Ἡ
Κυριακὴ ποὺ γίνεται μετὰ τὶς δεκατρεῖς Ἰουλίου εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς ἁγίους
Πατέρες τῆς τετάρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἢ τῶν ἕξι Οἰκουμενικῶν. Καὶ κατ’
αὐτὴν ἀκούγεται τὸ ἐπιλεγμένο ἀπὸ τὴν πρὸς Τίτο ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου
ἀνάγνωσμα. Τὸ ὁποῖο ἀκούγεται ἐπίσης καὶ κατὰ τὴν Κυριακὴ ποὺ γίνεται μετά τὶς ἕνδεκα
Ὀκτωβρίου.
Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι συγκαλοῦνται γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν σοβαρὰ προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀφοροῦν στὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Βεβαίως μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος λειτουργεῖ καὶ ὡς νομοθετικὸ σῶμα ἢ ὡς δικαστικό καὶ ἔχει πολλὲς ἀρμοδιότητες. Κυρίως ὅμως ἀντιμετωπίζει τὸν μεγαλύτερο κίνδυνο γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὸς εἶναι ἡ αἵρεσις, ἡ πλάνη, ἡ λαθεμένη πίστις, ἡ διάστασις ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Διότι ἡ αἵρεσις ἀκυρώνει τὴν σωτηρία. Χωρὶς ἀληθινὴ πίστι, χωρὶς τὴν ἀλήθεια ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς καὶ διασώζει ἡ Ἐκκλησία, σωτηρία δὲν ὑπάρχει. Καὶ στὰ θέματα τὴς πίστεως συγκατάβασις δὲν χωράει. Δηλαδὴ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε «ἂς εἶναι, αὐτὸ δὲν πειράζει». Ἡ οἰκονομία ὑπάρχει, καὶ εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχει, στὰ θέματα τοῦ ἤθους, στὶς παραβάσεις τοῦ νόμου καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ μπορεῖ ὁ πνευματικὸς νὰ πῆ· «Αὐτὸ εἶναι κακό, ἀλλὰ μὴν τὸ ξανακάνης, ἢ δὲν πειράζει». Σὲ καμμία ὅμως περίπτωσι δὲν θὰ πῆ «δὲν πειράζει» σὲ θέματα πίστεως. Δὲν γίνεται ἀνεκτὴ μηδέποτε ἡ παραμικρὴ ἄρνησις της θεότητος τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ παράδειγμα. Ἂν δηλαδὴ κάποιος δὲν πιστεύει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, δὲν γίνεται δεκτός.
Ὁ Θεὸς
ἀγαπάει τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, καὶ ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἁμαρτωλό,
συγκαταβαίνει ὁ Κύριος καὶ γίνεται ἄνθρωπος. Δὲν ἦρθε νὰ καλέση τοὺς δικαίους,
ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς, σὲ μετάνοια. Καὶ ἐνῶ γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἐκδηλώνεται ἡ ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν πιὸ θαυμαστὸ τρόπο, πάνω στὸν Γολγοθᾶ μὲ τὴν σταύρωσι τοῦ
Κυρίου, γιὰ τὸν αἱρετικὸ γράφει ὁ Παῦλος· «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ
δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν
αὐτοκατάκριτος». Δηλαδὴ στὸν αἱρετικό, ἂν μετὰ ἀπὸ μία καὶ δύο συμβουλές, δὲν
ἀκούει ἀλλὰ ἐπιμένει μὲ πεῖσμα στὴν πλάνη του, μὴ τοῦ μιλᾶς πλέον, διότι ἔχει
ἀποκλίνει καὶ παραμένει στὴν πλάνη του, καὶ εἶναι ἔτσι καταδικασμένος ἀπὸ τὸν
ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης,
γράφει γιὰ τὸν αἱρετικό· «εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ
φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε». Ὅποιος
ἔρχεται μὲ τὴν πλάνη ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, αὐτὸς δὲν πρέπει νὰ γίνεται
δεκτὸς οὔτε στὸ σπίτι, ἀλλὰ οὔτε καλημέρα νὰ τοῦ λέτε. Ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου
Ἰωάννου ἀντιλαμβανόμαστε πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ αἵρεσις καὶ πόση ζημία μπορεῖ
νὰ προκαλέση στὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὸς
εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία συγκαλεῖ Σύνοδο, καὶ μάλιστα
Οἰκουμενική, ὅταν ἐμφανίζονται πλανεμένες διδασκαλίες, ποὺ διαστρέφουν τὴν
ἀλήθεια, τὴν ὁποία δίδαξε καὶ φανέρωσε καὶ ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς.
Στὴν
διδασκαλία του κανένας δὲν μπορεῖ νὰ προσθέση, ἢ νὰ ἀφαιρέση, ἢ νὰ διορθώση τὸ
παραμικρό. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνη οὔτε οἰκουμενικὴ σύνοδος. Μία Σύνοδος
Οἰκουμενικὴ ἀποφαίνεται γιὰ τὴν ἀλήθεια, ὅταν αὐτὴ ἀφμισβητεῖται ἢ φανερὰ
κηρύττεται ἡ πλάνη. Δὲν εἰσάγει ποτὲ καινούργια πίστι, πέρα ἀπὸ αὐτὴν ποὺ
κήρυξε ὁ Χριστός, ἀλλὰ τὴν ἀποκαθαίρει ἀπὸ τὴν αἵρεσι καὶ μὲ σύντομο καὶ σαφῆ
λόγο, τὸ δόγμα, διδάσκει ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστις, ἡ πίστις ποὺ σώζει.
Κατὰ τὴν
τέταρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μάλιστα ὑπῆρξε θεία καὶ ἄνωθεν ἐπιβεβαίωσις μὲ θαυμαστὸ
τρόπο. Αὐτὴ συγκροτήθηκε τὸ 451 στὴν Χαλκηδόνα κατὰ τῶν Μονοφυσιτῶν. Ἔγιναν
πολλὲς συζητήσεις, καὶ συμφώνησαν μεταξύ τους, καὶ οἱ ὀρθόδοξοι καὶ οἱ
φρονοῦντες τὰ ἀντίθετα, στὶς Συνόδους βλέπετε μετέχουν ὅλοι, συμφώνησαν νὰ
γράψουν τὰ δύο μέρη, σὲ ξεχωριστὸ βιβλίο τὴν πίστι τους, καὶ νὰ ζητήσουν τὴν
ψῆφο τοῦ Θεοῦ. Ἔβαλαν τὰ δύο βιβλία στὴν λάρνακα μὲ τὸ λείψανο τῆς ἁγίας
Εὐφημίας. Ἡ λάρνακα καὶ τὸ λείψανο τῆς ἁγίας σώζεται μέχρι σήμερα στὸν ναὸ τοῦ
Πατριαρχείου στὸ Φανάρι. Καὶ μετὰ τριῶν ἡμερῶν ὁλονύκτιες δεήσεις, ἄνοιξαν τὴν
λάρνακα, καὶ μὲ τὴν παρουσία τῶν ἀρχόντων, βρῆκαν τὸ βιβλίο τῶν αἱρετικῶν στὰ
πόδια τῆς Μάρτυρος, τὸ δὲ βιβλίο μὲ τὴν πίστι τῶν ὀρθοδόξων νὰ τὸ κρατάη στὰ
χέρια τῆς ἡ ἁγία. Αὐτὴ ἦταν ἡ ψῆφος τοῦ Θεοῦ.
Ἑορτάζει
ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα τοὺς Πατέρες ποὺ διασφάλισαν τὴν ἀληθινὴ πίστι καὶ μᾶς
ὁδηγοῦν στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Οἱ ἀποφάσεις τους ἔχουν πανανθρώπινο χαρακτῆρα
καὶ ἰσχύουν γιὰ ὅλους τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, καὶ παραμένουν ἀμετάβλητες.
Ἐφ’ ὅσον ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, μία εἶναι ἡ πίστις καὶ μία ἡ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ γίνωνται ἀλλαγές καὶ προσαρμογὲς. Ἔτσι ἐμεῖς ἔχομε ἕνα χρέος καὶ μία
ὑποχρέωσι· Νὰ παραμένωμε σταθεροὶ στὴν πίστι τῶν Πατέρων μας, στὴν πίστι ποὺ οἱ
Πατέρες παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν αὐτήκοοι καὶ αὐτόπτες τῆς
διδασκαλίας τοῦ Κυρίου. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ Παράδοσίς μας.
Δὲν
δεχόμαστε ἀλλότριες διδασκαλίες. Δὲν ἐπιτρέπομε σὲ αἱρετικοὺς νὰ μᾶς κάνουν
μαθήματα πίστεως. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης γράφει νὰ μὴν τοὺς δεχόμαστε οὔτε στὰ σπίτια
μας. Ἔχομε τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν πρέπει κανένας νὰ μᾶς παραπλανήση. Καὶ ὅταν δὲν
γνωρίζομε ὅλη τὴν πίστι μας, τότε ταυτίζομε τὴν πίστι μας μὲ τὴν πίστι τῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Λέμε· πιστεύω ὅ,τι διδάσκει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία,
πιστεύω ὅ,τι πιστεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῶν
Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἀλήθεια, καὶ τὴν διασφάλισαν μὲ τὶς
ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὥστε ἐμεῖς, καὶ ὅταν δὲν ἔχομε θεολογικὲς
γνώσεις καὶ εἰδικὲς σπουδές, νὰ κατέχωμε τὴν ἀληθινὴ πίστι.
Τὸ χρέος
μας εἶναι μεγάλο καὶ πρὸς τὰ παιδιά μας, στὰ ὁποῖα πρέπει νὰ παραδόσουμε τὴν
πίστι ποὺ παραλάβαμε. Νὰ ὑπάρχη συνέχεια στὴν διαδοχή. Ἀτόφια παραλαμβάνομε τὴν
πίστι μας μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τέτοια τὴν διακρατοῦμε γιὰ τὴν δική μας
σωτηρία, ἀλλὰ καὶ ἔτσι ἀνόθευτη τὴν παραδίδουμε στὴν νέα μας γενιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου