Κυριακή 11 Απριλίου 2021

Ἑρμηνεία στὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς Δ΄ Νηστειῶν (Ἰωάννου τῆς Κλίμακος) ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Αὐγουστῖνου ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν''

 ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Μάρκ. 9, 17-31


«ΠΑΙΔΙΟΘΕΝ»

«Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν

αὐτῶ; ὁ δὲ εἶπε˙ Παιδιόθεν»

(Μάρκ. 9, 21)


ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, ἀγαπητοί μου, τὸ Εὐαγγέλιο μιλάει γιὰ ἕνα δυστυχισμένο νέο καὶ γιὰ ἕναν πιὸ δυστυχισμένο πατέρα. Ὁ νέος ἔπασχε ἀπὸ μιὰ φοβερὴ ἀρρώστια. Σὲ διάφορα χρονικὰ διαστήματα τὸν ἔπιανε κάποια κρίσις. Ἔβγαζε ἄναρθρες φωνές, ἔτριζε τὰ δόντια, ἄφριζε, ἔπεφτε κάτω, ἔπεφτε ὅπου βρισκόταν. Ἔπρεπε κάποιος νὰ εἶνε πάντα κοντά του, γιὰ νὰ προλάβη νὰ τὸν πιάση ὅταν κινδύνευε νὰ πέση στὴ φωτιὰ καὶ στὸ γκρεμό. Ἦταν μιὰ διαρκὴς ἀγωνία τοῦ πατέρα του. Τί, ἆραγε, νὰ εἶχε ὁ νέος αὐτός;

΄Μερικοί, ἀκούγοντας τὰ συμπτώματα αὐτά, θὰ νομίσουν ὅτι τὸ παιδὶ ἦταν σεληνιασμένο ἤ, ?πῶς λένε ἐπιστημονικῶς ἐπιληπτικό. Τὸ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ πάσχουν ἀπὸ ἐπιληψία μὲ ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀρρώστιας αὐτῆς, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Ἀλλὰ στὴν περίπτωσι αὐτή, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ νέος δὲν ἦταν ἐπιληπτικὸς ἤ σεληνιαζόμενος, ἀλλὰ – ἄς μὴ γελάση κανένας ποὺ κάνει πὼς τὰ ξέρει ὅλα μὰ τίποτα δὲν ξέρει – ὁ νέος ἦταν δαιμονισμένος. Δαιμονισμένος; Ναί. Διότι τὸ Εὐαγγέλιο σαφῶς, ὅτι ὁ νέος βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία μιᾶς ἐξωτερικῆς πονηρῆς δυνάμεως, ποὺ ὀνομάζεται «πνεῦμα ἀκάθαρτον, πνεῦμα ἄλαλον καὶ κωφόν» (Μάρκ. 9, 25). Ὅ,τι ἔλεγε καὶ ἔκανε ὁ δυστυχισμένος νέος, δὲν ἦταν δικό του. Ἦταν ἐνέργεια δαιμονική. Διότι πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι ὑπάρχουν δαίμονες, καὶ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχουν δαίμονες εἶνε καὶ οἱ δαιμονισμένοι. Αὐτοὶ οἱ δαιμονισμένοι στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἦταν πάρα πολλοί. Λὲς καὶ καταλάβαιναν ὅτι πλησιάζει νὰ λήξη τὸ κράτος τοῦ διαβόλου.

Ἀλλὰ καὶ σήμερα ἀκόμη ὑπάρχουν δαιμονισμένοι, ποὺ μὲ κανένα τρόπο δὲν πρέπει νὰ συγχέωνται μὲ τοὺς ἐπιληπτικούς, ἄν καὶ ἔχουν μερικὲς κοινὲς ἐκδηλώσεις.

* * *



Δαιμονισμένος ἦταν ὁ νέος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Τὸν ἔβλεπε ὁ πατέρας του καὶ καιγόταν ἀπὸ τὸν πόνο. Ἀπελπισμένος ἀπὸ ἀνθρώπινη βοήθεια κατέφυγε στὸ Χριστό. Δὲν τὸν βρῆκε, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἦταν πάνω στὸ ὅρος Θαβὼρ μαζὶ μὲ τοὺς τρεῖς ἀγαπημένους μαθητάς του. Βρῆκε ὅμως τοὺς ἄλλους μαθητάς, ποὺ περίμεναν στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ. Ζήτησε τὴ βοήθειά τους, ἀλλὰ δυστυχῶς οὔτε οἱ μαθηταὶ μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν τὸ παιδί. Καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ βρῆκαν ἀφορμὴ νὰ σχολιάζουν δυσμενῶς τὸ γεγονός.

Ἀλλὰ νὰ καὶ κατεβαίνει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ. Ἡ μορφή του ἔχει κάτι τὸ ἐκθαμβωτικό. Μιὰ ἀνταύγεια, θὰ ἔλεγε κανείς, τοῦ θαβωρείου φωτός, ποὺ ἔκανε νὰ λάμψη τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἱμάτιά του νὰ γίνουν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Ὁ λαὸς εἶδε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔμεινε κατάπληκτος. Ὁ Χριστὸς πληροφορήθηκε τὸ τί εἶχε συμβῆ κατὰ τὴν ἀπουσία του. Ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πατέρα τὸ τί συμβαίνει, ἀναστέναξε γιὰ τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθορὰ τοῦ αἰῶνος του, καὶ ἐνῶ ὁ νέος γιὰ μιὰ τελευταία φορὰ ἔπεφτε κάτω καὶ κυλιόταν ἀφρίζοντας, ὁ Χριστὸς ἀπηύθηνε στὸν πατέρα τὴν ἐρώτησι˙ «Πόσος καιρὸς εἶνε ποὺ τὸ παιδὶ βασανίζεται;». Κι ὁ πατέρας ἀπάντησε˙ «Παιδιόθεν». (Μάρκ. 9, 21), δηλαδὴ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία. Ὁ Χριστὸς κατόπιν ἔκανε τὸ θαῦμα του. Θεράπευσε τὸν νέο. Ἔβγαλε τὸ δαιμόνιο.

* * *



Ἀλλὰ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα. Ὁ Χριστὸς σὰν Θεὸς ποὺ ἦταν γνώριζε ἀσφαλῶς τὴν ὥρα καὶ τὴν στιγμὴ ἀκόμη ποὺ τὸ δαιμόνιο φώλιασε μέσʼ στὴν καρδιὰ τοῦ νέου. Ἀλλʼ ἀφοὺ γνώριζε – ρωτοῦν πολλοὶ – γιατί ἔκανε τὴν ἐρώτηση αὐτή; Οἱ διδάσκαλοι τοῦ Εὐαγγελίου ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα αὐτὸ λένε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιατὶ ἤθελε νὰ διδάξη τὸν κόσμο τί μεγάλη σημασία ἔχει ἡ παιδικὴ ἡλικία. Ἀπὸ μικρὸς ὁ ἄνθρωπος, μποροῦμε νὰ ποῦμε ἀπὸ τὴν κούνια ἀκόμα, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνατροφὴ ποὺ παίρνει, συνηθίζει στὸ καλὸ ἤ στὸ κακό. Καὶ γιʼ αὐτὸ ὅσοι ἔχουν παιδιὰ ἔχουν τεράστια εὐθύνη γιὰ τὴν ἀνατροφή τους.

«Παιδιόθεν». Τὸ θέμα τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν εἶχαν προσέξει πολὺ οἱ ἀρχαῖοι. Λένε γιὰ τὸ Λυκοῦργο, ποὺ χρημάτισε νομοθέτης καὶ θεμελιωτὴς τῆς πολιτείας τῶν Σπαρτιατῶν, ὅτι στὸ θέμα αὐτὸ τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν ἔδωσε τὴ μεγαλύτερη σημασία. Λένε, ὅτι γιὰ νὰ διδάξη στὸ λαὸ τὴν ἀξία τῆς διαγωγῆς, μιὰ μέρα στὴν ἀγορά, μπροστὰ σʼ ὅλο τὸν κόσμο ποὺ ἦταν ἐκεῖ συγκεντρωμένος, ἔφερε δυὸ σκυλιὰ κʼ ἕνα λαγό, καθὼς καὶ ἕνα πιάτο γεμᾶτο φαγητό. Ἄφησε κάτω τὸ πιάτο, ἄφησε καὶ τὸ λαγό, καὶ ἄφησε καὶ τὰ σκυλιὰ ἐλεύθερα. Τί συνέβη; Τὸ μὲν ἕνα σκυλὶ ἔτρεξε γιὰ νὰ πιάση τὸ λαγό, τὸ δὲ ἄλλο σκυλὶ ἀδιαφόρησε γιὰ τὸ λαγὸ καὶ ἔτρεξε στὸ πιάτο κι ἄρχισε νὰ τρώη μὲ λαιμαργία. Ὁ Λυκοῦργος τότε στράφηκε στὸ λαὸ καὶ εἶπε˙


Βλέπετε τὰ σκυλιὰ αὐτά; Ἡ ἴδια σκύλα τὰ γέννησε. Ἀλλὰ τὸ ἕνα ἀπὸ μικρὸ ἔμεινε στὸ μαγειρεῖο καὶ συνήθισε νὰ τρώη ἕτοιμα φαγητά, τὸ δὲ ἄλλο σκυλὶ ἀπὸ τὸ μικρὸ τὸ πῆρε ὁ κυνηγός, τὸ ἔβγαλε ἔξω καὶ τὸ συνήθισε νὰ κυνηγάη. Ἔτσι πρέπει νὰ κάνετε κʼ ἐσεῖς μὲ τὰ παιδιά σας. Ἄν θέλετε νὰ δοξασθῆ αὐτὴ ἡ πατρίδα, νὰ συνηθίζετε τὰ παιδιά σας ἀπὸ μικρὰ νʼ ἀγαποῦνε τὴ δουλειὰ καὶ τὴν ἄσκησι καὶ νὰ εἶνε ὑπομονετικοὶ στὸν πόνο καὶ γενναῖοι καὶ ἀτρόμητοι μπροστὰ στοὺς κινδύνους καὶ σʼ αὐτὸν τὸν θάνατο.

Οἱ Σπαρτιᾶτες ἄκουσαν τὸν Λυκοῦργο. Κι ὁ Λυκοῦργος ἔκανε πρόγραμμα ἐκπαιδεύσεως τῶν παιδιῶν καὶ τῶν νέων τῆς Σπάρτης αὐστηρό. Καὶ μέσα ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ καὶ πειθαρχικὴ ζωή, ποὺ ζοῦσαν τὰ παιδιὰ καὶ οἱ νέοι, βγῆκαν οἱ ἥρωες ἐκεῖνοι ποὺ δόξασαν τὴν πατρίδα.

«Παιδιόθεν». Ἕνας ἄλλος ἀρχαῖος, φιλόσοφος αὐτός, ἔλεγε ὅτι τὰ παιδιὰ μοιάζουν μὲ τὰ μικρὰ καὶ τρυφερὰ δέντρα. Ὅσο εἶνε μικρὸ καὶ τρυφερὸ τὸ δέντρο, μποροῦμε νὰ τοῦ δώσουμε τὴν κατεύθυνσι ποὺ θέλουμε. Ἄν εἶνε στραβό, μποροῦμε νὰ τὸ ἰσιώσουμε. Μποροῦμε νὰ τὸ δέσουμε σʼ ἕνα στήριγμα καὶ νὰ τὸ κάνουμε ἴσιο. Ἀλλʼ ἄν τὸ ἀφήσουμε, τότε θὰ μεγαλώση στραβὸ καὶ θὰ μείνη γιὰ πάντα στραβό. Ἔτσι εἶνε καὶ τὰ παιδιά. Εἶνε τρυφερὰ δενδρύλια. Πρέπει νὰ τὰ προσέξουμε ἰδιαιτέρως, ἄν θέλουμε νὰ τὰ δοῦμε μιὰ μέρα νὰ γίνωνται λαμπροὶ πολῖτες.

«Παιδιόθεν». Ὁ ἱ. Χρυσόστομος, μεγάλος πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, πολλὲς φορὲς τονίζει τὸ καθῆκον τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν.

- Οἱ πολλοὶ περιορίζουν τὸ καθῆκον τους στὸ νὰ γεννοῦν παιδιά. Ἀλλʼ ἐγώ, λέει, δὲν θὰ σὲ ὀνομάσω πατέρα, γιατὶ ἁπλῶς γέννησες παιδί. Γιατὶ τὸ νὰ γεννᾶς εἶνε κάτι εὔκολο καὶ φυσικὸ πρᾶγμα καὶ συναντᾶται σʼ ὅλα τὰ ζῶα, ποὺ γεννοβολοῦν. Ἐγὼ θὰ σὲ ὀνομάσω πατέρα, ὅταν ὄχι μόνο γεννήσης ἀλλὰ καὶ ἀναθρέψης τὸ παιδὶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

* * *

«Παιδιόθεν». Ἀλλὰ πόσο σήμερα ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν ἔχει καταπέσει! Λίγοι εἶνε οἱ γονεῖς ἐκεῖνοι ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν τους. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀδιαφοροῦν. Ἔτσι καὶ τὸ παιδί, ἀπὸ τὴν κούνια, ἀπὸ τὸ βυζὶ τῆς μάνας του, μαθαίνει τὸ κακό, ποὺ σιγὰ – σιγὰ μὲ τὴν ἀνάπτυξι τῆς ἡλικίας ριζώνει. Καὶ οἱ νέοι μας σήμερα, χωρὶς χριστιανικὴ ἀνατροφή, μοίαζουν μὲ τὸ δαιμονισμένο νέο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου.

Δυστυχισμένοι οἱ νέοι τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο δυστυχισμένοι οἱ γονεῖς τῶν παιδιῶν. Ἀξίζει καὶ σήμερα νὰ ἐπαναληφθῆ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ˙ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη...» (Ματθ. 17, 17).


Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν'', σελ. 73-79 (ἕκδοσις Γ΄, ''Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ'', Ἀθῆναι 1990).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου