ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 4. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Ὁ Ἐθνικός μας ποιητὴς
Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Ὁ ἐθνικός μας ποιητὴς Διονύσιος Σολωμὸς γεννήθηκε στὴ Ζάκυνθο τὸ 1798 καὶ ἀπεβίωσε στὴν Κέρκυρα στὶς 9 Φεβρουαρίου 1857. Τὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο ἀποτελοῦν οἱ δύο πρῶτες στροφὲς τοῦ ποιήματός του «Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν». Ἀποτελεῖται ἀπὸ 158 στροφὲς καὶ ὁ Σολωμὸς τὸ ἔγραψε μέσα σὲ ἕνα μήνα, τὸν Μάϊο τοῦ 1823. Γράφει ὁ Νίκ. Τωμαδάκης: «Ὁ Ὕμνος ὁρίζει τὴν Ἐλευθερία, τὴν Ἑλλάδα, τὴν Θρησκεία μὲ νέα πλατύτατα ὅρια, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν, τὴν πίστιν τοῦ Ἔθνους καὶ τὴν Ἱστορίαν τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος. Δίδει νόημα εἰς τὸν Ἀγώνα, εἰς τὰς μάχας, εἰς τὰς σφαγάς, εἰς τὰς ἐκδικήσεις… Ταυτίζει τοὺς ἀρχαίους μὲ τοὺς νέους Ἕλληνας, θέτει τὴν Θρησκείαν ὁδηγὸν καὶ προσγράφει τὴν Ἑλλάδα εἰς τὸν Χριστιανικὸν κόσμον, ὑπερασπιστὴν ἀκόμη μίαν φορὰν κατὰ τοῦ βαρβαρισμοῦ».
. Οἱ διαυγεῖς λόγοι τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα συνήθως παραποιοῦνται ἀπὸ τοὺς ἐθνομηδενιστές. Τὸ θέμα δὲν εἶναι νέο. Ὑπῆρχε καὶ τὸ 1902…. Γράφει τότε στὰ «Παναθήναια» ὁ Γεώργιος Καλοσγοῦρος: «Τὸ φῶς τοῦ Σολωμοῦ ἔλειψε. Ἐμπῆκαν στὴν Ἑλλάδα φιλοσοφήματα ποὺ τὸ ἔκρυψαν… Ἔτσι βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε καθημερινῶς ἀνθρώπους ἁρπαγμένους ἀπὸ σημερινὲς θεωρίες Θετικισμοῦ, Νιχιλισμοῦ, Ὑλισμοῦ κτλ. νὰ ὑμνολογοῦν ἕναν Ποιητή, ποὺ ἡ Ἐθνική, Θρησκευτικὴ καὶ ἡ Φιλοσοφική του Πίστη ἦτον κάθε ἄλλο παρὰ ἡ δική τους, νὰ τὸν ὑμνολογοῦν χωρὶς νὰ φροντίζουν νὰ τὸν γνωρίσουν, νὰ λέγουν καὶ νὰ ξαναλέγουν τὴ λέξη Ἀληθινὸ ἢ Ἀληθές, ποὺ αὐτὸς ἐννοοῦσε τόσο ἀντίθετα ἀπὸ αὐτούς, χωρὶς ποτὲ νὰ τὸ σημειώσουν, χωρὶς κἂν νὰ ὑποψιαστοῦν αὐτὴν τὴν ἀντίθεση, αὐτὸ τὸ ἄπειρο χάσμα…».
ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ
. Ἡ ἀνθολόγηση τοῦ σημαντικοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου ποιητῆ γίνεται μὲ ἐπίγνωση τοῦ γρ. ὅτι τὸ ἀδικεῖ περιορίζοντάς το σὲ 600 λέξεις.
Ἀπὸ τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο:
-Γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ Ἔθνους:
«Ὦ τρακόσιοι! Σηκωθῆτε καὶ ξανάλθετε σ᾽ ἐμᾶς, τὰ παιδιά σας θελ’ ἰδῆτε πόσο μοιάζουνε μέ σᾶς». (Στίχ. 78)
– Γιὰ τὸν σύνδεσμο τῆς θρησκείας μὲ τὴν ἐλευθερία:
«Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένη, καὶ ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ μ’ ἀργοπάτημα ἂς πηγαίνη μεταξύ τους καὶ ἂς μετρᾶ». (Στίχ. 115).
-Γιὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε΄:
«Ὅλοι κλαῦστε, ἀποθαμένος ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς. Κλαῦστε, κλαῦστε, κρεμασμένος ὡσὰν νάτανε φονιὰς» καὶ «Ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῆ εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήση καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῆ». (Στίχ. 135 καὶ 137).
-Γιὰ τὴ διχόνοια:
«Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάει ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερή, καθενὸς χαμογελάει, πάρ’ το, λέγοντας καὶ σύ». Καὶ «Κειο τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει ἔχει ἀλήθεια ὡραία θωριά, μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνει εἰσὲ δάκρυα θλιβερά», καὶ «Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά: Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριὰ» καὶ «Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε γιὰ Πατρίδα γιὰ Θρησκειά, σᾶς ὁρκίζω ἀγκαλιασθῆτε σὰν ἀδέλφια γκαρδιακὰ» (Στίχ. ἀντιστ. 144, 145, 147).
Ἀπὸ τὸ ποίημα «Εἰς τὸν θάνατο τοῦ Λὸρδ Μπάϊρον»:
-Τιμὴ στὸν Ἄγγλο ποιητή:
«Λευθεριά, γιὰ λίγο πάψε νὰ χτυπᾶς μὲ τὸ σπαθί, τώρα σίμωσε καὶ κλάψε εἰς τοῦ Μπάϊρον τὸ κορμὶ» (Στίχ. 1).
-Γιὰ τὴ θυσία τῶν Σουλιωτισσῶν στὸ Ζάλογγο:
«Τὲς ἐμάζωξε εἰς τὸ μέρος τοῦ Τσαλόγγου τὸ ἀκρινὸ τῆς ἐλευθεριᾶς ὁ ἔρως καὶ τὲς ἔμπνευσε χορό», καὶ «Τέτοιο πήδημα δὲν τὸ εἶδαν οὔτε γάμοι, οὔτε χαρές, καὶ ἄλλες μέσα τους ἐπῆδαν ἀθωότερες ζωὲς» καὶ «Τὰ φορέματα ἐσφυρίζαν καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά, κάθε γύρο ποὺ ἐγυρίζαν ἀπὸ πάνου ἔλειπε μία» (Στίχ. Ἀντιστ. 101, 102, 103).
Ἐπίγραμμα γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν:
«Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη περπατώντας ἡ Δόξα μονάχη μελετᾶ τὰ λαμπρὰ παλληκάρια καὶ στὴν κόμη στεφάνι φορεῖ γεναμένο ἀπὸ λίγα χορτάρια, ποὺ εἶχαν μείνει στὴν ἔρημη γῆ».
Ἀπὸ τὸ ποίημα «Οἱ Ἐλεύθεροι πολιορκημένοι»
-Στοχασμοὶ τοῦ ποιητῆ γιὰ Πίστη καὶ Πατρίδα:
«…Σκέψου βαθιὰ καὶ σταθερὰ (μία φορὰ γιὰ πάντα) τὴ φύση τῆς Ἰδέας πρὶν πραγματοποιήσης τὸ ποίημα. Εἰς αὐτὸ θὰ ἐνσαρκωθῆ τὸ οὐσιαστικότερο καὶ ὑψηλότερο περιεχόμενο τῆς ἀληθινῆς φύσης, ἡ Πατρίδα καὶ ἡ Πίστις».
-Σχεδίασμα Β΄: «Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει, λαλεῖ πουλί, παίρνει σπυρὶ κι ἡ μάνα τὸ ζηλεύει. Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε, στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει». Καὶ «Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα καὶ κλαίει: “Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ ἔχω γὼ στὸ χέρι; Ὁπού σὺ μούγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει”» .
Ὁ Σολωμὸς περιγράφει τοὺς τουρκολάγνους:
Στὸ πεζὸ τοῦ Διον. Σολωμοῦ «Ἡ Γυναίκα τῆς Ζάκυθος», αὐτὴ ἡ μέγαιρα ὠφελιμίστρια, βρίζει τὶς ἡρωικὲς Μεσολογγίτισσες, ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἐλευθερία τους. Τοὺς λέγει: «Καὶ τί σᾶς ἔλειπε καὶ τί κακὸ εἴδετε ἀπὸ τὸν Τοῦρκο; Δὲν σᾶς ἄφηνε φαητά, δούλους, περιβόλια; Καὶ δόξα σοι ὁ Θεός, εἴχετε περσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχω ἐγώ. Σᾶς εἶπα ἐγὼ νὰ χτυπῆστε τὸν Τοῦρκο;…».
Ἀπάντηση στὸν Κοραὴ
Ὁ Σολωμὸς στὸ πεζό του «Διάλογος ποιητῆ, φίλου καὶ σοφολογιώτατου» δίνει μίαν ἔμμεση ἀπάντηση στὸν «καθαρευουσιάνο» Ἀδ. Κοραὴ γιὰ τὴν γλῶσσα:
«Σοφολ.: Ἡ γλῶσσα σου φαίνεται λίγη ὠφέλεια; Μὲ τὴ γλῶσσα θὰ διδάξης τὸ κάθε πράγμα. Λοιπὸν πρέπει νὰ διδάξης πρῶτα τὲς ὀρθὲς λέξες.
Ποιητής: Σοφολογιώτατε, τὲς λέξες ὁ συγγραφέας δὲν τὲς διδάσκει, μάλιστα τὲς μαθαίνει ἀπὸ τοῦ λαοῦ τὸ στόμα. Αὐτὸ τὸ ξέρουν καὶ τὰ παιδιά.
Σοφολ. (Μὲ μεγάλη φωνή): Γνωρίζεις τὰ Ἑλληνικά, Κύριε; Τὰ γνωρίζεις; Τὰ ἐσπούδαξες ἀπὸ μικρός;
Ποιητὴς (Μὲ μεγαλύτερη φωνή): Γνωρίζεις τοὺς Ἕλληνας Κύριε; Τοὺς γνωρίζεις; Τοὺς ἐσπούδαξες ἀπὸ μικρός;…».-
1.«Διονύσιος Σολωμός», Ἐπιμέλεια Ν.Β. Τωμαδάκη, Βασικὴ Βιβλιοθήκη 15, «ΑΕΤΟΣ» ΑΕ, Ἀθῆναι, σ. πε΄
2.Γεώργιος Καλοσγοῦρος «Διονύσιος Σολωμός», 1η Δημοσίευση «Παναθήναια» (1902), ΜΙΕΤ, Ἀθήνα, 2007, σ. 13.
3.Διονυσίου Σολωμοῦ «Ἅπαντα», τόμ. Α΄. Ἐπιμ. Λίνου Πολίτη, Ε΄ Ἔκδ. «Ἴκαρος», Ἀθήνα, σ. 207
4.Αὐτ. σελ. 215
5.Διον. Σολωμοῦ «Ἡ γυναίκα τῆς Ζάκυθος», Βικελαία Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη, Ἡράκλειον, 1991, σ. 39.
6.Διονυσίου Σολωμοῦ «Τὰ πεζὰ ἔργα», Ἐκδόσεις Μέλλον, Ζάκυνθος, Β´ Ἔκδοση, 1999, σ. 56.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου