Πανηγυρικός λόγος από τον κ.Δημήτριο Παπαδόπουλο, γνωστό λόγιο συμπολίτη μας, φιλόλογο και μουσικολόγο, στην κεντρική εκδήλωση για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου, που έλαβε χώρα στην αίθουσα του Φ.Σ.Φ. "Ο Αριστοτέλης".
Αντιμετωπίζουμε για μιαν ακόμη φορά την πρόκληση της γιορτής που, απαιτητική όπως πάντα, προβάλλει ενώπιόν μας, διεκδικώντας τη θέση της στον κοινό μας βίο, φορτωμένο με τόσες μέριμνες. πρόκληση για τον πατριωτισμό, το ήθος, την ανθρωπιά, με μια λέξη για τον πολιτισμό μας –κι είμαστε εμείς που σερνόμαστε μπρος στο φοβερό κριτήριο της Ιστορίας, “ενώπιος ενωπίω”, μπροστά σε ό,τι μας δόξασε αλλά και σε ό,τι μας ελέγχει, σε ό,τι μας φοβίζει: απωθημένες ενοχές, χρόνια τραύματα, όνειρα προδομένα και στοιχειωμένα οράματα, όλα γνωρίσματα μιας ταλαιπωρημένης ταυτότητας, συμπτώματα της παθογένειας του συλλογικού μας ασυνείδητου –κι όλα να μας θέτουν μπροστά σε ευθύνες, να θυμίζουν όσα θα θέλαμε να λησμονήσουμε. “Στάζει τη μέρα, στάζει τη νύχτα, μνησιπήμων πόνος”, για να δανειστώ το στίχο του Ποιητή.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να αναφερθώ αναλυτικά στο χρονικό και τα γεγονότα του πολέμου. Εξάλλου, σε λίγο θα μας μεταφέρει πολύ πιο πιστά στην ατμόσφαιρα του πολέμου και στο κλίμα των ημερών ο έξοχος συμπολίτης μας, πολεμιστής του αλβανικού μετώπου και μαέστρος, αείμνηστος Δημήτρης Λιώτσης, με το “Χρονικό” του, το οποίο μας συγκλονίζει κάθε φορά που το ακούμε, εύχομαι δε η μνήμη του να γαλουχεί συνεχώς τις νεότερες γενιές των Φλωρινιωτών.
Θα προσπαθήσω όμως να φωτίσω όσο γίνεται τα κίνητρα των ανθρώπων, των τόσο κοντινών μα και τόσο απόμακρων προγόνων μας, που έγραψαν το έπος στα βουνά της βορειοηπειρωτικής γης. Γιατί αν οι ιστορικοί περιγράφουν (αναλύοντας, ερμηνεύοντας, σχολιάζοντας ) την Ιστορία, αυτοί που την γράφουν στ’ αλήθεια είναι οι άνθρωποι, οι λαοί -και την υπογράφουν πολλές φορές με το αίμα τους.
Να αναδείξω σε πρότυπο - και μάλιστα πρότυπο πολιτικό- μια συγκεκριμένη στάση ζωής, αυτήν που δε χλευάζει στο άκουσμα λέξεων όπως είναι το χρέος, η αρετή.
Πιστεύω, και δεν είμαι ο μόνος, πως αυτή είναι η αχίλλειος πτέρνα της γενιάς μας (ή, αν θέλετε, και της γενιάς μας). Γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στον “Τελευταίο Σταθμό”, ποίημα βγαλμένο από τη φωτιά του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου: Οι πρωταγωνιστές του έπους ήταν πρώτα απ’ όλα "αληθινοί". Μήτε το πίστεψαν, μήτε που παράστησαν ποτέ τους υπεράνθρωπους. Κινήθηκαν απόλυτα μέσα στα όρια της ανθρώπινης υπόστασής τους. Είχαν τις ίδιες ακριβώς «προδιαγραφές» με μας, είχαν σάρκα και οστά. Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι με γυναίκες και παιδιά, είχαν τη δουλειά, το μαγαζί, το χωράφι τους. Αισθάνονταν κι αυτοί τον φόβο του άγνωστου όταν εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, τον φόβο του θανάτου όταν βάδιζαν για την πρώτη γραμμή. Κατόρθωσαν όμως, σαν βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα να σταθούν όρθιοι και να διαβούν τη στενή πύλη της ιστορίας με το κεφάλι ψηλά.
Ποιο ήταν το μυστικό τους; Μία μοναδική αίσθηση του καθήκοντος, του χρέους απέναντι στις αξίες που έμαθαν να αναγνωρίζουν σημαντικές και σπουδαίες στη ζωή τους. Κι όταν σήμανε η ώρα, δεν αναζήτησαν προφάσεις, δεν έψαξαν για άλλοθι, μανιώθοντας συντρόφους τους προγόνους τράβηξαν τα ίδια μ’ εκείνους μονοπάτια, καταπώς μας περιγράφει ο Οδυσσέας Ελύτης:
“σα να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι και παπάδες θερία, λοχίες του 97 ή του 12 μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τουρκών. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι- πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε”.
Τούτη την προσήλωση στο χρέος, μπορούμε ασφαλώς να τη δούμε υπό πολλές οπτικές γωνίες και είτε να εξαγάγουμε ηθικοπλαστικά μηνύματα είτε να θέσουμε υπαρξιακά ερωτήματα, είτε πολλά άλλα, πάντοτε ανάλογα με τις ευαισθησίες του καθενός. Ας μου επιτραπεί να επιλέξω την, κατά τη γνώμη μου, πλέον “ελληνική” και να πω ότι τόσο ο αγώνας των Ελλήνων στα βουνά της Πίνδου όσο και η Αντίσταση που ακολούθησε κατά την περίοδο της Κατοχής ήταν πράξεις κατ’ εξοχήν “πολιτικές” – έτσι όπως οι Έλληνες αντιλαμβανόμαστε εδώ και πολλούς αιώνες τον όρο.
Σ’ ένα χωριό κοντά στη Φλώρινα, [γράφει ο Γιώργος Σεφέρης], ένας οικογενειάρχης, που δεν είχε στρατιωτική υποχρέωση, πήγε και ντύθηκε εθελοντής. Κι όταν τον ρώτησαν γιατί πήρε μια τέτοια απόφαση, αποκρίθηκε: «Αφήνω γυναίκα και παιδιά απροστάτευτα, είναι μεγάλο κρίμα, αλλά το κρίμα που θά ’πεφτε πάνω μου αν τύχαινε και σκλάβωναν οι Ιταλοί το χωριό μου, θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο.» [και σχολιάζει ο ποιητής:]
Πολιτική ωριμότητα ενός απλού χωριάτη, αίσθημα αλληλεγγύης, βαθιά ριζωμένη συνείδηση της λευτεριάς. Και το σπουδαιότερο απ ́ όλα, η ώριμη γνώση πως για να σώσουμε αυτή τη λευτεριά μας, είμαστε όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, υπεύθυνοι. Για την καθ’ ημάς αντίληψη του κόσμου, από την εποχή του Ομήρου και του Περικλή μέχρι το Μακρυγιάννη και ίσαμε τις μέρες μας, το να ιδιωτεύει κανείς, να μη ζει δηλ. ως πολίτης, παρά μόνο ως άτομο αποκομμένο από τους ρυθμούς και το νεύρο της πόλης, θεωρείται όνειδος, συμπεριφορά που απαξιώνει τον άνθρωπο και υπονομεύει τον πολιτισμό του.
Οι ήρωες του ’40 είχαν –και θα μπορούσαν να τις επικαλεστούν–πολλές προφάσεις για να αποσυρθούν στη γωνιά και να παρακολουθήσουν αμέτοχοι τις εξελίξεις: να σκεφτούμε μόνο πως τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος οι Έλληνες στερούνταν τις πολιτικές τους ελευθερίες εξαιτίας ενός δικτατορικού καθεστώτος, με ό,τι αυτό σημαίνει: πολιτικοί αρχηγοί και στελέχη των κομμάτων σε φυλακές και εξορίες, αστυνομικό κράτος, λογοκρισία και τόσα άλλα. Ταυτόχρονα, και στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα η κατάσταση, από πολλές δεκαετίες, δεν ήταν καλύτερη: φτώχεια, ανέχεια, εκμετάλλευση, ο πλούτος της χώρας συγκεντρωμένος στα χέρια των λίγων μεγαλοαστών και των ξένων συμφερόντων (αυτών που από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, από την εποχή των Βαυαρών, μας είχαν δεμένους χειροπόδαρα, με τους ληστρικούς όρους των δανείων που "μεγαλόψυχα" μας παραχωρούσαν, με τον ασφυκτικό έλεγχο του πολιτικού συστήματος, και τόσα άλλα).
Θα περίμενε λοιπόν κανείς πως οι Έλληνες, υπό την πίεση τόσων προβλημάτων, θα αντιμετώπιζαν πιο ψυχρά, πιο αδιάφορα την υπόθεση του πολέμου. Ο ίδιος ο Μουσολίνι και οι επιτελείς του επένδυσαν, στήριξαν ελπίδες σε αυτήν ακριβώς τη βάση. Στη σύσκεψη που γίνεται στο Παλάτσο Βενέτσια στις 16 Οκτωβρίου, 21 μέρες πριν τον πόλεμο, ο Μουσολίνι ρωτά τους συνεργάτες του ποια είναι η ψυχική κατάσταση του πληθυσμού της Ελλάδας και ο Τσιάνο, Υπουργός των Εξωτερικών θα του απαντήσει: «Υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ του πληθυσμού και μιας ιθύνουσας τάξης, πολιτικής, πλουτοκρατικής, η οποία εμπνέει την αντίσταση και καλλιεργεί το αγγλόφιλο πνεύμα στη χώρα [...] ενώ ο λοιπός πληθυσμός είναι αδιάφορος για όλα τα γεγονότα, περιλαμβανομένης και της εισβολής μας.»
(δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό για ένα μικρό σχόλιο, αφού πρόκειται πραγματικά, για μια από τις λίγες ίσως περιπτώσεις που ένας φασίστας διαβάζει τις εξελίξεις χρησιμοποιώντας άψογα την κλασική μαρξιστική ανάλυση).
Και όμως, σαν ήρθε η ώρα του χρέους, οι Έλληνες ήταν παρόντες. Και ήταν παρόντες όλοι. Τό ’νιωθαν: εκείνη τη στιγμή δεν πολεμούσαν για κανένα δικτάτορα που κυβερνούσε τη χώρα. Εκείνη τη στιγμή μάχονταν για το χώμα που ζέσταινε τα κόκκαλα των προγόνων τους. Σε κείνους έκαναν υπακοή, “τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι” τράβηξαν για το μέτωπο...
Έτσι, αυτοί οι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, κατόρθωσαν να επαναλάβουν τον άθλο των μεγάλων ιστορικών στιγμών: αντιμετώπισαν άφοβα το θάνατο μεθυσμένοι από μια ιδέα που καταφάσκει απόλυτα τη ζωή, και ξανάπαν το μοναδικό «Λευτεριά ή θάνατος». Και όταν ο αγώνας γίνεται για θάνατο, τότε η ασήμαντη βιολογική μονάδα μεταμορφώνεται σε μια μεστή και πλήρη ανθρώπινη προσωπικότητα, έτοιμη να ζήσει ακέραια και απόλυτα και να κερδίσει το θάνατό της. Γιατί, καταπώς αποφαίνεται ο Σεφέρης, “κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή”.
Το πλέον θαυμαστό: όλα αυτά γινήκανε ανεπιτήδευτα, με απλότητα, σα να υπάκουαν σε πανάρχαιους κώδικες που ορίζουν ποια είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων. Με βαθύτατη οργή για την ιταμή προσβολή του εισβολέα, με τη βεβαιότητα ότι «ἡμέρα Κυρίου ἐπὶ πάντα ὑβριστὴν καὶ ὑπερήφανον καὶ ἐπὶ πάντα ὑψηλὸν καὶ μετέωρον» αλλά δίχως τυφλό μίσος και αλαζονεία. Απλά, «ελληνικά» στάθηκαν απέναντι στους Ιταλούς. Όσο τους αντιμετώπιζαν στη μάχη, ήταν αμείλικτοι· όταν τους εξουδετέρωναν, όταν τους αιχμαλώτιζαν, τους έβλεπαν σαν ταλαίπωρους συνανθρώπους.
Ο Έλληνας στρατιώτης του ’40 πολέμησε με την πιο ζεστή ανθρωπιά. Η κακοπέραση και ο κίνδυνος τον ατσάλωναν, όμως δε νίκησαν την ανθρωπιά του. Από τα πολλά, θα επικαλεστώ τη μαρτυρία, γνήσια κι αυθεντική, ειλικρινή κι αφτιασίδωτη, του Νικηφόρου Βρεττάκου, οπλίτη του Αποσπάσματος Δαβάκη, Ποιητή:
Ο αλβανικός πόλεμος στάθηκε για μένα μιαν αποκάλυψη. Εκεί είδα τα χαρακτηριστικά της ράτσας μας. Είδα την υπεράνθρωπη αντοχή της μέσα στη λάσπη, μέσα στο χιόνι, κάτω από τους καταιγιστικούς βομβαρδισμούς του εχθρού,μέσα στη στέρηση· είδα τη δύναμή της, την επιμονή της να επιβιώσει, τη θέλησή της να δώσει ένα μάθημα αξιοπρέπειας σ’ αυτούς που την είχαν χάσει. Πέρα από την πολεμική του υπεροχή, είδα μιαν ευγένεια που δεν έλεγα, ως τότε, ότι μπορεί να υπάρχει ακόμα στον κόσμο. Δε θα ξεχάσω ποτέ την ανθρωπιά των ταλαιπωρημένων φαντάρων μας. Τους θυμάμαι να ξενυχτάνε π.χ. τους Ιταλούς τραυματίες όχι πλέον σαν εχθρούς αλλά σαν αδερφούς. Μοίραζαν μαζί τους το τσιγάρο τους και σε πολλές περιπτώσεις είδα δικούς μας στρατιώτες να δακρύζουν μπροστά σ’ έναν Ιταλό στρατιώτη που πέθαινε. Μαζί με τους δικούς μας, που τους είχαμε αφήσει πίσω, σκεφτόμαστε και του δικούς τους, που δε θα τους ξανάβλεπαν. Γενικά, είδα στη ρίζα του λαού μας το ελληνικό θαύμα. Και το είδα ακριβώς εκεί, στην Αλβανία.
Παρόμοια μαρτυρία από την απέναντι πλευρά. Ο Γερμανός συγγραφέας Έρχαρτ Κέστνερ εξομολογείται:
«Στα 1952 πήγα για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, στην Αθήνα. Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε πως είχα πρόθεση να πάω στην Κρήτη, μου συνέστησε, επειδή ήταν πολύ νωρίς ακόμα και οι πληγές από τη γερμανική κατοχή ανεπούλωτες, να λέω πως είμαι Ελβετός. Αλλά εγώ τους ήξερα τους Κρήτες. Από την πρώτη στιγμή είπα πως ήμουν Γερμανός και όχι μόνο δεν κακόπαθα, αλλά ξανάζησα παντού όπου πέρασα τη θρυλική κρητική φιλοξενία.
»Ένα σούρουπο, καθώς ο ήλιος βασίλευε, πλησίασα το γερμανικό νεκροταφείο, έρημο με μόνο σύντροφο τις τελευταίες ηλιαχτίδες. Έκανα όμως λάθος. Υπήρχε εκεί και μια ζωντανή ψυχή, ήταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα ν’ ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα. Την πλησίασα και τη ρώτησα. Είστε από εδώ; Μάλιστα. Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς».
Και γράφει ο Κέστνερ. «Η απάντηση, μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί».
Απαντά η γυναίκα: «Παιδί μου, από την προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα 41 με 44. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης κι έμεινα με τον μονάκριβο γιο μου. Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν τα παιδιά μιας κάποιας μάνας, σαν κι εμένα. Και ανάβω στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να ‘ρθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιού μου»...
Σωστά έγραψε ο Γερμανός, ότι «Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί η απάντηση αυτή». Λέμε εμείς. Ναι, στην Ελλάδα την ταλαιπωρημένη και απ’ όλους αδικημένη. δεν είναι στις προθέσεις μου να αναφερθώ αναλυτικά στην ιστορική πλευρά της επετείου και στο χρονικό του πολέμου. Εξάλλου, σε λίγο θα μας μεταφέρει πολύ πιο πιστά στην ατμόσφαιρα του πολέμου και στο κλίμα των ημερών ο έξοχος συμπολίτης μας, πολεμιστής του αλβανικού μετώπου και μαέστρος, αείμνηστος Δημήτρης Λιώτσης, με το “Χρονικό” του.
Αυτή ήταν η γενιά του ’40, έτσι πορεύτηκε... Κι όταν κάποτε ήρθε η ώρα της επιστροφής από το μέτωπο, όσοι επέστρεψαν, όπως επέστρεψαν, συνέχισαν τον αγώνα του βίου, μοχθώντας καθημερινά για τον επιούσιο, πάντοτε στα σκοτεινά («οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά» δογμάτισε ο Σεφέρης), “πάντα γελαστοί και γελασμένοι”. Δεν αποζήτησαν να εξαργυρώσουν αγώνες και θυσίες, δε βολεύτηκαν ποτέ κάτω από το φως των προβολέων. Κάποιο απ’ αυτούς κυνηγήθηκαν κιόλας (μνημονεύω μόνο τον Δημήτριο Κασλά, διοικητή του τάγματος που υπερασπίστηκε το θρυλικό 731, ο οποίος αφού γνώρισε διώξεις και ταλαιπωρίες προήχθη σε ταξίαρχο ...μετά θάνατον)· την ώρα που κάποιοι δοσίλογοι, μαυραγορίτες και άλλοι συνεργάτες του κατακτητή βρίκονταν με περιουσίες, θέσεις και αξιώματα -και σταματώ εδώ για να μη ξύσω κι άλλο τις πληγές της μικρής πικρής Πατρίδα μας...).
Κι η Πατρίδα; Που τόσο την παίνευαν και την εκθείαζαν φίλοι και σύμμαχοι τότε που μάτωνε, τότε που "οι ήρωες πολεμούσαν σαν Έλληνες"; Ρίχτηκε σε νέες περιπέτειες, ρημάχτηκε, είδε τα παιδιά της να σκοτώνονται από αδερφικό χέρι, κι όσα έζησαν τα έστειλε μετανάστες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα να αποζητούν ένα κομμάτι ψωμί. Κάτω από την προστασία πάντοτε των Μεγάλων της γης.
Και επαληθεύτηκε ο λόγος του Ποιητή:
Και από τότε μέχρι και σήμερα, σπεύδουν να μας σώσουν, να μας δανείσουν, να μας μεταρρυθμίσουν Η αλήθεια είναι πως οι Έλληνες το ξέρουμε από τα πανάρχαια χρόνια, βιώνοντας και μελετώντας και αναδεικνύοντας το στοιχείο του τραγικού με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου, στη χιλιόχρονη παράδοσή μας. Μιλώ γι’ αυτό που οι φιλόλογοι, όταν αναφερόμαστε ειδικά στην τραγωδία του Σοφοκλή, ονομάζουμε “απομόνωση του ήρωα”.
“Οίμοι, γελώμαι”, αλίμονο με κοροϊδεύουν, ξεσπά η Αντιγόνη του Σοφοκλή σα διαπιστώνει ότι κανείς δεν την καταλαβαίνει. Αδελφοί μας εγέλασαν! αναφωνεί ο Ελύτης, μπροστά στην αθλιότητα εκείνων που εμφανίστηκαν ως φίλοι, αλλάπροσμένουν την ώρα να εκμεταλλευτούν τη θυσία των Ελλήνων για δικό τους όφελος (αυτό που θά ’λεγε ο Σεφέρης “ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων”).
Ωστόσο, η οδύνη που πηγάζει απ’ αυτή τη μοναξιά, δεν είναι σημάδι δειλίας, ούτε αφήνει υποψία για διάθεση εγκατάλειψης του αγώνα. Ίσα ίσα, είναι η ομολογία και η συνέπεια του ηρωικού θάρρους. Οι πολεμιστές του ’40 είναι όλοι γενναιότεροι του συνηθισμένου κι όλοι παλεύουν μέσα στη μοναξιά που αξιώνει ο ηρωισμός τους. Και η επίγνωση της μοναξιάς αυξάνει το πείσμα, χαλυβδώνει το φρόνημα, εξωθεί τον απλό, ανώνυμο, καθημερινό άνθρωπο, στον υπέρ πάντων αγώνα. Ο ίδιος ο ποιητής- λαός βεβαιώνει του λόγου το αληθές:
Μια τέτοια στάση ζωής προϋποθέτει την πίστη εκείνη που δίνει δύναμη, εμπνέει, στηρίζει, ανασταίνει. Ένα παράδειγμα, όπως το περιγράφει ο Γιάννης Τσαρούχης, γνωστός εικαστικός:
Εκεί πάνω ζωγράφισα την “Παναγία της Νίκης”, έχοντας ως πρότυπο μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια. Όταν τελείωσε, την εθαύμασαν όλοι οι στρατιώτες, και ένας λοχαγός με παζάρευε να του κάνω μια ίδια για την Κέρκυρα. Ο διοικητής του τάγματος έμενε μακριά από τα σπίτια που μέναμε εμείς, σε μια σκηνή καμουφλαρισμένη με κούμαρα. Ήταν μακριά η σκηνή του και έστειλε έναν μοτοσυκλετιστή, εξαιρετικά ωραίο και πολύ μάγκα, για να με κουβαλήσει εκεί που έμενε.
Επήρα την εικόνα μαζί μου και καβάλησα τα καπούλια της μοτοσυκλέτας. Καθώς πηγαίναμε στο διοικητή, έφραξαν σχεδόν το δρόμο στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί και είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας. Ήδη, το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει φήμη θαυματουργής εικόνας.
Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός. Δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη σε ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα, εσάλπισε. Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε.
Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. “Βρε συνάδελφε”, μου είπε ένας, “βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;”
Απλοϊκή όπως πρέπει να είναι, αυτή η Πίστη κράτησε τον Έλληνα σε όλες τις κακουχίες, και το 40, και θα τον κρατά πάντοτε. Κι ας την ειρωνευόμαστε στην επιστημονική εποχή μας, θεωρώντας την "ανορθολογική", άχρηστη, περιττή κι επικίνδυνη.
Ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος είχε περιγράψει για τις τελευταίες ημέρες του πολέμου:
«Στο δρόμο στα χωριά, στο Κριεκούκι, στην Κάζα, στη Μάνδρα, κοιτούσαν οι γέροι του χωριού τ’ αυτοκίνητα και μας χειροκροτούσαν. Ένας είπε, για τα χάλια μας μάς χειροκροτάτε; Και οι γέροι απαντούσαν: «Είσαστε ήρωες, είσαστε λεβεντόπαιδα».
ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΠΡΟΤΥΠΑ ΑΡΕΤΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΑΣ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΤΑ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ, ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ, ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ, ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ.
ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΔΕΙΞΟΥΜΕ ΠΡΟΤΥΠΑ ΗΘΟΥΣ ΚΑΙ ΑΡΕΤΗΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ, ΜΠΑΣ ΚΑΙ ΒΡΟΥΝ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ, ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΔΙΟΡΘΩΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου