1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς ὀγδόης· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
|
|
2 (Μασ. 12) Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος, ὅτι ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων.
|
2 (Μασ. 12) Σώσε μέ,
Κυριε, από την κακίαν και τους κακούς, που με περιβάλλουν, διότι δεν έχει
απομείνει πλέον άνθρωπος ενάρετος επάνω εις την γην. Σπάνιοι είναι οι
ειλικρινείς και αληθινοί λόγοι μεταξύ των ανθρώπω
|
3 μάταια ἐλάλησεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ, χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ, καὶ ἐν καρδίᾳ ἐλάλησε κακά.
|
3 Λογια ψευδή και
επιβλαβή ανταλλάσσει ο καθένας με τον πλησίον του. Από την αμαρτωλήν καρδίαν
των βγαίνουν δια του στόματός των δολιότητες. Ογκος κακίας υπάρχει εις την
καρδίαν των, την οποίαν εκφράζουν με πανουργίαν τα χείλη των.
|
4 ἐξολοθρεύσαι Κύριος πάντα τὰ χείλη τὰ δόλια καὶ γλῶσσαν μεγαλοῤῥήμονα.
|
4 Είθε να εξολοθρεύση ο
Κυριος όλα τα δόλια και απατηλά χείλη, τας γλώσσας των διπροσώπων αυτών
ανθρώπων, που καυχησιολογούν και κομπάζουν·
|
5 τοὺς εἰπόντας· τὴν γλῶσσαν ἡμῶν μεγαλυνοῦμεν, τὰ χείλη ἡμῶν παρ᾿ ἡμῖν ἐστι· τίς ἡμῶν Κύριός ἐστιν;
|
5 όλους εκείνους, οι
οποίοι είπαν· “θα δοξάσωμεν και θα αναδείξωμεν την γλώσσαν μας με την
ευφράδειάν μας. Τα χείλη μας είναι εις την απόλυτον διάθεσίν μας. Ποιός είναι
Κυριος επάνω από ημάς; Ημείς και κανείς άλλος”.
|
6 ἀπὸ τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων, νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος· θήσομαι ἐν σωτηρίῳ, παῤῥησιάσομαι ἐν αὐτῷ.
|
6 Εις την αλαζονείαν
όμως και αφροσύνην αυτήν ο Κυριος απήντησεν· “εξ αιτίας της καταδυναστεύσεως
των πτωχών από τους αμαρτωλούς πλουσίους, εξ αιτίας των στεναγμών των
πενήτων, που καταπιέζονται, τώρα αμέσως θα εγερθώ, λέγει ο Κυριος, θα θέσω
εις ασφαλή και σωτήριον τόπον τον καταπιεζόμενον πτωχόν και χάριν αυτού θα
δείξω εις τα μάτια όλων την λαμπράν και ακατανίκητον δικαιοσύνην μου”.
|
7 τὰ λόγια Κυρίου λόγια ἁγνά, ἀργύριον πεπυρωμένον, δοκίμιον τῇ γῇ κεκαθαρισμένον ἑπταπλασίως.
|
7 Αυτά τα λόγια του
Κυρίου, όπως και όλα τα λόγια του, είναι καθαρά, αγνά, απηλλαγμένα από κάθε
ψεύδος, όμοια προς τον άργυρον που επυρακτώθη και εχωνεύθη στον κλίβανον της
γης, και είναι τελείως καθαρός.
|
8 σύ, Κύριε, φυλάξαις ἡμᾶς καὶ διατηρήσαις ἡμᾶς ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ εἰς τὸν αἰῶνα.
|
8 Συ, Κυριε, είθε να μας
προφυλάξης από τους κακούς και το κακόν, να μας διατηρήσης καθαρούς και
αβλαβείς μέσα εις την πονηράν αυτήν γενεάν τώρα και στους αιώνας των αιώνων.
|
9 κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσι· κατὰ τὸ ὕψος σου ἐπολυώρησας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
|
9 Τριγύρω μας περιπατούν
οι ασεβείς με δολιότητα. Συ όμως δεν αδιαφορείς δια τους υιούς των ανθρώπων.
Οσον είναι το ύψος της δόξης σου, τόση είναι και η μεγάλη φροντίς και προσοχή
σου δι' αυτούς.
|
Ερμηνεία από το βιβλίο ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ (Μετάφραση-Σύντομη Ἀνάλυση) Τόμος Α´ Ψαλμ. 1-50 Ὑπό Ἐπισκόπου Ἱερεμίου Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως
1. Στόν παρόντα ψαλμό δέν φαίνεται ἀπό τήν ἀρχή τό θέμα του, γιατί δέν καταλαβαίνουμε ποιός εἶναι αὐτός πού μιλάει καί γιατί. Ὅμως, ἀπό τόν στίχ. 6, ὅπου μιλάει ὁ Θεός καί λέγει γιά την ταλαιπωρία τῶν πτωχῶν καί τῶν ἀδυνάτων («ἀπό τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καί ἀπό τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων»), καταλαβαίνουμε ὅτι στήν ἀρχή τοῦ ψαλμοῦ μας ὁμιλεῖ κάποιος ἀντιπρόσωπος τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων. Ὁμιλεῖ καί λέγει ἐναντίον τῶν ἀρχόντων τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι, ὅπως συμβαίνει συνήθως, καταπίεζαν τούς πτωχούς πολίτες καί τους ἐκμεταλλεύονταν μέ τίς ἀδικίες πού ἔκαναν ἐναντίον τους. Καί οἱ πτωχοί καί καταπιεζόμενοι αὐτοί ταλαίπωροι ἄνθρωποι, κατέφυγαν στόν Θεό καί, διά κάποιου ἀντιπροσώπου τους, τοῦ εἶπαν, «σῶσόν με, Κύριε» (στίχ. 2). Πιστεύουν ὅτι ὁ Θεός μόνο μπορεῖ να τούς δικαιώσει καί Αὐτός μόνο μπορεῖ νά ἀποκαταστήσει τήν ἠθική τάξη καί τήν κοινωνική δικαιοσύνη.
2. Ὁμιλοῦντες γιά τούς ἄρχοντές τους οἱ πτωχοί, τούς ὁποίους ὀνομάζουν τιμητικά «υἱούς τῶν ἀνθρώπων» (στίχ. 2), λέγουν γι᾽ αὐτούς πρῶτον,ὅτι «ἐκλέλοιπεν ὅσιος» καί δεύτερον, λέγουν ὅτι «ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι» ἀπ᾽ αὐτούς (στίχ. 2). Συνήθως οἱ ἑρμηνευτές μέ μικρή διόρθωση στο Ἑβραϊκό κείμενο τό «ἐκλέλοιπεν ὅσιος» τό κάνουν νά λέγει «ἐκλέλοιπε ἡ ἀγάπη». Ἔτσι οἱ ἄρχοντες, ὅπως παραπονοῦνται ἐδῶ οἱ πτωχοί γι᾽ αὐτούς, δέν ἔχουν ἀγάπη οὔτε ἀλήθεια. Μέ τήν λέξη «ἀλήθεια» θά νοήσουμε την εἰλικρίνεια, τήν ἐμπιστοσύνη, τήν κοινωνική ἀλληλεγύη. Καί συνεχίζοντας ὁ ποιητής μας τόν λόγο περί τῶν ἀρχόντων λέγει ὅτι «μάταια ἐλάλησεν ἕκα-στος πρός τόν πλησίον αὐτοῦ» (στίχ. 3). Ὁ καθένας ἀπ᾽ αὐτούς, δηλαδή, λέει «μάταια», ἀνυπόστατα, ψευδῆ πράγματα. Καί ὅταν οἱ ἄρχοντες εἶναι ψεῦτες, τότε στήν κοινωνία δέν ἐπικρατεῖ ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ ἀλληλεγγύη. Τότε «οἱ πάντες τούς πάντας ἀπατοῦν καί οἱ πάντες τούς πάντας ὑποπτεύονται. Τοιαύτη κοινωνία δέν δύναται ἐπί μακρόν νά σταθῇ» (Βέλλας)! Πο-νηροί δέ ὄντες οἱ ἄρχοντες παρουσιάζουν τό ψέμα τους ἐξωτερικά μέ καλό τρόπο, ὥστε νά μήν γίνουν ἀντιληπτοί. Αὐτό θέλει νά πεῖ παρακάτω ὁ στίχος μας λέγοντας «χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ καί ἐν καρδίᾳ ἐλάλησαν» (στίχ. 3β). Μάλιστα στό Ἑβραϊκό κείμενο τό ἡμιστίχιο αὐτό ἀποδίδεται πιο ἐκφραστικά, γιατί λέγει: «Ὁμιλοῦν (οἱ ἄρχοντες) μέ ὡραῖα χείλη, ἀλλά με διπλῆ καρδιά». Καί ὁ Χρυσόστομος σχολιάζει σύντομα: «Πολλή διπλότης αὐτῶν ἐν καρδίᾳ» (MPG 55,145). Διπρόσωποι καί δόλιοι ἄνθρωποι!
3. Αὐτοί οἱ ἄρχηστοι ἄρχοντες, ἀφοῦ μέ ἀπάτη καί δόλια μέσα καί με ἐκμετάλλευση ἀπέκτησαν δύναμη καί πλοῦτο, ἔγιναν ὑπερήφανοι καί ἀλαζόνες. Μέθυσαν! Καί στήν μέθη τῆς ἀλαζονείας τους στρέφονται καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ποιητής μας θέλει τήν ἐξολόθρευσή τους και λέγει: «Ἐξολοθρεύσει Κύριος πάντα τά χείλη τά δόλια καί γλῶσσαν μεγαλορρήμονα» (στίχ. 4).Αὐτήν δέ τήν κατά τοῦ Θεοῦ ἀλαζονεία τῶν ἀρχόντων θέλοντας νά στηλιτεύσει ὁ ποιητής μας μᾶς ἀναφέρει τά ἴδια τους τά λόγια· ἔλεγαν: «Με τήν γλῶσσα μας ἐγίναμε (ἤ θά γίνουμε) μεγάλοι καί δυνατοί («μεγαλυνοῦμεν»)· τά χείλη μας εἶναι δικά μας, γιά νά λέγουμε ὅ,τι θέλουμε. Ποιος μπορεῖ νά γίνει κύριος, ἀνώτερος ἀπό μᾶς;» (στίχ. 5). Κανένας, οὔτε αὐτός ὁ Θεός!... Καί ὁ Χρυσόστομος λέγει ὡραῖα: «Μαινομένων καί παραφρόνωντά ρήματα» (MPG 55,146)!
4. Τελειώνει ἐδῶ ὁ ποιητής μας τόν λόγο του κατά τῶν ἐκμεταλλευτῶν καί ἀδίκων ἀρχόντων καί περιμένουμε τώρα μέ ἀγωνία νά ἀκούσουμε την ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στήν προσευχή τῶν πενήτων. Ἡ ἀπάντηση, πού δίνεται ἀπό κάποιο ἱερέα ἤ προφήτη, ὡς ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ, εἶναι παρήγορη: Ὁ Θεός δέν εἶναι ἀδιάφορος στήν ταλαιπωρία τῶν πτωχῶν καί τόν στεναγμό τῶν πενήτων καί τώρα θά ἐνεργήσει ὑπέρ αὐτῶν (στίχ. 6).Ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά φέρει τήν σωτηρία («θήσομαι ἐν σωτηρίᾳ») «στούς στενάζοντας» (στίχ. 6· ἔτσι πρέπει νά ἀναγνώσουμε στό Ἑβραϊκό κείμενο τήν ἀντίστοιχο φράση τοῦ «παρρησιάσομαι ἐν αὐτῷ» = ὁμιλῶ με παρρησία, μέ θάρρος καί ἐμπιστοσύνη). Ἡ ἀπάντηση αὐτή τοῦ Θεοῦ εἶναι παρήγορη σέ ὅλους ὅσους κατά καιρούς στενάζουν κάτω ἀπό τήν ὠμή βία καί ἀδικία τῶν ἀρχόντων.
5. Γεμάτοι χαρά καί παρηγορία οἱ πτωχοί καί ἀδικούμενοι πολίτες ἐγκωμιάζουν μέ χαρά τά παρήγορα λόγια τοῦ Θεοῦ καί τά χαρακτηρίζουν ἁγνά, καθαρά, ὅπως ὁ ἄργυρος, πού περνάει ἀπό τήν φωτιά καί εἶναι ἑπτά φορές καθαρισμένος (στίχ. 7). Τίποτε τό ψεύτικο καί τό δόλιο δέν ἔχουν τά λόγια τοῦ Θεοῦ, ἀντίθετα μέ τό ψέμα καί τήν δολιότητα τῶν ἀρχόντων, γιά τους ὁποίους μίλησε ὁ ψαλμός μας. Στερεωμένοι τώρα στήν πίστη τους στα λόγια τοῦ Θεοῦ οἱ πτωχοί καί οἱ πένητες λέγουν μέ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός θά τούς φυλάξει καί θά τούς διατηρήσει σώους καί ἀβλαβεῖς ἀπό τήν γενεά τήν πονηρή, στήν ὁποία ζοῦν (στίχ. 8), ἔστω καί ἄν πολλοί ἀσεβεῖς τους περικυκλώνουν, ἔστω καί ἄν ἐπικρατεῖ μεγάλη διαφθορά μεταξύ τῶν ἀνθρώπων (στίχ. 9).__
Από το βιβλίο “Η Παλαιά Διαθήκη”- Κείμενον - Σύντομος
ερμηνεία -Εκτενείς σχολιασμοί-Πατερικαί γνώμαι - Πρακτικά διδάγματα.
Τόμος Ι’- Ψαλμοί
υπό Π.Ν.Τρεμπέλα
ΨΑΛΜΟΣ
ΙΑ΄ (ΙΒ΄). 11.(σελ.35-37)
Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς ὀγδόης: ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
Φέρει τὴν
αὐτὴν ἐπιγραφὴν τὴν ὁποίαν καὶ ὁ 6ος ψαλμός.᾿Εντεῦθεν ὁ Ζιγαβηνὸς ἀλληγορεῖ
τὸν ψαλμὸν ὡς δέησιν πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα ἔλθῃ ἡ ὀγδόη ἡμέρα, ἤτοι ἡ Κυριακή,
πρὸς ἐκδίκησιν τῶν ὑπὸ τοῦ διαβόλου τυραννουμένων ἀνθρώπων καὶ δεδουλωμένων εἰς
τὴν εἰδωλολατρίαν. Ἔν αὐτῷ ὁ Δαβὶδ ἐπικαλεῖται τὴν ἀπὸ Θεοῦ προστασίαν καὶ
σωτηρίαν καὶ παραπονεῖται διὰ τὸ κρατοῦν ψεῦδος καὶ τὴν διπροσωπίαν,καθὼς καὶ
διὰ τὴν ἔκλειψιν τῆς εὐσεβείας. Ἔνθυμούμενος ὅμως τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ περὶ
τοῦ τελικοῦ θριάμβου τοῦ ἀγαθοῦ παρηγορεῖται ἀναμένων μετ΄ἐμπιστοσύνης τὴν
βεβαίαν ἐπέμβασιν τοῦ Θεοῦ πρὸς προστασίαν τῶν δικαίων. Ὡς χρόνος τῆς
συντάξεως τοῦ ψαλμοῦ καθορίζεται πιθανῶς ἡ ἐποχὴ καθ΄ ἣν ὁ ψαλμῳδὸς ἐδιώκετο
ὑπὸ τοῦ Σαούλ. Διαιρεῖται εἰς δύο μέρη. Καὶ εἰς μὲν τὸ πρῶτον (στίχ. 2-5)
περιέχεται ἡ παραπονετικὴ ἱκεσία τοῦ Δαβίδ, εἰς δὲ τὸ δεύτερον (στίχ. 6-9) ἡ
ἐνισχυτικὴ καὶ παρηγορητικὴ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ.᾿Ανὰ δύο στροφαὶ διακρί- νονται
εἰς ἑκάτερον τῶν μερῶν. Καὶ ἐν μὲν τῇ πρώτῃ στροφῇ (στίχ. 2-3) περιγράφεται ἡ
ἀξιοθρήνητος ἠθικὴ κατάστασις, ἐν τῇ ὁποίᾳ διατελεῖ ὁλόκληρος ἡ χώρα' ἐν δὲ τῇ
δευτέρᾳ (στίχ.4-5) ὁ ψαλμῳδὸς ἱκετεύει τὸν Κύριον νὰ κατασιγάσῃ τὰς γλώσσας
καὶ τὰ στόματα τῶν κακῶν καὶ ὑπερηφάνων: ἐν τῇ τρίτῃ (στίχ.6-7) ὁ ποιητὴς
δέχεται ἐνθαρρυντικὴν ἀπά- ντησιν εἰς τὴν προσευχήν του, τῆς ὁποίας ἐξαίρεται ἡ
φιλαλήθεια’ καὶ ἐν τῇ τετάρτῃ (στίχ.8-9) εὔχεται,ἵνα διαφυλαχθῶσιν αὐτὸς καὶ οἱ
μετ΄ αὐτοῦ ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὴν πονηρὰν γενεάν, διαδηλοῖ δὲ τὴν πεποίθησιν, ὅτι ὁ
Κύριος θὰ πληρώσῃ τὴν ὑπόσχεσιν αὐτοῦ.
᾿Αλληγορικὴ ἑρμηνεία. Κατὰ τὸν Ζιγαβηνὸν ὁ ψαλμὸς δὲν ἐπιγράφεται περὶ τῆς
ὀγδόης, ἀλλὰ ὑπὲρ τῆς ὀγδόης, διότι δὲν διδάσκει, τί εἶναι ἡ ὀγδόη, ἀλλὰ
ἀπευθύνεται ἐν αὐτῷ ἡ δέησις, ὅπως ἔλθῃ ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἐκείνη, ἡ τῆς ᾿Αναστάσεως
1 τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ γίνῃ ἐκδίκησις τῶν ὑπὸ τοῦ διαβόλου τυραννουμένων
ἀνθρώπων καὶ δεδουλωμένων εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν. ᾿Εντεῦθεν τὸ «ὠλιγώθησαν αἱ
ἀλήθειαι» ἐξελήφθη ὑπὸ μὲν τοῦ Μ. ᾿Αθανασίου ὡς ἔλεγχος τῆς ἀπιστίας τῶν
Ἰουδαίων,ὑπὸ δὲ τοῦ Κυρίλλου ὡς ἀναφερόμενον εἰς τὸ ψεῦ- δος ἁπάντων τῶν
ἑλληνικῶν καὶ δὴ εἰς τὴν θεοποίησιν τῆς κτίσεως. Ἔν μέσῳ τοιαύτης καταστάσεως
τῆς ἀνθρωπότητος ἐπιφανεὶς ὁ ἐνανθρωπήσας Κύριος ἐπαρρησιάσατο ἐν τῷ Σταυρῷ καὶ
ἐδημοσίευσεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον τὴν ἐν αὐτῷ κρυπτομένην θεότητα κατὰ τὸν
Ζιγαβη- νὸν καὶ ἀνέστη ἐκ τοῦ τάφου διὰ τὴν ταλαιπωρίαν τῶν δεδουλωμένων εἰς
τὴν πλάνην ἐξ αἰτίας τῆς ἀγνωσίας των.Ὁ στίχος 6 λοιπὸν κατὰ τὸν Ζιγαβηνὸν
ἀναφέρεται εἰς τὸν Σταυ- ρόν, τὴν ταφὴν καὶ τὴν ᾿Ανάστασιν τοῦ Κυρίου. Ὁ δὲ
στίχος 9 προφητεύει τὴν προσπάθει- αν τῶν ἀσεβῶν, ὅπως καταπνίξουν τὴν εἰς
Χριστὸν πίστιν, ἀλλ΄ ὁ διὰ τῆς ᾿Αναλήψεως αὐ- τοῦ εἰς ὕψος μέγα ἀναβὰς Κύριος
ἠξίωσε πολλῆς φροντίδος τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καταπέμψας τὸ Ἅγιόν του Πνεῦμα,
διὰ τοῦ ὁποίου ὡδήγησεν αὐτοὺς εἰς τὴν εὐαγγελικὴν ἀλή- θειαν.
Ἠθικὴ ἐφαρμογή. Δὲν εἶναι τόσον ἐπίφοβοι καὶ ἐπιζήμιοι αἱ βλάβαι καὶ
ἀδικίαι αἱ προερχόμεναι ἐκ τῶν ἐπιβουλῶν τῆς πονηρᾶς γενεᾶς, ἐν μέσῳ τῆς ὁποίας
ζῶμεν, ὅσον ὁ κίνδυνος τοῦ νὰ παρασυρθῶμεν ὑπ’ αὐτῆς καὶ νὰ ἀφομοιωθῶμεν πρὸς
τὴν κακίαν καὶ τὴν πονηρίαν της. Εἶναι τόσον ἰσχυρὸν πολλάκις τὸ ρεῦμα τῆς
ἐξαχρειώσεως καὶ διαφθορᾶς, ἀλλὰ καὶ τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ κακὸν ἐκ τῆς
προπατορικῆς ἁμαρτίας ἡ καρδία μας, ὥστε κινδυνεύομεν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν
νὰ καταποθῶμεν ὑπ’ αὐτοῦ.«Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος»,ἰδοὺ ἡ φωνή,
τὴν ὁποίαν μετὰ τοῦ Δαβὶδ καὶ πρὸ τῶν ὡρῶν τοῦ κινδύνου, ἀλλὰ καὶ ὅταν οὗτος
ἐφίσταται ἀπειλητικός, δέον νὰ ἀπευθύνωμεν πρὸς τὸν Θεόν.
«Ὠλιγώθησαν αἱ
ἀλήθειαι ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων». Τὸ νὰ ὑποστῶμεν ὑλικὰς ζημίας διὰ τῆς
ἀπάτης καὶ τοῦ ψεύδους τῶν ἀνθρώπων, μετὰ τῶν ὁποίων συναλλασσόμεθα, οὔτε
ἀνεπανόρθωτον, οὔτε μέγα κακὸν πρέπει νὰ θεωρῆται.Τὸ νὰ μεταβιβασθοῦν ὅμως εἰς
τὴν διάνοιάν μας ψευδῆ φρονήματα καὶ ἀσεβεῖς ἰδέαι καὶ θεωρίαι ἀπιστίας καὶ
ἀποστασίας, τοῦτο εἶναι τὸ ὀλέθριον, ὅπερ δύναται νὰ ἀποβῇ καὶ αἰωνίως
καταστρεπτικόν. «Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι», πρέπει διαρκῶς
διὰ τῆς προσευχῆς μας νὰ δεώμεθα.
Ὁποία φοβερὰ ἡ
τύφλωσις καὶ ἀφροσύνη τῶν ἀσεβῶν ἐκείνων καὶ μεγαλαύχων, οἱ ὁποῖοι φθάνουν εἰς
τὸ σημεῖον νὰ εἴπουν:Τὰ χείλη ἡμῶν παρ΄ἡμῖν ἐστι᾽ τίς ἡμῶν Κύριός ἐστιν; Ἂς
παρακαλῶμεν τὸν Κύριον νὰ μᾶς προφυλάττῃ ἀπὸ τὸ κατάντημα αὐτὸ, νὰ μᾶς διατηρῇ
δὲ εἰς τὴν συναίσθησιν,ὅτι δὲν ἀνήκομεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας.Καὶ τὰ χείλη μας καὶ
ἡ γλῶσσα μας καὶ πάντα τὰ μέλη μας καὶ ὁλόκληρος ὁ ἑαυτός μας δὲν εἶναι ἰδικά
μας,ἀλλ΄ ἀνήκουν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τὰ ἐξηγόρασε μὲ τὸ αἷμα του καὶ τὰ ἔκαμε
δύο φορὰς ἰδικά του, μίαν ὡς Δημιουργὸς καὶ Πλάστης αὐτῶν, καὶ ἄλλην μίαν ὡς
Λυτρωτὴς καὶ ἐξαγοραστὴς τού- των.
Μακρὰν
φαίνεται νὰ εἶναι ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴν γῆν καὶ ὁσαιδήποτε ὁμοβροντίαι τηλεβόλων
καὶ ἂν ἐκραγοῦν συγχρόνως, ἀσφαλῶς δὲν θὰ φθάσῃ εἰς τὰ οὐράνια ὕψη ὁ ἐκκωφαντικὸς
κρότος των. Φθάνει ὅμως ἐκεῖ ὁ μυστικὸς στεναγμὸς τῶν ἀδικουμένων καὶ τῶν
θλιβομένων, ὅταν οὗτοι πλήρεις ἐλπίδος στρέφουσιν αὐτῶν τὸ βλέμμα πρὸς τὸν
κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἕνεκεν τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων νῦν
ἀναστήσομαι,λέγει Κύριος. Ἂς παρακαλέσωμεν τὸν Κύριον νὰ μᾶς δώσῃ νὰ
συναισθανθῶμεν τὴν προνομιακὴν θέσιν, χάρις εἰς τὴν ὁποίαν ὁ ψίθυρος τῆς ἐν τῇ γῇ προσευχῆς μας φθάνει ὡς
βροντώδης κραυγὴ εἰς τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ καὶ κινεῖ τὸν Δεσπότην εἰς
προστατευτικὴν δρᾶσιν ὑπὲρ ἡμῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου