Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (30. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ)

 ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ


Γεώργιος Χ. Μόδης


ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ


Εκλεκτά Διηγήματα: 30. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


Την παραμονή των Χριστουγέννων είχαμε αποσυρθεί απʼ τα χωριά. Οι Τούρκοι στις μεγάλες μας γιορτές συνήθιζαν μερικούς αγενέστατους αιφνιδιασμούς. Διανυκτερεύσαμε σε μια ποιμενική καλύβα στα κράσπεδα της ζώνης των δασών με την καλή συντροφιά των προβάτων και των μανδρόσκυλων. Δέκα αντάρτες, κατά φρικτή παραβίαση του νόμου του αδιαχωρήτου, είχαμε στριμωχθεί σε μια ποντικότρυπα όπου συνήθως μονάχα ο τσομπάνος και τα σκυλιά του χωρούσαν. Άλλοι δέκα κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν θέσεις ανάμεσα στα πρόβατα ύστερα από ομηρικές μάχες μαζί των. Σε μιαν άλλη καλύβα, κάπως ευρυχωρότερη, είχαν κατασκηνώσει οι αρχηγοί και 40 άνδρες αγκαλιασμένοι και αυτοί τρυφερά με τα πρόβατα. Οι ήρωες της σφαγής είχαμε δώσει το χέρι και την αγκάλη στην ανεπίληπτη αθωότητα, προσωποποιημένη απʼ τα άκακα εκείνα ζώα, που στη φάτνη των γεννήθηκε ο Χριστός. Ήμαστε νηστικοί αποβραδίς. Αντί τροφή πήραμε απʼ την Γραδέσνιτσα την επαγγελία πως την επομένη θʼ αποζημιωνόμαστε πλουσιοπάροχα με ψωμιά και τρόφιμα, με την αίρεση αν τα αποσπάσματα είχαν την ευγενή καλοσύνη να το επιτρέψουν. Κάθε επικοινωνία με τα χωριά είχα διακοπεί. Ο βοσκός πήγε κι αυτός σπίτι του αφήνοντας αντικαταστάτη στο μανδρί ένα τσομπανόσκυλο δέκα μόλις χρονών και τρία σκυλιά μεγαλύτερα απʼ εκείνο. Το κρύο ήταν διαβολεμένο. Χιόνι ένα πήχυ εσκέπαζε τη γη και κρυστάλλινο στρώμα, όπου η σμίλη του βοριά είχε γλύψει τα ποικιλότερα σχήματα, έκρυβε ολοκληρωτικά την επιφάνεια γειτονικού χειμάρρου.

Η μεγάλη γιορτή μας βρήκε ξυπνητούς πολύ πριν της αυγής. «Όρθρου βαθέως» σʼ ώρα που οι εκκλησιές κοιμόνταν στη σκοτεινή και μυστηριώδη σιγή των, μας είχε σηκώσει η φωνή του Μανώλη. Χωμένος στα βάθη θυμωνιάς χόρτου, που στην κορυφή της είχαμε θρονιασθεί άλλοι δυο, ἀρχισε να ψέλνει το «Η γέννησίς σου, Χριστέ» και άλλα τροπάρια της ακολουθίας των Χριστουγέννων. Η φωνή του, έρρινη και ειρωνική στην αρχή, γινόταν βαθμηδόν καθαρή και έτρεμε από συγκίνηση, που του κάκου προσπαθούσε νʼ αποκρύψει. Ο θρησκευτικός ενθουσιασμός παρέσυρε τον οπλοφόρο ψάλτη. Όταν εξάντλησε το ρεπερτόριο του των ψαλμωδιών, τροπαρίων και κοντακίων, ξαναφόρεσε την πέτρινη μάσκα του αντάρτη – η συγκίνηση ήταν αμάρτημα – και με τη συνηθισμένη του φαιδρότητα μας εφώναξε:

- Χρόνια σας πολλά, καλοί μου Χριστιανοί. Καλά Χριστούγεννα και καλή πατρίδα. Αν σας αρέσει, κοπιάστε και του χρόνου.

Η προσφώνησή του έμεινε χωρίς απάντηση. Τυλιγμένοι όλοι στις κάπες και βυθισμένοι στο χόρτο δεν εδίναμε σημεία ζωής. Μονάχα ένας του σώματος Βρόντα ευδόκησε να του απαντήσει.

- Χρόνια πολλά, Μανώλη. Μπράβο σου. Μας έκαμες να θυμηθούμε πως είμαστε Χριστιανοί.

- Τι μπράβο μου και ξεμπράβο μου, μπάρμπα Τάσο. Εδώ είπαμε ολάκερη λειτουργία και αυτοί οι κύριοι μας κάνουνε τον ψόφιο.

- Τι λες Γιάννη; Να σηκωθούμε; είπα του Σαριδογιάννη που ήταν ο παρακοιμώνενος στο δεύτερο πάτωμα της θημωνιάς.

- Ντα είμαστε χριστιανοί;! Μου απάντησε και γύρισε στην άλλη πλευρά.

Αλλʼ ο Μανώλης δεν ήταν απʼ εκείνους που κουράζονται εύκολα. Εξακολούθησε να φωνάζει δυνατότερα.

- Αι! Σεις. Δεν θα ζωντανέψετε καμιά φορά; Το καταλαβαίνετε; Είναι ανήμερα του Χριστού.

Η σιωπή και το σκοτάδι εβασίλευαν πάντα στην καλύβα. Μονάχα το τσομπανόσκυλο σηκώθηκε.

- Μωρέ τον... Χριστό σας, την Παναγία σας, επέμενε ο Μανώλης. Δεν είσαστε χριστιανοί; Αυτή την ώρα οι μανάδες σας και οι γυναίκες σας – που δεν τις έχετε – παν να φιλήσουν τα χέρια των παπάδων... Το ξέρετε;

- Σκάσε Μανώλη. Σώπαινε. Αν σηκωθούμε θα σε σταυρώσουμε σε κανένα πεύκο έξω σαν τον Χριστό σου... ακούσθηκε οργίλη η φωνή του γραμματικού μας, πουχε περάσει τη νύχτα αγκαλιασμένος με δυο προβατίνες.

- Τι πάθατε σήμερα, δεν μπορώ να καταλάβω. Σας έχει παγώσει το αίμα η αφιλότιμη κρυάδα... θα σας ζεστάνω... Τι να κάμω;!

Την ίδια στιγμή έβγαινε απʼ το σπήλαιο του και τινάζοντας επάνω στη σβησμένη και ψυχομαχούσα φωτιά το χορτάρι που ήταν κολλημένο στην κάπα, τα ρούχα, τα μαλλιά, στα μάτια και σʼ όλο γενικά το σώμα του, άναψε ζωηρή φλόγα. Πέταξε έπειτα στη φωτιά λίγα ξύλα και ετοιμάσθηκε να της ρίξει και μια αγκαλιά χορτάρι.

Το τσομπανόσκυλο όμως επεχείρησε να τον εμποδίσει έτοιμο να κλάψει.

- Όχι το χορτάρι. Τι θα φάγουν τα πρόβατα;

- Δεν ντρέπεσαι μικρέ; Είναι σήμερα Χριστούγεννα. Τι Χριστιανός είσαι;

Ο μικρός δεν έφερε πια αντίρρηση...

Πράγματι, ο τρελός χορός της φλόγας μας ξετρύπωσε όλους απʼ τα πρόχειρα κρεβάτια μας και τράβηξε και τους άλλους δέκα, που είχαν διανυκτερεύσει στο βάθος της καλύβας κάτω απʼ την κοιλιά των προβάτων όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέως. Στριμωχθήκαμε όπως μπορέσαμε ολόγυρα απʼ την φωτιά εκτός απʼ τον Σαριδογιάννη, που δεν εννοούσε να κατεβεί απʼ το ψηλό θεωρείο του. Ερίξαμε στην πυρά και τις δυο κλίτσες του τσομπάνου. Αλλʼ η ψυχική ατμόσφαιρα της καλύβας, δεν είχε ζεσταθεί.

- Βλέπω, είπε τότε το άξιο παλικάρι, πως η πείνα σας έκαμε κλαψιάρικα. Καταντήσατε σαν τα μικρά παιδιά που πρώτη φορά έκλεισε ο δάσκαλος νηστικά στο σχολείο. Θα φροντίσω εγώ και γιʼ αυτό.

Έστρεψε έπειτα στο τσομπανόσκυλο και του είπε:

- Άι μικρέ. Βγάλε τα φαγιά σου.

Ο μικρός άρχισε να κλαίει. Του έδειξε τον ποιμενικό σάκκο του, που περιείχε μονάχα τρίμματα από μαύρο ψωμί.

- Βρε άτιμε, του είπε αυστηρά ο Μανώλης. Δεν είπαμε πως είναι σήμερα Χριστούγεννα και είμαστε χριστιανοί; Ξέχασες μωρέ πως εμείς είμαστε άνθρωποι του Χριστού και της Παναγίας; Σε κυττάζουν από ψηλά... Βγάλε και τα άλλα φαγιά σου.

Ο μικρός έβγαλεένα μεγάλο κομμάτι μπομπότα πουχε κρύψει κάτω απʼ τα χόρτα.

- Μα τον Χριστό δεν έχω άλλο.

- Μʼ αυτό θα περνούσατε σήμερα συ και τα σκυλιά σου;

- Ο πατέρας μου είπε να πάρω αργότερα ψωμί και τυρί απʼ την καλύβα του μπάρμπα Κύρκου.

Ο Μανώλης πέταξε ολίγα απʼ τα ψίχουλα του σακιδίου στα σκυλιά, εκομμάτιασε το ψωμί, έδωκε ένα μικρό κομματάκι στον χορηγητή του και μας μοίρασε ψίχουλα και ψωμί με πολλή σοβαρότητα και απόλυτη ισότητα.

- Λάβετε φάγετε, έλεγε. Τούτο εσί το σώμα μου και το αίμα μου. Για το μεσήμερι σας τάζω από μια χήνα ψητή στον καθένα και δυο οκάδες κρασί της Μπεσίστας. Αν θέλετε πάρτε τώρα τα ψιχούλα για αντίδωρο.

Η ηρωική προσπάθεια του καλού συτντρόφου δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Του κάκου επάσχιζε να γαλβανίσει διαθέσεις απονεκρωμένες. Επί τέλους απελπίσθηκε απʼ την άκαρπη μονομαχία του και με τον σπλήνα και την κακομοιριά μας και βγήκε έξω να καραουλίσει.

Ολόγυρα τώρα απʼ την πυρά με τις κάπες ριγμένες στους ώμους κυττάζαμε ατενώς τη φλόγα των ξύλων και του χόρτου σαν να είμαστε εκείνοι που πρώτοι έκλεψαν το πυρ απʼ τον Όλυμπο.

Ο καπνός σιγά σιγά ανέβαινε προς τα πάνω με την αργή μεγαλοπρέπεια θυμιάματος των εκκλησιών μας και έβγαινε απʼ τις χαραμάδες της στέγης, που ανάμεσα απʼ αυτές λαμπύριζαν και πολλά άστρα. Τα πρόβατα εκοιμούνταν ήσυχα νανουρισμένα στο ρυθμικό φύσημα της αναπνοής των. Ο τρόμος της φλόγας έριχνε κόκκινες ανταύγειες στο άσπρο μαλλί των ή έπαιζε απαλά με τις σταχτιές κάπες μας και άναβε πυρκαϊά στα μάτια ενός μολοσσού, που, καθισμένος κοντά μας στα δυο του πόδια, μας θεωρούσε σοβαρά και μελαγχολικά.

Η εικόνα ζωντάνευε την κατά παράδοση σκηνή της Γέννησης του Χριστού και εγέμιζε την ταπεινή καλύβα μας με την πνοή του μεγάλου μυστηρίου που τόσα χρόνια πριν είχε εκτυλιχθεί στο στάβλο της Βηθλεέμ. Μια χριστιανική ανάσταση εγίνονταν μέσα μας που ερχόταν όπως ο δούλος του Φιλίππου να μας υπενθυμίσει το «μέμνησο άνθρωπος ων».

Η οικογένεια, η γενέτειρα, η θρησκεία, ανέδυαν απʼ τα βάθη του παρελθόντος σαν αγαθοποιά πνεύματα και έρχονταν να γιορτάσουν στη φτωχική στάνη τη γέννηση του Θεού του ελέους και της αγάπης μαζί με μας που είχαμε ολότελα απαρνηθεί τις δυο αυτές εντολές. Απʼ την απόλυτη σιγή που εβασίλευε και την μυστικοπαθή έκφραση των προσώπων διαφαινόταν πως κάποιο δράμα σιωπηλό εκτυλίσσονταν εκείνη την ώρα στη σκοτεινή καλύβα. Ανάμεσα απʼ τα υπορόδινα σύννεφα του καπνού της πύρας η ταραγμένη φαντασία καθενός απʼ τους νοσταλγούς αυτούς διέβλεπε να προβαίνει αμυδρά και ασύλληπτη οπτασία η σιλουέτα της εκκλησίας του χωριού του, όπου ανεγνώριζε τους φίλους του να γιορτάζουν φαιδρά την Γέννηση του Σωτήρος, μόνη μια μαυροφόρα γυναίκα, τη μάνα του, νʼ ανάβει χλωμή και πικραμένη μεγάλη λαμπάδα εμπρός στην εικόνα της μεγάλης μάνας με το θεογέννητο παιδί. Τι δεν θαδινε να ξεφύγει εκείνη τη στιγμή απʼ τον Καύκασο του Μοριχόβου και να βρεθεί κοντά της. Όλος ο βίος ξετυλίχθηκε μπροστά του.

Ξαναείδε τον εαυτό του μικρό παιδί, όταν με μάγουλα φλογισμένα απʼ τα ραπίσματα του βοριά έτρεχε στην εκκλησία του χωρίου του κρεμασμένος απʼ το χέρι της μάνας του. Ήταν τότε ένα ωραίο και άκακο αγγελούδι. Την εικόνα του Χριστού χαιρετούσε χωρίς φόβο μήπως συνοφρυωθεί η ιλαρά μορφή του. Αργότερα ήταν ένας λεβέντης, το καμάρι του χωρίου. Στην εκκλησιά όλα τα βλέμματα των κοριτσιών συγκεντρωνόταν επάνω του. Ακόμα και τα εικονίσματα τον κύτταζαν με καλοσύνη και στοργή. Και τώρα;! Τυλιγμένος σε λιγδωμένα κουρέλια... Ψειριάρης... Κυνηγημένος από παντού σαν τα αγρίμια...

Μέσα στα χιόνια και τ απεύκα με συντροφιά τα πρόβατα και τους λύκους. Και αν επιχειρούσε κάπως να θυμηθεί πως ήταν χριστιανός, ενεφανιζόταν ανάμεσα σε καπνούς και αίματα το φάσμα των «πράξεων» και με σαρδόνιο γέλοιο στα χείλη του εψιθύριζε «καλά Χριστούγεννα, καλέ μου χριστιανέ».

Έξαφνα σηκώνεται ο Σουδίας και κοντά του ο Πετρούσης και άλλοι δυο αντάρτες χωρικοί.

- Εμείς θα φύβγομεν.

- Που ώρα καλή; ρώτησαν πολλοί.

- Στα σπίτια μας, στο χωριό. Τα έρχομεν αύριο βράντυ. Τα φέρωμεν και τσίπουρο. Χρόνια πολλά.

- Χρόνια πολλά και χαιρετίσματα.

Μας αφήκαν τα τουφέκια και μʼ ένα ραβδί και ένα πιστόλι κάτω απʼ τα χωριάτικά τους ρούχα έφυγαν για την καλύβα του καπετάνιου να πάρουν την άδεια του και απʼ εκεί για το χωριό.

- Το βράδυ θα γκάψω κι εγώ για το σπίτι μου, είπε και ο Αράπης.

- Δεν φοβάσαι μόνος τους λύκους; ερώτησε ένας νησιώτης του σώματος Βρόντα.

- Οι λύκοι δεν τρώγουσι λύκους, ακούσθηκε απʼ το υπερώων η φωνή του Σαριδογιάννη.

- Τι να κάμω; είπε ο Αράπης. Έχω τόσο καιρό να ιδώ τη μάνα μου. Δεν ξέρω τι γίνεται στο σπίτι.

- Άφστα αυτά. Πας να ιδείς τη Λένω. Δώσε της τους χαιρετισμούς μου, είπε ο Ξυλευσίνος.

- Κι αυτή. Γιάιντα όχι!! Θέλετε να σας πω το σωστό; Αν μπορούσα σήμερα, θα την έπαιρνα και θα την πήγαινα να ζήσω σε μια γωνιά ήσυχα. Αυτό θέλω. Αντάρτες, κομιτατζήδες, στρατιώτες και τʼ άλλα κουραφέξαλα... Δεν θα μου καιόνταν καρφί. Μα πού ʼναι αυτή η τύχη!...

- Παραπονείστε και σεις που πηγαίνετε στα σπίτια σας όταν θέλετε; Τι να πούμε εμείς οι άλλοι, παρατήρησε ο Κανδυλάκης.

- Έτσι είναι. Έχεις δίκηο. Μα είναι και το άλλο. Σεις μια μέρα θα φύγετε, θα πάτε ελεύθερα στα σπίτια σας. Όσοι πάτε. Εμείς που να πάμε; Είμαστε καρφωμένοι επάγε. Έως ότου νάρθει η... Δύο Χριστούγεννα τώρα κάνω έτσι˙ μούντζωτα.

Έγινε σιωπή. Έπειτα ο Κονδυλάκης, σαν να εξακολουθούσε ένα άφωνο διάλογο των ψυχών είπε:

- Ίντα να κάνει η καημένη η γριά μου... Οντασες ήμουνα μικρός κʼ έπεσα αρρωστάρης έκανε τάμα. Νʼ ανάβει κάθε χρόνο σα σήμερα στην Παναγιά μια λαμπάδα ίσια με το μπόι μου... Ποιος το κατέει;! Είναι τώρα ζωντανή ή πεθαμένη;...

Ένας άλλος νεαρός συνάδελφος του σώματος Βρόντα από ένα προάστιο της Σμύρνης, που είχε βαπτισθεί, άγνωστον γιατί, Πρόξενος, μας διηγήθηκε πως γλεντούσαν την ημέρα αυτή στη Σμύρνη και στο σπίτι τους. Γιόρταζε μια αδελφή του. Αϊ και να μπορούσε να της στείλει ένα τηλεγράφημα!...

Άρχισε να ζωηρεύει η κουβέντα. Καθένας ανέφερε αναμνήσεις που σχετίζονταν με τα Χριστούγεννα, την πατρίδα του και τον εαυτό του και τις διηγόταν απλά και συγκινητικά. Οι συμπληγάδες της ψυχής μας ανοίχθηκαν και άφησαν ελεύθερο διάβα σε πράγματα που ήσαν στους αντίποδες της αποστολής και της ζωής μας. Κι επειδή υπήρχαν εκεί αντιπρόσωποι απʼ όλα τα τμήματα του ελληνισμού, η συνομιλία είχε χαρακτήρα από πανελλήνιο λαογραφική έκθεση.

Όταν ήρθε η σειρά μου τους μίλησα για τα Χριστούγεννα του Μοναστηρίου και ιδίως για τη νύκτα με τα κάλαντα. Τους είπα πως αυτή τη νύκτα οι μαθητές των Ελληνικών, Βουλγαρικών και Ρουμανικών σχολείων γυρίζαμε στους δρόμους, με τραγούδια, μουσικές, κηριά, ενετικά φανάρια, πολύφωτα άστρα και σπήλαια. Πως όλοι εφιλοτιμιόμαστε να ξεπεράσουμε τα άλλα σχολεία στην ένταση των φωνών, το πλήθος των φαναριών, το μέγεθος και τη πολυχρωμία των άστρων και των σπηλαίων. Και τέλος στην πρώτη συνάντηση με τα Βουλγαρικά ή Ρουμανικά σχολεία, άστρα και σπήλαια κατρακυλούσαν κατά γης και με τα κοντάρια των ετσακίζονταν φανάρια και κεφαλές...

Κάποτε ξημέρωσε. Μια μικρή αγγαρεία βγήκε νʼ αναζητήσει ξύλα. Μερικοί επιχείρησαν να νιφθούν και να ξεπλύνουν στο ρεύμα του ρυακιού την καπνίλα της καλύβας. Αλλά βρέθηκαν στη μοίρα του Ταντάλου. Το νερό ήταν κρυμμένο κάτω από παχύτατο κρυστάλλινο θόλο. Όλοι εγύρισαν πίσω. Μόνος ο Μαύρης επέμενε και έτριψε τη μούρη του με το χιόνι. Όταν μπήκε στην καλύβα ταιριασμένος και το μανδήλι καλοδεμένο στο κεφάλι, τον υποδέχθηκαν γενικά μειδιάματα. Ο μικρός τσομπανάκος που συμμαζεμένος έως τότε σε μια γωνιά σκέπτονταν τα χορτάρια, τα ξύλα, τις κλίτσες, το ψωμί του, ξέσπασε σε ακράτητα γέλια.

- Γιατί γελάτε; Τι έχω; έλεγε ο Μαύρης κυττάζοντας προσεκτικά τον εαυτό του. Ήταν ο δανδής του σώματός μας.

- Γιατί μονάχα έτσι μουντζουρωμένος καθώς είσαι του απάντησα, θα είχες μούτρα να ιδείς τον Χριστό.

Αργότερα μας επεσκέφθηκαν οι καπεταναίοι. «Χρόνια πολλά παλικάρια. Του χρόνου όλοι στα σπίτια μας». Τους εβάλαμε να καθίσουν σε θρόνους φιασμένους απʼ τις κάπες μας. Ο Μιχελής έσπευσε να βάλει το μπρίκι του καφέ στη φωτιά. Απʼ τη νύχτα του Γνίλες ετρέφονταν αποκλειστικά με ψωμοτύρι. Ο καφές ήταν η παρηγοριά του. Γιʼ αυτό απʼ την πανοπλία του δεν έλειπε το μπρίκι και ένα μονάκριβο φλιτζάνι.

- Αϊ. Τι γίνεσαι ακρεοφάγε... Θα νηστέψεις και σήμερα; Του είπε ο Βρόντας μόλις τον διέκρινε.

- Σήμερα... Όλοι θα νηστέψετε κύριε αρχηγέ.

- Νάτρωγες τουλάχιστο ακρίδες και μέλι άγριο!...

- Θαχε γίνει νέος Πρόδρομος ο Βαπτιστής έστω και με απουσίαν της Σαλώμης, πρόσθεσε ο Λαύρας.

- Που να το βρεις το μέλι εδώ πάνω, απάντησε ο Μιχελής, που δεν είχε πολλές γνωριμίες ούτε με την Παλαιά ούτε με τη Νέα Διαθήκη.

- Οπωσδήποτε σεις, εξακολούθησε ο Βρόντας, έχετε τον καφέ σας... Εν τούτοις έχετε ύφος όλοι σας μελαγχολικό και κλαψιάρικο. Στην καλύβα μας είμαστε σαράντα άνδρες κι ακούς την μυίγα νʼ ανασαίνει. Τι έχετε πάθει σήμερα, δεν μπορώ να καταλάβω.

- Τίποτε κύριε αρχηγέ... Έτσι... Χωρίς κέφι.

- Αν είναι αιτία τα τρόφιμα, σας πληροφορώ πως η Γραδέσνιτσα είναι απʼ το πρωί πολιορκημένη... Ίσως το βράδυ να μας στείλουν. Σφάξαμε όμως τρεις προβατίνες... Ελάτε να πάρετε κρέας όσο θέλετε. Μονάχα που ήσαν γαστρωμένες και δεν μπορέσαμε να βρούμε ούτε αλάτι ούτε ψωμί.

- Α! Όχι. Δεν πεινάμε. Τα δικά μας τα Χριστούγεννα καλλίτερα να τα κάνουμε νηστικοί...


(«Στα Μακεδονικά Βουνά»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου