1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ληνῶν· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
|
|
2 -
ΚΥΡΙΕ ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ· ὅτι ἐπήρθη ἡ μεγαλοπρέπειά σου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν.
|
2 Κυριε
ο κύριος όλων των ανθρώπων, ιδιαιτέρως δε ημών των πιστών, πόσον ξακουστόν
και ολόλαμπρον προβάλλει το όνομά σου εις όλην την γην, εις όλα τα
δημιουργήματά σου! Η μεγαλοπρέπειά σου ως δημιουργού είναι ασυγκρίτως
λαμπροτέρα από την λαμπρότητα των ουρανίων κόσμων, τους οποίους συ
εδημούργησες.
|
3 ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου τοῦ καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητήν.
|
3 Από
τα στόματα και αυτών ακόμη των νηπίων και θηλαζόντων παιδίων ήκουσας και
ακούεις τέλειον ύμνον πίστεως και δοξολογίας προς σέ, εις πείσμα των μεγάλων
απίστων εχθρών σου και εις καταζευτελισμόν και εξουδένωσιν εκείνου, ο οποίος
τολμά να παρουσιασθή εχθρός και αντίδικός σου.
|
4 ὅτι ὄψομαι τοὺς οὐρανούς, ἔργα τῶν δακτύλων σου, σελήνην καὶ ἀστέρας, ἃ σὺ ἐθεμελίωσας·
|
4 Οταν
ανυψώνω τα βλέμματά μου στους ουρανούς και βλέπω τα αναρίθμητα υπέροχα εκεί
δημιουργήματά σου, τα οποία χωρίς κόπον σαν με τα δάκτυλα απλώς των χειρών
σου έκαμες, την σελήνην δηλαδή και τους αστέρας, τα οποία συ εστερέωσες στο
απέραντον χάος του ουρανού, διερωτώμαι και λέγω·
|
5 τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ; ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;
|
5 τι
είναι αυτός ο άνθρωπος, ο τόσον μικρός και αφανής εμπρός στο μεγαλοπρεπές
σύμπαν σου, ώστε συ να καταδέχεσαι να τον ενθυμήσαι; Η τι είναι κάθε απόγονος
του ανθρώπου, ώστε συ τόσον πατρικώς και ιδιαιτέρως να φροντίζης δι' αυτόν;
|
6 ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν,
|
6 Τον
εδημιούργησες ολίγον κατώτερον από τους αγγέλους, με δόξαν όμως και τιμήν τον
έχεις στεφανώσει,
|
7 καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου· πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ,
|
7 διότι
τον εγκατέστησες και τον ανεκήρυξες βασιλέα εις όλα τα έργα των χειρών σου,
εις όλα τα επίγεια δημιουργήματά σου.
|
8 πρόβατα, καὶ βόας ἁπάσας, ἔτι δὲ καὶ τὰ κτήνη τοῦ πεδίου,
|
8 Τα
πάντα υπέταξες κάτω από την εξουσίαν του, όχι μόνον τα κατοικίδια ζώα,
πρόβατα και όλα τα βόϊδια, αλλά και αυτά ακόμη τα άγρια θηρία της υπαίθρου·
|
9 τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης, τὰ διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν.
|
9 τα
ταχύτατα πτηνά, που διασχίζουν τους ουρανούς, τα αναρίθμητα ψάρια της
θαλάσσης, τα μεγάλα κήτη, τα οποία τρέχουν δια των υδατίνων δρόμων των
ωκεανών.
|
10 Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ!
|
10 Κυριε
ο Κυριος ημών, πόσον λαμπρόν και μεγαλειώδες προβάλλεται το πανένδοξον όνομά
σου εις όλην την γην!
|
Ερμηνεία από το βιβλίο ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ (Μετάφραση-Σύντομη Ἀνάλυση) Τόμος Α´ Ψαλμ. 1-50 Ὑπό Ἐπισκόπου Ἱερεμίου Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως
1. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ ρίπτει ἕνα βλέμμα στόν οὐρανό καί τήν γῆ καί ἀπό τήν ὀμορφιά καί τήν ἁρμονία τῶν δημιουργημάτων ξεσπᾶ σέ ὕμνο στόν Θεό καί λέγει: «Κύριε, Κύριέ μας, πόσο θαυμαστό εἶναι τό ὄνομά Σου σέ ὅλη τήν γῆ. Ἡ μεγαλοπρέπειά Σου εἶναι πάρα πάνω ἀπό τούς οὐρανούς» (στίχ. 2)! Πραγματικά ἡ ὡραιότητα καί ἡ τάξη στό σύμπαν μᾶς κάνει νά ξεσπᾶμε σέ δοξολογία πρός τόν Δημιουργό Θεό μας καί νά λέμε μαζί μέ τόν ἄλλο ψαλμωδό: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα Σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24)!
2. Ἀλλά εἶναι μερικοί, θολωμένοι στήν
ψυχή, πού δέν βλέπουν αὐτό τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ στήν δημιουργία Του καί
ὄχι μόνο δέν τό βλέπουν, ἀλλά ἀντίθετα, στρέφονται ἐχθρικά πρός τόν
Θεό. Εἶναι οἱ ἀπιστοῦντες στόν Θεό, πού ὁ ποιητής μας ἐδῶ τούς λέγει «ἐχθρούς»
καί «ἐκδικητάς». Αὐτούς ὅμως ὁ Θεός γνωρίζει νά τούς ταπεινώνει
μέ τά μικρά θηλάζοντα νήπια, τά ὁποῖα, ἀντίθετα πρός αὐτούς, ὅταν δοῦν
τόν ἔναστρο οὐρανό μέ σκιρτήματα καί φωνές καί ἀναπηδήματα ἐκφράζουν
τόν θαυμασμό τους στό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Λέγει λοιπόν ὁ
ψαλμωδός: «Ἐκ στόματος νηπίων κα θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον, ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν
σου τοῦ καταλῦσαι ἐχθρόν καί ἐκδικητήν» (στίχ. 3). Καί ἄν αὐτά τά
θηλάζοντα νήπια ἐκδηλώνονται μέ τόν τρόπο τους δοξολογικά στόν Θεό,
πόσο θά ἔπρεπε νά τό κάνουν αὐτό οἱ μεγάλοι στήν ἡλικία ἄνθρωποι, πού
ἔχουν νοῦν.
3. Πρέπει νά εἶναι νύχτα πού ὁ ψαλμωδός ἔκανε
τόν ψαλμό του, γιατί ἀπό τό βλέμμα του στόν οὐρανό λέει μόνο
γιά σελήνη καί ἀστέρια καί ὄχι γιά ἥλιο (βλ. στίχ. 4). Μετά δέ ἀπό τόν οὐρανό
ὁ ποιητής μας στρέφεται πρός τήν γῆ καί βλέπει τόν μικρό ἄνθρωπο
καί σκέπτεται καί λέγει στόν Θεό: Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μπροστά σέ ὅλο
αὐτό τό μεγαλεῖο τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε νά τόν θυμᾶσαι καί νά φροντίζεις γι᾽
αὐτόν; «Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ, ἤ υἱός ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ
αὐτόν;» (στίχ. 5)! Ὁ πανεπιστημιακός Διδάσκαλος Βασίλειος Βέλλας
σχολιάζει ὡραιότατα τόν στίχο αὐτό τοῦ ψαλμωδοῦ μας λέγων: «Ἐκεῖ ἐπάνω
εἰς τόν οὐρανόν ὁ ποιητής θά ἔβλεπε
τήν μεγαλοπρέπειαν τῶν οὐρανίων σωμάτων καί ἐδῶ κάτω παρά τοῖς ἀνθρώποις
τήν ἀθλιότητα. Ἐκεῖ ἐπάνω θά ἔβλεπε τήν οὐρανίαν ἡσυχίαν καί τάξιν
νά βασιλεύῃ, ἐδῶ δέ κάτω τήν ἀκαταστασίαν καί τήν ἀναστάτωσιν τῶν ἀνθρώπων.
Ἐκεῖ ἐπάνω θά ἔβλεπε τό αἰώνιον καί ἀμετάβλητον τῶν οὐρανίων σωμάτων, ἐδῶ δέ κάτω τήν μεταβλητότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ
ἐπάνω θά ἔβλεπε
ὁ ποιητής μας τό ἄπειρον τῶν ἀστέρων πλῆθος καί ἐδῶ κάτω τόν πεπερασμένον
ἄνθρωπον. Ἀπέναντι τῶν οὐρανίων τούτων σωμάτων ὁ ἄνθρωπος φαίνεται ὡς μηδέν. Καί ὅμως περί αὐτοῦ
φροντίζει καί μεριμνᾷ ὅλως ἰδιαιτέρως ὁ Θεός» (Ἐκλεκτοί Ψαλμοί, Ἔκδοσις
3η, σ. 91)!
4. Γιά τόν ἄνθρωπο ὁ ποιητής μας λέγει
στήν συνέχεια ὅτι ὁ Θεός τόν κατέστησε ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά
δημιουργήματα, «λίγο κατώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους», τόν ἐδόξασε καί τόν ἔκανε
κυρίαρχο ὅλης τῆς κτίσεως. Λέγει: «Ἠλάττωσας αὐτόν βραχύ τι παρ᾽ ἀγγέλους,
δόξῃ καί τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν καί κατέστησας αὐτόν ἐπί τά ἔργα τῶν
χειρῶν σου, πάντα ὑπέταξας ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ» (στίχ. 6.7).
Πραγματικά ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λέει παρακάτω ὁ ψαλμωδός μας, ἐξουσιάζει ὄχι
μόνο τά κατοικίδια ζῶα, ἀλλά καί αὐτά ἀκόμη τά ἄγρια ζῶα τοῦ ἀγροῦ, τά
πετεινά πού πετοῦν στόν ἀέρα καί τούς ἰχθεῖς τῶν θαλασσῶν καί τά μεγάλα
θαλάσσια κήτη, «τά διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν» (στίχ. 9). Ποῦ βρίσκει ὁ ποιητής μας τήν ἀνωτερότητα
αὐτή τοῦ μικροῦ ἀνθρώπου, ὡς κυριάρχου ὅλης τῆς κτίσεως; Τήν
βρίσκει στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἄν καί μικρός καί ἐλάχιστος καί μηδαμινός συγκρινόμενος
μέ τό σύμπαν, ὅμως εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, φέρει μέσα του θεῖο
στοιχεῖο. Στό βιβλίο τῆς Γένεσης δια-βάζουμε ὅτι ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο
κατά τήν εἰκόνα Του καί κατά τήν ὁμοίωσίν Του (Γεν. 1,27). Αὐτό κάνει τόν ἄνθρωπο
ἀνώτερο ὅλης τῆς κτίσεως: Τό ὅτι δημιουργήθηκε κατ᾽ εἰκόνα
καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ.
Από το βιβλίο
“Η Παλαιά Διαθήκη”- Κείμενον - Σύντομος ερμηνεία -Εκτενείς σχολιασμοί-Πατερικαί
γνώμαι - Πρακτικά διδάγματα.
Τόμος Ι’- Ψαλμοί
υπό Π.Ν.Τρεμπέλα
ΨΑΛΜΟΣ Π΄. 8. ( σελ.
41-43)
Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ληνῶν-:
ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
Η ἐπιγραφὴ «ὑπὲρ τῶν ληνῶν» ἐθεωρήθη ὑπὸ τῶν Πατέρων ὡς ἀναφερομένη εἰς τὰς παμ- πληθεῖς ἐκκλησίας, αἵτινες ἐπρόκειτο νὰ ἀνεγερθοῦν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην εἰς τὸ τέλος τῆς νομικῆς λατρείας, τὰς ὁποίας ὁ Κύριος, ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος καθηγίασεν. Ἐκ τῶν νεωτέρων ἄλλοι μὲν ἐξέλαβον καὶ τοῦτον καὶ τοὺς φέροντας τὴν αὐτὴν ἐπιγραφὴν 8Οὸν καὶ 83ον ψαλμοὺς ὡς ἐπιληνίους κατὰ τὴν ὥραν τοῦ τρυγητοῦ ψαλλομένους, ἐκδοχή, ἥτις ἀντιλέγεται ὑπὸ τοῦ περιεχομένου αὐτῶν. Ἐν τῷ Ταργοὺμ ὁ ὅρος ἑρμηνεύεται «ἐπὶ τῆς κιθάρας, ἣν ὁ Δαυΐδ ἐκόμισεν ἐκ Γέθ», ἐντεῦθεν δὲ ἄλλοι ἐξέλαβον τὸν ὅρον ὡς ἀναφερόμενον εἰς ὄργανον εἰδικὸν ὑπὸ τοῦ Δαβὶδ κομισθὲν ἐκ τῆς Γέθ (πρβλ. Α΄ Βασιλ. κη΄ 2) καὶ εἰς τὴν λατρείαν ἀκολούθως εἰσαχθέν. Καὶ ἄλλοι τέλος ὑπεστήριξαν, ὅτι ἡ φράσις δηλοῖ τὸ μέλος παλαιοτέρου ἐπιληνίου ᾷσματος κατὰ τὸ ὁποῖον ἔπρεπε νὰ ψάλληται καὶ ὁ παρὼν ψαλμός.
Ἐν τῷ ψαλμῷ ἐξυμνεῖται τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ, τὸ ἐν τῇ δημιουργίᾳ φανερούμενον, ἀντιτίθεται δὲ πρὸς αὐτὸ ἡ μικρότης τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα ἐξαρθῇ ἡ πρὸς αὐτὸν ἐκδηλωθεῖ- σα ἀγαθότης καὶ συγκατάβασις τοῦ Θεοῦ, καταστήσαντος αὐτὸν βασιλέα ἐπὶ πάσης τῆς ἐν τῇ γῇ δημιουργίας. Καὶ ἔχει μὲν ὁ ψαλμῳδὸς ὑπ΄ ὄψει τὸν πρῶτον ἄνθρωπον, τὸν ᾿Αδάμ, ὡς ἐξῆλθεν οὗτος ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ, πρὶν ἢ ἁμάρτῃ. Προδήλως ὅμως τὰ ὅσα περὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἀξίας καὶ δόξης λέγει, ἐφαρμόζονται εἰς τὸν ἰδεώδη καὶ κατ΄ ἐξοχὴν ἄνθρωπον, τὸν μὴ ἁμαρτόντα, τὸν Μεσσίαν, τὸν δεύτερον ᾿Αδάμ. ᾿Εντεῦθεν τόσον οἱ παλαιοὶ Ἰουδαῖοι ἑρμηνευταί, ὅσον καὶ οἱ Πατέρες δὲν ἐδίστασαν νὰ ἐφαρμόσουν αὐτὸν εἰς τὸν Μεσσίαν καὶ νὰ εὕρουν τὴν πλήρη ἐπαλήθευσίν του εἰς τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Λόγου. Αὐτὸς ἄλλως τε ὁ Κύριος ἐφήρμοσε τοὺς περὶ ὕμνου ἐκ στόματος νηπίων καὶ θη- λαζόντων λόγους τοῦ ψαλμοῦ εἰς τὰς κατὰ τὴν θριαμβευτικήν του εἴσοδον εἰς Ἱεροσόλυμα ἐπευφημίας τῶν παιδίων, ἐν δὲ τῇ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῇ (β΄ 6) ρητῶς ὁ Κύριος χαρακτηρίζεται «ὡς βραχύ τι παρ΄ ἀγγέλους ἠλαττωμένος». Πρβλ. καὶ Α΄ Κορινθ. ιε΄ 26-28 καὶ Ἔφεσ. α΄ 22.
Χαρακτηριζόμενος ὡς ἑσπερινὸς ὕμνος ἄρχεται καὶ καταλήγει δι΄ ἐπῳδοῦ (στίχ. 2 καὶ 10) ἀνυμνούσης τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μεγαλοπρέπεια ἐξαπλοῦται ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν. Διαιρεῖται εἰς τέσσαρας στροφάς, προτάσσεται δ᾽ἐν ἀρχῇ τοῦ ψαλμοῦ καὶ ἐπιτάσσεται εἰς τὸ τέλος αὐτοῦ ἡ ἐπῳδός. («Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ»). Ἔν τῇ πρώτῃ στροφῆ (στίχ. 2β-3) τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται ὑψούμενον ὑπὲρ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀνυμνούμενον καὶ ὑπ΄ αὐτῶν ἔτι τῶν νηπίων καὶ θηλα- ζόντων. ᾿Εν τῇ δευτέρᾳ (στίχ. 4-5) ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ἐν τῇ δημιουργίᾳ τοῦ ἐνάστρου οὐρανοῦ διαλάμπον μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ ἡ μικρότης τοῦ ἀνθρώπου. Ἔν τῇ τρίτῃ (στίχ. θ6- 7) περιγράφεται ἡ τιμή, μετὰ τῆς ὁποίας περιέβαλε τὸν ἄνθρωπον ὁ Θεός. Καὶ ἐν τῇ τε- τάρτῃ ἀπαριθμοῦνται τὰ εἰς τὸν ἄνθρωπον ὑποταγέντα ἔμψυχα δημιουργήματα.
Ἠθικὴ ἐφαρμογή.
Ἂς ἀνυμνῶμεν διὰ τοῦ ψαλμοῦ τούτου τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον ἐκλάμπει ἐν τῇ ὁρατῇ δημιουργίᾳ του, ἡ ὁποία φέρει βαθεῖαν καὶ ἀνεξάλειπτον τὴν σφραγῖδα τῆς ἀπείρου σοφίας καὶ δυνάμεώς του. Πόσον εὔκολα συνηθίζει ὁ ἄνθρωπος τὸ θαῦμα τῆς δημιουργίας, ὥστε νὰ παρέρχεται ἀδιάφορος πρὸ αὐτοῦ, χωρὶς νὰ κινῆται εἰς ὕμνον καὶ δοξολογίαν τοῦ Δημιουργοῦ, τὸν ὁποῖον οὐ μόνον οἱ, ἄγγελοι δοξολογοῦν ἀπαύστως διὰ τὴν ἄπειρον τελειότητά του, ἀλλὰ καὶ νηπίων ἔτι καὶ θηλαζόντων βρεφῶν στόματα ἀνυμνοῦν! Ἂς παρακαλῶμεν τὸν Θεὸν νὰ μᾶς φωτίζῃ, ἵνα ἐκ τῶν θαυμάτων τῆς δη- μιουργίας ἀναγώμεθα πρὸς ἐπίγνωσιν τοῦ μεγαλείου του τούτου διὰ νὰ καταξιούμεθα, ὅπως συνενώνωμεν καὶ ἡμεῖς τὰς ἀσθενεῖς φωνάς μας μετὰ τῶν ἀγγελικῶν πρὸς ἐξύμνησιν αὐτοῦ.
Σκώληξ μηδαμινὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος συγκρινόμενος ὄχι μόνον πρὸς τὸν ἄπειρον Θεόν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν ἀπέραντον δημιουργίαν, τὴν ὁποίαν ὡς ἄθυρμα κρατεῖ διὰ τῶν δακτύλων του ὁ Πλάστης. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς συγκαταβαίνει μέχρις αὐτοῦ. Προνοεῖ περὶ αὐτοῦ. ᾿Εξυ- ψώνει αὐτὸν εἰς κυρίαρχον ἐν τῇ δημιουργίᾳ του. Διὰ στέμματος βασιλικοῦ ἐν μέσῳ τῆς γῆς περικοσμεῖ αὐτόν. Ἂς παρακαλῶμεν τὸν Κύριον νὰ διανοίγῃ τὸν νοῦν μας εἰς κατανό- ησιν τῆς πρὸς ἡμᾶς συγκαταβάσεώς Του καὶ εἰς συναίσθησιν τοῦ ποίαν ὑπακοὴν ὀφείλομεν εἰς αὐτόν, ὁ ὁποῖος κατέστησεν ἡμᾶς συμμετόχους ἐν τῇ κυριαρχίᾳ καὶ ἀκαταλύτῳ βασι- λείᾳ Του. Ἂς μᾶς ἀξιώνῃ αὐτὸς νὰ μὴ λησμονῶμεν, εἰς ποῖον ὕψος μᾶς ἀνεβίβασε, διὰ νὰ μὴ καταπίπτωμεν ἐκ τῆς βασιλικῆς θέσεως, εἰς τὴν ὁποίαν μᾶς ἀνύψωσεν, εἰς Τὴν θέσιν τῶν ἀνδραπόδων καὶ τῶν κτηνῶν, τὰ ὁποῖα ἡ ἀγαθότης Του ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας μας.
᾿Αλλὰ πολὺ περισσότερον ἀσυγκρίτως πρέπει νὰ καταπληττώμεθα καὶ νὰ κινούμεθα μετ᾽ εὐγνωμοσύνης βαθείας εἰς δοξολογίαν τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ σοφίας καὶ συγκαταβά- σεως, ὅταν ἀποβλέπωμεν εἰς ὅσα εἰργάσθη καὶ ἐργάζεται ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Εὐαγγελίου ἐν τῇ καινῇ αὐτοῦ κτίσει. Ποία συγκατάβασις ἐν τῇ ἐνανθρωπήσει, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ἐποιήθησαν τὰ πάντα, ἠλαττώθη βραχύ τι παρ΄ ἀγγέλους καὶ ὡμοιώθη πρὸς ἡμᾶς! ᾿Αναγινώσκοντες τὸν ψαλμὸν τοῦτον ἂς ζητῶμεν ἀπὸ τὸν Κύριον πνεῦμα σοφίας καὶ ἀποκαλύψεως, ὥστε κατανοοῦντες κατὰ τὸ δυνατὸν τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος τῆς πρὸς ἡμᾶς ἀγάπης καὶ συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ ἐν πλήρει ἐπιγνώσει νὰ ἐπα- ναλαμβάνωμεν μετὰ τοῦ Δαβίδ: «Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά Σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου