία είχαν φορτωθεί την ειρήνευση της Μακεδονίας και τις Μεταρρυθμίσεις.
Δεν πατούσε ο Θόδωρος σε ελληνικό κατάστημα, καφενείο, εστιατόριο, σπίτι. Του είχε γίνει μάθημα το πάθημα του Λάμπρου. Ήταν και αυτός αντάρτης, έγινε προδότης, διορίσθηκε «κομισέρης» και γύριζε επίσης με μεγάλη περίπολο. Μια μέρα όμως, σʼ ένα ελληνικό καφενεδάκι, δέχθηκε δύο σφαίρες στο κεφάλι και προτού κουνηθούν οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες του, ο νεαρός και μικρόσωμος φονιάς εξαφανίσθηκε. Σύχναζε μόνο σʼ ένα γαλατάδικο κοντά στους στρατώνες, που το είχαν δυο αδελφοί φανατικοί Βούλγαροι, από κάποιο ορεινό χωριό του Κιρτσόβου. Δεν είχε τίποτε να φοβηθεί εκεί. Αγρυπνούσε όμως η τρομερή «Εσωτερική Οργάνωση» του Μοναστηρίου. Κινητοποίησε και μια γριά που κατοικούσε στην γειτονιά. Ήταν από κάποιο χωριό φορούσε ακόμα τα χωριάτικα, δεν ήξερε ελληνικά μα ήταν φανατικότατη Ελληνίδα. Την εφοδίασε με στριχνίνη ή ένα άλλο δραστικό δηλητήριο. Η γριά άρχισε να ψουνίζει, παρά την απαγόρευση, γιαούρτι και γάλα απʼ το βουλγάρικο γαλατάδικο.
Μια καλοκαιρινή μέρα του 1907 ο Θόδωρος ξαναήρθε στο γαλατάδικο και αφού κέρασε κρύα πορτοκαλάδα τους συνοδούς του και τον εαυτόν του, βάλθηκε να κάμει «ταρατόρι ή τζατζίκι». Έλεγε πως είχε ειδικότητα και έκαμνε το καλύτερο ταρατόρι. Κάλεσε μάλιστα και πέντε άλλους φίλους, Τούρκους αστυνομικούς και υπαξιωματικούς, να το απολαύσουν και να δροσισθούν.
Παρουσιάσθηκε και κείνη την ημέρα στο γαλατάδικο η γριά και αγόρασε γιαούρτι. Ξαναγύρισε ευθύς με μιαν εγγονή της 9 χρονών, που ήθελε να φάει «ντοντουρμά» (παγωτό). Έστησε ψιλή κουβέντα με τους γαλατάδες και τον Θόδωρο, που την πείραζαν πως ήταν Ελληνίδα χωρίς να ξέρει ελληνικά. Στο μεταξύ, το κοριτσάκι βρήκε την ευκαιρία και άδειασε στη γαβάθα του ταρατόρι το δηλητήριο. Γιαγιά και εγγονή έφυγαν και στρόθηκαν οι Τούρκοι στο ταρατόρι. Οι μισοί ευθύς πέθαναν με φρικτούς πόνους και οι άλλοι μισοί με τον Θόδωρο χαροπάλεψαν πολλές εβδομάδες στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Μόλις έγινε καλά ο Θόδωρος τόσκασε στη Ρουμανία να βρει ασφάλεια και σωτηρία. Πέθαναν απʼ το ξύλο και οι δύο Βούλγαροι γαλατάδες και αδελφοί! Θεωρήθηκαν ένοχοι!!..
Ο Αγησίλαος πέρασε άσχημη νύχτα, όταν έφυγε ο Γερογιάννης. Έβλεπε να καίονται τα χειρόγραφά του και μια θηλιά να κρέμεται πάνω στο λαιμό του. Τινάχθηκε τρομαγμένος. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα.
- Τι έχεις δάσκαλε; του είπε ο Φίλιππος.
- Είδα, Φίλιππε, κρεμάλες.
- Ουχʼ καημένε. Άιντε κοιμήσου.
- Έχεις δει κρεμασμένους;
- Όχι!
- Έχω δει εγώ, πετάχθηκε ο Νίδας.
- Πως είναι;
- Πολύ άσχημα. Γλώσσα έξω... Μάτια πεταγμένα...
- Πω! Πω! Κι είναι αλήθεια πως κρεμούν τώρα οι Τούρκοι τους αντάρτες που πιάνουν;
- Είναι αλήθεια. Δεν κρέμασαν τον Καμηλάκη;
- Όλους τους κρεμούν;
- Περισσότερο τους ξένους που ήρθαν από ξένο τόπο.
- Μην τον τρομάζεις, μωρέ Νίδα. Δεν βλέπεις πόσο ταραγμένος είναι; είπε ο Φίλιππος στη διάλεκτό τους. Και πέταξε την κάπα, σηκώθηκε, έριξε κι άλλα ξύλα στη φωτιά και άναψε τη λαμπίτσα για να γίνει φως και να ησυχάσει ο Σίλας.
Την άλλη μέρα έμαθαν ότι ο Γερογιάννης είχε πάει τη νύχτα στο Μπούκοβο, όπου είχε γίνει η έρευνα και αναστάτωση και ήταν απίθανο να ξαναπάνε γρήγορα οι Τούρκοι.
- Τον άτιμο! Είπεν ο Αγησίλαος. Δεν μας πήρε κι εμάς... Σκότωμα θέλει... Ήξερε μονάχα να κάψει τα χειρόγραφά μου. Ο παλιάνθρωπος! Πως τον έκαμαν οπλαρχηγό; Ούτε για λούστρος δεν είναι.
Έμαθαν επίσης ότι ο οπλαρχηγός Παύλος Ρακοβίτης (απʼ το Ράκοβο ή Κρατερό της Φλώρινας, που πυρπολήθηκε το 1903 απʼ τους Βουλγάρους κομιτατζήδες) άφησε τα χωριά και τρύπωσε σʼ ένα άδειο μακρινό μαντρί, όπου απομονώθηκε. Πήρε μαζί του και αρκετά τρόφιμα, έως ότου περάσει η μπόρα. Το καινούργιο χιόνι σκέπασε τον τορό. Μπορούσαν οι Τούρκοι να ξεθεμελιώσουν όλα τα χωριά...
- Να μια σωστή δουλειά!... είπε ο Νίδας.
- Τον λέγουν παλαβό τον Παύλο, μα ξέρει καλά τι πρέπει να κάμει, είπε ο Φίλιππος.
- Και δεν πήγα μαζί του ο ανόητος! είπε με πικρό παράπονο ο Σίλας. Με ήθελε για γραμματικό του. Μου είχαν πει ότι είναι ένας εντόπιος χωριάτης αγράμματος και άξεστος και λίγο παλαβός.
Τρεις μέρες έμεινε ανενόχλητη η Γραδέσνιτσα. Δεν φάνηκε ούτε ένας Τούρκος. Κόντευαν να ξεχάσουν και τον Θόδωρο και τους Τούρκους του. Ο Φίλιππος έψαλλε πολλά τροπάρια για να ευχαριστήσει τον Πανάγαθο.
- Α! Πόσο θάθελα να ξετρύπωναν οι Τούρκοι στο Μπούκοβο τον Γερογιάννη! είπε ο Σίλας.
- Τι είναι αυτά που λες! του παρατήρησε ο Νίδας. Να χαθούν τόσοι σύντροφοί μας;
- Μα μονάχα τον Γερογιάννη να πιάσουν. Μας άφησε και τώσκασε.
Την χαραυγή όμως της τετάρτης ημέρας, όλη η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι, τους ξεσήκωσαν τρομοκρατημένοι. Κουβάλησαν τον οπλισμό και τα πράγματά τους, τους πήγαν κάτω στην κρυψάνα, παραμέρισαν κοπριά, άχυρα και τη μεγάλη χοντρή πέτρα, που την έπαιρνες για αγκωνάρι και έκλεινε την είσοδο της κρυψάνας και τους είπαν: «Μέσα... Γρήγορα μέσα... Τούρκοι!».
Ένας λόχος κυνηγών (αβτζή ταμπούρ) είχε κυκλώσει απʼ τα χαράματα το χωριό και αποσπάσματα με υπαξιωματικούς ξεχύθηκαν αμέσως στους δρόμους και στα σπίτια. Τον «Μουχτάρη» που έπρεπε να παρευρίσκεται, σύμφωνα με το νόμο, στην έρευνα, τον ζήτησαν, μα για να τον ξυλοφορτώσουν!
Μπήκε στην ανοιχτή τρύπα η «Τριάς» με την κοιλιά και τα γόνατα, μα ευθύς ακούσθηκαν από μέσα φωνές... Νερό! Έχει νερό! Ο Νάτσης που τοποθετούσε κείνη τη στιγμή τη χοντρή πέτρα στην είσοδο, τους είπε: «Όχι νερό. Πως νερό;». Τον βεβαίωσαν όμως Φίλιππος και Νίδας στη διάλεκτό τους, ότι το νερό υπήρχε. Αγριοκοίταξε την γυναίκα και τον υιό του. Εκείνοι σήκωσαν τους ώμους. Δεν είχε χρησιμοποιηθεί δυο μήνες η κρυψάνα και το νερό βρήκε τον τρόπο με τις βροχές και τα χιόνια να κατασταλάξει μέσα. Η περίφημη στερεή, στεγνή, ευάερη κρυψάνα του Νάτση αποδείχθηκε σωστή ποντικοπαγίδα. Ο Σίλας φώναξε: «Να βγούμε. Να πάμε σε άλλη κρυψάνα. Εδώ θα ψοφήσουμε». Ο Νάτσης όμως του απάντησε: «Ντεν έχει καιρός. Έρχεται Τούρκοι». Και έκλεισε την είσοδο. Όλοι μαζί στοίβαξαν κοπριά και άχυρο.
Ένιωσε ο Νάτσης ντροπή για τα χάλια της κρυψάνας του. Την ήξερε για την καλύτερη του χωρίου και βρέθηκε η χειρότερη! Νάχει νερό η κρυψάνα του Νάτση! Έφταιαν βέβαια όλοι οι άλλοι, μα έπρεπε και αυτός να είχε ανοίξει τα μάτια του. Ας είναι! Στο εξής, αν ήθελε ο Θεός, θανασκουμπωνόταν ο ίδιος.
Έτσι οι τρεις σύντροφοι βρέθηκαν στον απαισιότερο «ζωντανό τάφο», όπως έλεγαν τις κρυψάνες. Σκότος και έρεβος βασίλευε, χειρότερο και απʼ την Κόλαση. Και μια υγρασία που έμπαινε ευθύς στα κόκαλα. Δεν τους χωρούσε να σταθούν όρθιοι. Έπρεπε να σκύψουν σβέρκο και πλάτη. Δεν μπορούσαν να καθήσουν χάμω. Τους εμπόδιζαν η λάσπη και το κρύο νερό. Στάθηκαν πολλή ώρα κυρτωμένοι. Πόσην! Ο Θεός μόνον μπορούσε να το ξέρει. Μια ώρα βάραινε εκεί όσο ένας αιώνας.
Κάποτε πια κουράστηκαν, απόκαμαν και στρογγυλοκάθησαν μέσα στη λάσπη και στο νερό, που είχε μια πιθαμὴ βάθος. Ένιωθαν κρύα φίδια να γλιστρούν και νʼ ανεβαίνουν στην πλάτη και χυτός πάγος να κυλάει στις φλέβες. Το περίεργο ήταν που δεν φαινόταν πουθενά οι Τούρκοι. Δεν ακούστηκαν βήματα και φωνές τους. Τι έγιναν; Έφυγαν; Ή τόστρωσαν στο φαγοπότι, χουζούρευαν και διασκέδαζαν με τα δικά τους παθήματα, χειρότερα κι απʼ τα πάθη του Χριστού. Μα δεν ακουόταν και των σπιτικών μια φωνή! Νέκρα σʼ όλο το σπίτι! Ήταν έρημο; Μα πως; Έπιασαν όλους, μεγάλους και μικρούς, άντρες και γυναίκες και τους έσυραν στη φυλακή; Ήταν δυνατόν; Είχε ξανακουσθεί τέτοιος μπασιμπουζουκισμός; Και τι έκαμαν οι περίφημοι Ευρωπαίοι αξιωματικοί, που ήρθαν με τις περιβόητες Μεταρρυθμίσεις;... Και τότε ποιος θα τους έβγαζε από την καταραμένη ποντικοπαγίδα, τον ζωντανό τους τάφο;
Ο λοχαγός ήταν απʼ το Μοναστήρι. Ήξερε καλά τη νοοτροπία, τη γλώσσα, τα καμώματα των χωρικών αυτών που φαίνονταν κουτοί και ήταν παμπόνηροι. Ήξερε επίσης ότι σε κείνη την περιοχή οι «Εσκιάδες» (λησταντάρτες) καταχώνονταν σε βαθιές υπόγειες κρύπτες και κάθε σπίτι είχε από μία τουλάχιστον. Είχε κλείσει απʼ το πρωί όλα τα γυναικόπαιδια στην εκκλησία και όλους τους άντρες στο σχολείο. Αν πεινούσαν, διψούχαν, κρύωναν ή είχαν ανάγκες, πεντάρα δεν έδινε. Τέτοια κεφάλια που ήταν! Έβαλε σκοπούς με αυστηρή διαταγή να μην αφήσουν κανένα να ξεμυτίσει και να χτυπούν με τα κοντάκια και ακόμη και με τη λόγχη. Ήταν εκλεκτοί και φανατικοί και οι στρατιώτες του. Λογάριαζε πως έτσι οι εσκιάδες, που ήταν τρυπωμένοι σε καμιά απόκρυφη, βαθιά κρύπτη, θα αναγκάζονταν να βγουν και να παραδοθούν ή θα τα τίναζαν και θα ψοφούσαν από την υγρασία, την ασφυξία, την πείνα.
Κάποτε, τέλος, ακούσθησαν βαριά βήματα και χοντρές φωνές. Ήταν οι Τούρκοι! Έρχονταν καθυστερημένοι μα «δριμύτεροι». Άρχισαν να μετακινούν άχυρα και κοπριά και να σκάβουν, να σκάβουν σα νάθελαν να γκρεμίσουν απʼ τα θεμέλια το σπίτι. Κατέβασαν οι στρατιώτες τους καζμάδες απανωτούς και αντηχούσανβαρείς οι γδούποι. Χτυπούσαν τώρα δυνατά και οι καρδιές των τριών συντρόφων, που τις θαρρούσαν παγωμένες. Είχαν ορθάνοιχτα τα μάτια στο ζοφερό σκοτάδι! Και μετρούσαν νοερά τους γδούπους. Ο Σίλας νόμιζε ότι κάθε καζμάς, τσάπα, δικέλι θάπεφτε ίσια στο κεφάλι του. Και τιναζόταν παραπέρα... Αναγκάζονταν οι άλλοι να τον συγκρατούν για να μη τυχόν ακουσθεί ο ρόγχος του νερού. Περίμενε νανοίξει από στιγμή σε στιγμή η οροφή της κρυψάνας και να τους πιάσουν οι Τούρκοι ζωντανούς σαν βρεγμένα ποντίκια.
Ως τόσο οι Τούρκοι δεν βιάζονταν. «Ἐπιαναν τον λαγό με τον αραμπά». Σταματούσαν τα σκαψίματα, κουβέντιαζαν, χαχάνιζαν. Έπαιζαν οι άτιμοι μαζί τους, όπως η γάτα με το ποντίκι, που το κρατάει στα νύχια της. Έλεγε ο Σίλας να πεταχθεί έξω και να τους φτύσει κατάμουτρα, μα θυμήθηκε τον άτιμο καπετάνιο, που τους άφησε στο στόμα του λύκου, για να σώσει το δικό του τομάρι. Έκαψε και τα χειρόγραφα που θα ήταν μια δόξα του «μετά θάνατον». Μια στιγμή ρώτησε το Νίδα τι έλεγαν μεταξύ τους οι Τούρκοι. Εκείνος του έβαλε το χέρι στο στόμα. Οι στρατιώτες ελεεινολογούσαν και κορόιδευαν τον εαυτό τους! Μέρα νύχτα στο πόδι, με ήλιο και βροχή, με χιόνια και πάγους. Το καλοκαίρι ξεποδαριάστηκαν στα βουνά. Τώρα είχαν περικυκλώσει και ερευνήσει δέκα χωριά χωρίς κανένα πάντοτε αποτέλεσμα...
Ο Σίλας είχε μπει άλλες δυο φορές σε κρυψάνες, μα για πολύ λίγη ώρα και χωρίς καμμιά ενόχληση απʼ τους Τούρκους και ήταν «στενές και ευάερες». Τούτη εδώ του κυρ-Νάτση ήταν σωστή κόλαση. Δύσκολα μπορούσε να φαντασθεί ανθρώπινο μυαλό τη φριχτή αγωνία. Έβλεπε ο Σίλας με τα μάτια της ψυχής του να κρέμεται μια θηλιά πάνω στον λαιμό του. Ο «ζωντανός τάφος» θα ήταν ο αληθινός τάφος του. Το ήξερε, είχε έρθει το τέλος του, ένα άδοξο τέλος.
Ένας στρατιώτης κατέβασε με μεγαλύτερη δύναμη την τσάπα. Ο Σίλας ξάπλωσε αμέσως για ναποφύγει το χτύπημα στο κεφάλι... Και μούσκεψε περισσότερο... Ένα δυνατό ρίγος διαπέρασε όλο το κορμί του και τα δόντια του έτρεμαν και χτυπούσαν από την κρυάδα του νερού και ίσως απʼ τον φόβο.
Κάποτε τέλος πάντων τα σκαψίματα και οι χοντρές φωνές σταμάτησαν και τα βαριά βήματα απομακρύνθηκαν.
- Δόξα σοι ο Θεός! ψιθύρισε ο Φίλιππος, κάνοντας τον σταυρό του.
- Ανοίξτε βρε παιδιά να βγούμε έξω, φώναξε ο Σίλας.
- Τρελάθηκες Σίλα, Και μίλα σιγά, απάντησαν οι δυο άλλοι.
- Να βγούμε έξω να πολεμήσουμε σαν παλικάρια, σαν ήρωες.
- Να κοιτάξουμε πρώτα να τη γλιτώσουμε.
- Εδώ θα πνιγούμε σαν τυφλοπόντικοι... Και πονάει το κεφάλι μου, βλαρυνε εκατό οκάδες.
- Βαραίνουν και τα δικά μας κεφάλια.
Η σχισμή που ήταν έξω, στον εσωτερικό τοίχο, κάπως ψηλά για να μην την σκεπάζει το χιόνι, δεν λειτουργούσε καλά από τις βριχές και τα χιόνια. Έμπαζε λιγοστό καθαρό αέρα.
- Εγώ μια φορά θα βγω. Δεν κάθομαι εδώ να με κρεμάσουν οι Τούρκοι, θα πολεμήσω. Είμαι απʼ τη Ρούμελη.
- Πως θα βγεις μωρέ; του είπε θυμωμένος ο Νίδας. Θα μας ανοίξουν, όταν πρέπει, ο Νάτσης, η Νάτσαινα, οι άνθρωποι του σπιτιού. Θέλεις να τους πάρεις κι αυτούς στον λαιμό σου;
- Εγώ θα βγω, δεν κάθομαι στον βούρκο, και σύρθηκε προς την έξοδο. Ήταν όμως μπροστάο Φίλιππος που τον έσπρωξε δυνατά και του είπε:
- Κάτσε καλά, δάσκαλε.
- Και συ, Φίλιππε;... Το είπε με παράπονο ο Σίλας, όπως ο Καίσαρο το: «Και συ Βρούτε;».
- Μωρέ τρελάθηκε αυτός! Τι θαπογίνουμε; Είπε στο ιδίωμα τους ο Νίδας.
- Θα του περάσει. Ταράχθηκε το παιδί. Δεν έχει συνηθίσει σʼ αυτά τα πράγματα. Άμα βγούμε έξω και αναπνεύσει καθαρό αέρα θα ησυχάσει.
- Να δώσει ο Θεός...
Και πραγματικά έπεσε ευθύς ο Σίλας σε βουβαμάρα και ακινησία, σαν να αποκοιμήθηκε.
Πέρασαν πολλές ώρες. Οι θαμμένοι στον «ζωντανό τάφο» δεν ήξεραν αν ήταν μέρα ή νύχτα, αν το χωριό υπήρχε ή είχε ερημωθεί. Δεν ενδιαφέρονταν και πολύ να το ξέρουν. Δεν πάει να χαλνούσε ο κόσμος! Δεν άξιζε και μεγάλα πράγματα... Ξαναήρθαν οι Τούρκοι, ξαναέσκαψαν περισσότερο καιρό με μεγαλύτερη δύναμη. Μα βήματα, σκάμματα, κουβεντολόγια τους φάνηκαν απόκοσμα και πολύ μακρινά. Ήταν ίσως μισοκοιμισμένοι ή και μισοπεθαμένοι.
Η Νάτσαινα επιχείρησε να ξεφύγει τη νύχτα απʼ την εκκλησία και να τρέξει να ιδεί τα «παιδιά» της. Μια γερή όμως κοντακιά του φρουρού στρατιώτη την έριξε λιπόθυμη κάτω. Κοντά το βράδυ, τέλος της δεύτερης ημέρας, έφυγαν οι Τούρκοι. Ξεσκέπασαν πέντε κρυψάνες άδειες και βρήκαν δυο χαλασμένα παλιοτούφεκα. Ο λοχαγός ήταν βέβαιος ότι έτυχε να μη βρίσκονται κείνη την ημέρα αντάρτες στο χωριό ή και αν υπήρχαν πολύ λίγοι, θα είχαν ψοφήσει στη βρωμοκρύπτη τους. Πήραν μαζί τους συνοδεία για τις φυλακές Μοναστηρίου τον πρόεδρο της Επιτροπής, τους οδηγούς και αγγελιοφόρους, μερικούς του «εφεδρικού» και της «αυτοαμύνης» - αυτούς γνώριζε ο Θόδωρος – και είκοσι άλλους. Μέσα στους τελευταίους ήταν και ο Νάτσης. Είχαν πιάσει και τον παπά, μα τον άφησε ελέυθερο ο λοχαγός, γιατί κάποτε που περνούσε ιδρωμένος απʼ το χωριό τον κέρασε ένα ποτήρι κρύο νερό με ρακή και καφέ. Είχε φάει όμως κάμποσες κοντακιές από ένα λοχία, που του σακάτεψε την πλάτη.
Όλη η οικογένεια, με την Νάτσαινα αρχηγό, έτρεξε ίσια στην κρυψάνα. Πέταξαν μάνι-μάνι κοπριές και άχυρα, έβγαλαν την χοντρή πλάκα απʼ την είσοδο της κρυψάνας και φώναξαν όλοι μαζί: «Φίλιπ... Σίλα... Νίντα... έξω... Έφυγαν οι Τούρκοι»... Μα απάντηση δεν έπαιρναν. Είχαν αποθάνει τα φτωχά παλικάρια; Η Νάτσαινα έσφιγγε τα μάγουλα με τα δάχτυλα και τα νύχια. Δυο νύφες και η «ωραία Ελένη» έκλαιαν. Μπήκε ο Λάμπρος στην κρυψάνα και τους έσυρε έξω απʼ τα μπράτσα και τα πόδια... Έσκυψαν με αγωνία όλοι πάνω τους. Τους πήραν για ξοφλημένους... για νεκρούς. Η Νάτσαινα όμως και οι άλλες γυναίκες, με πρωτοβουλία και της «ωραίας Ελένης», τους κουβάλησαν στον μικρό «οντά», έριξαν ξηρά κλαδιά στη φωτιά, τους έβγαλαν τα μουσκεμένα και λερωμένα απʼ το νερό και την λάσπη ρούχα και τους έντυσαν με καθαρά και ζεστά χωριάτικα. Τους έτριψαν επίσης πολλή ώρα με διπλοβρασμένη ρακή, ανακατωμένη με κόκκινο πιπέρι. Ο Φίλιππος, τέλος, άνοιξε σιγά-σιγά πρώτος, τα μάτια. Κοίταξε γύρω, χαμογέλασε, έκαμε το σταυρό του και είπε με ασθενική φωνή: «Σας φέρνω χαιρετισμούς από τον άλλο κόσμο». Ξύπνησε αργότερα και ο Νίδας. Παραπονέθηκε ότι είχε ρίγος και πυρετό. Έβαλαν τα χέρια στο μέτωπό του. Έκαιε! Ήταν πιθανότατα πλευριτωμένος. Ο Σίλας ξύπνησε τελευταίος, μα τινάχθηκε ευθύς όρθιος. Έριξε γύρω άγριες ματιές, που είχαν αλλόκοτη λάμψη και φώναξε: «Δώστε μου το τουφέκι. Πρέπει να πολεμήσουμε τους Τούρκους σαν ήρωες. Θα σκοτώσω και τον ψευτοκαπετάνιο». «Όχι Σίλα»... του έλεγαν. Η Νάτσαινα του χάιδευε τα μαλλι,α την πλάτη και του έλεγε τρυφερά: «Καλό παιντί, Σίλα... Καλό... Καλό...».
Μα εκείνος την άμπωξε, εξακολούθησε να φωνάζει, να απειλεί, να θέλει να βγει έξω για να πολεμήσει. Αναγκάσθηκαν ο Τόλης και ο Λάμπρος να τον κρατήσουν με το στανιό.
Κάλεσαν τον παπά. Τον «διάβασε», ενώ οι άλλοι τον κρατούσαν, μα χωρίς αποτέλεσμα. Τα κακά δαιμόνια, που είχαν φωλιάσει μέσα του, δεν εννοούσαν να φύγουν. Τους διαβεβαίωσε όμως ο παπάς: «Έννοια σας, τη νύχτα θα κοιμηθεί και θα ησυχάσει». Άπλωσαν τον Νίδα σε μια κόγχη στον μεγάλο «οντά». Μπορούσαν νάρθουν οι Τούρκοι όσες φορές ήθελαν. Θα τον παρουσίαζαν για τον Τόλη!... Και θα το πιστοποιούσαν μουχτάρης και παπάς εκατό φορές. Ο Νίδας αν και βαριά άρρωστος, για να τους πειράξει έλεγε στη γυναίκα του Τόλη: «Ξέρεις. Είμαι τώρα άντρας σου». Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ο Αγησίλαος. Αντί να βελτιωθεί χειροτέρευε. Ήταν μανιακός. Επικίνδυνος. Αναγκάθηκαν να τον δέσουν και δυο άντρες να τον παραστέκουν. Έτρεφαν την ελπίδα ότι τη νύχτα θα κοιμόταν και θα ησύχαζε. Μα ο ύπνος δεν τον έπαιρνε. Αγρύπνησαν ίσα με τα μεσάνυχτα, δίπλα του, ο Τόλης και ο Λάμπρος. Έπειτα τους αντικατέστησαν δυο άλλοι χειροδύναμοι χωρικοί. Έκαμαν υπομονή άλλες τρεις μέρες, μα ο Σίλας δεν παρουσίαζε καμιά βελτίωση. Αφέθηκε έπειτα στο «χωριό» νʼ αποφασίσει. Μαζώχθηκαν δηλαδή στο σχολείο κάπου δεκαπέντε ηλικιωμένοι νοικοκυραίοι, που ακουμπούσαν στα μπαστούνια τους και αλληλοκοιτάζονταν με απορία και αγωνία.
Αν υπήρχε στο χωριό οπλαρχηγός και δεν είχαν φυλακισθεί τα περισσότερα μέλη της Επιτροπής θα είχαν την αρμοδιότητα και ευθύνη. Τώρα τον λόγο είχε η... γερουσία του χωρίου... Πρώτος μίλησε ο Γάτσος, σεβαστός πρόκριτος και το μόνο μέλος της Επιτροπής που δεν ήταν φυλακή. Έκαμε τον σταυρό του πολλές φορές και είπε αργά και σιγά: «Να μας συγχωρέσει ο Θεός... Μα δεν χωράει τίποτε άλλο. Δεν μπορούμε να πάρουμε το χωριό στον λαιμό μας. Είναι τόσοι φυλακή. Να μπουν και άλλοι; Το παιδί τρελάθηκε και δεν έχει γιατρειά. Έτσι θέλησε ο Θεός. Να τον στείλουμε στον Θεό». Και ξανάκαμε τον σταυρό του. Πήρε έπειτα το λόγο, με πολλά σταυροκοπήματα, ο Κίτσος, σεβάσμιος επίσης νοικοκύρης, που είχε χάσει έναν υιό αντάρτη, έναν αδελφό θύμα των κομιτατζήδων και είχε ένα εγγονάκι στο γυμνάσιο Μοναστηρίου, που αποτελούσε πρωτάκουστο νεωτερισμό! «Και στο Μπούκοβο», είπε, «το ίδιο έκαμαν την άνοιξη. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν έχομε εμείς νοσοκομείο ή άλλο μέρος να φυλάγομε τέτοιους αρρώστους. Καταλαβαίνετε τι θα πάθομε αν έρθουν και τον βρουν οι Τούρκοι»; Ο παπάς έφερε αντιρρήσεις: «Είναι κρίμα και αμαρτία. Το παιδί για μας ήρθε να πολεμήσει. Χριστιανοί είμαστε».
- Και τι λες, παπά, να τον κάνομε; Που να τον βαστάξαμε; Τον ρώτησε ο Γάτσος.
Ο παπάς σώπασε και η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε «παμψηφεί» και άφωνη...
Πετάχθηκε όμως αγριεμένη η Νάτσαινα, που είχε παραβιάσει την είσοδο του σχολείου. Όλοι την λογάριαζαν. «Πώς; Πώς; Να τον σκοτώσουμε με τα δικά μας χέρια; Δεν ντρέπεστε; Και δεν φοβάσθε τον Θεό; Χριστιανός δικός μας είναι. Και έχει μάνα το παιδί. Το περιμένει. Εγώ δεν σας αφήνω». Και την πήραν τα κλάματα.
Ήρθαν σε συννενόηση με το Κέντρο Μοναστηρίου και αποφάσισαν να τον στείλουν στο Μοναστήρι της Παναγίας του Τυρνόβου, που εκτελούσε χρέη φρενοκομείου. Τον έβαλαν σʼ ένα κάρο δεμένο και φιμωμένο και τον σκέπασαν με μια χοντρή βελέντζα. Ο Τόλης και ένας άλλος χωρικός τον συνόδευαν. Ευτυχώς έπεφτε πυκνό το χιόνι και κανένας δεν είχε τον καιρό να ασχοληθεί με το κάρο και το περιεχόμενο του. Μονάχα όταν περνούσαν τους τουρκικούς μαχαλάδες ένας χότζας ρώτησε που πήγαιναν τον άρρωστο.
- Στο μοναστήρι του Τυρνόβου, απάντησε ο Τόλης. Ο αφελδός μου ξαφνικά τρελάθηκε.
Το μοναστήρι είχε πρωτότυπη θεραπευτική μέθοδο.
Έδεναν τον τρελό με αλυσίδες και τον έτρεφαν με λίγο ξηρό ψωμί και... ξύδι... Η ασιτία αδυνάτιζε και την αρρώστια με την βοήθεια πάντοτε της Παναγίας.
Αλλά κι εκεί ήταν επικίνδυνος ο Αγησίλαος. Φώναξε, ζητούσε το τουφέκι να πολεμήσει σαν ήρωας τους Τούρκους... Ήταν απʼ την Ρούμελη, πατριώτης του Αθανασίου Διάκου. Παλιάνθρωπος ήταν ο καπετάνιος του, ο Γερογιάννης κ.λ.π. Και τα έλεγε όλα ελληνικά, που σήμαινε, ότι δεν ήξερε άλλη γλώσσα και ήταν ξένος στον τόπο και ύποπτος.
Το «Κέντρον» αναγκάσθηκε να μετακαλέσει απʼ τη Θεσσαλονίκη δυο τσελιγκάδες Σαρακατσαναίους, που τον έντυσαν σαρακατσάνικα και τον πήραν μαζί τους στη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά. Βοήθησαν, εννοείται, στο τραίνο ακι όλοι οι σιδηροδρομικοί, θαυμάσιοι πατριώτες. Τους είχαν κλείσει σʼ ένα παράμερο διαμέρισμα.
Οι Σαρακατσαναίοι ήταν το δραστικό αντίδοτο, όταν υπήρχε ζήτημα για επιλήψιμο πρόσωπο, που δεν ήξερε παρά μόνο ελληνικά. Οι εντόποιοι ήξεραν τις τοπικές διαλέκτους. Δυο Κρητικούς αντάρτες τραυματίες στο νοσοκομείο Μοναστηρίου παρουσίαζαν οι δικοί μας για Σαρακατσαναίους... Και δυο τενεκέδες με τυρί και βούτυρο για τους αστυνομικούς, που τα έφεραν οι τσελιγκάδες πιστοποίησαν αυτή την ιδιότητά τους...
Οι Σαρακατσαναίοι ήταν αποκλειστικά και μόνο κτηνοτρόφοι και μάλιστα νομάδες και δεν μιλούσαν καμιά άλλη γλώσσα, εκτός απʼ την ελληνική.
Στο τέλος κατάφεραν οι αρμόδιοι της Θεσσαλονίκης νʼ ανεβάσουν τον Αγησίλαο σʼ ένα ελληνικό βαπόρι για τον Πειραιά.
(«Κρυψάνες»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου