Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (34. ''ΚΟΥΡΔΟΙ'' ΚΑΙ ''ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΟΙ'')

ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ



Γεώργιος Χ. Μόδης

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Εκλεκτά Διηγήματα: 34. «ΚΟΥΡΔΟΙ» ΚΑΙ «ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΟΙ»


Πρώτη μέρα του Ιούλη 1908.

Ο ήλιος έκαιε μʼ όλη τη λαύρα του και το χωριό είχε ριχθεί στην δουλειά μʼ όλη τη φούρια του. Άλλοι αλώνιζαν με δυο, τρία, τέσσαρα άλογα και οι φτωχότεροι μʼ ένα άλογο και ένα γαϊδούρι ή με δυο βόδια και άλλοι λύχνιζαν το σιτάρι. Το πετούσαν ψηλά μʼ ένα φτυάρι και δέχονταν στο πρόσωπο τη σκόνη και τα σκύβαλά του.

Μερικοί είχαν στρωθεί στο φαγί καταγής, πλάι στο αλώνι. Έτρωγαν πιπεριές, ή φασόλια και κυρίως «ταρατόρι» γιαούρτι δηλ. με λάδι, λιανισμένα αγγουράκια και κοπανισμένα καρύδια. Μέσα στο μεσοχώρι, μπροστά στο καινούργιο, μεγάλο σπίτι του, αλώνιζε με τέσσερα γερά άλογα ο παπάς του χωριού, ο Παπαγεώργης. Μʼ ένα μικρό σκουφάκι στο κεφάλι, που ήταν ίσως άλλοτε μαύρο, ένα άπλυτο μαντήλι τυλιγμένο στα γένεια για να τα φυλάγει, απʼ τα σκύβαλα και τη σκόνη και κάτι σαν ράσο που μπορούσε όμως να ήταν και ξεφτισμένο φουστάνι της παπαδιάς, ανασκουμπωμένο στη μέση έμοιαζε περισσότερο με εκπρόσωπο του Σατανά, παρά με λειτουργό του Χριστού.

Είχε «συμβιβασθεί» το χωριό με τον Τούρκο ενοικιαστή του φόρου της δεκάτης. Συμφώνησαν δηλ. με τον αγά ο μουχτάρης, οι αζάδες, οι πρόκριτοι (ιλερι γκελέν, όπως λέγονταν τούρκικα) και ο Παπαγεώργης, που είχε την πιο βαρύνουσα γνώμη, να του δώσουν ορισμένο ποσό σιτάρι, και κριθάρι, που του εξασφάλιζε σίγουρο κέρδος.

Έτσι ο δεκατιστής δεν θα τους μετρούσε δεμάτια και αλώνιαμ ούτε θα τους υποχρέωνε να τα βγάλουν έξω απʼ το χωριό. Ο ίδιος πάλι δεν είχε καμιά ανάγκη να πληρώνει φύλακες και άλλους υπαλλήλους. Θα ερχόταν μονάχα στην ορισμένη εποχή να σηκώσει το σιτάρι και το κριθάρι του.

Οι «πρόκριτοι» θα καθάριζαν πόσα κιλά σιτάρι και κριθάρι θάδινε κάθε παραγωγός για το φόρο που ήταν 12 1/2 τοις εκατόν ευλογώντας, εννοείται, πρώτα τα δικά τους γένεια...

Το αποτέλεσμα ήταν ότι θʼ αλώνιζε ελεύθερα το χωριό, απαλλαγμένο απʼ την πολύ ενοχλητική και για άλλους λόγους παρουσία των Τούρκων. Μπαινόβγαιναν στο χωριό κομιτατζήδες...

Ο παπάς αλώνιζε πάντοτε στο μεσοχώρι. Όλοι οι δεκατιστές του αναγνώριζαν το προνόμιο από σεβασμό για το θρησκευτικό του αξίωμα και ακόμα περισσότερο για κάποιο άλλο. Ήταν ο αντιπρόσωπος του Κομιτάτου και ανεξέλεγκτος αρχηγός του χωριού. Ο λόγος του ήταν για τους χωρικούς νόμος. Βοηθούς του είχε τον «μουχτάρη» (πρόεδρο) και τους «αζάδες» (συμβούλους) Λάζο και Λάμπρο. Μπροστά τους η τουρκική αρχή ήταν απλή σκιά και οι παλιοί μπέηδες και αγάδες, σωστοί άγγελοι.

Υπήρχε στο χωριό και μια μερίδα που ήθελε να μείνει πιστή χτο «παλιό», δηλ. στον Ελληνισμό. Μα δεν τολμούσαν ούτε άχνα να βγάλουν. Ο τρόμος και ο φόβος τους κρατούσε σκλάβους. Είχαν ήδη εξαφανίσει οι κομιτατζήδες τρεις νοικοκυραίους και όλοι οι φόροι, οι αγγαρείες, τα καταλύματα των Τούρκων στρατιωτικών, έπεφταν πάνω τους. Περιορίζονταν να κλαιν τη μοίρα τους και να λέγουν χαμηλόφωνα τον παπά «ο σατανάς με τα ράσα».

Είχαν καταντήσει, ο παπάς και η παρέα του, συμφορά και για δυο γειτονικά ελληνικά χωριά. Έστελναν τους κομιτατζήδες να τους στήσουν την νύχτα ενέδρες. Έπαιρνε συχνά μέρος και ο ίδιος ο παπάς! Τους άρπαζαν απʼ τη βοσκή τα ζώα. Τους πετροβολούσαν όταν περνούσαν απʼ χωριό και κάποτε τους παράχωναν...

Δεν φοβούνταν αντίποινα απʼ τα ανταρτικά σώματα. Ήταν μακριά ή λίμνη των Γιαννιτσών που λαμπύριζε πέρα στο βάθος και δεν είχε καλάμια στην πλευρά τους. Δυο φορές που κατέβηκαν νύχτα σώματα απʼ το Βέρμιο δεν καλοπέρασαν. Τους υποδέχθηκαν τουφεκιές από πολλά σπίτια και από ένα τούρκικο απόσπασμα που έτυχε εκεί κοντά. Πρόλαβαν να βάλουν φωτιά σε δυο σπίτια και λίγους αχυρώνες και θημωνιές. Άνηκαν όμως στην κρυπτοελληνική μερίδα!...

Τη δεύτερη φορά βρήκαν ολάκερο λόχο στο χωριό!

Το περίεργο ήταν ότι ο Παπαγεώργης τα κατάφερνε να τάχει καλά με τους Τούρκους. Μιλούσε καλά τα τούρκικα και δεν άφηνε τους κομιτατζήδες να τους πειράξουν. Τον υποστήριξαν, φαίνεται, σύμφωνα με την αρχή: «Διαίρει και βασίλευε».

Τη ζεστή εκείνη μέρα πρόβαλαν ξαφνικά κοντά στο μεσημέρι 5 Τούρκοι καβαλλαραίοι. Ο ένας ήταν αξιωματικός και οι άλλοι στρατιώτες. Σταμάτησαν στο μεσοχώρι. Ένας λοχίας μονάχα ξεπέζεψε. Ο αξιωματικός κάπνιζε.

Μόλις τους είδε ο παπάς σταμάτησε το αλώνισμα, έβγαλε το μαντήλι απʼ τα γένεια, κατέβασε το ψευτοράσο του, τίναξε τη σκόνη απʼ τα μαλλιά και ξεκίνησε να τους καλωσορίσει.

Τον πρόλαβε όμως ο λοχίας.

- Νερό, νερό, του είπε στο τοπικό ιδίωμα.

- Νερό;! Όσο θέλετε, Τσαούση... Είναι χωρίς παράδες. Μα πάει μόνο νερό! Που ακούσθηκε;!

- Νερό, όπως σου είπα.

- Τι λες παιδί μου; θα πάρετε και νερό.

Και πρόσταξε μια απʼ τις γυναίκες να φέρει γλήγορα ένα σταμνί φρέσκο νερό απʼ το πηγάδι και ένα ποτήρι.

- Μα θα πιήτε και καφέ... Έπειτα θα φάτε... ό,τι έδωσε ο Θεός. Είναι μεσημέρι... Θα σας αφήσουμε να φύγετε νηστικοί απʼ το χωριό; Θάταν ντροπή και αμαρτία.

- Όχι σου λέω... Έτσι πρόσταξε ο γιούζμπασης (λοχαγός, ίλαρχος) και να καλέσεις τον...

- Είσαι στα καλά σου τσαούση;! Γίνεται;! Να κατέβουν πρώτα και οι άλλοι απʼ τα άλογα, να ξεμουδιάσουν, να δροσιστούν, κάτι να μασήσουν...

- Όχι. Όχι.

- Να ξαποστάσουν και τʼ άλογα... Έχουν κι αυτά ψυχή.

Ο παπάς σταυροκοπήθηκε.

Ο λοχίας γέλασε.

- Να καλέσεις τον μουχτάρη και τους αζάδες.

- Θα τους καλέσω. Δεν χάνονται. Στο χωριό είναι. Μα πρώτα να τους χαιρετήσω. Όπως πρέπει... Και όπως γίνεται... Να τον προσκαλέσω να κατεβεί απʼ τʼ άλογο και να ορίσει το σπίτι μου. Βλέπεις μού ʼδωσε ο Θεός καλούτσικο σπίτι. Να δροσισθεί... Να ποτισθούν και τʼ άλογα.

- Όχι σου είπα. Πρόσταξε ο γιούζμπασης, να πάτε να τον ιδήτε όλοι μαζί. Συ, ο μουχτάρης και οι αζάδες Λάζος και Λάμπρος.

Ο παπάς χωρίς να τον ακούσει προχώρησε προς τον ίλαρχο που έστεκε ακίνητος με τʼ άλογο του στον ίσκιο μιας λεύκας. Παρατήρησε ότι όλοι είχαν καινούργιες στολές. Τʼ άλογά τους μόνο δεν ήταν απʼ τα μεγάλα, τα Ουγγαρέζικα. Οι στρατιώτες κρατούσαν στα χέρια κοντές αραβίδες. Δυο μεγάλα επαναληπτικά πιστόλια κρεμόταν με τις θήκες ανοιχτές δεξιά και αριστερά απʼ τη σέλα του αξιωματικού.

Του είπε τούρκικα τεντώνοντας το χέρι.

- Καλώς ήλθατε μπέη στο χωριό μας. Κατεβήτε παρακαλώ, απʼ τʼ άλογα και ορίστε στο φτωχικό μου να ξεκουραστήτε... Έχουν έλθει σπίτι μου πολλοί αξιωματικοί, ο μπίμπασης (ταγματάρχης) Ισμαήλ μπέης, ο μιραλάι (συνταγματάρχης) Αράπ Γιουσούφ μπέης και άλλοι. Είμαστε συνηθισμένοι. Είναι τιμή μας. Καθόλου βάρος.

Εκείνος όμως ούτε γύρισε να το κυττάξει!... Κάπνιζε αδιάφορος κυττώντας αλλού. Ήταν ένας ψηλός και ωραίος άνδρας μα κάπως άγριος...

Ο παπάς αφού κράτησε κάμποση ώρα τεντωμένο το μπράτσο, αναγκάστηκε να μάσει γλώσσα και ράσο και να γυρίσει πίσω ντροπιασμένος με σκυφτό το κεφάλι.

- Δεν στάλεγα; του είπε γελώντας ο λοχίας.

- Τέτοιο πράγμα;! Πρώτη φορά το βλέπω. Και έχω ιδεί, τσαούση, τόσους και τόσους αξιωματικούς... Κοντέυουν νʼ ασπρίσουν τα μαλλιά μου...

- Μήπως δεν ήθελα κι εγώ καφέ, φαγί και κανένα ρακί;... Μα τι να κάμω;! Διαταγή και τα σκυλιά χορτάτα. Και ερχόμαστε από μακριά. Οχτώ ώρες καβάλα.

- Από που;

- Απʼ το Γιδά... Εκεί έχει ιππικό.

- Απʼ το Γιδάα;! Τόσο μακριά;!! Ένας λόγος παραπάνω, να φάτε και να ξεκουραστείτε και σεις και τʼ άλογα.

- Ξέρετε ο γιούζμπασης και οι τρεις στρατιώτες είναι ξένοι.

Απʼ την καρδιά της Ασίας. Άκουσα πως είναι Κούρδοι. Μας ήλθαν προχτές. Γιʼ αυτό έχουν καινούργιες στολές. Κοντά τους πήρα κι εγώ. Αύριο θα μας επιθεωρήση ο πασάς. Δεν ξέρουν ούτε τούρκικα καλά. Είναι παράξενοι. Από χέρι Χριστιανού δεν δέχονται τίποτα.

- «Κούρδοι»;!... Δεν έχω ξαναδεί. Α! Γιʼαυτό το λοιπόν... Έχω ακουστά, είναι αγριάνθρωποι χειρότεροι και απʼ τους αρβανίτες.

- Ουού... Πολύ άγριοι... Θεός φυλάξει!... Για τούτο κάμετε γλήγορα. Φωνάξτε και τους άλλους για να του δίνουμε. Να ησυχάστε... Έχομε και επιθεώρηση αύριο.

Κείνη τη νστιγμή έφθασε η γυναίκα με το σταμνί.

Ο λοχίας άδειασε δυο ποτήρια, το ένα πάνω στο άλλο.

Ήπιαν και οι άλλοι τέσσαρες χωρίς να βγάλουν μιλιά.

- Οι Κούρδοι μας, βλέπω, είπε ο λοχίας, πήραν νερό από γκιαούρηδες. Ίσως γιατί έρχεται ίσια απʼ τον Αλλάχ... Μα άλλο τίποτε...

- Ούτε ένα καφέ;!

- Θάταν μεγάλη γιʼ αυτούς αμαρτία. Μα εγώ, παπούλη, παίρνω ένα καφέ.

- Θα πάρω κι εγώ.

- Και κανένα κομμάτι ψωμί, με τυρί. Να μου το δίνατε με τρόπο... Πήραμε το πρωί κουραμάνες και τυρί. Μα την έφαγα στο δρόμο... Τόσες ώρες.

Ο παπάς επρόσταξε τη γυναίκα με το σταμνί, να ετοιμάσει δυο καφέδες και ένα πακετάκι με ψωμί, τυρί, βραστά αυγά και αν θέλει ο τσαούσης και πιπεριές ψημένες.

- Και πιπεριές; Ω, τις αγαπώ πολύ. Σʼ ευχαριστώ παπούλη. Είσαι καλός.

- Για τους άλλους ούτε ένα καφέ;! ρώτησε μʼ απορία η γυναίκα.

- Δεν καταδέχονται... Είμαστε γκιαούρηδες. Το έχουν για αμαρτία.

- Θέλω εγώ καφέ, είπε τότε ο «μουχτάρης». Πάντως, που έμαθε τον ερχομό των Τούρκων και έφθασε τρεχάτος να τους καλωσορίσει.

- Θα πάρεις και συ, αποκρίθηκε ο παπάς, φωνάζοντας στην γυναίκα να ψήσει τρεις καφέδες. Δεν είσαι από κείνους.

- Έως ότου γίνει ο καφές θα πεταχτώ μια στιγμή να τους χαιρετήσω.

- Το καλό που σου θέλω κάτσε εκεί που είσαι. Πήγα εγώ και ούτε μου μίλησε ο αξωματικός.

- Τι λες;! Και γιατί κάθεται ακόμα στʼ άλογο;

- Έτσι θέλουν. Είναι παράξενοι.

- Και αγριάνθρωποι, επρόσθεσε ο λοχίας. Τους φοβάμαι κι εγώ. Κυττάζω να στέκω όσο μπορώ μακρύτερα από δαύτους. Είναι απʼ τα μέρη του Κιρτσέβου.

- Είναι ξέρεις, Κούρδοι, εξήγησε ο παπάς.

- Τι πάει να πει Κούρδοι;

- Αυτοί που πελέκησαν τους Αρμένιους, θαρρώ.

- Πω! Πω! Λε λεέ μάνα μου. Άρχισα να φοβούμαι.

- Όχι δα και τόσο, είπε ο λοχίας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος.

- Τους κυττάζω τόση ώρα, είπε ο παπάς, και ούτε τʼ άλογο, ούτε ο αξιωματικός κουνήθηκαν. Σαν νάταν από πέτρα, άλογο και καβαλάρης.

- Τόφερε απʼ την πατρίδα του, επληροφόρησε ο λοχίας. Ας μην είναι πολύ μεγάλο. Είναι φωτιά. Φεύγει σαν σφαίρα τουφεκιού.

- Άγριοι οι άνθρωποι, άγρια και τʼ άλογα, εσυμπέρανε ο παπάς.

- Και γιατί στεκόμαστε εμείς εδώ όρθιοι και εκείνοι καβάλα; Τι περιμένουμε; Ρώτησε ο μουχτάρης.

- Περιμένουμε νάρθουν ο Λάζος και ο Λάμπρος. Τους ζητάει κι αυτούς.

- Μʼ εζήτησε και μένα;

- Μας θέλει όλες τις κεφαλές του χωριού, έτσι μου είπε ο τσαούσης.

- Και τι μας θέλει;

- Ξέρω κι εγώ! Ίσως να μας μάθει κουρδικά.

- Κουρδικά θα μας μιλήσει, τσαούση;

- Όχι βρε αδελφέ. Όσο για να μιλήσει μαζί μας ξέρει τούρκικα. Καθώς άκουσα μας έστειλε ο μπίνμπασης (χιλιάρχης) του Γιδά, ύστερʼ από διαταγή του πασά της Θεσσαλονίκης. Μας έστειλε για να σας ρωτήσει αν είναι αλήθεια ότι οι Γραικοί σας πιέζουν, σας βασανίζουν, σας τρομοκρατούν. Γιατί διάλεξε τον Κούρδο δεν ξέρω. Ίσως για να τον δοκιμάσει ή να του δείξει πως του έχει εκτίμηση και εμπιστοσύνη.

Τα μάτια του παπά και του μουχτάρη άνοιξαν και άστραψαν απʼ τη χαρά.

- Αν είναι αλήθεια;! φώναξε ο παπάς. Είναι η αλήθεια του Θεού.

- Μας...

- Μας βασανίζουν σαν τον Χριστό, πετάχθηκε ο μουχτάρης. Ο παπάς τον αγριοκύτταξε. Όταν είχε τον λόγο, έπρεπε όλοι να σωπαίνουν και νʼ ακούουν.

Ο μουχτάρης συμμαζώχθηκε.

- Μας βασανίζουν, εξακολούθησε ο παπάς. Και τι δεν μας κάνουν! Μας σκοτώνουν, μας καίουν, μας ρημάζουν. Μας αρπάζουν τα ζώα και το βιο μας. Δεν μπορούμε να ξεμυτήσουμε απʼ το χωριό... Μας στέλνουν τους αντάρτες τους. Μας ρίχτηκαν δυο νύχτες! Έκαψαν σπίτια, αχυρώνες, θημωνιές! Έδωσε ο Θεός και έτυχε να έχομε στρατό στο χωριό... Αλλιώς; Μας μηνάν πως αν δεν πάμε μαζί τους, αν δεν πάμε δηλαδή μαζί με τους αντάρτες, δεν θα μείνει πέτρα σε πέτρα στο χωριό.

- Τι λες;!...

- Άλλο να στα λέει κανείς και άλλο να τα βλέπεις... Η ζωή μας κατάντησε μαρτύριο. Δεν βαστάμε πια. Σήκωσαν κεφάλι οι Γραικοί!

- Τόσο πολύ;!

- Παρασήκωσαν σου λέω. Θέλουν χτύπημα... Να τους γίνει μάθημα. Και ουδέ αύριο. Δεν ξέρει κανένας τι μπορεί να κάμουν και τι θα μας βρει. Έτσι πως παν τα πράγματα, θʼ αναγκαστούμε νʼ αφήσουμε το χωριό και να φύγουμε.

- Και που θα πάτε;!

- Οπουδήποτε αλλού. Ακόμα και πέρα στη λίμνη. Δεν είναι ζωή η δική μας. Πως να κοιμηθείς και δεν ξέρεις αν γλυτώσεις μαζί με τα παιδιά σου! Στείλαμε επιτροπές και τους είπαν: Γιατί μας τυραννάτε;! Χριστιανοί είμαστε κι εμείς... Ξέρεις τι αποκρίθηκαν;

- Αν δεν έλθετε μαζί μας, θα σας κάψουμε όλους ζωντανούς. Και πρώτα πρώτα τον παπά σας σαν κριάρι.

- Βάϊ, βάϊ!!

- Δεν ξέρω αν θα έχει την υπομονή να μας ακούσει ο γιούζμπασης.

- Πως όχι. Γιʼ αυτό τον έστειλαν.

- Να τους τα ειπείς και συ σε θερμοπαρακαλώ. Κι όταν θα έχεις καιρό έλα να φάμε και να πιούμε. Να θεωρείς το σπίτι μου δικό σου. Να τους πεις. Χρειάζεται στους Γραικούς ένα καλό μάθημα. Ίσως βάλουν μυαλό. Να τους πεις πως πληρώνουμε πολλούς φόρους. Μονάχα το δέκατο πουλήθηκε 700 λίρες, θα τα χάσει το ντοβλέτι μας αν χαθεί το χωριό.

Ήρθαν και οι δυο αζάδες καλοντυμένοι.

Έτρεξε ο παπάς και φόρεσε το καλό ράσο του.

Μαζί τώρα ξεκίνησαν και οι τέσσαρες επίσημοι αντιπρόσωποι και αρχηγοί του χωριού να μιλήσουν στο γιούζμπαση και να εκθέσουν τα παράπονά τους. Ο παπάς, είχε ετοιμάσει κιόλας τον φιλιππικό του για τους Γραικούς.

Ο λοχίας ακολούθησε πίσω τους.

Μα ευθύς τέσσαρα τουφέκια και δυο πιστόλια άδειασαν πάνω τους! Τους άπλωσαν νεκρούς στο μεσοχώρι!

Και οι «Κούρδοι» σπηρούνιασαν τʼ άλογα...

Ήταν ο αρχηγός Κόρακας (Σταυρόπουλος).

Είχε παραγγείλειτις στολές στη Βέροια στον ίδιο ράφτη, που τις έραβε για τους Τούρκους.

Επειδή όμως δεν ήξερε ούτε λέξη τούρκικα αναγκάστηκε να παριστάνει τον άγριο, τον άλαλο, τον Κούρδο.

(«Τα δύο στρατόπεδα»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου