Οι απέραντες φυλακές Μοναστηρίου ήσαν στις δόξες τους. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν ιδεί τόση κοσμοπλημμύρα. Έλληνες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, καπεταναίοι και αντάρτες, Βούλγαροι βοεβόδες και κομιτατζήδες. Τούρκοι μπέηδες και τουρκαλβανοί ληστές, παπάδες, χοτζάδες, χωριάτες, ἐπιστήμονες, φοιτητές, έργάτες γέμιζαν ασφυκτικά και το παραμικρότερο κελί τους. Όλες οι φυλές, οι τάξεις και οι στολές της βαλκανικής είχαν εκεί αντιπροσώπους. Ήταν μια σωστή πολιτεία, ένας παράξενος και χωριστός κόσμος αποκλεισμένος απʼ τον άλλο, που είχε τα βάσανα καοι τους καημούς του, δική του ζωή και νοοτροπία και ζούσε με μιαν ελπίδα: την αμνηστία. Στην είσοδο ήταν ένα παλιό και σαθρό κτίριο, ο μπασμαχανές (φυλακή υποδίκων), και αριστερά το μπορτσλή (των κρατουμένων για χρέη). Δεξιά στο βάθος επρόβαλλε ένα βαρύ και γκρίζο πέτρινο οικοδόμημα, ο κατιλ χανές (των βαρυποινιτών).
Μια κληματαριά και μια βρύση έδιναν κάποιο χαρούμενο τόνο στην πένθιμη και σκυθρωπή όψη του. Παραπέρα είχαν ανεγερθεί οι καινούργιες φυλακές (γενή) που είχαν αποστολή να λύσουν το πρόβλημα του αδιαχώρητου. Χωριστά ήσαν τα γραφεία του διευθυντού και της υπηρεσίας, οι θάλαμοι των δεσμοφυλάκων και της φρουράς, το χαμάμι κλπ. Καθένα απʼ τα τέσσαρα κύρια διαμερίσματα χωριζόταν απʼ τʼ άλλα με ξύλινα κάγκελα. Μονάχα ο κατιλ χανές τα είχε σιδερένια. Στη μέση υπήρχε ένας φαρδός και ατέλειωτος διάδρομος, όπου έρχονταν οι επισκέπτες για να ιδούν και να κουβεντιάσουν με τους φυλακισμένους, αφού, εννοείται, τους γινόταν στην είσοδο η σχετική τυπική έρευνα. Μα ο πληθυσμός των φυλακισμένων είχε τόσον αυξηθεί και πληθύνει, ώστε η παλιά διάκριση των τεσσάρων διαμερισμάτων είχεν ουσιαστικά καταργηθεί. Ακόμα και τα παραρτήματα που ήσαν προορισμένα για τους υποδίκους και για τους κρατουμένους για χρέη είχαν καταληφθεί από ανθρώπους που είχαν στη ράχη τους καταδίκες πολλών ετών ή κατηγορίες σφαγών και ερημώσεων. Και το έκτακτο δικαστήριο Μοναστηρίου εδούλευε ακούραστα και έστελνε αδιάκοπα καινούργιες φουρνιές...
Έξω ο πόλεμος, πολύμορφος, πολυμέτωπος και πολύνεκρος, βρισκόταν στο αποκορύφωμα του. Έλληνες και Βούλγραοι ίδια πετσοκόβονταν με λύσσα στα βουνά, στα χωριά και στις πολιτείες. Οικογένειες είχαν μοιρασθεί σε αντίπαλα στρατόπεδα που τα χώριζαν αβυσσαλέα μίση. Οι Τούρκοι άφηναν με πολλήν ευχαρίστηση τα λυσσιάρικα σκυλιά να αλληλοεξοντωθούν, όταν δεν τα κυνηγούσαν με ορμή που υπενθύμιζε την εποχή των κατακτήσεων τους. Μέσα όμως στη φυλακή εβασίλευε η ειρήνη. Τα θηρία των ορέων έγιναν στο κλουβί άκακα αρνιά. Αντάρτες και κομιτατζήδες, τουρκαλβανοί χριστιανομάχοι και χριστιανοί τουρκοφάγοι, ληστές και νοικοκυραίοι ζούσαν κάτω απʼ την ίδια στέγη κοιμούνταν αδελφικά στο ίδιο δωμάτιο ο ένας κοντά στον άλλο...
Το Πάσχα του 1906 έγινε το πρώτο αιματηρό επεισόδιο. Είχαν φέρει στους Βουλγάρους, όπως στους δικούς μας, σφαχτά, αυγά και πίτες. Ο βοεβόδας Σιακίρεφ σαν ανώτερος θέλησε να τα μοιράσει. Ο συνάδελφος του Τζόρλε του ʼφερε, φαίνεται, αντιρρήσεις. Ο Σιακίρεφ αρπάζει τότε μια στάμνα νερού και την πετάει επάνω του. Το σταμνί όμως έκαμε λάθος στη διεύθυνση και βρήκε το κεφάλι του καπετάν Βαγγέλη του Κρητικού. Τον έριξε αναίσθητο καταγής. Οι Ρωμιοί νόμισαν πως σκοτώθηκε. Και χωρίς καμιά χρονοτριβή και διαδικασία ρίχθηκαν στον Σιακίρεφ, τον Τζόρλε και όλη τους την παρέα. Πολλά βουλγάρικα κεφάλια πλέρωσαν την άγια εκείνη μέρα το λάθος της στάμνας...
Αυτή η εύκολη ελληνική νίκη δεν πολυάρεσε στους Τούρκους και Τουρκαλβανούς. Είχαν έως τότε το μονοπώλιο της παλικαροσύνης και επιβολής στη φυλακή. Οι Έλληνες τώρα αποδείκνυαν πως ήσαν ικανοί να σπάσουν σε ολίγα λεπτά εχθρικά κεφάλια με το σωρό. Ίσως το χρήμα και άλλοι εξωτερικοί λόγοι να έπαιξαν το ρόλο τους. Το βέβαιο είναι ότι άλλαξαν συμπεριφορά. Γιʼ αυτούς βέβαια, Έλληνες και Βούλγαροι ήσαν άσπρα και μαύρια σκυλιά. Μα το μαύρο σκυλί ήταν ο Βούλγαρος. Τώρα τη θέση του πήρε ο Έλληνας. Κρυφομιλήματα, διαβούλια, λοξές ματιές και κάποτε και απροκάλυπτες απειλές επρόδιναν πως κάτι το σοβαρό και σκοτεινό ήταν στα σκαριά.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 3 Ιουνίου, έγινε το ξέσπασμα. Ξημέρωνε. Απʼ τα δύο ανοιχτά σιδερόφρακτα παράθυρα του 6ου θαλάμου του κατιλχανέ έμπαιναν η πρωινή δροσιά και το σιγανό τραγούδι της βρύσης. Μέσα κοιμούνται 35 Έλληνες και 18 Τούρκοι. Ήσαν πλαγιασμένοι ο ένας κολλητά στον άλλο. Λίγοι είχαν στρώματα και παπλώματα. Άλλοι μια βελέντζα και μια ψάθα. Και μερικοί μονάχα την κάπα τους. Απʼ την μια μεριά ήσαν οι Ρωμιοί απʼ την άλλη οι μουσουλμάνοι. Ο καφετζής του θαλάμου, ένας φτωχός Βούλγαρος χωρικός, είχε συμμαζωχτεί σε μια απόμερη γωνιά. Κοιμούνταν όλοι στο βαθύ και ληθαργικό ύπνο των ανθρώπων, που τίποτε δεν τους απασχολούσε και καμιά δουλειά δεν τους περίμενε.
Ξάφνου ένας αντάρτης έβαλε τις φωνές.
- Σηκωθήτε βρε παιδιά... Ξυπνήστε...
- Τον σταυρό σου... Απʼ το πρωί μωρέ τρελάθηκες; Διαβεντισμένε... του αποκρίθηκαν νυσταλέες βρισιές κάτω απʼ τα σκεπάσματα.
- Άι Ζωντανέψτε! Ξυπνήστε!
- Τι έπαθες μωρέ στα καλά καθούμενα;
- Δεν είμαστε καθόλου καλά καθούμενοι. Μας μαγάρισαν τον σταυρό! Τʼ ακούτε;
Παπλώματα, κουβέρτες, κάπες τινάχθηκαν δια μιας και πρόβαλαν αγριεμένες και ακτένιστες κεφαλές.
- Τι λες βρε σκυλί; Ονειρεύεσαι;
- Ελάτε να το δείτε με τα μάτια σας!
Πετάχτηκαν αρκετοί. Πραγματικά, στον τοίχο του αποχωρητηρίου ήταν σχεδιασμένος με ακαθαρσίες ένας μεγάλος σταυρός.
Όλοι τώρα βρέθηκαν όρθιοι. Τα μάτια τους έβγαζαν σπίθες, τα πρόσωπά τους καθρέπτιζαν οργή, αγανάκτηση, μίσος, κατάπληξη, απόγνωση. Φωνές, βρισιές, απειλές έπαιρναν κι έδιναν. Μπορεί να είχαν ποδοπατήσει τις περισσότερες από τις δέκα εντολές. Μπορεί να είχαν ολότελα ξεγράψει τον νόμο της αγάπης του εσταυρωμένου. Μα στον σταυρό είχαν μείνει πιστοί. Ασημένιο τον έκρυβαν φυλακτό κάτω από τη φανέλα ή τον είχαν κρεμασμένο στο στήθος. Η αισχρή βεβήλωση του ήταν και μια ατομική για τον καθένα πρόκληση. Οι ζωηρότεροι έλεγαν να ριχθούν στους Τούρκους που ήσαν ακόμα πλαγιασμένοι, πριν ανοίξουν οι πόρτες. Ανάμεσα σʼ αυτούς θα ήταν ο δράστης. Η φοβερή προσβολή έπρεπε να ξεπλυθεί με αίμα.Οι Τούρκοι έβλεπαν την ταραχή και αναστάτωση τους και απορούσαν. Ρώτησαν αρβανίτικα τον Κόλα Μωραΐτη τί είχε συμβεί. Εκείνος δεν απάντησε. Οι άλλοι όμως τον έβαναν να τους μιλήσει.
Μπήκε στη μέση ο Καραλίβανος, ο αρχηγός του θαλάμου. Ήταν ένας πρώην ληστής απʼ την Παλιά Ελλάδα, που ήρθε και νοικοκυρεύθηκε στην Κοζάνη και ξαναπήρε πάλι τα βουνά, όταν ο Παύλος Μελάς άνοιξε το δρόμο. Πολύπειρος και πολύπαθος διατήρησε την ψυχραιμία του.
- Σταθήτʼ μπρε παιδιά. Να ιδούμʼ...
- Τι να δούμε ακόμα καπετάνιε; Οι άπιστοι σκύλοι έκαμαν τη δουλειά τους.
- Μια στιγμή. Κάμιτι πομονή. Στη φυλακή είμαστε. Στα χέρια τους.
Σηκώθηκε ψηλός, βαρύς με το κεντημένο ντουλαμά, τις χυτές κάλτσες, το μαύρο σκούφο και τα στρογγυλά γένεια του. Πήγε να βρει τον Μπεσίμ άγα, παλιό λήσταρχο και αρχηγό των ομόθρησκων του. Μόλις τον είδε εκείνος να πλησιάζει, σηκώθηκε και παράγγειλε ένα καφέ στον καφεντζή, που τα είχε κι αυτός ολότελα χάσει. Σέβονταν όλοι τον Καραλίβανο για τη φρονιμάδα του και ιδία για ένα όχι πολύ παλιό ληστρικό κατόρθωμα στην Κλεισούρα, που είχε αριστοτεχνικά φιλοτεχνήσει.
- Δεν είναι καιρός για καφέ, Μπεσίμ αγά, του είπε με τα κουτσοτούρκικά του. Να: σας το λέω. Δεν είναι τούτο καλό πράγμα. Πάσα άνθρωπος έχουν το θρησκεία του. Χωρίς πίστη γίνεται; Όλοι μέσα σʼ ,ενα κάμαρη ζούμε.
- Μα τί έγινε καπετάνιε;
Οι αντάρτες που είχαν μαζωχθεί ολόγυρα τους ξέσπασαν σε διαμαρτυρίες.
- Μωρέ μας κοροϊδεύει τούτος. Κάνει τον ανήξερο κι εμείς τον είχαμε για καλό!!...
Ο Καραλίβανος χωρίς να τους δώσει προσοχή διηγήθηκε του συναδέφλου του ποια τοιχογραφία είχε το πρωί ανακαλυφθεί.
- Αλλάχ, Αλλάχ, είπε αγανακτισμένος ο Μπεσίμ αγάς. Τʼ είνʼ αυτά!
- Έτσι είναι. Το πίστη τι φταίει;
- Μασκαριλίκια! Προστυχιές! Ατιμίες!
- Μασκαριλίκια, φίλε μου Μπεσίμ άγα, είπε ο Πέτρος Χατζητάσης, ένας γενειοφόρος αντάρτης απʼ τη Φλώρινα, που δεν τα περιμέναμε. Ξέρεις πόσο εμείς σε αγαπούμε και σε τιμούμε. Είναι ντροπή και για σένα αν δεν βρεθεί αυτός που τα ʼκαμε. Να δώσουμε τόπο στην οργή. Εμείς εδώ είμαστε σαν ένα σπίτι, σαν αδέλφια.
- Α! Βέβαια. Πρέπει να βρεθεί, να το πούμε το διευθυντή να το σηκωθή απʼ εδώ, επιβεβαίωσε και ο Καραλίβανος.
- Από μας μια φορά πρέπει να είσθε ήσυχοι, αποκρίθηκε ο Μπεσίμ. Δεν είναι από το θάλαμο μας ο μασκαράς που τα ʼκαμε.
- Τί λες ορέ Μπεσίμ, είπε αρβανίτικα ο Κόλας ο Μωραΐτης. Η πόρτα ήταν κλειστή. Πουλί έγινε ο μαγαρισμένος; Για το σταυρό, Μπεσίμ, πολεμάμε και χύσαμε το αίμα μας.
Άναψαν και οι άλλοι που δεν καταλάβαιναν τα τούρκικα και τʼ αρβανίτικα.
- Το σταυρό σας;... Τί λέτε τόση ώρα; Καιρός για παραμύθια είναι; Ένα και ένα κάνουν δύο. Να μας πουν ποιος είναι ο παλιάνθρωπος. Αλλιώς θα τα πληρώσουν όλοι τους μαζεμένοι.
- Πέστε τους, έλεγε άλλος, ο σταυρός γίνεται εύκολα μισοφέγγαρο. Μα εμείς δεν καταδεχόμαστε να τα βάλουμε με την πίστη του και το βρωμομωχαμέτη τους. Είμαστε άνδρες.
- Άδικα τα βάζουν τα παιδιά μας, είπε ο Μπεσίμ, βλέποντας την εξέγερσή τους. Βάνω το κεφάλι μου πως δεν φταίει κανένας απʼ τους δικούς μου.
Διαμαρτυρήθηκαν ζωηρά και όλοι οι άλλοι Τούρκοι και με νοήματα έδιναν στους δικούς μας να καταλάβουν πως δεν ήσαν αυτοί οι δράστες.
- Καλά, παρατήρησε ο Μωραΐτης, δεν το κάνατε σεις. Δεν το κάναμε βέβαια και εμείς. Ποιος λοιπόν έκαμε την προστυχιά; Σηλώθηκε τότε ο Μπεσίμ και πήρε παράμερα τον Καραλίβανο, τον Χατζητάση και τον Μωραΐτη.
- Θα σας τα πω. Είναι δυο φορές τώρα που μου είπε ο Ρέτζιο, ο Σέρτ Αλή και η παρέα τους να συννενοηθούμε και να σας χτυπήσουμε. Εγώ τους είπα περνάω καλά μαζί σας. Δεν έχομε κανένα παράπονο. Πολλές φορές μας δώσατε απʼ το φαγί σας. Αυτοί θύμωσαν. Κοντεύεις να γίνεις και συ γκιαούρης, μου είπαν. Χωρίς άλλο αυτοί θα ʼβαλαν κανένα αποβραδίς και έκαμε τη βρωμοδουλειά. Για νʼ αρχίσει ο καυγάς απʼ το θάλαμό μας. Πρέπει να φυλαχθήτε σήμερα. Με καταλαβαίνετε; Αυτό έχω να σας πω.
- Μα γιατί; Τι έχουν μαζί μας;
- Δεν ξέρω. Εμένα μου είπαν για να σας πάρουμε τʼ ασημικά και τα χρήματα. Ίσως να τους βάζουν οι Βούλγαροι ή και άλλοι.
- Και είν αι νπολλοί με τον Ρέτζιο και τον Σέρτ-Αλή;
- Όλοι οι Γκέγκηδες και οι άλλοι Τούρκοι εξόν από μας. Και οι τρεις μπέηδες έχουν την ουρά τους. Φαίνεται πως και ο αξιωματικός της φρουράς και οι δεσμοφύλακες τα ξέρουν και θα τους βοηθήσουν. Ανοίξτε τα μάτια σας. Χρειάζεται μυαλό. Εγώ τι άλλο μπορώ να κάμω;...
Ο Καραλίβανος εσύστησε σʼ όλους ψυχραιμία και προσοχή. Μα τι μπορούσε να συγκρατήσει την άγρια τρικυμία; Από παραθύρι σε παραθύρι η είδηση ἐγινε κοινό μυστικό σʼ όλο το ατελείωτο συγκρότημα των φυλακών. Ως να φθάσει μάλιστα στο τμήμα των υποδίκων, ο ένας σταυρός είχε γεννοβολήσει...
Όταν οι πόρτες άνοιξαν για το κανονικό παϊντός (διάλειμμα) και ξεχύθηκαν στις αυλές οι φυλακισμένοι, μια βαρεία ατμόσφαιρα παντού επικρατούσε. Μπουλούκια μπουλούκια, Ρωμιοί και Τούρκοι, σιγοκουβέντιαζαν και άλλαζαν ματιές γεμάτες μίσος.
Ήταν φανερό πως κάτι το τραγικό και φοβερό κρεμόταν πάνω απʼ τις κεφαλές όλων.
Ο Καραλίβανος συνεννοήθηκε με τους άλλους αρχηγούς και πήγε μαζί με τον Χατζητάση να βρεί τον διευθυντή. Κατά τύχη έλειπε απʼ το γραφείο του... Είχε εκδώσει όμως τη διαταγή για γενική έρευνα, που περιορίσθηκε φυσικά μονάχα στους δικούς μας. Όσοι βρέθηκαν να τα κρύψουν βαθύτερα στους θαλάμους σε στρώματα, μαξιλάρια, μαγκάλια, μέσα στο πάτωμα κλπ. Κατά παράξενη σύμπτωση έφθασαν εέκίνη την ημέρα και πολλά φορτία με χονδρά και μακριά καυσόξυλα για το χαμάμι, που ξεφορτώθηκαν εκεί που βρίσκονταν οι περισσότεροι Γκέγκηδες. Επίσης οι τρεις μπέηδες που κάθονταν τακτικά στον κεντρικό διάδρομο και έπαιζαν τάβλι ή κοίταζαν τις γυναίκες που έρχονταν για τους δικούς τους είχαν απʼ το πρωί εξαφανισθεί.
Παρʼ όλα αυτά οι αγριεμένοι στρατιώτες του σταυρού δεν εννοούσαν να συμμαζωχθούν. Άρχισαν να φωνάζουν τώρα, για να τʼ ακούν και οι Τουρκαλβανοί πως η βρωμερή προσβολή θα ξεπλυνόταν με αίμα. Μερικοί κιόλας που ήξεραν τʼ αρβανίτικα και τούρκικα έφθασαν να ρωτούν που ήσαν τρυπωμένοι ο Ρέτζιο και ο Σέρτ Αλή, που ήξεραν τόσο καλά να ανακατεύονται με τις ακαθαρσίες... Του κάκου ο Καραλίβανος τους συνιστούσε να παν να κλειδωθούν στους θαλάμους τους, όπως κρυφά του είχε μηνύσει ο Μπεσίμ. Αντάρτες, χωριάτες, πολίτες εξακολουθούσαν να μένουν κάτω στις αυλές, να θορυβούν, να προκαλούν και διαμαρτυρούνται άοπλοι μα άφοβοι, ζωηροί και απειλητικοί. Ο Ντήμκος, ένας χωρικός-αντάρτης από τον Σόνοδολ, την ώρα που του έλεγαν να φύγει αποκρίθηκε:
- Για το σταυρός και το Χριστός είμαστε εντώ.
Κατά τις 10 1/2 οι Καραλ΄βναος και Χατζητάσης κατόρθωσαν επί τέλους να επιτύχουν στο γραφείο του τον κ. Διευθυντή, έτοιμο πάλι να ξαναβγεί και εξαφανισθεί.
- Σε ζητάμε τόσην ώρα μουντιρ εφέντη...
- Ήμουν στο χαμάμι. Έπαθε κάποια βλάβη. Τι τρέχει;
- Δεν τα ʼμαθες μουντιρ εφέντη;
- Όχι. Δεν ξέρω τίποτε.
- Ψες στον θάλαμο μας αριθμός 6 μας έγινε μεγάλη προσβολή. Βρέθηκε στον τοίχο του αποχωρητηρίου ένας σταυρός από ακαθαρσίες.
- Μπα! Θα στείλω να τον καθαρίσουν.
- Δεν φτάνει αυτό μουντιρ εφέντη! Δεν παίζουν με τις θρησκείες...
- Τι άλλο θέλετε να κάμω; Ξέρετε ποιος είναι ο ένοχος;
- Άνθρωποι του Ρέτζιο.
- Τους είδατε;
- Αν τους βλέπαμε!...
- Και πως το ξέρετε;
Έφθασαν τότε στο γραφείο ο λοχαγός Καλομενόπουλος με τους υπαρχηγούς του Λάμπρον και Νώτην. Οδηγούσαν τον Νάκο Χασσιώτη με το κεφάλι αιματωμένο. Του το ʼσπασε με μια στάμνα έτσι χωρίς καμιά αιτία ο Σέρτ-Αλής.
Κι ευθύς αμέσως ξέσπασε αγρία οχλοβοή. Σαν να ήταν το αίμα του Νάκου το σύνθημα, ρίχθηκαν δια μιας οι Γκέγκηδες με μαχαίρια, ρόπαλα και ουρλιαχτά και χτυπούσαν αλύπητα. Ολότελα άοπλοι οι δικοί μας, αμύνουνταν με ό,τι τύχαινε ο καθένας, πέτρες, σταμνιά, τσουκάλια, γροθιές. Οι στρατιώτες, οι χωροφύλακες και οι δεσμοφύλακες περιορίσθηκαν να ρίχνουν στους Τούρκους και τους Τουρκαλβανούς ξιφολόγχες...
Ο Κόλας ο Μωραΐτης άρπαξε ένα ξύλο απʼ την κληματαριά και έστρωσε νεκρό καταγής ένα Γκέγκη. Τον περικύκλωσαν περισσότεροι με μεγαλύτερη λύσσα. Απʼ το μπορτσλή είδε την δύσκολη θέση του ο φίλος του και ψυχογιός του Κώτα, Κώτσης, απʼ τα χωριά της Κορυτσάς, πετάχθηκε έξω, πέρασε την αυλή και όρμησε να διασκελίσει τα κάγκελα του κατιλχανέ. Μα ένας στρατιώτης τον εσούβλισε με την λόγχη.
Εκείνη την στιγμή έφθασε με μια πίτα στο χέρι η μάνα του Μωραΐτη. Είχε τρία άλλα παιδιά αντάρτες στα βουνά. Η φτωχή γριά πέταξε ευθύς την πίτα και έτρεξε με όλη την δύναμη των γεροντικών ποδιών της να ειδοποιήσει τον Μητροπολίτη και τα Προξενεία.
Στο μεταξὺ το ξύλο που κρατούσε ο υιος της έσπανε και έπεσε γεμάτος πληγές. Είχε την πρόβλεψη να κάμει τον πεθαμένο ανάμεσα στʼ άλλα πτώματα.
Ο Ντήμκος παρέκει καθόταν ακουμπισμένος στον τοίχο με το κεφάλι ανοιχτό και τα έντερα στα χέρια.
Αποθηριωμένοι οι Γκέγκηδες απʼ το αίμα ξεχύθηκαν παντού. Σʼ ένα θάλαμο όπου οι δυο Κρητικοί κοιμούνταν άρρωστοι τους κάρφωσαν απάνω στα στρώματά τους.
Όλες οι φυλακές έγιναν πεδίο της άνισης πάλης.
Στο μπορτσλή το πάτωμα είχε σκεπασθεί με γιαούρτι και αίμα, όπου οι Γκέγκηδες με τα γουρουνοτσάρουχά τους γλιστρούσαν και έπεφταν. Ο Λάκης ο Πισοδερίτης χρησιμοποίησε αποτελεσματικά για όπλα γιαουρτοκεσέδες. Ο κουρέας ο Ζώτος έδρασε με το ξυράφι του. Κι ο καφετζής Ίτσος, ένας φυματικός ισοβίτης, για φόνο Βουλγάρου, πρόφθασε να βγάλει κάμποσα μαχαίρια κρυμμένα στο μαγκάλι όπου έψηνε τους καφέδες. Ο Γιαλίρης και ο Μπενούκας διαφύλαξαν με τα μαχαίρια απαραβίαστη την είσοδο του θαλάμου των. Ένας καλός Τούρκος δεσμοφύλακας, ο Ακίφ, πρόλαβε να κλειδώσει αρκετούς θαλάμους και να σώσει πολλούς.
Δυο ώρες βάσταξε η άνιση σύγκρουση και αληθινή μάχη του σταυρού. Χρειάσθηκε νʼ αναστατωθεί η πόλη, να κινητοποιηθεί ο μητροπολίτης, να επέμβουν οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων για να δοθεί τέρμα. Σʼ όλο αυτό το διάστημα ο διευθυντής των φυλακών παρέμεινε κλειδωμένος στο γραφείο του. Έτσι έσωσε χωρίς να το θέλει τους Καλομενόπουλο, Καραλίβανο και λοιπούς. Οι Βούλγαροι φυλακισμένοι κράτησαν ουδετερότητα σαν να ήταν αποκλειστικά ελληνικός ο σταυρός.
Επτά ήσαν οι δικοί μας νεκροί και 60-70 οι πληγωμένοι που ξέπλυναν με το αίμα τους τη βεβήλωση του σταυρού. Τους σκοτωμένους τους πήγαν στο ελληνικό νοσοκομείο, όπου τους ένδυσαν και τους στόλισαν και όλη τη νύχτα τους μοιρολόγησαν κυρίες και κοινές γυναίκες.
Την άλλη μέρα όλος ο ελληνικός πληθυσμός παρακολούθησε την κηδεία τους με τα φεσάκια στο χέρι. Η αστυνομία είχε απαγορεύσει τα στεφάνια. Ένα παιδάκι μονάχα κρατούσε μπροστά απʼ τα 7 φέρετρα ένα σταυρό από κόκκινα τριαντάφυλλα...
(«Πάντεφ ο δυναμιτιστής»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου