ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Γεώργιος Χ. Μόδης
Εκλεκτά Διηγήματα: 37. Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Ύστερα απʼ τα μεσάνυχτα μια ώρα,, που όρισαν οι αστρονομικές γνώσεις των συνοδοιπόρων κι οι φωνές των γαϊδάρων τους, ξανακινήσαμε. Το πρωί ήμαστε στη Γραδένιτσα˙λίγο ενωρίτερα είχαν φθάσει εκεί και τα σώματα των οπλαρχηγών Βολάνη και Καραβίτη από την Μπέσιτσα όπου είχαν πάει να ξετάσουν τις λεπτομέρειες της τριπλής σφαγής και να δώσουν κουράγιο στους δικούς τους. Πήγα αμέσως να τους συναντήσω. Μπροστά από ένα τρισάθλιο καλιβόσπιτο έστεκε ένας ψηλός και ρωμαλέος άνδρας τυλιγμένος με μια τεράστια κάπα. Απʼ όλο του το σώμα φαινότανε μονάχα το μαύρο μαντήλι της κεφαλής, τα μεγάλα του μουστάκια και τʼ άσπρα του υποδήματα. Ήταν αρκετά για να καταλάβω πως είχα μπροστά μου έναν Κρητικό. Κύτταζε τον ορίζοντα ή ίσως κανένα μακρινό δρόμο.
- Καλημέρα σας, του είπα.
Έκαμε πως δεν μʼ άκουσε, ούτε μʼ είδε.
- Μπορείτε σας παρακαλώ, να μου πήτε, που μένουν οι κύριοι καπεταναίοι;
Με μια ελαφριά κίνηση της κεφαλής του μου έδειξε ένα αντικρινό σπίτι. Τον ευχαρίστησα για την πληροφορία και διευθύνθηκα στο σπίτι, που μου υπέδειξε. Συνάντησα εκεί τον καπετάν Καραβίτη καταγινόμενο με μια χαντζάρα, που ήταν φανερό πως δεν προορίζονταν μόνο για τα άλογα ζώα, να κομματιάζει ένα παχύ κριάρι. Ήταν ένας ωραίος τύπος πολεμιστού με μαύρα γένεια και μαύρα κανονικά χαρακτηριστικά. Ο Μελάς τον είχε ονομάσει Αιθίοπα Απόλλωνα. Παραπέρα ήσαν ξαπλωμένοι σε χονδροφιαγμένες ψάθες 5-6 αντάρτες φορτωμένοι φυσέκια, πιστόλια, μαχαίρια και ασημικά. Δυο κοιμούνταν τυλιγμένοι στις κάπες τους.
- Καλημέρα καπετάνιε, είπα, ή μάλλον ψιθύρισα.
- Πως εδώ, βρε Μοναστηριώτη; απάντησε κείνος, χωρίς νʼ ανταποδώσει το χαιρετισμό ή να διακόψει το έργο του.
- Έρχομαι, κύριε Αρχηγέ, έρχομαι να συναγωνισθώ παρά το πλευρό σας δια τον ίδιον ιερόν κι άγιον σκοπόν, όστις σας έφερε απʼ το όμορφο νησί σας σʼ αυτά τα άγρια βουνά μας.
Την προσφώνηση αυτή την ετοίμασα στο δρόμο και την είχα ειπεί χίλιες φορές μόνος μου. Πίστευα πως θα μου διάνοιγε διάπλατες τις καρδιές των συντρόφων. Έξαφνα όμως ο Καραβίτης αφήνει τπ διαμελισμό, φέρνει το χέρι με την αιματωμένη χαντζάρα στο μέτωπο και με μια βαθειά υπόκλιση, που θα ήταν καλή για τα σαλόνια της εποχής των Λουδοβίκων, μου λέγει:
- Ευχαριστώ πολύ για την μεγάλη τιμή που μου κάνετε.
Την ίδια στιγμή όλοι οι αντάρτες, ξαπλωμένοι και κοιμισμένοι, τινάχθηκαν διά μιας όρθιοι σαν να τους σκούντησε ηλεκτρικό ρεύμα κι άρχισαν κι αυτοί με πολλές υποκλίσεις να μου λέγουν:
- Σʼ ευχαριστούμε πολύ, σʼ ευχαριστούμε πολύ, λεβέντη και παλικαρά μας.
Κάποιος πρόσθεσε:
- Διάλε τον Τούρκο και το Βούλγαρο που θα μείνει τώρα στη Μακεδονία...
Τʼ ασημικά παρακολουθούσαν τις υποκλίσεις των με μια μεταλλική υπόκρουση που έμοιαζε σατανικό γέλιο. Τάχασα. Να προσφέρεσαι να παίξεις το κεφάλι σου και να σε δεχθούν με τέτοιο τρόπο!... Τα μάτια μου βούρκωσαν. Έβγαλα μηχανικά ένα συστατικό γράμμα του Εθνικού Κέντρου, που είχα κρυμμένο στο εσωτερικό των παπουτσιών μου και το έδωκα στον Καραβίτη.
- Έχεις καμιά συγγένεια με το Μόδη, που σκότωσαν οι Βούλγαροι και τραγουδούν οι Μοναστηριώτες;
- Ήταν θείος μου.
- Καλά... Καλά... Άμε τώρα και κάθησε με τους συντρόφους σου. Είναι πολύ καλά παιδιά... Μη σε τρομάζει η πρώτη εντύπωση. Θα τους γνωρίσεις καλλίτερα αργότερα.
Προτίμησα να βγω έξω στην αυλή και στον ανοικτόν αέρα. Ήταν κι εκεί κάμποσοι αντάρτες.
Ένα ψιλόλιγνο παλληκάρι με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και λίγα γένεια που ʼχαν αρχίσει να φυτρώνουν στα μάγουλά του, με χακί στολή κι άσπρα κρητικά υποδήματα μαγείρευε. Ένας άλλος νεαρότατος, σχεδόν παιδί, με ολόξανθα μακριά μαλλιά, χακί επίσης στολή και τσαρούχια, τον βοηθούσε και του έλεγε:
- Γιεώργι, μα γιατί δεν το ψιένομʼ στη σούβλα το μανάρʼ;
Ένας όμορφος λεβέντης, κάπως περιποιημένος, καθάριζε το όπλο του. Δυο τρεις ήσαν ξαπλωμένοι στις κάπες τους ή κατάχαμα. Κάποιος με μεγάλα γένεια, ψηλός και πολύ σοβαρός μπάλωνε το χιλιομπαλωμένο σακάκι του. Άλλος με ευζωνικό ντουλαμά σκότωνε ζωύφια στη φανέλα του.
Παρέκει ένας άλλος σκυμμένος σε χαρτιά και μελάνι έγραφε. Κατάλαβα πως ήταν ο γραμματικός του σώματος και επομένως μορφωμένος. Τον πλησίασα. Είδα όμως πως βρισκόταν σε εμπόλεμο κατάσταση με την ορθογραφία και ξόδευε περισσότερον ιδρώτα παρά μελάνη. Τον διόρθωσα.
- Μπα; Κατέεις και συ γράμματα;
- Πως είπατε;
- Ξέρεις γράμματα;
- Ξέρω λίγα.
- Σε ποια τάξη πήγες στο σχολείο;
- Στην τελευταία.
- Του δημοτικού;
- Όχι, του Γυμνασίου.
- Κι εγώ ξέρω γράμματα. Τάμαθα στη φυλακή στα Χανιά.
Για το χατήρι ενός παληοτουρκαλά που σκότωσα, κάθησα τρία χρόνια στο φρέσκο.
Και ξακολούθησε να γράφει και να ιδρώνει χωρίς να δώσει καμιά άλλη προσοχή στην παρουσία μου.
Μονάχα ο ξανθός έφηβος με τα μακριά μαλλιά μου έδειξε κάποιο ενδιαφέρον. Έβοσκε πρόβατα κοντά στα Θεσσαλομακεδονικά σύνορα, ὀταν περνούσε το σώμα του Καραβίτη τον πήραν οδηγό για μια νύχτα και έτσι... έμεινε αντάρτης.
- Ιέρχεσʼ να μείνʼς μαζί μας; Αντάρτης; με ρώτησε.
- Μάλιστα.
- Δεν κανʼς καλά πʼδʼμʼ, δεν κανʼς καλά μπίτ.
- Ιδώ πέρα θα σι φαν οι βροχές, η πείνα, οι ψείρʼς.
Άσχημο δρόμο διάλιξις. Δεν ιέχʼ χαΐρ. Γύρισε στα προβατάκια σʼ, στο βιό σου. Μακάρι να μπορούσα να το κάμω κι ιγώ.
- Έννοια σου Γούλα. Η Μάρω σου σε καρτεράει έως ότου... νάβρει κανένα τσελιγκόπουλο... Κύττα καλά να μη σε φαν εσένα τα όρνεα και οι λύκοι... τούπε ένας αντάρτης μαυροκόκκινος, σχεδόν σπανός, κοντός και γεμάτος, που τραγουδούσε έως τότε ξαπλωμένος ένα σκοπό, που πρώτη φορά άκουα, τον Ερωτόκριτο.
Ο Γούλας κοκκίνισε.
- Γιατί, Μανώλʼ, πάντα μί πειράζʼς;
- Γιατί και συ τρομάζεις τον κύριο και του λες πως θα τον φαν οι ψείρες;
- Ψέμματʼ τʼ λέω;
- Αν είσαι ψειριάρης συ, δεν είμαστε και ούλοι. Εγώ αλλάζω ρούχα κάθε τρεις μέρες. Τώρα έδωκα τα πουκάμισά μου να σιδερωθούν.
Έπειτα γύρισε σε μένα και μου λέει.
- Που τα κολλαρίζετε , σας παρακαλώ, κύριε, τα πουκάμισά σας για να τα στείλω και τα δικά μου;
Κι επειδή εγώ έμεινα με ανοιχτό το στόμα, επανέλαβε.
- Γιατί απορείτε; Σας πέρασε η ιδέα πως οι έρμοι αντάρτες δεν μπορούν να φορούν άσπρα πουκάμισα και ψηλά κολλάρα;
Όλοι ξέσπασαν στα γέλοια.
- Γεια σου, Μανώλη, Λόρδε.
Ο Γενειοφόρος, που μπάλωνε το σακάκι, του έριξε μια ματιά και κουνώντας το κεφάλι είπε:
- Μαγαρισμένε...
- Γιάντα Σαριδογιάννη;
- Ντα, χτες έβανες στοίχημα πως έχεις τσι περισσότερες ψείρες.
- Άλλο αυτό. Βάνω το και σήμερα το στοίχημα. Μα όχι μαζί σου. Συ έχεις μεγάλα γένεια και θα ʼναι γεμάτα...
Ο Σαριδογιάννης σήκωσε ένα ξύλο. Μα ο Μανώλης πρόφθασε και ξεπετάχθηκε απʼ την κάπα του.
- Γιεβεντισμένε! Του είπε, και ξακολούθησε το μπάλωμα.
Ο Μανώλης ήρθε κοντά μου.
- Να σας παρουσιασθώ, κύριε. Εμμανουήλ Μυλωνάκης, καρβουνέμπορος στον Πειραιά.
Όλοι γέλασαν.
- Καρβουνοέμπορος, που κουβαλούσε τα κάρβουνα στα βαπόρια στσι πλάτες, είπε εκείνος που καθάριζε το τουφέκι του.
- Όταν κλέβαμε κανένα σακκί κάρβουνα το πουλούσαμε. Είναι κι αυτό εμπόριο, Μαύρη. Συ τα κλεμμένα πρόβατα τάτρωγες.
Ο Μανώλης ξαναγύρισε σε μένα.
- Να σας παρουσιάσω τώρα και τους φίλους μου. Ο κύριος Γιάννης Σαριδογιάννης ή Σαρρής, μεγάλος φιλόσοφος, εσπούδασε τη φιλοσοφία του στον Ομαλό, όπου έβοσκε πρόβατα. Ξέρει και να μπαλώνει καλά. Γιʼ αυτό τα ρούχα του είναι όλο μπαλωμένα. Ο κυρ Νικόλας Μαύρης, είναι, όπως βλέπετε, αριστοκράτης, ντιστεγκές. Ο κύριος εκεί, που μαγειρεύει, Γεώργης Κανδυλάκης, ή δεσποινίς. Κατά λάθος αντί να πάει στο Αρσάκειο ήρθε εδώ. Ο κύριος, που καθαρίζει τη φανέλα του, Νικόλας Ξυλευσίνος, απʼ τα χωριά της Ελευσίνας ή Ξυλευσίνας. Δεν ξέρομε τόνομά του. Δεν εχόρταινε με την κουραμάνα στο στρατό και γιʼ αυτό λιποτάκτησε κι ήρθε μαζί μας. Χορταίνουν τώρα οι ψείρες. Ο κύριος απʼ εδώ, είπε, δείχνοντας ένα ξαπλωμένο κολοσσό, σπανό και πιο μαύρο απʼ τη μαύρη φουστανέλα του, είναι ο εξοχώτατος Χρήστος απʼ τη Μπέσιστα, Μπεσιστιανός ή Αράπης. Μπορεί να σφάξει εκατό ανθρώπους σαν να είναι σκόρδα. Τον κηνυγούσε να τον δείρει το αφεντικό του, γιατί τον είχε φάει κάμποσα πρόβατα. Για να γλυτώσει το ξύλο έγινε αντάρτης. Μιλάει τα ελληνικά σαν σωστός Κρητικός. Μα μπορούσε νάταν κομιτατζής.
- Για μένα τα λες αυτά, Μανώλη; είπε ο Αράπης, σηκωμένος ολόρθος.
- Για ποιον άλλο; Δεν είναι έτσι, Πετρούση; απάντησε ο Μανώλης, γυρίζοντας σʼ ένα νεαρό πάνοπλο χωρικό, που είχε μπει στην αυλή εκείνη τη στιγμή.
Ο Πετρούσης κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
- Αυτόν αυτόν, επανέλαβε ο Αράπης. Είναι για να κουβαλάει νερό. Εγώ, Μανώλη, έγινα αντάρτης για την πατρίδα, για την ελευθερία. Συ έγινες γιατί δε σε χωρούσε η Κρήτη. Θαρρείς δεν τα κατέομε; Σκότωσες την...
- Σκασμός σκυλαράπη, είπε ο Μανώλης, βάνοντας το χέρι στο πιστόλι του.
Έπεσαν πάνω του οι άλλοι. Ο Μανώλης έφυγε έξω κατακίτρινος απʼ το θυμό του.
- Δεν έκανες καλά και συ, Χρήστο, να τον πειράξεις σʼ αυτό το πράμα. Το ξέρεις. Δεν κάνει, είπε ο Κανδυλάκης.
Έπειτα μʼ εσίμωσε και μου είπε στʼ αυτί.
- Ο καημένος ο Μανώλης αναγκάσθηκε να καταλύσει την αδελφή του. Δεν ήταν καλή...
- Θε να μείνεις το λοιπό μαζί μας; με ρώτησε ο Σαριδογιάννης, κυττάζοντάς με κατάματα.
- Γιʼ αυτό ήρθα εδώ.
- Εγώ δεν το ξέρω ακόμα γιατί εμείς ήρθαμε εδώ. Πως βρεθήκαμε δεν το καταλαβαίνω.
- Ήρθαμε για το χατήρι του καπετάνιου, Γιάννη, είπε ο Κανδυλάκης. Συγγενής μας. Θα τον αφήναμε μοναχό με ξένους;... Έπειτα είμαστε Κρητικοί.
- Εγώ, να σας πω την αλήθεια, είπε ο Μαύρης, ήρθα περισσότερο για το χατήρι του αδελφού μου του Γιώργη. Δυο φορές μου τόσκασε για τη Μακεδονία αφήνοντας σε μένα το σπίτι και τα χωράφια. Τα φόρτωσα κι εγώ τώρα όλα στον πετεινό και ήρθα. Έμεινε η γριά στο σπίτι μονάχη. Αν θέλει ας μη γυρίσει πίσω ο Γιώργης.
- Το κάνατε ρόδιο κι οι δυο σας, παρατήρησε ο Σαριδογιάννης.
- Μα και συ έχεις το σχέδιο σου, Γιάννη. Να πας στην Αμερική, αν ξεφύγεις απʼ εδώ. Έμασες τα τριάντα ναπολεόνια, που σου χρειάζονται.
- Μπα. Σταμάτησα στα 13. Που να βρεθούν;!
- Άσχημος αριθμός.
Στο μεταξύ έφθασε ο Βολάνης. Μάλλον κοντός, νευρώδης, φορτωμένος ασημικά, με μίαν αγγελική πραότητα στο πρόσωπο, που δεν συμβιβάζονταν καθόλου με την τρομερή φήμη του, είχε διατηρήσει μόνος αυτός την κρητική βράκα. Στο γυρισμό απʼ την Μπέσιστα είχε χάσει το δρόμο και τώρα μόλις κατόρθωνε με τη βοήθεια μικρού βοσκού να συναντήσει τους άνδρες του. Αυτόν τον γνώριζα καλά απʼ τις φυλακές του Μοναστηρίου, απʼ τις οποίες πριν από λίγους μήνες είχε δραπετεύσει. Με υποδέχθηκε με άδολη χαρά και με φίλησε. Η ξεχωριστή εύνοια του αρχηγού με εξύψωσε στη συνείδηση των συντρόφων και αποκατέστησε γρήγορα τις σχέσεις μου μαζί τους.
Μαζί τώρα με τους δυο οπλαρχηγούς και άλλους αντάρτες επισκεφθήκαμε τον τάφο του Γαρέφη. Δυο χωρικοί και δυο οπλίτες είχαν στήσει με λίγες πλάκες και ένα μικρό μαρμάρινο σταυρό το μαυσωλείο του ηρωικού Πηλιορείτη. Ήταν ένας φτωχός και ταπεινότατος τάφος. Μα φάνταζε σαν αληθινό μνημείο στο νεκροταφείο αυτό της Γραδέσνιτσας, που δεν περιείχε τίποτε άλλο από χαμηλούς ξύλινους σταυρούς. Για να μην κινήσει η εξαιρετική πολυτέλειά του την προσοχή των Τούρκων, γράψανε στο σταυρό με χονδρό μολυβδοκόνδυλο το όνομα κάποιου χωρικού, που είχε πεθάνει τότε κοντά. Δυο παπάδες διάβασαν το μνημόσυνο. Πολλές γυναίκες, που είχαν στη στιγμή μαζωχθεί έραναν το μνήμα με λουλούδια και δάκρυα. Ήσαν χήρες και μητέρες αγωνιστών, που είχαν πέσει σε συμπλοκή με τους Τούρκους ή σε ενέδρα Βουλγάρων. Ο Γαρέφης πέθανε στα χέρια τους τη στιγμή, που έφθανε απʼ το Μοναστήρι γιατρός για τη θεραπεία της πληγής του. Κι ο μεν γιατρός έφυγε άπρακτος. Κατόπιν του όμως πρόβαλε Τούρκος αξιωματικός με στρατιώτες και χωροφύλακες, που κάτι φαίνεται είχαν μυρισθεί. Αλλά τότε οι γυναίκες χωρίς να χάσουν την ψυχραιμία τους, εσκέπασαν τον νεκρό με χωριάτικα ρούχα και άρχισαν να τον κλαίουν με τόση φυσικότητα και σπαραγμό, ώστε ο αξιωματικός δεν επέμεινε να διαταράξει περισσότερο το πένθος τους.
Τη νύχτα είχαμε διασκέδαση. Ο Βολάνης εβάφτιζε την κόρη ενός απʼ τους προκρίτους της Γραδέσνιτσας. Μια αδυναμία των ανταρτών ήσαν οι κουμπαριές. Κάθε Μακεδονομάχος άξιος του ονόματος αυτού, δυο πράγματα κυνηγούσε: να σκοτώσει όσο το δυνατό περισσότερους εχθρούς και να κάμει όσο το δυνατό περισσότερους κουμπάρους. Ίσως κάποια εσωτερική δύναμη τους έσπρωχνε νʼ αντικαταστήσουν με τους εκκλησιαστικούς αυτούς δεσμούς το μακρινό τους σπίτι. Μόλις βράδιασε συγκεντρωθήκαμε στην εκκλησία του χωριού. Σʼ ολίγο έφθασε κι ο καπετάνιος με όλο το συγγενολόι της βαφτιστικιάς του. Ένας αντάρτης που με τη ρινοφωνία του περνούσε για έξοχος ψάλτης, έκαμε χρέη χορού. Ένας γέρος παπάς διάβασε τις ευχές και το άλλο τυπικό της ιεροτελεστίας. Αλλʼ η μικρή ελληνομάθεια του, που είχε πάθει ήδη δυνατό κλονισμό, απʼ την πρωτοφανή γιʼ αυτόν συγκέντρωση, εναυάγησε οριστικά στο σκόπελο του παράχορδου για την ακοή του Μοριχόβου, ονόματος της βαπτιζομένης. Το είχε δανεισθεί ο Βολάνης απʼ τη μητέρα του. Ο άτυχος παπάς αναγκαζόταν να διακόφτει κάθε λίγο το ευχολόγιο και να ρωτά «πως είναι το όνομα;».
Απʼ την Εκκλησία τραβήξαμε στο σπίτι της βαφτιστικιάς μας. Ο πατέρας της είχε ετοιμάσει λαμπρό συμπόσιο μʼ έξοδα κυρίως του κουμπάρου. Τη στιγμή όμως που το γλέντι είχε ανάψει, έρχεται το καραούλι δηλ. ο χωρικός, που φύλαγε πάνω απʼ το χωριό και μας αναγγέλει πως οι Τούρκοι πλησίαζαν και μας εκύκλωναν. Όλοι βρεθήκαμε όρθιοι. Η τράπεζα αναποδογυρίσθηκε, οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε και να τρέχουν πάνω-κάτω, κι απʼ του γέρου παπά το χέρι έπεσε το ποτήρι του κρασιού. Οι αντάρτες άρπαξαν τα όπλα, τις κάπες, τα σακίδιά τους και όρμησαν έξω. Ακούσθηκε τότε και ο ξηρός κρότος των όπλων, που γεμίζουν ή δοκιμάζονται. «Ίσια πάνω στη ράχη» ήταν η διαταγή και το σχέδιο επιχειρήσεων των δύο οπλαρχηγών. Εγώ δεν ήξερα τι να κάμω. Νʼ ακολουθήσω τους άλλους; Αλλά τι θα γινόμουνα μέσα στη συμπλοκή άοπλος και με το κοστούμι, που έφερνα απʼ την πόλη; Να μείνω; Το λιγότερο που είχα να πάθω ήταν να με σαπίσουν την άλλη μέρα στο ξύλο οι Τούρκοι. Εζήτησα να συμβουλευθώ τον Βολάνη. Αλλά στο σκοτάδι και την παραζάλη δεν τον έβρισκα. Εγύρισα πίσω στο σπίτι να πάρω το... μπαστουνάκι μου. Είδα τότε να μπαίνει ορμητικός μέσα ο Μανώλης, νʼ αρπάζει ένα μεγάλο ψημμένο μπούτι, που ήταν επάνω στο τραπέζι άθικτο και να το κρύβει κάτω απʼ την κάπα του.
- Μη το μαρτυρήσεις, μου είπε, θα σου δώσω και σένα το μισό.
Στο τέλος το γενικό ρεύμα της εξόδου με παρέσυρε και μένα. Διαμιάς βρεθήκαμε επάνω στη χαμηλή ράχη. Τρέξαμε χωρίς νʼ ανασάνομε. Τότε με είδε ο Βολάνης.
- Ήρθες και συ μαζί μας;
- Όπου ο κόσμος και ο Κοσμάς, καπετάνιε.
- Και τι θα σε κάμω, αν ανάψει το τουφεκίδι; Δεν κρατάς παρά το μπαστούνι σου. Καλλίτερα να γυρίσεις στο χωριό να μείνεις ίσαμʼ αύριο δάσκαλος.
- Φοβάμαι το ξύλο.
- Δεν έχεις και κάπα. Κι αν αναγκασθούμε να πάρουμε τα βουνά;!...
Με πλησιάσε τότε ο Μανώλης και μούπε στʼ αυτί.
- Μη σε νοιάζει, θα σου δώσω να κρατάς το μπούτι.
Ευτυχώς οι Τούρκοι δεν φαίνονταν. Και σε λίγο ακούσθηκαν μέσα απʼ το σκοτάδι γνώριμες φωνές χωρικών που μας καλούσαν να γυρίσουμε πίσω.
Οι αντάρτες όμως θεώρησαν προσβολή να επιστρέψουν σʼ ένα χωριό, που με τόση βία είχαν εγκαταλείψει και ανάθεσαν σʼ εμένα να τους αντιπροσωπεύσω στη συνέχεια της εορτής. Οι φοβεροί και τρομεροί εκείνοι Τούρκοι, που έδωσαν τόσο ιλαροτραγικό τέλος στο νυκτερινό μας γλέντι, ήσαν καλοί Γραδεσνιτσιώτες, που γύριζαν απʼ το παζάρι. Μαζί τους έρχονταν κι οι δυο άλλοι φίλοι και συμπατριώτες μου Ξύφτας και Καπηλιάδης. Αυτοί τους έδωκαν από ένα τσιγάρο όταν πλησίασαν στο χωριό. Και τα αναμμένα αυτά τσιγάρα τα μετέτρεψε η ταραγμένη φαντασία του καραουλιού μας σε δύναμη ενός τουλάχιστον λόχου.
(«Στα Μακεδονικά Βουνά»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου