Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (33. Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ)

ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ




Γεώργιος Χ. Μόδης

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Εκλεκτά Διηγήματα: 33. Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ


Ένα βροχερό και κρύο απομεσήμερο του Μάρτη 1908 στην Άγρα (τότε Βλάντοβο) της Έδεσσας ο θεόδωρος Κάρτας πήγαινε μʼ ένα κοφίνι στον ώμο να πάρει από κάποιο φίλο χορτάρι για τα λίγα πρόβατα του. Εκείνη τη στιγμή γύριζε σπίτι της με δυο σταμνιά στα χέρια απʼ τη βρύση η χήρα του Δημήτρη Χότζα.

- Καλησπέρα, της είπε ελληνικά

- Καλησπέρα, απάντησε εκείνη.

- Πως είσαι, είσαι καλά; ρώτησε στο τοπικό ιδίωμά τους.

- Τι καλωσύνη νάχω εγώ τώρα Θεόδωρε!...

- Ο Θεός είναι μεγάλος, Μήτραινα. Είναι μεγάλος.

Και ένας βαθύς αναστεναγμός της ξέφυγε.

- Δεν πρέπει νʼ απελπίζεσαι... Τι ξέρεις!... Μπορεί να σου έρθει ξαφνικά καμιά μέρα ο Θανάσης!

- Να έρθει;... Τόσα χρόνια δεν έχω καμία είδηση του.

- Αντάρτης ήταν... Μπορούσε να γράψει;

- Αν ήξταν ζωντανός!... Θάβρισκε τον τρόπο να μου γράψει. Σεις καλά είστε;

- Δόξα τω Θεώ καλά είμαστε... Μονάχα το βόδι, εκείνο το μαύρο, μου κουτσαίνει.

- Να το κυττάξεις, Θεόδωρε. Να το πας ναλμπάντη (τον πεταλωτή. Εκτελούσε χρέη κτηνιάτρου). Ένα βόδι σήμερα κοστίζει λίρες.

- Θα το πάω, Μήτραινα, θα το πάω.

Ο Θεόδωρος ξεκίνησε για τη δουλειά του. Μα σε λίγο γύρισε πίσω, την πλησίασε και της είπε σιγά:

- Κάτι θα σου πω. Μα να μη σου φύγει λόγος.

- Έννοια σου, Θεόδωρε. Μικρή δεν είμαι.

- Είναι ένα παιδί... Δικό μας... Ένας αντάρτης... λιγάκι άρρωστος.

- Τι έχει το καημένο το παιδί;

- Δεν ξέρω... Άρρωστος είναι... Να τον φέρω σπίτι σου; Εκεί που είναι, δεν έχει ησυχία. Πολλά μικρά παιδιά.

- Να τον φέρεις. Να τον φέρεις.

- Μια δυο μέρες θα μείνει.

- Να μείνει και περισσότερες... Έως ότου γίνει καλά... Από μένα μια φορά κανένας δε θα μάθει πως τον έχω σπίτι μου. Ανοίξτε τα μάτια εσείς.

- Εξόν από μένα κανένας άλλος δεν θα ξέρει τίποτε.

- Έτσι πρέπει.

- Να τον κυττάξεις καλά Μήτραινα.

- Όσο γιʼ αυτό... Τι λόγος;... Σαν τον Θανάση μου.

Η φτωχή μάνα σφούγγισε με το μανίκι τα μάτια.

- Το καημένο το παλληκάρι... είπε. Και είναι πολύ άρρωστο; Άσχημα;

- Όχι και πολύ. Έχει λίγο πυρετό... Στο σπίτι σου θα γίνει γλήγορα καλά.

- Φέρʼ τον... φέρʼ τον Θεόδωρε, θα τον έχω σαν τον Θανάση μου.

- Θα τον φέρω άμα νυχτώσει.

Ο Θεόδωρος έφυγε μʼ ένα πονηρό χαμόγελο κάτω απʼ τα γκρίζα μουστάκια του.

Ο υιός Θανάσης Χότζας είχε φύγει 17-18 χρονών παιδί το 1904 στην Ελλάδα για να γλιτώσει απʼ τους κομιτατζήδες και να ετοιμασθεί να τους πολεμήσει. Γυμνάσθηκε τον χειμώνα στο Ναυτικό Γυμναστήριο του Πόρου και την άνοιξη του 1905 βγήκε αντάρτης με το πρώτο σώμα στη Μακεδονία. Ακούσθηκε κάπως πως ήταν στο Βάλτο των Γιαννιτσών. Τον είδαν και στη Νάουσα. Έπειτα, τίποτε. Δύο γραμματάκια όλα όλα είχε στείλει στην αρχή στη μάνα του.

Τη νύχτα ξαναγύρισε ο Θεόδωρος. Είχε μαζί του και κάποιον κουκουλωμένο σε κάπα. Μπήκαν μέσα. Η Μήτραινα επίτηδες δεν είχε μανταλώσει την εξώπορτα. Είχε κλείσει και το σκυλί στο υπόγειο...

- Περάστε μέσα, τους είπε βγαίνοντας το κεφάλι απʼ την κουζίνα. Εγώ ετοιμάζω μία πίττα, θα τηγανίσω και αυγά, θα περάσουμε.

- Πίττα; Πολύ καλά Μήτραινα. Είναι ξακουστές οι πίττες σου.

- Κάτσε και συ, Θεόδωρε, να φάμε.

- Και να με διώξεις δεν φεύγω. Χάνω την πίττα σου;

- Είναι πίττα όπως όλες.

- Οι δικές σου είναι διαφορετικές... Καμιά δε σε φτάνει... Το παραδέχονται όλες... Έχεις κάποιο μυστικό.

- Τι μυστικό;...

Και χαμογέλασε με αρκετή αυταρέσκεια.

Προχώρησαν μέσα στη μεγάλη κάμαρη. Ήταν καθαρή και καλοβαλμένη. Στο τζάκι έκαιαν χοντρά ξύλα και στον τοίχο μια λαμπίτσα με φυτίλι κατεβασμένο. Δεν έπρεπε να φανεί πολύ φως για να μην προδοθεί πως υπήρχαν ξένοι στο σπίτι. Οι δυο κόχες, δεξιά και αριστερά στο τζάκι, ήταν στρωμένες με βελέντζες και μάλλινα μαξιλάρια.

Ο άρρωστος αντάρτης ξάπλωσε στη μια και είπε:

- Μωρέ σαν παλάτι μου φαίνεται.

- Η γριά είναι άφταστη.

Μπήκε η Μήτραινα να τους χαιρετήσει αφού έπλυνε τα χέρια και ετίναξε απʼ το κοσκίνισμα και το ζύμωμα τα ρούχα της.

- Η πίττα είναι έτοιμη, είπε, ψήνονται και τα αυγά. Σε λίγο θα φάμε.

- Νάξερες, Μήτραινα, πείνα που την έχω!...

- Θα φας και θα χορτάσεις Θεόδωρε. Καλώς μας ήρθες στο φτωχικό μου. Και του έδωσε το χέρι.

Χαιρέτισε και τον ξένο.

- Καλώς ήρτε παιντί... Καλά είσαι;

- Καλά ευχαριστώ.

Καθόταν σταυροπόδι σκυφτός. Είχε την κάπα στην ράχη και την κουκούλα στο κεφάλι. Το τουφέκι του ήταν στη γωνιά.

Η γριά σαν κάτι να την έσπρωξε, πετάχθηκε ξαφνικά και έσκυψε να τον ιδεί στο πρόσωπο. Μα είδε μονάχα μεγάλα γένεια και μουστάκια και φουντωτά τσαρούχια.

Απεσύρθηκε απογοητευμένη. Πως της είπε ο Θεόδωρος πως είχε την ηλικία του Θανάση; Ο Θανάσης είχε καθαρό και ευγενικό πρόσωπο... Χωρίς καμιά τρίχα... Σαν κορίτσι...

- Ξέρει τα δικά μας; ρώτησε τον Θεόδωρο.

- Λίγα. Που να τα ξέρει;

- Από που είναι;

- Δεν ξέρω, θαρρώ απʼ την Κρήτη.

- Ξέρει η μάνα του που βρίσκεται;

- Που να το ξέρει;

Ξανακύτταξε τον ξένο.

- Σαν άρρωστος πολύ φαίνεται.

- Σου είπα είναι άρρωστος.

- Το φτωχό το παλληκάρι! Κρίμα. Πρέπει να τον κυττάξουμε. Έχει το ανάστημα του Θανάση. Και η φωνή του... Θαρρώ...

- Έτσι σου φαίνεται.

Έβαλε το χέρι της κάτω από την κουκούλα, του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε:

- Καλά... Καλά Γίνεις καλά.

- Θα γίνει καλά. Παιδί είναι.

- Μα και πολλά έχουν τραβήξει τα καημένα τα παιδιά. Εκεί στον Βάλτο. Κουνούπια... θέρμες.

- Είναι αλήθεια. Πολλά βάσανα έχουν δοκιμάσει τα παλληκάρια μας.

- Μα γιατί δεν βγάζει την κάπα; Δεν κάνει εδώ ζέστη;

- Κάνει. Ίσως έχει κρυάδες.

- Να τον ρωτήσω για τον Θανάση μου;

Και χωρίς να περιμένει απάντηση τον ξανασίμωσε τον ξένο, ακούμπησε το χέρι στην πλάτη του και ρώτησε:

- Ξέρεις ντικός μου παιδί; Θανάση Χότζα; Αντάρτης.

- Δεν ξέρω, απάντησε με βαθειά φωνή χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.

- Ανόητη που είμαι! είπε με το μαντήλι στα μάτια. Ούτε κοκκαλάκι του δεν θα έχει απομείνει!... Κι εγώ ρωτάω... Και δεν του έχω κάμει κανένα μνημόσυνο! Αμαρτία! Μεγάλη αμαρτία.

Και δεν προλάβαινε να σφουγγίζει τα μάτια της.

- Πως θα του έκαμνες μνημόσυνο, Άννα; διαμαρτυρήθηκε ο Κάρτας. Που ξέρεις πως δεν ζάει ο Θανάσης; Και πως ήθελες να το ξέρει ο άρρωστος; Λίγοι είναι στο Βάλτο; Και έπειτα βρίσκεται στο Βάλτο ή σε κανένα βουνό;

- Ποιος ξέρει ποιον λάκκο θάχει γεμίσει! Αν δεν το έφαγαν οι λύκοι και τα όρνια...

Και τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι. Ούτε το μανίκι, ούτε το μαντήλι μπορούσε πια να τα σταματήσει.

- Εγώ σου λέω, Άννα, ο Θανάσης σου είναι ζωντανός.

- Που το ξέρεις Θεόδωρε; πετάχτηκε με ορθάνοιχτα μάτια.

- Κάτι μου το λέει σήμερα μέσα μου.

- Και μένα κάτι μου το λέει... είπε με σιγανή φωνή.

- Τότες... Έχε το παλληκάρι στη θέση του γιου σου.

Η γριά χλωμή και ταραγμένη έβαλε το χέρι στο κεφάλι του. Μα εκείνος το άρπαξε, και το σκέπασε με φιλιά και δάκρυα. Κατέβασε και την κουκούλα – Θανάση! ακούσθηκε τότε μια σπαρακτική κραυγή. Και η γριά κλονίσθηκε να πέσει. Την άρπαξε όμως στα μπράτσα του ο υιός της. Μάνα και γυιός αγκαλιασμένοι έκλαιαν.

- Μωρέ σεις αντίς να χαρήτε κλαίτε; Στο καλό σας... φώναξε ο Θεόδωρος. Μα εκείνοι εξακολουθούσαν να χύνουν ζεστά δάκρυα.

Σε λίγο ξαναφώναξε ο Θεόδωρος.

- Το ξέρεις Μήτραινα, πως πεινάμε; Στρώσε μας τέλος να φάμε.

Κάποτε η γριά σφούγγισε τα μάτια και έστρωσε το χαμηλό στρόγγυλο «σοφρά» με την πίττα, τα αυγά, το τυρί και το κρασί.

Μάνα και υιός απʼ τη συγκίνηση πολύ λίγα πράγματα έβαλαν στο στόμα. Έφαγε όμως και είπιε για λογαριασμό τους ο Θεόδωρος

(«Μαργαρίτα»)

1 σχόλιο:

  1. Ευχαριστώ πολύ τήν '''περίβλεπτο''' πού σήμερα μ'αυτήν τήν αληθινή ιστορία τών αγνών ηρώων κι αληθινών ΕΛΛΗΝΩΝ τής Μακεδονίας μας,μάς γέμισε τά μάτια μας μέ δάκρυα !
    Στείλτε ,ωρέ αδελφοί,αυτήν τήν αληθινή ζωή τών ηρώων ,στό ναό τής ...Δημοκρατίας,στό υψηλού κόστους Τέμενος τού διαβόλου,στήν ...Βουλή τών Ανθ-ελλήνων,μήπως,έστω καί ...δεκαπέντε αυτά τά αντίχριστα βαμπίρ, αληθινά μετανοήσουν.
    Αέρααα! Αμήν...
    Δρ.Γερασ.Κουσουνής,γεωπόνος

    ΑπάντησηΔιαγραφή