ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ματθ. 14, 22-34
«Καὶ ἀπολύσας τοὺς
ὄχλους ἀνέβη
εἰς τὸ ὄρος κατʼ ἰδίαν προσεύξασθαι»
(Ματθ. 14, 23)
Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ, ἀγαπητοί μου, ὅπως εἴδαμε στὴν προηγούμενη ὁμιλία, εἶχε ἀποσυρθῆ στὴν
ἔρημο. Ἀλλʼ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τόσο αἰσθάνονταν τὴν ἀνάγκη τῆς παρουσίας του,
ἔψαξαν καὶ βρῆκαν τὸ μέρος ὅπου εἶχε ἀποσυρθῆ, καὶ σὲ λίγο ἡ ἔρημος ἔγινε
πολυάνθρωπος πόλις. Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ εἶχαν συγκεντρωθῆ. Ὁ Χριστός,
ποὺ εἶδε τὸ λαὸ νὰ ἔχη τόση δίψα γιὰ νʼ ἀκούση τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄρχισε νὰ
διδάσκη. Κι ὁ λαὸς ἄκουγε μὲ πολλὴ προσοχὴ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλʼ
ὄχι μόνο τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων εὐεργετοῦσε ὁ Χριστὸς μὲ τὸ λόγο του.
Εὐεργετοῦσε καὶ τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν προσβληθῆ ἀπὸ διάφορες
ἀρρώστιες καὶ κανένας γιατρὸς δὲν μποροῦσε νὰ τὰ θεραπεύση. Ὁ Χριστὸς θεράπευε
μὲ τὸν παντοδύναμο λόγο του.
Ἔτσι
ὅλη ἐκείνη τὴ μέρα ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο δίδασκε καὶ θεράπευε καὶ δὲν τοῦ ἔμεινε
ὥρα νʼ ἀναπαυθῆ. Ὅ ἥλιος κόντευε νὰ βασιλέψη. Ὁ λαός, ἀφοῦ ἔφαγε καὶ χόρτασε
καὶ ἀπόλαυσε τὴ μέρα ἐκείνη τὶς ὑλικὲς καὶ πνευματικὲς εὐεργεσίες τοῦ Χριστοῦ,
ἄρχισε νὰ ἐπιστρέφη στὸν τόπο του. Στὸ ἐρημικὸ ἐκεῖνο μέρος ἔμειναν μόνο ὁ
Χριστὸς καὶ οἱ μαθηταί του. Ἀλλὰ κʼ οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ μὲ προσταγὴ τοῦ
Χριστοῦ μπῆκαν σὲ κάποιο μικρὸ πλοῖο, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στὴ λίμνη, γιὰ νὰ
ἐπιστρέψουν στὴν Καπερναούμ, ποὺ ἦταν στὴν ἀπέναντι ὄχθη.
* * *
Ὁ
Χριστὸς ἔμεινε μόνος στὴν ἔρημο. Ὁ ἥλιος εἶχε πιὰ βασιλέψει. Τὰ πουλιὰ
ἐπέστρεψαν στὶς φωλιές τους. Τὰ ἄστρα φάνηκαν στὸν οὐρανό. Ἡσυχία μεγάλη καὶ
γαλήνη στὴ φύσι. Θὰ περίμενε κανείς, ὁ Χριστὸς ὕστερα ἀπὸ τόσο κόπο μιᾶς
ὁλόκληρης μέρας νὰ πλαγιάση κάπου καὶ νὰ κοιμηθῆ. Ἀλλʼ ὄχι. Ὁ Χριστός, τώρα ποὺ
ἔμεινε μόνος, δὲν πῆγε νὰ κοιμηθῆ. Προχώρησε λίγο στὴν ἔρημο, ἀνέβηκε στὴν
κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ, κʼ ἐκεῖ μέσα στὴ σιωπὴ τῆς νύχτας ὕψωσε τὰ βλέμματά του
στὸν οὐρανὸ καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται.
Ὁ
Χριστὸς προσεύχεται! Ἀλλά, θὰ πῆτε, ὁ Χριστὸς ἦταν Θεὸς καὶ συνεπῶς δὲν εἶχε
ἀνάγκη νὰ προσεύχεται. Οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἄγγελοι προσεύχονται.
Βέβαια
ὁ Χριστὸς σὰν Θεὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ προσευχή. Ἀλλʼ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε μόνο
Θεός. Εἶνε καὶ ἄνθρωπος σὰν κʼ ἐμᾶς, ἐκτὸς ἁμαρτίας. Καὶ σὰν ἄνθρωπος
αἰσθάνονταν τὴν ἀνάγκη νὰ προσεύχεται, νὰ ἐπικοινωνῆ διαρκῶς μὲ τὸν οὐράνιο
Πατέρα καὶ νὰ ζητᾶ τὴ βοήθειά του στὸ ἔργο ποὺ ἀνέλαβε. Ἔτσι ὁ Χριστὸς
βρισκόταν σὲ ἀδιάληπτη ἐπικοινωνία μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Καὶ ἡ ἐπικοινωνία
αὐτή, ποὺ γιὰ τὸν Χριστὸ σὰν ἄνθρωπο ἦταν πηγὴ ἀνέκφραστης χαρᾶς καὶ
ἀγαλλιάσεως, ἡ ἐπικοινωνία αὐτή, ὅπως λένε διδάσκαλοι καὶ πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας, διακόπηκε γιὰ λίγα λεπτὰ ὅταν ὁ Χριστὸς σὰν ἀντιπρόσωπος τῆς
ἁμαρτωλῆς ἀνθρωπότητος, σήκωσε πάνω στὸ σταυρὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων τῶν
ἀνθρώπων. Τότε ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
ἔγινε κατάρα. Συγκέντρωσε πάνω του ὅλους τοὺς κεραυνοὺς τῆς θείας δικαιοσύνης
γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα, καὶ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος αὐτὸ τῆς ἁμαρτίας, ποὺ
χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεό, εἶδε τὸν ἑαυτό του ἐγκαταλελειμμένο, ἀναστέναξε
καὶ εἶπε˙ «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με
ἐγκατέλειπες;» (Ματθ. 27, 46).
Προσευχόταν
ὁ Χριστός. Προσευχόταν γιὰ τοὺς μαθητάς του, ποὺ τὴ νύχτα ἐκείνη μόνοι τους
πάλευαν μὲ τὰ ἀφρισμένα κύματα καὶ κινδύνευαν νὰ καταποντισθοῦν. Προσευχόταν
γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Κι
ὄχι μόνο στὴν περίπτωσι αὐτή, ἀλλὰ πάντοτε προσευχόταν ὁ Χριστός. Τόσο πολὺ
αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς, ὥστε, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, διανυκτέρευε
«ἐν τῆ προσευχῆ».
Προσευχόταν
ὁ Χριστός. Τί ὑπέροχο τὸ παράδειγμά του! Μᾶς διδάσκει ὅτι κʼ ἐμεῖς, ποὺ
πιστεύουμε στὸ ὄνομά του καὶ λεγόμαστε χριστιανοί, πρέπει νὰ μιμηθοῦμε τὸ
παράδειγμα τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς πίστεώς μας.
* * *
Νὰ
προσευχώμαστε. Ἄν ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπικοινωνῆ μὲ ἄλλους
ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπάει, ἔστω κι ἄν βρίσκονται στὰ ἄκρα τῆς γῆς, καὶ αἰσθάνεται
χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι ὅταν ἀπʼ τὸ τηλέφωνο ἀκούη τὴ φωνή τους, ἀσυγκρίτως
περισσότερο πρέπει νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπικοινωνῆ μὲ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος
εἶνε ὁ πάνσοφος, ὁ πανάγαθος κι ὁ παντοδύναμος Πατέρας. Καὶ μέσον ἐπικοινωνίας,
πνευματικὸ τηλέφωνο, εὶνε ἡ προσευχή.
Ὁ
ἄνθρωπος βρίσκεται στὴ γῆ καὶ ὁποιαδήποτε ὥρα καὶ στιγμὴ μὲ τὴν προσευχὴ μπορεῖ
νὰ ἐπικοινωνήση μὲ τὸ Θεό. Ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου, κι ὄχι μόνο ἡ φωνή, ἀλλὰ καὶ οἱ
ἀναστεναγμοὶ τῆς καρδιᾶς ποὺ πονάει καὶ ἀγαπάει τὸ Θεό, ὅταν προσεύχεται,
ἀνεβαίνουν, περνοῦν τὰ ἄστρα, περνοῦν τοὺς γαλαξίες καὶ φτάνουν μέχρι τὸ θρόνο
τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ κεῖ ψηλὰ ἀπαντὰ ὁ Θεός. Ἀπαντᾶ μὲ μιὰ μυτικὴ φωνή, ποὺ τὴν
ἀκοῦνε ὅσοι πιστεύουν εἰλικρινὰ σʼ αὐτὸν καὶ κάνουν τὴν προσευχή τους ὅπως τὴ
θέλει ἐκεῖνος. Δὲν εἶνε αὐτὸ ψέμα ἤ φαντασία. Εἶνε μιὰ πραγματικότητα, ποὺ τὴ
ζοῦν οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ ὅλων τῶν αἰώνων.
Ἡ
δύναμι τῆς προσευχῆς εἶνε μεγάλη, ἀνυπολόγιστη. Ἄνθρωποι ποὺ ἀρρώστησαν βαρειά,
καὶ οἱ καλύτεροι ἐπιστήμονες γιατροὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ δὲν
μπόρεσαν νὰ τοὺς κάνουν καλὰ καὶ περίμεναν ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ τὸ θάνατο,
θεραπεύτηκαν. Πῶς; Μὲ τὴ θερμὴ προσευχή, ποὺ ἔκαναν οἱ ἄρρωστοι ἤ ἄλλοι φίλοι
καὶ συγγενεῖς. Ἄλλοι ἄνθρωποι, ποὺ βρέθηκαν ναυαγοὶ καὶ πάλευαν μὲ τὰ ἄγρια
κύματα καὶ κινδύνευαν νὰ καταποντισθοῦν καὶ νὰ γίνουν τροφὴ στοὺς καρχαρίες,
σώθηκαν. Πῶς; Μὲ τὴν προσευχή. Ὅπως ὁ Πέτρος, ποὺ ὅταν εἶδε τὰ κύματα νὰ
ὀρθώνωνται φώναξε «Κύριε, σῶσόν με»
(Ματθ. 14, 30), καὶ τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ τὸν ἔπιασε καὶ τὸν στήριξε
πάνω στὰ κύματα καὶ τὸν ἔσωσε, ἔτσι κʼ οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρέθηκαν μπροστὰ σὲ
φοβεροὺς κινδύνους. Προσευχήθηκαν καὶ ἔκραξαν πρὸς τὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς τοὺς
ἔσωσε. Καὶ ὅπου βρεθοῦν διαλαλοῦν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Ἄπειρα εἶνε τὰ θαύματα
τῆς προσευχῆς.
* * *
Προσευχόταν
ὁ Χριστός. Διανυκτέρευ στὴν προσευχή. Ἐμεῖς τί κάνουμε; Διανυκτερεύουμε στὴν
προσευχή;
Ἀλλοίμονο!
Ἄν ἀφαιρέσουμε λίγες ψυχές, ποὺ ἀγαποῦν τὴν προσευχὴ καὶ περνοῦν ὥρες ὁλόκληρες
στὴν προσευχὴ κλαίγοντας καὶ ἀναστενάζοντας γιὰ τὰ ἅμαρτήματά τους, οἱ ἄλλοι,
οἱ πολλοί, κάνουν τὸ ἀντίθετο. Ὧρες ὁλόκληρες περνοῦν ἀκούγοντας ραδιόφωνα καὶ
βλέποντας τηλεοράσεις. Ὧρες ὁλόκληρες πολιτικολογοῦν, φλυαροῦν, αἰσχρολογοῦν.
Ὧρες ὁλόκληρες, νύχτες ὁλόκληρες περνοῦν μέσα στὰ λεγόμενα νυχτερινὰ κέντρα καὶ
βγαίνουν ἀπὸ κεῖ μέσα ἐρείπια σωματικὰ καὶ ψυχικά.
Ὧρες
καὶ νύχτες καὶ μέρες γιὰ τὸ διάβολο, καὶ οὔτε μιὰ ὥρα, οὔτε λίγα λεπτὰ γιὰ τὸ
Θεό! Ἀλλʼ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν προσεύχεται καὶ δὲν λέει ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός» ἤ ἕνα «Εὐχαριστῶ» ἤ ἕνα «Κύριε,
ἐλέησον», δὲν ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος.
Χριστιανοί
μου! Προσεύχεσθε, ὅπως δίδαξε μὲ τὸ λόγο καὶ τὸ παράδειγμά του ὁ Χριστός, καὶ
θὰ δῆτε θαύματα στὴ ζωή σας.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου
πρώην Φλωρίνης) ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν'',
σελ. 194-199 (ἕκδοσις Γ΄, ''Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ'', Ἀθῆναι 1990).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου