ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
Πράξ. 9, 32-42
Δορκάς!
«Ἐν Ἰόππῃ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι
Ταβιθά, ἤ διερμηνευομένη λέγεται
Δορκάς˙ αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν
ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὦν ἐποίει»
(Πράξ. 9, 36)
ΔΟΡΚΑΣ! Τί εἶνε; Εἶνε τὸ γνωστὸ στοὺς κατοίκους τῶν δασῶν ζῷο, τὸ ζαρκάδι ὅπως τὸ ὀνομάζει ὁ λαός.
Ὅσο περνάει ὁ καιρός, τόσο τὸ ζαρκάδι γίνεται πιὸ σπάνιο. Κινδυνεύει νὰ ἐξαφανιστῇ, ὅπως θὰ ἐξαφανιστοῦν καὶ τόσα ἄλλα ζῷα ἀπὸ τὴ γῆ. Ὁ πολιτισμός, βλέπετε, ἐξοντώνει ζῷα καὶ φυτά, καὶ γεμίζει τὴ γῆ ἀπὸ τσιμεντόσπιτα, πολυκατοικίες, ἐργοστάσια καὶ ἄλλα τεράστια τεχνικὰ ἔργα, ποὺ δὲν ἀφήνουν πιὰ ἀρκετὰ περιθώρια γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῶν ζῷων. Καὶ ἔτσι θά ʼρθῃ καιρός, ποὺ ζαρκάδια, ἐλάφια καὶ ἄλλα τέτοια ζῷα θὰ βλέπουμε μόνο στοὺς ζῳολογικοὺς κήπους.
Τὸ ζαρκάδι εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ὄμορφα ζῷα. Εἶνε εὐκίνητο, τρέχει γρήγορα, ζῇ μέσʼ στὰ πυκνὰ δάση. Τὸ ζαρκάδι ἦταν ἕνα πολὺ ἀγαπητὸ ζῷο στοὺς κατοίκους τῆς Παλαιστίνης. Οἱ ἀρχαῖοι Ἰουδαῖοι πολὺ τὸ ἀγαποῦσαν, καὶ γιʼ αὐτὸ ἔδιναν τὸ ὄνομα Ζαρκάδι στὰ παιδιά τους. Στὰ ἑλληνικὰ τὸ Ζαρκάδι, ὅπως εἴδαμε, ὀνομάζεται Δορκάς. Στὰ ἑβραϊκὰ ὀνομάζεται Ταβιθά.
* * *
Αὐτὸ τὸ ὄνομα εἶχε μιὰ διαλεχτὴ κόρη, ποὺ κατοικοῦσε σὲ μιὰ πόλι τῆς Ἰουδαίας, στὴ σημερινὴ Γιάφφα, λιμάνι τοῦ Ἑβραϊκοῦ κράτους, ποὺ τότε λεγόταν Ἰόππη.
Ἡ Δορκάς, ἡ κόρη δηλαδὴ τῆς Ἰόππης, ἦταν ἕνα πρόσωπο πολὺ ἀγαπητὸ στὴν κοινωνία τῆς Ἰόππης. Δὲν ἦταν κόρη καμμιᾶς πλουσίας καὶ ἐπισήμου οἰκογενείας τῆς πόλεως. Ἦταν ἕνα φτωχὸ κορίτσι. Ἦταν μιὰ ῥάπτρια, ποὺ ζοῦσε μὲ τὴν βελόνα της. Ἀλλʼ αὐτὴ ἡ φτωχὴ κόρη ἦταν μιὰ εὐγενικὴ ὕπαρξι. Ἔκλεινε μέσʼ στὴν καρδιά της ἕνα πλοῦτο πνευματικό. Καὶ ὁ πνευματικὸς πλοῦτος, ποὺ δὲν ἔχει καμμιὰ σύγκρισι μὲ τὸν ὑλικὸ πλοῦτο, ἦταν οἱ ἀρετές της. Ἡ Δορκὰς ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ καὶ βαπτίστηκε κʼ ἔγινε χριστιανή, ἔδειξε ὅτι θέλει ὄχι ἁπλῶς νὰ ὀνομάζεται χριστιανή, ἀλλὰ καὶ νὰ ζῇ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ εὐαγγελίου. Ἡ πιὸ σπουδαία δὲ ἐντολή, ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, εἶνε ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Εἶνε τὸ «ἀγαπάτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 13, 34). Αὐτὸ ἐφάρμοσε στὸν τέλειο βαθμὸ ἡ Δορκάς.
Δὲν ἦταν πλούσια, ὅπως εἴπαμε. Δὲν εἶχε λεφτά, γιὰ νὰ μοιράζῃ στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ κάνῃ ἐλεημοσύνη. Πολλοὶ νομίζουν, ὅτι ἐλεημοσύνη μποροῦν νὰ κάνουν μόνο οἱ πλούσιοι. Τί ἐλεημοσύνη νὰ κάνουμε ἐμεῖς; λένε˙ ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη νὰ μᾶς βοηθήσουν, καὶ ὄχι νὰ βοηθήσουμε...
Κι ὅμως ἡ Δορκάς, ἡ εὐγενικὴ κόρη τῆς Ἰόππης, μᾶς διδάσκει ὅλους, ὅτι ὅποιος ἔχει ἀγάπη στὴν καρδιά, μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ καλὸ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ ἄν ἀκόμη δὲν ἔχῃ λεφτά. Ἡ Δορκάς, καθῶς μᾶς λέει ὁ σημερινὸς Ἀπόστολος, σὰν ῥάπτρια προσέφερε δωρεὰν τὶς ὑπηρεσίες της στὸν φτωχὸ λαό. Ἔρραβε δωρεὰν τὰ ῥοῦχα τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν. Καὶ δὲν ἔκανε μόνο αὐτὴ τὴν καλωσύνη, ἀλλὰ κι ἄλλες ἀκόμη καλωσύνες, ποὺ δὲν τὶς ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων, ἀλλὰ μόνο σημειώνουν, ὅτι ἡ κόρη αὐτὴ «ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὦν ἐποίει» (Πράξ. 9, 36). Δὲν ἦταν, δηλαδή, ἡ Δορκὰς ἕνα ποτήρι ἄδειο, ἀλλʼ ἕνα ποτήρι γεμᾶτο ἀπὸ τὸ δροσερὸ νερὸ τῆς ἀγάπης. Μʼ αὐτὸ πότιζε καὶ δρόσιζε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ διψοῦσαν ἀπὸ ἀγάπη, ἀπὸ βοήθεια καὶ καλωσύνη. Ἡ Δορκὰς ἦταν γεμάτη ἀπὸ ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες.
Τί εὐλογημένη κόρη! Ἐνῷ πλούσιες κόρες καὶ δεσποινίδες, ποὺ κατοικοῦσαν στὴν πόλι ἐκείνη, περνοῦσαν τὸν καιρό τους σὲ μάταιες διασκεδάσεις καὶ ξωδεύανε τὰ λεφτά τους σὲ λοῦσα καὶ δὲν ἔδιναν οἱ φαντασμένες καμμιὰ σημασία στοὺς φτωχούς, στὰ ὀρφανά, στὶς χῆρες, ἡ Δορκάς, παρʼ ὅλη τὴ φτώχεια της, εἶχε γίνει μιὰ βρύση ἀγάπης, μιὰ βρύση ποὺ ἔτρεχε καὶ ἐλεοῦσε τὸν κόσμο. Γιʼ αὐτό, ὅταν ἀρρώστησε καὶ πέθανε, ὅλοι οἱ φτωχοί, ὅλα τὰ ὀρφανὰ καὶ οἱ χῆρες, ποὺ κοντά της βρίσκανε παρηγοριὰ καὶ προστασία, ἄρχισαν νὰ κλαῖνε. Ἦταν γιὰ τὸ δυστυχισμένο κόσμο μιὰ μάνα στοργική.
Μιὰ τέτοια ὕπαρξι, θὰ ποὺν μερικοί, γιατί νὰ πεθάνῃ; Γιατί νὰ τὴν πάρῃ τόσο γρήγορα ὁ Θεός; Ἔπρεπε νὰ μείνῃ, γιὰ νὰ κάνη τὸ καλό...
Βέβαια ὁ Θεὸς ξέρει τί κάνει, ἀλλʼ οἱ ἄνθρωποι, ὅταν τοὺς λείψῃ κανένα ἀγαπημένο πρόσωπο, ζαλίζονται 'πὸ τὴ θλῖψι καὶ παραπονιοῦνται, καὶ λένε λόγια ποὺ δὲν πρέπει νὰ λένε. Γιατὶ ἄν ἀγαπᾶμε ἐμεῖς τὸν ἄνθρωπό μας μιὰ φορά, ὁ οὐράνιος Πατέρας τὸν ἀγαπάει ἄπειρες φορὲς καὶ ξέρει τί κάνει. Μόνο ἄπιστοι καὶ ἄθεοι ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τίποτα γύρω ἀπʼ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Γιʼ αὐτὸ κλαῖνε ἀπαρηγόρητα καὶ κατηγοροῦν καὶ βρίζουν τὸ Θεό.
Δὲν ἦταν τέτοιοι οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἰόππης, τὰ ὀρφανὰ καὶ οἱ χῆρες ποὺ προστάτευε ἠ Δορκάς. Πίστευαν, πὼς ὅ,τι κάνει ὁ Θεὸς εἶνε καλὰ καμωμένο. Μόνο μὲ τὰ δάκρυά τους ἐξέφραζαν τὸν πόνο ποὺ αἰσθάνθηκαν γιὰ τὸ θάνατό της. Θὰ ἤθελαν νὰ μὴν πεθάνῃ ἡ Δορκάς, ἀλλὰ νὰ ζήσῃ ἀκόμη πολλὰ χρόνια καὶ νὰ εἶνε μαζί τους. Γιʼ αὐτό, μόλις ἡ Δορκὰς ἔπεσε στὸ κρεβάτι ἄρρωστη καὶ εἶδαν ὅτι μέρα μὲ τὴ μέρα βαραίνει καὶ κινδυνεύει νὰ πεθάνῃ, ἔστειλαν καὶ κάλεσαν τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ποὺ βρισκόταν σὲ μιὰ κοντινὴ πόλι. Ἀλλὰ μέχρι νά ʼρθῃ ὁ Πέτρος, ἡ Δορκὰς εἶχε ἀποθάνει. Ὁ Πέτρος, βλέποντας τὴ λύπη ποὺ προξένησε ὁ θάνατος τῆς Δορκάδος, γονάτισε, ἔκανε τὴν προσευχή του, καὶ μὲ τὴ φωνὴ ποὺ ἀπηύθυνε πρὸς τὴ νεκρὴ κόρη, «Ταβιθά, ἀνάστηθι» (Πράξ. 9, 40), τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ νεκρὴ ἄνοιξε τὰ μάτια της, ἀνασηκώθηκε, κι ἄρχισε πάλι νά μιλάῃ! Τὸ θαῦμα διαδόθηκε ἀμέσως σʼ ὅλη τὴν περιοχὴ καὶ οἱ ἄνθρωποι πίστεψαν στὸ Χριστό.
* * *
Πολλὰ μᾶς διδάσκει ἡ εὐγενικὴ κόρη τῆς Ἰόππης, ἡ Δορκάς. Ἀλλὰ στὸ σύντομο αὐτὸ κήρυγμα θέλω νὰ προσέξετε μιὰ λεπτομέρεια. Καὶ ἡ λεπτομέρεια αὐτὴ εἶνε τὸ ὄνομα τῆς εὐγενικῆς αὐτὴς κόρης. Δορκὰς ὠνομαζόταν. Καὶ δορκὰς ἀποδείχτηκε. Δηλαδή, ὅπως τὸ ζαρκάδι εἶνε ἕνα ζῷο εὐκίνητο, ποὺ τρέχει παντοῦ καὶ διασχίζει μεγάλες ἀποστάσεις μέχρι νὰ βρῇ κρυστάλλινο νερό, ἔτσι κʼ ἡ κόρη τῆς Ἰόππης˙ ἔτρεχε καὶ δὲν ἡσύχαζε, μέχρι νὰ πιῇ νερὸ καὶ νὰ δροσιστῇ, μέχρι δηλαδὴ νὰ κάνῃ τὸ καλὸ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Κάνοντας δὲ τὸ καλὸ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἦταν σὰν νὰ δροσίζεται ἡ ἴδια. Κι ὅπως τὸ ζαρκάδι κοιτάζει ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ καὶ προσέχῃ νὰ μὴν πέσῃ σὲ παγίδα τῶν κυνηγῶν, ἔτσι καὶ ἡ κόρη τῆ Ἰόππης. Ἦταν μιὰ προσεκτικὴ μαθήτρια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σκορπώντας ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ τὶς καλωσύνες της πρόσεχε νὰ μὴν πέσῃ σὲ παγίδες τοῦ διαβόλου, νὰ διατηρήσῃ τὸν ἑαυτό της καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας καὶ τῆς κενοδοξίας. Ἔτσι δικαίωσε τὸ ὄνομα ποὺ τῆς εἶχαν δώσει. Δορκάς, ὄχι μόνο ἀλλὰ καὶ πρᾶγμα.
Ἐμεῖς, ἀγαπητοί, ἔχουμε ὀνόματα ἀνώτερα ἀπὸ τὸ ὄνομα ποὺ εἶχε ἡ εὐγενικὴ κόρη τῆς Ἰόππης. Ἔχουμε ὀνόματα χριστιανικά, ὀνόματα ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι, οἱ μεγάλοι αὐτοὶ ἥρωες τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Καὶ τὰ ὀνόματα αὐτὰ τῶν ἁγίων μᾶς τὰ ἔδωσαν τὴν ὥρα ποὺ βαπτισθήκαμε. Μᾶς τὰ ἔδωσαν, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν πάντοτε, ὅτι πρέπει νὰ ζοῦμε ὅπως ἐκεῖνοι. Ἀλλοίμονο ἄν ζοῦμε ἀντίθετα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων, ποὺ ἔχουμε τὰ ὀνόματά τους! Εἶνε σὰν νὰ τοὺς βρίζουμε καὶ νὰ ἀτιμάζουμε τὴν ἱερὴ μνήμη τους. Καὶ πιὸ πολὺ ἀκόμα, βρίζουμε καὶ ἀτιμάζουμε ἕνα ἄλλο ὄνομα, ποὺ εἶνε πιὸ πάνω ἀπʼ ὅλα τὰ ὀνόματα˙ τὸ ὄνομα χριστιανός. Τὰ ὀνόματά μας φωνάζουν˙ Ἕλληνες χριστιανοί, ἤ νʼ ἀλλάξετε ὄνομα ἤ νʼ ἀλλάξετε διαγωγή!
Εἴθε ὅλοι μας, ὅσοι ἔχουμε ὀνόματα χριστιανικά, νὰ συναισθανθοῦμε τὴν εὐθύνη μας καὶ νὰ ζήσουμε τέλειο χριστιανικὸ βίο κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ ὑπάρχῃ ἔτσι ἁρμονία μεταξὺ τοῦ ὀνόματός μας καὶ τῆς ζωῆς μας.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ'', σελ. 32-38 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου